συνέντευξη στον Νίκο Κουρμουλή.
Το τελευταίο μυθιστορηματικό τοπίο του Δημήτρη Σωτάκη, εκτυλίσσεται σ’ένα αχαρτογράφητο νησί της Ωκεανίας. Εκεί ξεβράζεται ένας νερντ δημοσιογράφος του κολλεγίου. Ψάχνοντας το νόημα της ζωής, κάποια στιγμή έχει την φαεινή ιδέα να ανοίξει ένα σούπερ-μάρκετ και να…καταξιωθεί ως επαγγελματίας και φυσικά ως άνθρωπος. «Η ιστορία ενός σούπερ-μάρκετ» (εκδ Κέδρος) είναι η ιστορία του Ροβήρου Ανθρώπου. Στην κουβέντα που ακολουθεί ο Δημήτρης Σωτάκης, λύνει όλες σας τις απορίες γι αυτόν το παράξενο επιβιωτή. Ή τουλάχιστον τις περισσότερες
ΕΡ: Ποια είναι τα συστατικά του Ροβήρου Ανθρώπου
ΔΣ: Θα έλεγα ότι ο ψυχισμός του αποτελείται από ένα ψηφιδωτό συναισθημάτων, είναι, δίχως δεύτερη σκέψη ένας αφελής άνθρωπος, συνεπώς η αφέλεια είναι ένα από τα συστατικά του, όπως και η αγνότητα, τουλάχιστον όπως προκύπτει από τον τρόπο που διαχειρίζεται τη ζωή του. Ακόμα διακρίνεται από μια ολοένα αυξανόμενη επιθυμία για ευτυχία. Μια σχεδόν μεταφυσική λαχτάρα. Μια ευτυχία, ωστόσο ορατή στα μάτια του.
ΕΡ: Είναι ναυαγός από επιλογή ή από καθαρό παίγνιο της τύχης
ΑΠ: Θα έλεγα από επιλογή, υπό την έννοια ότι ακόμα κι αν δεν ναυαγούσε, θα είχε, κατά κάποιο τρόπο, επινοήσει ένα ναυάγιο. Είναι βέβαιος ότι το ατύχημα ήταν ένα θείο σημάδι, η μοίρα που περίμενε πάντα, μια ευτυχής έξοδος από τη μέτρια ζωή που ζούσε ως εκείνη τη στιγμή, όσο λοιπόν κι αν η τύχη τον έφερε σε αυτή την κατάσταση, αργά ή γρήγορα θα έβρισκε τον τρόπο να περιέλθει σε παρόμοιες συνθήκες μόνος του.
ΕΡ: Τι σημαίνει για τον Ροβήρο και για σένα φυσικά η αναζήτηση της ευτυχίας
ΑΠ: Δεν είμαι σίγουρος αν εγώ κι εκείνος έχουμε την ίδια οπτική γωνία για την ευτυχία. Ο Ροβήρος ονειρεύεται ένα μέλλον , στο οποίο θα έχει κατακτήσει κάτι, θα έχει καταφέρει να ανέβει στα υψηλότερα κοινωνικά σκαλοπάτια, έχοντας γίνει αποδεκτός από τους γύρω του. Είναι όμως εγκλωβισμένος στα πρότυπα μιας προκατασκευασμένης ευτυχίας, ενός αστικού συναισθήματος, το οποίο σε λανθάνουσα μορφή, έρχεται να θρέψει την αυταπάτη για αυτό που αποκαλείται ευτυχία. Εδώ ο ήρωας κάνει ένα ακόμα λάθος, το οποίο μάλιστα προδίδει την ηθική διάσταση της ύπαρξής του. Τι κάνει; Δραπετεύει από μια κοινότητα ανθρώπων, στους οποίους «πετάει πέτρες», γλιτώνει, δηλαδή, απ’ αυτούς, όμως μόνος πλέον, επαναπροσδιορίζει το επερχόμενο μέλλον σύμφωνα με τους όρους της προηγούμενής του ζωής. Θέλει να γίνει ένας δυνατός επιχειρηματίας σε μια πόλη, όμοια με εκείνη που άφησε, θέλει να θαυμάζεται από εκείνους που εγκατέλειψε, θέλει να ακυρώσει τον εαυτό του και να τον ξαναδημιουργήσει, με ελάχιστες διαφορές. Εγώ , από την άλλη, θέλω, όσο περνάνε τα χρόνια, μια ευτυχία περισσότερο χειροπιαστή, στην ουσία θέλω μόνο ηρεμία, αυτό που μου λείπει δηλαδή.
Εγώ , από την άλλη, θέλω, όσο περνάνε τα χρόνια, μια ευτυχία περισσότερο χειροπιαστή, στην ουσία θέλω μόνο ηρεμία, αυτό που μου λείπει δηλαδή
ΕΡ: Κάπου στο βιβλίο ο πρωταγωνιστής αναφέρει πως δεν έχει κάτι συγκλονιστικό να διηγηθεί. Ξεκινά το χτίσιμο του σούπερ-μάρκετ, χωρίς δεύτερη σκέψη. Πιστεύεις πως σε ατομικό και σε κοινωνικό επίπεδο έχουμε θεωρητικολογήσει υπερβολικά, αντί να ολοκληρώσουμε ένα σχέδιο ή να βρούμε μια νέα αφήγηση όπως λέγεται;
ΑΠ: Είμαι βέβαιος ότι είναι έτσι. Ο λόγος είναι μια παράλληλη ζωή, σχεδόν άσχετη με την ρεαλιστική υπόσταση των πράξεών μας, θα μπορούσαμε να παραμείνουμε μουγγοί, αλλά δεν το κάνουμε, προτιμώντας να χτίζουμε αυτοκρατορίες λόγου, συχνά δεν είμαστε εμείς, αλλά οι λέξεις μας, οι οποίες μας προσδιορίζουν ακόμα και ως μία διανοητική μέθη. Δεν ελέγχουμε τι λέμε, απλώς φλυαρούμε χτίζοντας και γκρεμίζοντας, ολοένα αυτό το παιχνίδι. Η δράση, ένα σχέδιο, είναι μια τελείως διαφορετική διαδικασία , που έχω την εντύπωση ότι έχει σχέση με τη διάνοια και όχι με τον αυθύπαρκτο λόγο. Λίγα από τα σχέδιά μας ολοκληρώνονται, αυτό κάνουμε μέχρι το τέλος της ζωής μας, γι αυτό και ο Ροβήρος περνάει από τη θεωρία στην πράξη, διότι στην ουσία δεν υπάρχει θεωρία, παρά ένα συνεχές παραμιλητό, δεν έχει τίποτα να πει, τίποτα να χάσει και ξεκινάει.
ΕΡ: Σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου η ήρωας σου ψάχνει την απομόνωση και αναζητά την μεταμόρφωση. Το τον παρακινεί.
ΑΠ: Μια ιδιότυπη αναπηρία του να βρίσκεται ανάμεσα στους άλλους. Στ’ αλήθεια, ο μόνος ασφαλής τόπος να υπάρχει είναι η μοναξιά του, ένα σχεδόν κωμικό φαινόμενο, απολύτως ανθρώπινο, αφού αναζητάμε σαν τρελοί τη μοναξιά, μέσα στην οποία θα ονειροπολήσουμε εκ νέου μια ευτυχισμένη ζωή ανάμεσα στους ανθρώπους. Έτσι κι εκείνος, πασχίζει να απομονωθεί για να «οργανωθεί», να μετατρέψει την εσωτερική του απελπισία σε ένα εύφορο χωράφι ιδεών, και ύστερα, μέσα στις νέες αυτές συνθήκες, να μεταμορφωθεί σε μια διαφορετική εκδοχή του εαυτού του.
ΕΡ: Ο Ροβήρος δεν είναι τυπικός ναυαγός. Δεν πτοείται από τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούν στο νησί. Θέλει οπωσδήποτε να φτιάξει το σούπερ-μάρκετ. Πολλές φορές στο τόπο αυτό είτε λογοκρίναμε τις ιδέες μας, είτε κρυβόμαστε πίσω από την δυσκολία των συνθηκών. Πόσο μας στοίχισε αυτό;
.ΑΠ: Έχω την εντύπωση ότι η ερώτησή σου περιγράφει εύστοχα ένα κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Συμβαίνει αυτό, ναι. Οι άνθρωποι στην καλύτερη περίπτωση αυτολογοκρίνονται, διστάζουν, κάνουν πίσω, ντροπιάζουν το είδος τους, στην χειρότερη αυτοκαταστρέφονται. Και βέβαια αυτό στοιχίζει και μάλιστα ακριβά, περισσότερο, θα έλεγα, ηθικά, ό, τι και να σημαίνει αυτό. Όμως, μπορούμε να κάνουμε κάτι για να αποτρέψουμε εμάς τους ίδιους από το να γρονθοκοπούμε τα πρόσωπά μας; Μάλλον όχι.
ΕΡ: Ποιές είναι οι παρενέργειες της ανάγκης για καταξίωση
ΑΠ: Θα έλεγα, μια ασφυξία άνευ προηγουμένου. Η ανάγκη για καταξίωση μας αφαιρεί κάθε πιθανή ηδονή που παρεκκλίνει από την εν λόγω ανάγκη. Πρόκειται για μια τύφλωση, ο κόσμος συρρικνώνεται στο ελάχιστο, όσοι έχουν βουτήξει βαθιά σε αυτή την ανάγκη, ρουφιούνται από αυτό το φθηνό συναίσθημα, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να απολαύσουν ούτε τη γεύση του καφέ, εξαιτίας αυτής της αφελούς επιθυμίας. Θα περιέγραφα αυτή την κατάσταση ως παρακμιακή, να γεννηθείς κανείς και να κατατρώγεται από αυτήν και μόνο την ανησυχία.
ΕΡ: Πόση αλήθεια κρύβει το παράλογο
ΑΠ: Ίσως όχι όλη. Το παράλογο είναι μια επιλογή, τουλάχιστον μιλώντας για τη δική μου λογοτεχνία, αλλά και για την υπόλοιπη ζωή μου. Δε θα μπορούσα να φιλτράρω το οτιδήποτε μου συμβαίνει μην λαμβάνοντας υπόψη το στοιχείο του παραλόγου, δηλαδή του αναπάντεχου, του φανταστικού, του μη ορατού. Αν το έκανα, θα ήταν σα να παραδεχόμουν ότι υπάρχει μια μαθηματική εξίσωση που εξηγεί ολόκληρη την ύπαρξή μας, σε μια ευθεία γραμμή. Όχι, δεν είναι ευθεία γραμμή αυτό που βιώνουμε, έχει μέσα του παρεκκλίσεις, ανωμαλίες , εγώ θα έλεγα ότι έχει ποίηση, δηλαδή, και μέσα σε όλα αυτά έρχεται το παράλογο, να λειάνει τη μονοκόμματη αλήθεια.
ΕΡ: Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένας διάχυτος φόβος για το άγνωστο. Εσύ αντίθετα έλκεσαι απ’αυτό. Αλήθεια πως ξεπερνάς τους φόβους σου;
ΑΠ: Δεν τους ξεπερνώ, ίσως τους «βολεύω» με κάποιον τρόπο, δεν έχω βρει καλύτερη μέθοδο για την ώρα. Το άγνωστο με ελκύει, αλλά αποκλειστικά σε ό, τι έχει να κάνει με την Τέχνη, θέλω να πω, όλο αυτό το κυνήγι με την ύπαρξη, όλες οι παράμετροι που συνθέτουν το παρόν και το μέλλον, αυτές οι λεπτές κλωστές, πάνω στις οποίες ακροβατούμε, αυτό με ενδιαφέρει, εκεί είναι το άγνωστο, και βέβαια μέσω των βιβλίων μου, σε καμία περίπτωση ,δεν απαντώ σε κάτι από όλα αυτά, απλώς θέτω καινούρια ερωτήματα.
ΕΡ: Τι ονειρεύεται ο Δημήτρης Σωτάκης σήμερα;
ΑΠ: Τη γαλήνη και τίποτα άλλο. Αισθάνομαι διαρκώς μία ανεπιθύμητη σύγχυση, συχνά ονειρεύομαι ότι βρίσκομαι σε ένα ησυχαστήριο, μόνο περπατάω και κοιμάμαι, και αυτό, στην παρούσα φάση της ζωής μου, είναι η πραγματική ευτυχία.