του Σταύρου Χατζηθεοδώρου
Αυτός που αποφασίζει να γράψει για πρώτη φορά έχει έναν μεγάλο εχθρό, γράφει ο Κωστής Παπαγιώργης. Την βιβλιοθήκη του και όσα αυτή του έχει μάθει. Αυτή που μέχρι πρότινος αποτελούσε “πεδίο δόξης λαμπρό”, τώρα οφείλει να αποσυρθεί στα αζήτητα, δίπλα σε αφόρετα ρούχα και χαλασμένες ηλεκτρικές συσκευές.
Απαγκιστρωμένος πλέον ο γραφιάς αρθρώνει τη δική του φωνή όποια και αν είναι αυτή. Καλή ή κακή. Αρκεί που είναι δική του. Εξάλλου όπως λέει και μια κινέζικη παροιμία, χίλιες φορές προτιμότερο ένα μουγγό αηδόνι από το ψεύτικο με τον μελωδικότερο ήχο.
Η Ροζίτα Σπινάσα με το πρώτο βιβλίο της “στόμαστομαστό” (Κέδρος 2017- βραχεία λίστα του Αναγνώστη) ακολουθεί κατά γράμμα το ρηθέν. Βουτάει το μολύβι της περισσότερο στη ψυχή και λιγότερο στο μυαλό. Μικρά ευρηματικά διηγήματα, εσωτερικής καύσης, ερωτικά, βίαια, στενεμένα με ήρωες της διπλανής πόρτας που ασθμαίνοντας προσπαθούν μάταια να διαχειριστούν τον κατακερματισμένο εσωτερικό τους κόσμο.
Στο δεύτερο βιβλίο της “σπόροι για φύτεμα” αποφασίζει να μετοικήσει στα περισσότερα τετραγωνικά με μικρές αποκλίσεις. Πέντε διηγήματα “ευρέου φάσματος” με μεγαλύτερο εμβαδόν. Η αφηγηματικότητα καταλαμβάνει τον χώρο που της ανήκει καθώς υποχωρούν η σκληράδα και ο έντονος ερωτισμός χωρίς να στερούν την ένταση.
Αν στο πρώτο βιβλίο κυρίαρχο και εκμαυλιστικό ρόλο έχουν οι χώροι, εδώ τη δράση αναλαμβάνουν τα πρόσωπα. Ήρωες που εργάζονται, οδηγούν, ερωτεύονται, κάνουν παιδιά, πληγώνονται, ώσπου κάποια στιγμή ανακαλύπτουν ότι κάτω από το κρεβάτι του περνά ένα βαθύ, σκοτεινό ποτάμι.
Η γραφή της απίθανη κρύπτη συναισθημάτων, υπογείων συγκρούσεων ως την τελική λύτρωση. Είναι η στιγμή που φυτρώνουν οι σπόροι προηγούμενων επιλογών και απαιτούν από τους ήρωες να περάσουν από “το ταμείο”.
Η Έλενα που αισθάνεται πώς δεν έχει “άλλη οδό”, συνειδητοποιεί ότι αυτό που πασχίζει να εξοντώσει είναι ήδη εδώ και χρόνια νεκρό. Οι σπόροι για φύτεμα σαν βέλη που ρίχτηκαν σε λάθος στόχο, σαν άσφαιρα πυρά, σαν γράμματα που στάλθηκαν σε λάθος παραλήπτη, αφάγωτοι στο βάζο.
Μια οικογένεια σε αποσύνθεση σε χρόνια δίσεκτα, ένας ανίερος και απαγορευμένος έρωτας που κόβεται βίαια, ο πατέρας που αρνείται να αποδεχτεί την ιδιαιτερότητα του γιου του και το τόπι που αυτή τη φορά θα παραδοθεί άθικτο, ως σύμβολο συμφιλίωσης και κάθαρσης.
Ο Μηνάς, ένας βαριεστημένος αστυνομικός στην Ευελπίδων -ο λάθος άνθρωπος στον λάθος τόπο-, θέλοντας να ξορκίσει τη βαριά σκιά του πατέρα του εισβάλει στη Βίλα Αμαλία. Τα Εξάρχεια, οι Metallica, οι Stones, οι Pavlov’s Dog, ο Πιλαλί, ο έρωτας και μια ξοδεμένη άσκοπα ζωή.
Στο σκληρό χρήμα ο Νίκος που στη νεότητά του ως μαρξιστής απαξιώνει τα λεφτά, έρχεται η ώρα να λογαριαστεί μαζί τους. Χαμένος μες στο ίδιο το δικό του στημένο παιχνίδι αποδεικνύονται πολύ ανθεκτικά, καταβροχθίζοντας τον.
Η Εύα, μια μεσοαστή σε κρίση. Διευθύντρια σε εταιρία τηλεπικοινωνιών, παντρεμένη μητέρα ενός κοριτσιού. Νιώθει να βουλιάζει. Ζωή χαράμι. Αποφασίζει να οδηγήσει την κούρσα της ζωής μόνη, αναζητώντας την ηδονή στην κλινοπάλη των σωμάτων.
Η γλώσσα άμεση με στοιχεία προφορικότητας, αποφλοιωμένη από λογοτεχνικές εξάρσεις σε ναρκώνει, σε παραπλανά με την επιτηδευμένη απλότητα της, ακολουθώντας την παράδοση σπουδαίων αμερικανών διηγηματογράφων. Ακόμη και η υπερβολική χρήση της παρομοίωσης …η ξεχειλωμένη κάλτσα στο πόδι του σαν χρησιμοποιημένη καπότα…απαρατήρητος σαν μυγάκι στο τζάμι…, ενσωματώνεται και υπηρετεί το σώμα του βιβλίου.
Τέλος κάνω μια πρόβλεψη. Αν το “στόμαστομαστό” είναι τα εκατό μέτρα στο στίβο και οι ¨σπόροι για φύτεμα” το χιλιοπεντακοσάρι -μια κούρσα τακτκής- η Σπινάσα θα επιχειρήσει αν όχι μαραθώνιο, τα δέκα χιλιάδες μέτρα γράφοντας μια νουβέλα ή ένα μυθιστόρημα ως επόμενο πόνημα.