Κατερίνα Σχινά.
Δεν ξέρω αν είναι πεπρωμένο των μικρών εθνών να πάσχουν από εθνική αυταρέσκεια και πνευματικό σωβινισμό∙ δεν ξέρω αν πάντα, σε συνθήκες κρίσης και γενικευμένης ανασφάλειας, ζαρώνουν στο κέλυφος της «ιδιοπροσωπίας» τους μεταβάλλοντάς το, έστω και άθελά τους, σε φονικά ασφυκτικό κλοιό της. Διαβάζοντας, ωστόσο, τα Ημερολόγια του Βίτολντ Γκομπρόβιτς, που άρχισε να τα γράφει το 1953 στην Αργεντινή όπου είχε καταφύγει από το 1939, εντυπωσιάζεται κανείς από το πόσο οι διαπιστώσεις του θα μπορούσαν να ισχύσουν ατόφιες και για τα καθ’ ημάς.
Τα κείμενα των Ημερολογίων του δημιουργού του Φερντυντούρκε και της Πορνογραφίας δεν αποκαλύπτουν τον βίο, αλλά το έργο και τον εαυτό. Είναι κείμενα που διαπνέονται από «τρεις αρνήσεις-κλειδιά» καθώς γράφει χαρακτηριστικά ο Μίλαν Κούντερα στις Προδομένες Διαθήκες του (άρνηση υποταγής στην πολιτική στράτευση της πολιτικής εμιγκράτσιας επειδή τον απωθεί η στρατευμένη τέχνη∙ αποτίναξη των βαριδιών της «πολωνικότητας» που δεν επιτρέπουν στον δημιουργό να ανοιχθεί προς το καινούργιο∙ απόρριψη, τέλος, του στείρου δυτικού μοντερνισμού της δεκαετίας του ’60) και διερευνούν σε βάθος ό, τι απασχόλησε τον Γκομπρόβιτς και στο μυθιστορηματικό του έργο: το πρόβλημα της νεότητας, το ζήτημα της ταυτότητας, τον ρόλο των τάξεων στην πολωνική κοινωνία και κουλτούρα και, βεβαίως, το αίσθημα της «αναδελφότητας» που διαπερνά το πολωνικό συλλογικό ασυνείδητο και οδηγεί σε συνθηματικές αφαιρέσεις, υπερτονισμό των φυλετικών χαρακτηριστικών, μεγαλοϊδεατισμό. Και ιδού, μια χαρακτηριστική εγγραφή του 1953. Διαβάζοντάς την, είναι σαν να κοιταζόμαστε στον καθρέφτη:
«Θυμάμαι ένα τσάι σε κάποιο αργεντινό σπίτι, όπου ένας γνωστός μου, Πολωνός και αυτός, άρχισε να μιλάει για την Πολωνία. Και πάλι, όπως ήταν φυσικό, ο Μιτσκιέβιτς[1] και ο Κοστσιούσζκο[2], κι από κοντά ο Σομπιέσκι[3] και η Πολιορκία της Βιέννης κατέφθασαν καλπάζοντας στο τραπέζι. Οι ξένοι παρακολουθούσαν ευγενικά εκείνες τις παθιασμένες απόψεις, ακούγοντας ότι «ο Νίτσε και ο Ντοστογιέφσκι ήταν πολωνικής καταγωγής» και ότι «έχουμε δύο Nόμπελ λογοτεχνίας[4]». Σκεφτόμουν ότι αν κανείς παίνευε τον εαυτό του και την οικογένειά του κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα θεωρούνταν μάλλον αδιάκριτος. Σκεφτόμουν ότι αυτή η δημοπρασία, με ανταγωνιστές τα άλλα έθνη, για ιδιοφυίες και ήρωες, για αξίες και πολιτιστικά επιτεύγματα, ήταν πράγματι άκομψη γιατί θύμιζε προπαγάνδα: με τον κατά το ήμισυ Γάλλο Σοπέν μας και τον όχι ακριβώς γηγενή Κοπέρνικο, δεν μπορούμε να συναγωνιστούμε τους Ιταλούς, τους Γάλλους, τους Γερμανούς, τους Άγγλους ή τους Ρώσους. Και μάλιστα, είναι ακριβώς αυτή η προσέγγιση που μας καταδικάζει σε μειονεξία. Οι ξένοι, ωστόσο, συνέχισαν να παρακολουθούν υπομονετικά, όπως ακούει κανείς εκείνους, που υποδυόμενοι τους αριστοκράτες, μας θυμίζουν πάλι και πάλι ότι ο προ-προ-πάππος τους ήταν πυργοδεσπότης. Τα άκουγαν όλα αυτά ενώ έπλητταν όλο και περισσότερο γιατί δεν τους προκαλούσαν κανένα ενδιαφέρον, μια και οι ίδιοι, πολίτες ενός νεαρού έθνους, στερημένου, ευτυχώς, από ιδιοφυίες, βρίσκονταν εκτός συναγωνισμού. Κι όμως, παρακολουθούσαν μεγαλόθυμα, σχεδόν με συμπάθεια, γιατί στ’ αλήθεια, μπορούσαν να συναισθανθούν την δυσχερή ψυχολογική θέση del pobre polaco[5]. Ο Πολωνός, από την άλλη πλευρά, συνεπαρμένος από τον ρόλο του, δεν μπορούσε να σταματήσει.
Η θέση μου ως Πολωνού συγγραφέα γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Δεν έχω την παραμικρή διάθεση να εκπροσωπήσω οτιδήποτε πέραν του εαυτού μου: κι όμως, ο κόσμος μας επιβάλλει αυτήν την αντιπροσωπευτική λειτουργία, ενάντια στη θέλησή μας. Δεν ήταν δικό μου λάθος που γι’ αυτούς τους Αργεντινούς ήμουν ένας εκπρόσωπος της σύγχρονης Πολωνικής λογοτεχνίας. Παρ’ όλα αυτά, είχα δύο επιλογές: ή να επικυρώσω αυτό το στυλ, το στυλ του φτωχού συγγενούς, ή να το καταστρέψω, μια καταστροφή που θα έπρεπε να συμβεί σε βάρος των λίγο ως πολύ κολακευτικών και θετικών εντυπώσεων τις οποίες συμμερίζονταν οι συνδαιτυμόνες μου, και η όλη διαδικασία θα ήταν σίγουρα επιβλαβής για τα πολωνικά μας συμφέροντα. Και, ασφαλώς, δεν ήταν παρά η έγνοια για την εθνική μας αξιοπρέπεια που δεν μου επέτρεπε να ταλαντευτώ ανάμεσα στις δύο αυτές επιλογές – γιατί είμαι άνθρωπος με πολύ υψηλή αίσθηση προσωπικής αξιοπρέπειας και ένας τέτοιος άνθρωπος, ακόμη και αν δεν είναι συνδεδεμένος με το έθνος του με τους δεσμούς του κοινού πατριωτισμού, πάντοτε θα υπερασπίζεται την αξιοπρέπεια της πατρίδας του μόνο και μόνο γιατί δεν μπορεί να κατακομματιαστεί και παραμένει Πολωνός στα μάτια του κόσμου. Να γιατί κάθε ταπείνωση του έθνους τον ταπεινώνει προσωπικά, στα μάτια των άλλων. Αυτά τα αισθήματα, εν πολλοίς επιβεβλημένα και ανεξάρτητα από μας, είναι εκατό φορές ισχυρότερα από εκείνα που μας γεννά η εκπαίδευση και ο προσανατολισμός μας στη ζωή».
(*) Από την ανθολογία ημερολογιογραφίας «Μυστικά του Συρταριού» που θα κυκλοφορήσει σε επιμέλεια Κατερίνας Σχινά από τις εκδόσεις «Πατάκη».
[1] Adam Bernard Mickiewicz 1798-1855) Πολωνός ποιητής, δραματουργός, δοκιμιογράφος, εκδότης, μεταφραστής, καθηγητής σλαβικών γλωσσών και πολιτικός ακτιβιστής. Θεωρείται ο Εθνικός Ποιητής της Πολωνίας, της Λιθουανίας και της Λευκορωσίας. Κορυφαία μορφή του πολωνικού ρομαντισμού, έχει συγκριθεί με τον Byron και τον Goethe.
[2] Andrzej Tadeusz Bonawentura Kościuszko (1746-1817) Πολωνολιθουανός στρατιωτικός μηχανικός και στρατιωτικός ηγέτης, εθνικός ήρωας της Πολωνίας, της Λιθουανίας και της Λευκορωσίας (αφού πολέμησε ως αρχηγός της πολωνο-λιθουανικής ομοσπονδίας εναντίον της Ρωσίας και της Πρωσίας) αλλά και της Αμερικής, γιατί συμμετείχε στον πόλεμο της Ανεξαρτησίας επέβλεψε μάλιστα ως μηχανικός την κατασκευή των οχυρωματικών έργων στο West Point της Νέας Υόρκης.
[3] Ian III Sobieski: (1629-1696) Βασιλιάς της Πολωνίας, μέγας δουξ της Λιθουανίας και στρατάρχης. Πήρε μέρος στην Δεύτερη πολιορκία της Βιέννης και με τους Ουσάρους του πέτυχε την σωτήρια νίκη εναντίον των Μουσουλμάνων στις 12 Σεπτεμβρίου 1683.
[4] To 1953, όταν γράφει ο Γκομπρόβιτς έχουν πάρει Νόμπελ λογοτεχνίας μόνοι οι Henryk Sienkiewicz (1905) και Władysław Reymont (1924). Αργότερα θα βραβευθούν επίσης με Νόμπελ οι Czesław Miłosz (1980) και Wisława Szymborska (1996)
[5] Tου καημένου του Πολωνού (ισπανικά στο πρωτότυπο)