Η δημιουργική εξάλειψη της ι(Ι)στορίας (στον Π.Κεχαγιά)

0
602

              Ειρήνη Σταματοπούλου               

 

«Αυτή θα ήταν η ιστορία αν δεν υπήρχε ιστορία για να ειπωθεί». Με αυτή τη φράση ξεκινά το τελευταίο διήγημα τού βιβλίου «Τελευταία προειδοποίηση» τού Παναγιώτη Κεχαγιά που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αντίποδες», προειδοποιώντας έτσι τον αναγνώστη για τον βασικό θεματικό πυρήνα που διατρέχει ολόκληρο το λογοτεχνικό του εγχείρημα: θέμα του είναι το τέλος όλων των αφηγήσεων, το τέλος της Ιστορίας και ο αέναος κύκλος της ζωής τού υποκειμένου ως σημείου, ως διαφορετικές εγγραφές (ή γραφές) του ίδιου τού εαυτού.

Η ουτοπική του σύλληψη είναι ευθύς εξαρχής διάχυτη σε όλες τις κειμενικές του ενδείξεις: σε ένα χωριό που «είναι χτισμένο στο τέλος ενός οδικού δικτύου που ξεκινά από την εξώπορτα κάθε σπιτιού της πρωτεύουσας, για να ενωθεί με εθνικές οδούς που δεν φαίνεται να έχουν αρχή ούτε τέλος», σε ένα κλιμακοστάσιο που δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεσαι «μέσα σε μια καμπάνα φτιαγμένη από το φως μιας παιδικής ηλικίας που δεν έζησες ποτέ» και μοιάζει με το σώμα μιας ερωμένης ιδωμένο ως «όλμο ή μυδράλιο», σε μια διάλεξη με τίτλο «Η είσοδος του Χριστού στις Βρυξέλλες το 1889».

Στα διηγήματα του Κεχαγιά που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «γοτθικές μεταφυσικές παρωδίες», έχουμε να κάνουμε με εσχατολογικές αναζητήσεις, την ίδια στιγμή που ο συγγραφέας δίνει την εντύπωση πως νιώθει άβολα με την εσχατολογία. Διεκτραγωδεί τη μάχη του με το υπερβατικό, ή απλώς το παράλογο, την αγωνία του για μια γλωσσική δεξιότητα και αισθητική πλήρωση, ενώ μέσα στους δαίδαλους της αφήγησης τα σημαινόμενα δεν βρίσκουν έρμα να πιαστούν.  Η ανθρώπινη πραγματικότητα, μοιάζει να μας λέει, δεν είναι αυτό που φαίνεται αλλά και δεν μπορεί να γίνει αυτό που δεν φαίνεται. Τα ερωτήματα που θέτει έχουν άλλοτε επιστημολογικό χαρακτήρα (πώς ξέρω τι είναι τα γεγονότα;) και άλλοτε μεταφυσικό (τι σημαίνουν αυτά τα γεγονότα;).

Στο ουτοπικό σύμπαν του συγγραφέα, το υπερβατικό συμπλέκεται με το φυσικό, το λογικό με το παράλογο, το φανταστικό με το πραγματικό, το βέβαιο με το αβέβαιο, ενώ οι χαρακτήρες υπάρχουν μόνο ως σημεία του εαυτού τους, προδίδοντας την εν γένει σύλληψη του ανθρώπινου υποκειμένου ως αφήγηση του εαυτού, ως μια ατέλειωτη σειρά από διακειμενικούς σωσίες. «Ο κύριος Γκλας δεν μπορεί να είναι σίγουρος πως δεν υπάρχουν περισσότεροι Γκλας που σέρνονται καθένας στον δικό του δρόμο», γράφει ο Κεχαγιάς στη σελ. 92, «και τον τρομοκρατεί η πιθανότητα να πέσει σε κάποια μελλοντική στιγμή πάνω σε μια άλλη εκδοχή του εαυτού του».

Σε αντίθεση με τον λογοτεχνικό και φιλοσοφικό «δυτικό κανόνα» όπου κάθε ουτοπία υποθάλπτει την υπόσχεση μιας πραγματοποιήσιμης ευτοπίας, ο Κεχαγιάς τονίζει το αδιέξοδο αυτού του τεχνάσματος για την ιεράρχηση του κόσμου, τον διαχωρισμό των αξιών και τη μεθοδική προώθηση μιας μεταφυσικής ηθικής. Στην πραγματικότητα, μας λέει, κάθε εύλογη ερμηνεία ή μας διαφεύγει ή δεν υπάρχει, και συνεχίζει να επινοεί νέες πλοκές, υπονομεύοντας έτσι την ανθρώπινη ανάγκη για έλεγχο, τάξη και συνοχή. Η προφανής καχυποψία του για την αντικειμενική προσπέλαση της πραγματικότητας γίνεται ολοένα και πιο έντονη στην απογύμνωση οποιωνδήποτε μυθοπλαστικών επινοήσεων, υπενθυμίζοντας κάθε στιγμή στον αναγνώστη πως η αφήγηση της ιστορίας προσδιορίζεται και διαμορφώνεται από τη γλώσσα που την αναπλάθει.

Κατ’ αυτή την έννοια, τα διηγήματά του δεν έχουν ιστορίες να αφηγηθούν. Η πλοκή απουσιάζει για να παραχωρήσει τη θέση της στο θέμα – το θέμα ως μια σειρά παραλλαγών ή, για να το πούμε στη μαθηματική γλώσσα, ως μια μεταβλητή. Έτσι, όπως επισημαίνουν οι θεωρητικοί, ακολουθώντας την ετυμολογία, το θέμα συνίσταται σε μια «θέση», σε έναν τόπο, μια τοποθεσία μέσα στο κείμενο που είναι δυνατόν να έρθουν και να καταλάβουν οι παραλλαγές του. Το θέμα θεωρείται εδώ ως ένα μορφικό χαρακτηριστικό τού έργου, ως ένα μυστικό μοτίβο του σημαίνοντος κενό σημαινομένου. Ή, όπως το θέτει ο Barthes, «το θέμα εξυπηρετεί το να προσδιορίσει αυτόν τον χώρο του λόγου όπου το σώμα προχωρεί με τη δική του ευθύνη, και εξ αυτού μάλιστα εξουδετερώνει το σημείο. Δεν είναι ούτε σημαίνον ούτε σημαινόμενο, ή είναι και τα δύο μαζί: παγιώνεται εδώ και συγχρόνως παραπέμπει μακρύτερα»[1].

Πρόκειται στην ουσία, σύμφωνα με τον Terry Eagleton, για το μετα-τραγικό βασίλειο του μεταμοντερνισμού, το οποίο περιγράφει ως εξής: «[Η μεταμοντέρνα αφηγηματικότητα] έχει συνηθίσει να πατάει στο κενό και δεν έχει καθόλου αίσθηση του ιλίγγου. Αντίστροφα από το σύνδρομο του φαντάσματος του ακρωτηριασμένου μέλους [«κλασική, μεσσιανική ουτοπία»], στην περίπτωση αυτή φαίνεται σαν να λείπει κάτι ενώ στην πραγματικότητα δεν λείπει. Απλώς εδώ είμαστε δέσμιοι μιας απατηλής μεταφοράς, καθώς φανταζόμαστε ότι ο κόσμος χρειάζεται κάπου να σταθεί με τον τρόπο που εμείς στεκόμαστε πάνω στον κόσμο. Δεν είναι ότι ο καθαρός πάγος υποχώρησε κάτω από τα πόδια μας αφήνοντάς μας σε κακοτράχαλο έδαφος. Το έδαφος ήταν ανέκαθεν κακοτράχαλο»[2].

Αυτή η μεταφορά του θεματικού μοτίβου, στον Κεχαγιά μπορεί να ξεκινά από μια μονογραφία για τα «προβλήματα της υπερμεσογειακής τηλεφωνικής επικοινωνίας στην εποχή των χάλκινων καλωδίων», να περνά από ένα θρυλικό αφιέρωμα στους μηχανικούς προβολής του φιλολογικού συλλόγου «Ο Εξάγωνος Κύκλος» με επίκεντρο την «Περιφρόνηση» του Γκοντάρ και να καταλήγει εν τέλει να κρύβεται στα γράμματα που έστελνε ένας ψυχίατρος σε έναν μηχανικό προβολής, υποδυόμενος την πρώην γυναίκα του. Ή να επαφίεται στη χρήση σημαινόντων αντικειμένων: ενός μυστηριώδους χάρτη με μεταφυσικές ιδιότητες, κάποιων εργαλείων ταυρομαντείας, μιας υπερμεγέθους καλλιτεχνημένης μεταλλικής υδρογείου ή να εγγράφεται στις διαφορετικές εκφορές ενός μηνύματος στον τηλεφωνητή. Η λογοτεχνική χρήση σημαινόντων «φετιχοποιημένων» αντικειμένων, επισημαίνει ο Barthes, «είναι επιφορτισμένη να παρασταίνει το ένδοξο τέρμα μιας μεγάλης διαδρομής, της διαδρομής της ύλης, μετασχηματισμένης, μεταρσιωμένης από τον άνθρωπο μέσα από μια σειρά επεισόδια και σταθμούς». Καθίσταται έτσι ο «διαρκής μάρτυρας μιας ορισμένης εποποιίας της ύλης, μιας εποποιίας όμως που είναι ταυτόχρονα με κάποιο τρόπο η εποποιία του πνεύματος»[3].

«Μπορείτε να ζητήσετε οτιδήποτε», λέει ο καταστηματάρχης στον αφηγητή, στο διήγημα του Κεχαγιά «Η έλευση της ευτυχίας». «Αν είναι αυτό που θέλετε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, τότε εμείς θα μπορέσουμε να σας το προμηθεύσουμε […] Την τιμή θα την ορίσετε εσείς ανάλογα με την αξία που έχει αυτό για σας. Εμείς σας δίνουμε αυτό που θέλετε κι εσείς θα πρέπει να πληρώσετε το αντίτιμο, που μπορεί να είναι η επιθυμία κάποιου άλλου, την οποία εμείς με τη σειρά μας θα ικανοποιήσουμε με αντάλλαγμα ίσως την επιθυμία κάποιου τρίτου». Στο λογοτεχνικό σύμπαν του Κεχαγιά, το αντίτιμο της επιθυμίας ως ανακυκλούμενων και ανατροφοδοτούμενων σημείων  μεταφοράς καλύπτει όλο τον αφηγηματικό χώρο, συμβολίζοντας ίσως έτσι έναν πολιτισμό που παραπαίει, δηλαδή που υφίσταται τις συνέπειες της εντροπίας (αταξίας), έναν πολιτισμό που όσο πλουσιότερος γίνεται σε μηνύματα τόσο πιο αβέβαια γίνονται τα μηνύματά του (όσο δηλαδή μεγαλώνει η εντροπία). Έναν πολιτισμό του οποίου «η ιστορία είναι πλήρης πριν υποκύψει στην ασθένεια της αφήγησης», για να δανειστώ τις φράσεις με τις οποίες κλείνει ο Κεχαγιάς τον κύκλο των ανείπωτων ιστοριών του.

 

INFO: για τη συλλογή διηγημάτων «Τελευταία προειδοποίηση» του Παναγιώτη Κεχαγιά, εκδ. Αντίποδες

foto :  Chloe Kritharas-Devienne

[1] Παρατίθεται στο: Maurice Delcroix, Fernand Hallyn, Εισαγωγή στις σπουδές της λογοτεχνίας, μτφρ, Ι.Ν. Βασιλαράκης, Αθήνα: Gutenberg, 2000, σελ. 126.

[2] Terry Eagleton, Μετά τη θεωρία, μτφρ. Πέγκυ Καρπούζου, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2003, σελ. 83.

[3] Ρολάν Μπαρτ, Ο βαθμός μηδέν της γραφής, μτφρ. Κατερίνα Παπαϊακώβου, Αθήνα: Ράππα, 1983, 119.

Προηγούμενο άρθροΠέθανε ο Δημήτρης Μαρωνίτης
Επόμενο άρθροΠοιήματα για ένα λυπημένο καλοκαίρι- Μαρία Πολυδούρη, Μιχάλης Κατσαρός, Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Γιάννης Ζέρβας – ανθολόγος Θ. Χατζόπουλος)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ