Προσφώνηση Δημήτρη Νόλλα από τον Χρίστο Κυθρεώτη εκ μέρους της Κριτικής Επιτροπής του περιοδικού
Είναι δύσκολο στον εκ των πραγμάτων περιορισμένο χρόνο μιας επίσημης προσφώνησης να καλύψει κανείς σε όλο της το εύρος και σε κάθε της πτυχή την προσφορά ενός πεζογράφου του διαμετρήματος του Δημήτρη Νόλλα. Από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της γενιάς που εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα πάνω κάτω μαζί με τη Μεταπολίτευση, έχει αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στην πεζογραφία όλης αυτής της περιόδου, με πλήθος διηγήματα, αφηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα, που συνομιλούν καίρια τόσο με το έργο των προγενέστερων όσο και με αυτό των μεταγενέστερων δημιουργών. Ακριβώς χάρη σε αυτή τη διπλή συνομιλία, το έργο του Νόλλα μπορεί ήδη από σήμερα να ιδωθεί ως κλασικό, ως ένας οργανικός κρίκος στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Κι αυτό γιατί είναι ήδη από σήμερα σαφές πως στην προσπάθειά μας να διαβάσουμε τις προηγούμενες και τις επόμενες από τον ίδιο γενιές, χάνουμε κάτι σημαντικό αν δεν λάβουμε υπ’ όψιν μας το δικό του έργο, τον τρόπο με τον οποίο αυτό φωτίζει τις συλλογικές εμπειρίες που αποτελούν την κοινόχρηστη δεξαμενή όλης της ελληνικής πεζογραφίας, τουλάχιστον της μεταπολεμικής.
Εύστοχα έχει αναφερθεί ότι όλα τα πεζογραφήματα του Νόλλα συνθέτουν στην πραγματικότητα ένα και μοναδικό, μεγάλο έργο εν προόδω. Ο λόγος για αυτό δεν βρίσκεται μόνο στην αμετάπτωτη ποιότητα της γραφής του και στην ταυτότητα του πυκνού και λιτού ύφους του, αλλά κυρίως στην ενότητα της προβληματικής που συνέχει την πεζογραφία του από την αρχή της μέχρι σήμερα, στην πολύ συγκεκριμένη οπτική γωνία θέασης του κόσμου στην οποία ο συγγραφέας μας καλεί μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του. Από τη βαθιά βιωματική αφετηρία των πρώτων αφηγημάτων του, και τη σκιαγράφηση μιας κατά κάποιον τρόπο αιωρούμενης κοινότητας ανθρώπων εκτός Ελλάδας τη δεκαετία του εξήντα, μέχρι τη χαρτογράφηση του υπαρξιακού κυνισμού της ελληνικής Μεταπολίτευσης˙ από τον τρόπο με τον οποίον αυτός ο κυνισμός δεν εμφανίζεται ως αυτοφυής, αλλά ως η λογική συνέχεια της ασφυκτικής συνθήκης που όρισε τη νεοελληνική εμπειρία τουλάχιστον από τον Εμφύλιο και μετά˙ από την αναμόχλευση, τέλος, αυτού του ίδιου του Εμφυλίου όχι απλώς ως πηγής της μετέπειτα κακοδαιμονίας, αλλά ως ενός είδος προπατορικού αμαρτήματος, το οποίο προκαταλαμβάνει, αν όχι εξηγεί, την ηθική χωλότητα των ατόμων. Από όλα αυτά, αλλά και από μια σειρά άλλων μοτίβων και τρόπων, προκύπτει μια ενιαία στάση του συγγραφέα απέναντι στο υλικό του, ένα διαυγές βλέμμα που, αν και προφανώς εξελίσσεται μέσα στις δεκαετίες στη διάρκεια των οποίων ζει και δημιουργεί, παραμένει θεμελιωδώς ίδιο, προσδίδοντας συνοχή και οργανική ενότητα στο σύνολο του έργου του.
Αναζητώντας σταθερά σημεία αναφοράς εντός αυτού του βλέμματος, θα μπορούσαμε να σταθούμε, όπως έχει βέβαια ήδη κάνει η κριτική, στις κατακερματισμένες και ακρωτηριασμένες συλλογικότητες από τις οποίες αναδύονται τα άτομα μέσα στα βιβλία του, συχνά με όρους νεύρωσης ή υπαρξιακής κρίσης, ή στη βασική αμφιθυμία με την οποία αντιμετωπίζει ο Νόλλας την Ελλάδα ως τον καλύτερο και τον χειρότερο των τόπων ταυτόχρονα. Θα μπορούσαμε, εξάλλου, να σταθούμε στο θάρρος με το οποίο ο συγγραφέας αναμετράται με τη συμπτωματολογία της νεοελληνικής παθογένειας, από τις πιο καθημερινές εκφάνσεις της μέχρι τις πιο βαριές υποτροπές της, όπως η τρομοκρατία, ή να σταθούμε στα χαρακτηριστικά ζεύγη των αντιθέτων που γονιμοποιούν το ύφος του: στην ελλειπτικότητα και την πυκνότητα του λόγου των μυθιστορημάτων του και στο συχνά χαλαρότερο στήσιμο των διηγημάτων του, που παρέχουν τον κατάλληλο χώρο για ένα κατ’ εξοχήν μυθιστορηματικό άπλωμα της στιγμής. Θα μπορούσαμε τέλος να σταθούμε στον υποψιασμένο ρεαλισμό του, έναν ρεαλισμό πωρώδη, μπολιασμένο με μεταμοντέρνα αμφιβολία, από τις ρωγμές του οποίου εισχωρεί έντεχνα το σκοτεινό και το άλογο στοιχείο, εισχωρεί ένα βάθος χαρακτηριστικό της κατά Νόλλα νεότερης Ελλάδας.
Σε κάθε περίπτωση όμως, σε όποια από τα παραπάνω στοιχεία κι αν επιλέξουμε να επικεντρωθούμε, αναμφισβήτητο είναι ότι εδώ και πολλά χρόνια, κανείς δεν είναι σε θέση να ισχυριστεί ότι προσεγγίζει υποψιασμένος την ελληνική λογοτεχνία αν δεν έχει προηγουμένως εξοικειωθεί με το έργο του Νόλλα. Για τους νεότερους συγγραφείς, η θητεία στην πεζογραφία του αποτελεί όχι απλώς χρήσιμο αλλά μάλλον απαραίτητο βήμα στην προσπάθεια να προσανατολιστούν μέσα στον χώρο στον οποίον καλούνται να δημιουργήσουν και να γνωρίσουν τα μεγέθη με τα οποία καλούνται να αναμετρηθούν. Κλείνοντας, λοιπόν, οφείλω να ευχαριστήσω την κριτική επιτροπή που μου ανέθεσε την παρούσα προσφώνηση, τη χαρά και την ιδιαίτερη τιμή να καλέσω σήμερα στο βήμα τον Δημήτρη Νόλλα για να παραλάβει το μεγάλο βραβείο του Αναγνώστη για το σύνολο του έργου του.
Αντιφώνηση του βραβευμένου Δημήτρη Νόλλα
Αγαπητοί φίλοι,
Είναι μεγάλη τιμή και μου δίνει χαρά η απονομή αυτού του βραβείου.
Πάνε περισσότερα από 20 χρόνια που το περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, πρόγονος του ηλεκτρονικού ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ, μου είχε απονείμει ένα βραβείο διηγήματος, και το σημερινό αυξάνει τη χαρά μου.
Όμως, πιστέψτε με, μεγαλύτερη χαρά μου δίνει η παρουσία σας.
Έχω προσέξει πως οι αντιφωνήσεις, αν δεν φροντίσει κάποιος να τις οικονομήσει κατά κάποιον τρόπο, κινδυνεύουν να εξελιχθούν σε κείμενα ανάλογα της μυθοπλασίας, όπου ως γνωστόν η μία πρόταση γεννά την όρεξη για άλλη μία, και άλλη μία, και πάει μακριά αυτό το πράγμα, μέχρι τη ληθαργική λύτρωση ή την άτακτη απόδραση των ακροατών, ανάλογα με τη στάση του σώματός των.
Ας συντομεύουμε, λοιπόν:
Το βραβείο αυτό, το οφείλω σε ΟΛΟΥΣ τους δασκάλους μου, στους παλαιούς μάστορες της ελληνικής γλώσσας, αλλά και στους σύγχρονους ομότεχνούς μου, από το έργο των οποίων έχω ωφεληθεί ποικιλοτρόπως.
Το οφείλω και σε σας, αγαπητοί φίλοι, της Κριτικής Επιτροπής του Αναγνώστη.
Και τέλος η πέτρα πάνω στην οποία στεριώνουν όλες αυτές οι οφειλές: στα γονικά μου το οφείλω, οι οποίοι με γαλούχησαν από νωρίς με αξίες όπως αφοσίωση στο έργο που έχεις αναλάβει, με συνέπεια και ειλικρίνεια, αλλά και μ’ εκείνη την τραγική αξία πως ο άνθρωπος έχει τη δύναμη να ζήσει σαν τον Άβελ, παρ’όλο που μοίρα του είναι ο θάνατος.
Σας ευχαριστώ όλους σας, πάρα πολύ.