Κατερίνα Σχινά.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Γιώργου Γεωργή, που εμβαθύνει με τόσο συνετή χρήση αρχειακού υλικού και τόσο συνεπή ερευνητική μέριμνα σε μια σχέση σημαντική αλλά όχι ιδιαίτερα γνωστή, τη σχέση του Τσίρκα με τον Σεφέρη, γυρνοβολούσε στον νου μου μια σκέψη που αφορά κατά πολύ τον τρόπο με τον οποίο αναδέχεται η λογοτεχνική κοινότητα στους κόλπους της ένα νέο που γράφει. Πότε ένας νέος φανατικός για γράμματα και με τον δαίμονα της συγγραφής να τον ταλανίζει, γίνεται συγγραφέας; Όταν τον αναγνωρίσουν οι ομότεχνοί του. Συγγραφέας είναι – ή μάλλον ήταν – μια ιδιότητα που δεν τολμούσε να προσδώσει ένας νέος στον εαυτό του, προτού του την αναγνωρίσουν οι άλλοι που εκτιμούσε, οι πρεσβύτεροι, οι δοκιμασμένοι στη γραφή. Έδειχνε τα γραπτά του, επιδίωκε τη συνομιλία, έτρεμε την απόρριψη.
Σκέφτομαι, λοιπόν, πως αυτή η διαδικασία, που έχει μια λειτουργία οιωνεί μυητική – δειλή προσέγγιση, γνωριμία, δοκιμαστική, αναγνωριστική, περίοδος και τέλος, αν όλα πάνε καλά, αποδοχή – στις μέρες μας έχει εκφυλιστεί, αν δεν έχει οριστικά εκλείψει. Ελάχιστοι είναι οι συγγραφείς που προσφεύγουν στη γνώμη των ομοτέχνων τους (εξαιρούνται οι στενές φιλίες, βεβαίως) και ακόμη λιγότεροι οι νέοι που επιδιώκουν να έρθουν σε επαφή με παλαιότερους. Υπάρχει, βέβαια, και η αποκαθήλωση της έννοιας της αυθεντίας, εδώ και πολλές δεκαετίες, ήδη από εκείνο τον μακρινό γαλλικό Μάη, που έφερε τα πάνω κάτω στην συλλογική συνείδηση – ωστόσο, δεν βρίσκω τίποτα το απελευθερωτικό στη φράση ενός νέου λογοτέχνη, η οποία είχε μάλιστα δημοσιευτεί σε κάποιο λογοτεχνικό περιοδικό κάπου εκεί, στα μέσα της αλαζονικής δεκαετίας του 90, και την οποία μεταφέρω όπως την θυμάμαι: «Δεν διαβάζω παλιότερους ή σύγχρονούς μου, για να μην επηρεαστώ∙ δεν θέλω να νερώσω την έμπνευσή μου». Αλλά η απελευθέρωση από τα βαρίδια των στερεοτύπων, των εμμονών, των κίβδηλων εκφράσεων, των ευκολιών για ένα λογοτέχνη έρχεται με το κατά μόνας κονταροχτύπημα με τις λέξεις, αλλά και με το κοίταγμα των γραπτών του στον καθρέφτη ενός καλοπροαίρετου συνομιλητή που γνωρίζει από πάθη της γραφής, γιατί ταλανίζεται απ’ αυτά και ο ίδιος. Και αυτό, φαίνεται να το γνωρίζει καλά ο Τσίρκας. Και να το επιδιώκει.
Έντεκα χρόνια μικρότερος από τον Σεφέρη, του οποίου την ηγετική θέση στην νεότερη ποίησή μας αποδεχόταν εκθύμως, παρά τις αντιρρήσεις της Αριστεράς, ο Τσίρκας θα επιδιώξει από νωρίς την συνομιλία με τον πρεσβύτερό του, έστω κι αν την εγκαινιάζει ο ίδιος το 1942 με μια επικριτική παρουσίαση στο περιοδικό «Έλλην» του οποίου ήταν στέλεχος, του προλόγου που έγραψε ο Σεφέρης κατά παράκληση του Τίμου Μαλάνου στην έκδοση των Ωδών του Κάλβου, στην Αλεξάνδρεια. Είναι ένα ατυχές κείμενο, κυρίως γιατί καθώς διελαύνεται από μια νεανική αριστερή μαχητικότητα, μέμφεται την προσήλωση του Σεφέρη στο ζήτημα της γλωσσικής έκφρασης το οποίο ο ποιητής θεωρεί κρίσιμο στον Κάλβο, του καταλογίζει αδιαφορία για το πατριωτικό περιεχόμενο των Ωδών και τον ψέγει για τον «αισθητισμό» του. Ο Σεφέρης, μας λέει ο Γιώργος Γεωργής, θα ενοχληθεί, αλλά δεν θα απαντήσει δημοσίως – ίσως, στο σημείο αυτό και σε συνδυασμό με τα σχόλιά του στον Μαλάμο, να διακρίνεται κάποιος πνευματικός σνομπισμός – αλλά ο Τσίρκας θα μετανιώσει πολύ σύντομα, και θα προσπαθήσει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους – με δυο λόγια να δηλώσει, σε όλους τους τόνους πόσο σημαντικό θεωρεί τον Σεφέρη, όχι μόνο ως ποιητή αλλά και ως κριτικό. Και παρά την δυσπιστία της αριστεράς, δεν θα διστάσει να χαρακτηρίσει τον Σεφέρη «μεγάλο ποιητή και δημοκράτη» στην Επιθεώρηση Τέχνης, το 1962. Αλλά οι κύκλοι τους δεν γειτνιάζουν, ή μάλλον πότε πότε πλησιάζουν και πάλι απομακρύνονται∙ κι έτσι ο Τσίρκας περιορίζεται να στέλνει στον Σεφέρη τα βιβλία του, επιδιώκοντας μια σχέση στενότερη, εκείνη την φιλική ανταλλαγή των ομοτέχνων που λέγαμε. Και την επιθυμία του για ουσιαστική ανταλλαγή, όπως παρατηρεί ο Γιώργος Γεωργής συδαυλίζει ό, τι θεωρεί πως τον συνδέει με τον Σεφέρη: και οι δυο κουβαλούν την πίκρα και τη νοσταλγία του εκπατρισμένου (ο Σεφέρης από τη Μικρά Ασία, ο Τσίρκας από την Αίγυπτο) και οι δυο γράφουν κείμενα που κατά την διατύπωση της Χρύσας Προκοπάκη «βγαίνουν από το ίδιο καμίνι», ο Τσίρκας μάλιστα θέλει να καταστήσει ισχυρή την σεφερική παρουσία μέσα στις Ακυβέρνητες Πολιτείες χρησιμοποιώντας ως μότο στίχους του ποιητή, πιστεύοντας βαθιά ότι, πέρα από τη βιωμένη εμπειρία της προσφυγιάς υπάρχει ανάμεσά τους υπόγεια και υπόρρητη διανοητική επαφή και σίγουρα κάποια λογοτεχνική συγγένεια.
Δεν ξέρω αν ο Σεφέρης συμμεριζόταν τη δεκαετία του 50 και του 60 αυτήν την αίσθηση∙ σ’ όλο, ωστόσο, το βιβλίο του Γεωργή διακρίνει κανείς κάποια ανισότητα στα αισθήματα, μια κάποια απόσταση από την πλευρά του Σεφέρη, μιαν επιφύλαξη που διστάζει να γίνει δεδηλωμένη, πλήρης, αποδοχή. Και ο Τσίρκας, σχεδόν παρακλητικά, επιμένει. Είναι εκείνη η λαχτάρα για την οποία μίλησα στην αρχή, η λαχτάρα της συνομιλίας, που ποτέ δεν έρχεται όπως ίσως θα ήθελε ο νεότερος συγγραφέας. Όταν του στέλνει το βιβλίο «Ο Καβάφης και η εποχή του», ο Σεφέρης του απαντά σε μιαν επιστολή του με την χρονολογία 20 Ιανουαρίου 1959: «Αγαπητέ κύριε Τσίρκα. Έλαβα το βιβλίο σας για τον Καβάφη χθες. Από το πρώτο ξεφύλλισμα βλέπω ότι εξερευνάτε κάμποσο αλεξανδρινή ενδοχώρα. Μ’ ενδιαφέρουν οι ρίζες των ανθρώπων και προβλέπω ότι θα χαρώ το διάβασμά του. Θα το καταπιαστώ το ταχύτερο. Σας ευχαριστώ που μου το στείλατε». Κι όταν τον Οκτώβριο του 1961 ο Τσίρκας του στέλνει την «Λέσχη» το πρώτο μέρος της τριλογίας του, που δεν έχει ακόμη τον σεφερικής υφής υπέρτιτλο «Ακυβέρνητες πολιτείες», ο Σεφέρης που βρίσκεται στην κλινική μετά από μια εγχείριση προστάτη, περιορίζεται να απαντήσει: «Την Λέσχη την έλαβα στην κλινική που με φιλοξενεί ακόμα. Η ανάρρωση θα μου αφήσει τον καιρό να την διαβάσω. Τώρα, σας γράφω ακόμη απ’ το κρεβάτι. Χαίρομαι που δουλεύετε και σας ευχαριστώ που με συλλογιζόσαστε».
Και σ’ αυτές τις επιστολές, και σε όσες θα επακολουθήσουν – επιστολές που ανέσυρε από τα αρχεία ο Γεωργής και αξιοποίησε σε μιαν άκρως ενδιαφέρουσα αφήγηση – βλέπει κανείς ολοκάθαρα την διαφορά ιδιοσυγκρασίας ανάμεσα στους δυο δημιουργούς. Από τη μια, ο φλογερός Τσίρκας που δεν διστάζει να υιοθετήσει διθυραμβικούς τόνους, διατρανώνοντας με κάθε ευκαιρία την εκτίμησή του για τον ποιητή∙ από την άλλη, ο συγκρατημένος Σεφέρης που αποφεύγει να εκφέρει γνώμη, ακόμη κι όταν η γνωριμία των δύο ανδρών θα εξελιχθεί σε φιλία, λίγο μετά την οριστική εγκατάσταση του Τσίρκα στην Αθήνα το 1963, και με την μεσολάβηση του Γ.Π.Σαββίδη. Ο πρώτος ενθουσιώδης, σχεδόν χειμαρρώδης, ο δεύτερος φειδωλός στους επαίνους, σχεδόν διεκπεραιωτικός. Ο πρώτος, στα γραπτά του, θα αποκαλεί πάντα τον Σεφέρη ο Ποιητής, με το Π κεφαλαίο∙ ο δεύτερος δεν του έχει παραχωρήσει ποτέ κάποια δημόσια αποτίμηση, και ούτε καν το 65, όταν ο Τσίρκας και Σεφέρης έχουν συζητήσει, έχουν κολυμπήσει μαζί, έχουν συμφάγει, θα είναι, έστω και ιδιωτικά, πιο γενναιόδωρος. Η μόνη ένδειξη κάποιας μεγαλύτερης οικειότητας είναι η παράλειψη του «κύριε» στην προσφώνηση του Τσίρκα στις επιστολές του, όπως σημειώνει ο Γεωργής. Για τα βιβλία του, ο Σεφέρης δεν έχει να πει πολλά. «Χίλιες φορές να με συμπαθάς, που δεν έγραψα ακόμη για την καλή προσφορά της Νυχτερίδας» του γράφει τον Νοέμβριο του 1965, ένα μήνα αφότου ο Τσίρκας του έχει στείλει το βιβλίο με θερμή αφιέρωση. Και συνεχίζει «Χάρηκα που την τέλειωσες. Δυστυχώς δεν ήμουν στα καλά μου για πολλές εβδομάδες. Πάνε 10 μέρες μόνο που ξανάπιασα τα μολυβδοκόντυλα. Η γυναίκα μου τώρα καταβροχθίζει το βιβλίο. Περιμένω διαβάζοντας Σοκόλοφ, όσο αντέχω – για να το πάρω κι εγώ». (Αυτή η βιβλιοφάγος Μαρώ ήταν πάντα θαυμάσια δικαιολογία για τον Σεφέρη – πάντα η Μαρώ του έπαιρνε τα βιβλία από τα χέρια, πριν εκείνος προλάβει να τα διαβάσει και να εκτεθεί γνωμοδοτώντας).
Πάντως, έστω και ισχνή, η αλληλογραφία Τσίρκα-Σεφέρη, πλαισιωμένη καθώς είναι από τα σχόλια και τις καίριες παρατηρήσεις του Γιώργου Γεωργή, είναι μια μελέτη χαρακτήρων και ένα πολύτιμο τεκμήριο μιας δύσκολης εποχής∙ όσο για το βιβλίο του Γεωργή στο σύνολό του, αυτό είναι ένα αφηγηματικό κείμενο μεγάλης γοητείας και ιστορικής σημασίας – γιατί μέσα από τις σελίδες του προκύπτει ένα κεφάλαιο της λογοτεχνίας μας που μέχρι τώρα ελάνθανε. Κεφάλαιο εν μέρει δημόσιας και εν μέρει ιδιωτικής φύσεως και γραφής, που γίνεται πολύ πυκνό καθώς η δικτατορία επιβάλλει τη βαριά σκιά της και ο χρόνος του Ποιητή τελειώνει. Κεφάλαιο που κυρίως δείχνει ότι ναι, γίνεται, δυο διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες και δυο διαφορετικές ιδεολογίες να συναντηθούν, να συνομιλήσουν, να συμπαραταχθούν όταν αμφισβητούνται και πλήττονται οι πιο σημαντικές, αλλά και οι πιο εύθραυστες κατακτήσεις: και αναφέρομαι στην δημοκρατία. Στον Τσίρκα, μας λέει ο Γεωργής επικαλούμενος την Τατιάνα Γκρίτση Μιλλιέξ, ανήκει η πατρότητα της ιδέας για μια επιθετική σιωπή εκ μέρους όλων των πνευματικών ανθρώπων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, την οποία συμμερίστηκε και ο Σεφέρης∙ και είναι ο Τσίρκας εκείνος που παρωθεί και πείθει τον Σεφέρη να προβεί στην γνωστή αντιδικτατορική του δήλωση. «Σήμερα η συμπαράταξη αριστερών και δεξιών διανοουμένων δεν μας ξενίζει∙ έλεγε ο Θανάσης Βαλτινός το 2000. «Τότε όμως ήταν κατόρθωμα». Και το κατόρθωμα οφειλόταν στην πρωτοβουλία του Τσίρκα από τη μια και στην δεκτικότητα και την δημοκρατικότητα του Σεφέρη από την άλλη. Ενα σπουδαίο παράδειγμα για την εποχή μας, που γνωρίζει σήμερα νέους διχασμούς.
info: Γιώργου Γεωργή: «Η συνάντηση Στρατή Τσίρκα – Γιώργου Σεφέρη. Μια φιλία που βράδυνε», Καστανιώτης.