Μυθοστάσιο
Τρέχω ξυπόλυτη προς το φως. Μερικοί πιστεύουν ότι το φως αποτελεί την ορατή όψη του σκότους, μερικοί πάλι επιμένουν ότι είναι επινόηση της Φύσης μόνο και μόνο για να αναδεικνύονται οι σκιές. Όπως και η ζωή, πάνω κάτω, που υπάρχει για να μεταμορφώνονται τα όνειρα.
Τρέχω ξυπόλυτη προς το φως. Το φως είναι, γενικά, παρεξηγημένη έννοια. Στον τοίχο διακρίνω, τρέχοντας, μια φωτογραφία: κάποιος με σγουρά μαλλιά εγγεγραμμένος σε κύκλο και τετράγωνο συγχρόνως δίνοντάς μου την αίσθηση πως αυτός ανακάλυψε αρχικά το ψαλίδι. Μόλις περάσω στις ασπρόμαυρες σκιές του χρόνου, πανικοβάλλομαι και αρχίζω το τρέξιμο προς το φως.
Ακούω στο βάθος ολόκληρο το μυικό του σύστημα να με καταδιώκει. Επιταχύνω. Περνάμε κατακόμβες και υπόγειους χώρους. Με κυνηγά. Δεν ξέρω γιατί. Ένα τεράστιο φωτεινό κενό ανάβει στο πρόσωπό μου και για μια στιγμή τον βλέπω, πολύ κοντά, πίσω από έναν φεγγίτη.
Χάνομαι έγκαιρα μέσα στα δρομικά τούβλα τού τοίχου κρατώντας την ανάσα μου. Τον ακούω να με ψάχνει αναβοσβήνοντας έναν φακό που κρατάει στο χέρι. Τρέφεται από τον φόβο μου. Κατά βάθος εύχομαι να με πιάσει, αλλά του ξεφεύγω. Μπορεί να χαμογελά, αλλά ξέρω πως δεν είναι για καλό. Διασχίζει διαδρόμους και καθρέφτες απορημένος. Κάποτε κουράζεται, αφήνει το φως και κάθεται σε μια γωνιά, σκεπάζεται μ᾽ ένα πανί εκστρατείας και ξαπλώνει στο πάτωμα εξαντλημένος. Η σκιά του κοιμάται απέξω και στοχάζεται ελεύθερα τα πεπρωμένα της Καυκασίας φυλής.
(Αργότερα, την ίδια μέρα.)
Η σκιά του ξυπνά και ξετυλίγεται σαν νήμα. Στους τοίχους διακρίνω χαραγμένες λέξεις, κακογραμμένες, ακατάληπτες: ὄψεις διἁ τούτων σκευοποιοῦσι τῶν τεχνῶν και άλλα αλλόκοτα.
Βρίσκω ευκαιρία και στρίβω, εξαφανίζομαι ξυπόλυτη για να μην ακούγεται ο ήχος των ποδιών μου. Εξακολουθεί να με ψάχνει εντατικά.
Περνώντας από αίθουσα σε αίθουσα μπαίνει σ’ ένα περίκεντρο συγκρότημα κατοικιών. Μπροστά κάποια κατάλοιπα ρωμαϊκού υδραγωγείου, διάδρομοι και φωταγωγοί, χώμα στο πάτωμα κι ένα τεράστιο ρολόι δίχως δείκτες στην οροφή.
Θυμάμαι αμυδρά ότι στα καζίνα του Λας Βέγκας δεν υπάρχουν καθόλου ρολόγια, αλλά σε τι θα μου χρησιμεύσει αυτό;
Εύχομαι να ήμασταν άλλοι, αλλά δεν είμαστε. Οχυρωμένη στο φως, τον κοιτάζω να ανεβοκατεβαίνει τους ορόφους σε κατάσταση αλλοφροσύνης, διαπερνώντας τους τοίχους ώσπου καταλήγει κάτω από τους χώρους στάθμευσης, στο Υπόγειο των Ευχών.
Εδώ, δυο πλάστιγγες απαιτούν το ακριβές σου βάρος και μόνο αν βρεθεί σωστό μέχρι χιλιοστού του γραμμαρίου, ισοσταθμίζει ο Ζυγός στον αστερισμό τού Προκρούστη και ανοίγει το πέρασμα. Η ώρα, παρόλα αυτά, παραμένει παντού επτά παρά δέκα.
Αποφασίζει εν τέλει να ανεβεί στον δεξιό ζυγό. Ακούγεται τρίξιμο, σαν κουκουνάρια ξερά που αναφλέγονται σε όνειρο πυροσβέστη. Η πόρτα ανοίγει δεξιόστροφα και τον φέρνει ανάμεσα σε τρεις ολόσωμους παραμορφωτικούς καθρέφτες. Και οι τρεις διαστρεβλώνουν τα δεδομένα και τους αριθμούς ενώ, στο βάθος, αντανακλούν τη μορφή μου δεμένη με αλυσίδα στον τοίχο.
Με πλησιάζει ήρεμα, σβήνει το φως, πατάει τα έμβολα, κατεβάζει διακόπτες, γυρίζει μανιβέλες και κλειδιά και με ελευθερώνει στον αντίστροφο χρόνο. Μακριά στους ωκεανούς μάλλον ξημερώνει…
Φεύγω ελεύθερη κι εύχομαι πάλι να χαθώ, καθώς ο τοίχος αντιστρέφεται και γίνεται στενόμακρη διώρυγα με διάφανο νερό, όπου σχηματίζεται στο βάθος κάτι σαν λαβύρινθος από θαλασσόχορτα και ταχύρρυθμους κυπρίνους. Διασχίζουμε έναν καμπύλο διάδρομο με πολλαπλά, πέτρινα αδιέξοδα, μέχρι που εγκλωβίζεται σε ένα πλέγμα ορθογώνιων χαμηλών τοιχίων, τα οποία διακλαδίζονται και τον οδηγούν, θέλοντας και μη, στον έσχατο προμαχώνα, όπου ρεμβάζει αποκλεισμένη η μορφή μου.
«Σήμερα θα ενδώσεις στο αύριο», μου λέει καθησυχαστικά, «και θα κάθεσαι στων ποδιών σου το εύδρομο λυπημένη. Αυτό που πήρες ήταν το πολυσέλιδο Ευχολόγιο που ξεφυλλίζεις στον ύπνο σου. Να το θυμάσαι!».
«Τότε πώς είσαι βέβαιος ότι καμιά ευχή μου δεν πραγματοποιήθηκε;», του απάντησα κοιμισμένη.