Της Γεωργίας Οικονομοπούλου.
Στην πρώτη ανάγνωση μ’ έπιασε το στομάχι μου. Όπως όταν ερωτεύεσαι ή όταν επίκειται κάτι σημαντικό που το θέλεις πολύ αλλά και σε φοβίζει. Η πρώτη επαφή μ’ ένα έργο τέχνης που σε συγκλονίζει. Το άφησα να καταλαγιάσει. Δεν με άφησε. Οι επόμενες αναγνώσεις δεν το αποδυνάμωσαν. Ανέλαβα να γράψω για ένα βιβλίο που, ως φαίνεται, με κάνει να χάνω την ψυχραιμία μου. Δεν αμφιβάλλω ότι, σε κάποιον βαθμό, με όποιο πρόσημο, το τελευταίο ισχύει για όσους το διάβασαν ή θα το διαβάσουν.
Πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Επιθετικός/ενεργητικός μονόλογος. Ο Αλέξανδρος, ή Σάντος, 28, επιστρέφει από το (χωρίς εστίαση) Φέρμιν στην Αθήνα. Στις αποσκευές του έχει ένα όπλο, την (φροϋδική) πατροκτονία, ένα παρελθόν που τον έκανε αυτό που είναι, σ’ ένα παρόν που δεν τον χωράει και ο ίδιος δεν πρόκειται όσο ζει να του χαριστεί. Το στομάχι του δεν κρατάει τίποτα μέσα, την «αρρώστια» του τη φέρει με λύσσα και τρυφερότητα. Σκοπεύει να αυτοκτονήσει, μας λέει. Προηγουμένως, πρέπει να κλείσει εκκρεμότητες, να μουντζουρώσει κουτάκια στη λίστα. Δυο μέρες τον παρακολουθούμε να περιπλανιέται, να συναντά τις «εκκρεμότητες», να «ισορροπεί στο όριο της θραύσης» (οπισθόφυλλο). Δεν έχει (σχεδόν) τίποτα να χάσει, δεν έχει (σχεδόν) τίποτα να κρύψει.
Πάνω σε τούτον τον σκελετό, ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος έπλασε το μεστό σώμα της Λάσπης. Στους Ανεκπλήρωτους φόβους, την πρώτη του ποιητική συλλογή για την οποία τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2013, βρίσκουμε γόνιμα σπέρματα της προβληματικής του. Στη Λάσπη πιάνουν ρίζες, γίνονται δέντρα, εδώ έχουμε χείμαρρους, φυσικές δυνάμεις σε οργασμό, τα χαστούκια σού έρχονται απανωτά και λες «ευτυχώς τα νιώθω». Ο Γκέζος δεν μασάει τα λόγια του. Για την ακρίβεια, δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Αμφισβητεί θεσμούς, στάσεις, έξεις. Θέτει ζητήματα. Φτύνει την επικαιρότητα. Μέσα στη λάσπη, υμνεί τη ζωή. Θέλει παραπάνω.
Σε αντίθεση με τον Αλέξανδρο (alter ego), ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος έχει χωνέψει τις επιρροές του και τις έχει κάνει δικές του. Κρατά αξιοθαύμαστα τον εσωτερικό ρυθμό του κειμένου. Είναι άνετος και τολμηρός στο ύφος του. Η γλώσσα του είναι φρέσκια, σύγχρονη, εκλεπτυσμένη παρά την πληθωρικότητα της ψυχικής κατάστασης που αποδίδει. Παλλόμενη, ακόμη κι όταν μεταγράφει το βορειοηπειρωτικό ιδίωμα. Έχει οργή, απογοήτευση, αλλά και χιούμορ. Αν το θελήσεις, αν το θέλεις πολύ, βρίσκεις αδυναμίες ή λούμπες που πρέπει να αποφύγει. Μα θα τον αδικήσεις. Γιατί είναι είκοσι έξι χρονών και με το πρώτο του πεζογράφημα μας έδωσε ένα ώριμο έργο.
INFO: Η Λάσπη, Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, Μελάνι, 2014