14 συγγραφείς – εικονογράφοι απαντούν στις ερωτήσεις που έθεσε ο Αναγνώστης μετά την εκδήλωση για το κακό παιδικό βιβλίο.
Οι ερωτήσεις:
1. Ποια θα πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά των παιδικών βιβλίων;
2. Τι παίρνετε υπόψη σας και τι προσέχετε όταν γράφετε ή εικονογραφείτε;
3. Τι είναι καλό να διαβάζουν τα παιδιά; Ποιες εικόνες ταιριάζουν σε κάθε ηλικία;
4. Πώς πιστεύετε ότι αποκτάται η αναγνωστική κουλτούρα και ο οπτικός εγγραμματισμός;
5. Πώς κρίνετε την «κριτική»;
*****
Κώστας Στοφόρος, συγγραφέας/δημοσιογράφος:
1. Να σέβονται τα παιδιά και τον κόσμο τους. Από εκεί και πέρα όλα είναι ανοικτά.
2. Να μου αρέσει αυτό που γράφω και να «περάσει» από την κρίση των παιδιών μου.
3. Είναι καλό να έρχονται σε επαφή με σημαντικούς συγγραφείς της γλώσσας τους. Όσο για τις εικόνες θέλω μόνο να σχολιάσω ότι το έχουμε παρακάνει με την εικονογράφηση και την κουλτούρα της εικόνας. Θα προτιμούσα να αφήνεται η φαντασία πιο ελεύθερη. Τα παιδιά να δουν ότι οι λέξεις από μόνες τους γεννούν εικόνες.
4. Παίζει σημαντικό ρόλο το παράδειγμα των γονιών. Ακόμη θα πρέπει τα παιδιά να έρχονται σε επαφή με το βιβλίο και τις ιστορίες από την πολύ τρυφερή ηλικία. Οι ιστορίες που αφηγούμαστε ή τους διαβάζουμε ανοίγουν το πρώτο μονοπάτι. Οι επισκέψεις στις παιδικές βιβλιοθήκες και στα βιβλιοπωλεία, θα διευρύνουν το μονοπάτι. Το νηπιαγωγείο και οι πρώτες τάξεις του Δημοτικού είναι καθοριστικές για να ανοίξει ο δρόμος για την καλύτερη σχέση του παιδιού με το βιβλίο.
Το «κακό» παιδικό βιβλίο δημιουργεί τους ενήλικους αναγνώστες της παρα-λογοτεχνίας. Καλλιεργεί την χαμηλή αισθητική και δεν μπορούμε να το προσπερνάμε αδιάφορα. Είναι σα να θέλουμε το παιδί να αποκτήσει μουσική παιδεία και να του βάζουμε να ακούει …Κιάμο.
Εχθρός του βιβλίου είναι η …οθόνη. Προτείνω η τηλεόραση να πάει στην αποθήκη και υπολογιστές, τάμπλετ, κλπ να περιοριστούν. Σε ένα ήσυχο σπίτι όπου υπάρχουν διαθέσιμα βιβλία το παιδί θα στραφείς την ανάγνωση αφού χορτάσει παιχνίδι και θα καταλάβει ότι το διάβασμα είναι (και) διασκέδαση!
5. Πιστεύω πως επί της ουσίας η «κριτική» είναι απλώς …απούσα! Συνήθως γίνεται παρουσίαση των βιβλίων και μάλιστα σε θετικό -ή υπέρ-θετικό βαθμό. Θα νόμιζε κανείς πως στην Ελλάδα γράφονται μόνο αριστουργήματα! Καθώς κινούμαστε όλοι σε ένα μικρό χώρο συνήθως η «κριτική» είναι κομμάτι των δημοσίων σχέσεων ( ή PR στα …ελληνικά). Συχνά έχω την εντύπωση πως παρουσιάζονται βιβλία που δεν έχουν διαβαστεί και απλώς αναπαράγονται τα δελτία τύπου. Από την άλλη, για πολλούς εκδότες και συγγραφείς φαίνεται σε μεγάλο βαθμό να ισχύουν τα όσα έχει γράψει η ψυχολόγος και συγγραφέας Εύα Στάμου: «…Το μεγαλύτερο κακό που μπορείς να κάνεις σ’ έναν Έλληνα είναι να ασκήσεις κριτική στον ίδιο ή στη δουλειά του… Αν δεν ντρεπόταν θα ξέσπαγε σε κλάματα και θα χτύπαγε τα πόδια του στο πάτωμα, όπως όταν ήταν στο νηπιαγωγείο….»
Προσωπικά με ενδιαφέρει η κριτική με την έννοια του να μοιραστώ κάτι που θεωρώ σημαντικό με τους αναγνώστες ή –σπανιότερα- να σταθώ αρνητικά απέναντι σε βιβλία που θεωρώ αντιπροσωπευτικά του «κακού» παραδείγματος.
*****
Λένα Μερίκα, συγγραφέας:
1. Πρωτοτυπία, αμεσότητα
2. Την ηλικία και τα ενδιαφέροντα
3. Ό,τι κινητοποιεί τη φαντασία και τον προβληματισμό τους, ανάλογα με την ηλικία
4. Στο σπίτι, στο σχολείο, στις συναναστροφές.
5. Στην πρόσφατη εκδήλωση με θέμα «Πώς γράφεται ένα κακό παιδικό βιβλίο» που διοργάνωσε το περιοδικό «Αναγνώστης» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών αναφέρθηκε από την καθηγήτρια κα. Τζίνα Καλογήρου, μεταξύ ελαχίστων άλλων προς αποφυγήν παραδειγμάτων, το εφηβικό βιβλίο μου “SOS κορίτσι σε κρίση». Από όοοολη τη βιβλιοπαραγωγή των τελευταίων ετών επέλεξε να στιγματίσει αυτό το συγκεκριμένο ως «κακό» εφηβικό βιβλίο επειδή αναπαράγει, λέει, στερεότυπα του τύπου: η στρυφνή διευθύντρια ιδιωτικού σχολείου Αγγελική Μαρκέλου (Άνγκελα Μέρκελ), η μάνα της ηρωίδας που δεν κόβει αποδείξεις (οι φοροφυγάδες Έλληνες) κλπ.
Μα το βιβλίο δεν κάνει άλλο από το να αποδομεί μέχρι γελοιοποιήσεως αυτά ακριβώς τα στερεότυπα, θέτοντας ερωτήματα για προβληματισμό μέσα από καταστάσεις που ζούμε καθημερινά, χωρίς να παίρνει «πολιτικά ορθές» – και ιδιαιτέρως δημοφιλείς στη χώρα μας – θέσεις και να περνάει … «μηνύματα». Μα είναι δυνατόν το πασιφανές αυτό γεγονός να διέλαθεν της προσοχής της κυρίας καθηγήτριας;
Διάβασε πράγματι το βιβλίο; Αμφίβολο, αφού τη στρυφνή διευθύντρια του σχολείου δεν την ονομάζω σε καμία περίπτωση “Άντζελα”, όπως είπε η κα Καλογήρου, αλλά Αγγελική, όπως επιβάλλει άλλωστε το … στερεότυπο να αποκαλείται μια αυστηρή μεσήλιξ διευθύντρια. Διάβασε το βιβλίο και δεν το κατάλαβε; Ή απλώς αρκέσθηκε σε αρνητική εισήγηση της συντονίστριας κυρίας Μ. Ντεκάστρο, που – ω της συμπτώσεως! – στο ίδιο αυτό περιοδικό είχε προ μηνών θάψει με (ασυνήθιστη στο χώρο του παιδικού βιβλίου) εμπάθεια το συγκεκριμένο έργο μου;
Διαμετρικά αντίθετη άποψη εκφράζουν, πέραν των εφήβων αναγνωστών και πολλών εκπαιδευτικών, και ευάριθμοι επαρκέστατοι εκπρόσωποι του πνευματικού κόσμου, έχοντας κατατάξει το συγκεκριμένο βιβλίο στη βραχεία λίστα για τα Κρατικά Βραβεία 2012.
Ε, αυτοί μάλλον το πιάσανε το νόημα …
*****
Νικόλας Ανδρικόπουλος, εικονογράφος:
1. Να έχουν λόγο ύπαρξης παρουσίας. Κυρίως παιδευτικό, ευθύ ή αλληγορικό, αν και στην εποχή μας λόγω της πεζότητάς της, ο αλληγορικός είναι λίγο δυσνόητος έως και παρεξηγήσιμος.
2. Η εικονογράφηση θα πρέπει να διέπεται από τους αισθητικούς κανόνες, χρωματική αρμονία σύνθεση σχέδιο. Να προσπαθεί όσο γίνεται να παίζει με τον θεατή κρυφτό, προκαλώντας τον να ψάχνει μέσα σ’ αυτές κρυφές ίσως δεύτερες και, τρίτες εικόνες. Να δίνει επίσης ίσως, πληροφορίες που το κείμενο δεν έχει δώσει, λόγω ελλειμματικού χώρου ή αδυναμίας του συγγραφέα ή εσκεμμένης παράλειψης ή περιττολογικής άποψης γι’ αυτές, ότι δηλαδή δεν χρειάζεται ή δεν σκέφτηκε ο συγγραφέας ότι μπορεί να συνυπάρξει με το κυρίως κείμενο κι αυτή η πληροφορία. Το όλον να θέτει ερωτήματα κάνοντας τον αναγνώστη θεατή να παίζει με αυτό δημιουργώντας μια διαλεκτική σχέση μ’ αυτό που κρατάει στα χέρια του. Το εικονογραφημένο ΒΙΒΛΙΟ.
Προσθέτω επίσης, ότι, αν το έχω γράψει εγώ, θα με έχει επηρεάσει συνήθως κάποιο κοινωνικό γεγονός. Αν είναι κείμενο άλλου, θα πρέπει να μου εξάπτει, υποκειμενικά, τη φαντασία. Να μου κάνει αυτό που λέμε “κλικ”.
3. Να διαβάζουν βιβλία με κοινωνικό κυρίως περιεχόμενο, χωρίς να αποκλείονται τα ειδικού ενδιαφέροντος, όπως μουσικής ζωγραφικής κ.λπ. ή και απλώς κάποτε κι αυτά τα “ανώδυνα” παραμυθάκια για χαλάρωση.
4. Με την όσο γίνεται συχνότερη σχέση με το αντικείμενο βιβλίο και με την μίμηση βλέποντας στο περιβάλλον τους ανθρώπους να διαβάζουν. “Τους γονείς”.
5. Μάλλον τυπική. Περισσότερο βιβλιοπαρουσίαση είναι παρά κριτική. Όσο δε αφορά την κριτική εικονογράφησης, είναι άκρως ελλειμματική κι αυτό οφείλεται στην έλλειψη γνώσης και εικαστικής κουλτούρας και παιδείας. Περιορίζεται, αν δεν παραλείπεται τελείως, σε έναν καλό λόγο του τύπου, ωραία και ζεστή η εικονογράφηση της τάδε ή του δείνα. Δυστυχώς.
*****
Ελένη Ρουφάνη, συγγραφέας:
1. Να συνάδουν με την έμφυτη παιδική ανατρεπτικότητα, φαντασία και δημιουργικότητα, που λογοκρίνονται συστηματικά από το εκπαιδευτικό σύστημα. Να ενθαρρύνουν και να καλλιεργούν αυτά τα στοιχεία.
2. Η εφαρμογή των παραπάνω είναι η ευχή και ο στόχος. Κατά τα λοιπά, μου είναι αναγκαία η εν-συναίσθηση. Ο πυρήνας, ή πτυχές της παραμυθίας άπτονται της παιδικής μνήμης, της γονικής εμπειρίας και της συναναστροφής με παιδιά και εφήβους, μέσα από την καθημερινότητα και μέσα από τις διαδραστικές βιβλιοπαρουσιάσεις.
3. Είναι ευεργετικό για τα παιδιά ν’ αναγνωρίζουν και τις δύσκολες ή «κακές» τους εμπειρίες, σκέψεις και φαντασιώσεις, τόσο στους θετικούς όσο και στους αρνητικούς χαρακτήρες των μύθων, είτε αυτοί είναι ρεαλιστικοί, είτε υπερβατικοί. Η καλλιέπεια και ο διδακτισμός είναι βαρετοί τρόποι επικοινωνίας. Οι αξίες καλλιεργούνται αποτελεσματικότερα μέσα από το χιούμορ, την πάλη των ηρώων και την εξέλιξη της πλοκής. Κατάλληλες είναι οι εικόνες που ενισχύουν την εκάστοτε ιστορία, χωρίς κατ’ ανάγκη να την ερμηνεύουν, αυτές που οδηγούν το κείμενο ένα βήμα παραπέρα, ανοίγοντας το δρόμο σε προσωπικούς συνειρμούς.
4. Η καθοριστικότερη περίοδος ξεκινάει από την προ-νηπιακή κιόλας ηλικία, όταν γραπτός λόγος και εικόνες συνδέονται με τη μυρωδιά και την ασφάλεια μιας αγκαλιάς. Το παιδί μεγαλώνει με το βίωμα ότι η τέχνη μπορεί να εκφράσει τη χαρά, να παρηγορήσει τη στεναχώρια, να ενσωματωθεί και να αλληλεπιδράσει με τις ανθρώπινες σχέσεις.
5. Στην προσωπική μου συμβολή, όπως και σε πολλές άλλες, η κριτική απουσιάζει. Γενικότερα, βρίσκω εποικοδομητικό το ρόλο της κριτικής όταν μέλημά της είναι η ανάδειξη όχι μόνο της αρετής, αλλά κυρίως των αδυναμιών ενός βιβλίου. Όταν αυτό γίνεται με γνώμονα το ίδιο το αντικείμενο και τους αποδέκτες του, συμβάλλει στην εξέλιξη του δημιουργού χωρίς να τον προσβάλλει. Ευχαριστώ για την αφορμή και για τη φιλοξενία.
*****
Μάνος Κοντολέων, συγγραφέας:
Έχω και στο παρελθόν δηλώσει πως κατά την άποψή μου υπάρχουν δυο κατηγορίες συγγραφέων της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας. Η μια περιλαμβάνει αυτούς που γράφουν με στόχο να διδάξουν στο παιδί και η άλλη όσους δεν έχουν ξεφύγει από τη δυναμική της δικιάς τους παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Οι της πρώτης κατηγορίας γράφουν υπό το κράτος μιας έξωθεν αυτών ευρισκόμενης παρόρμησης, οι της δεύτερης από την πίεση μιας έσωθεν τους πάλλουσας φωνής.
Πιστεύω -κι όχι γιατί εγώ ανήκω στην δεύτερη κατηγόρια- πως μόνο οι εσωτερικές φωνές μπορούν να δημιουργήσουν έργα που θα θελήσουν να θέσουν υποψηφιότητα ένταξής τους στο χώρο της Τέχνης.
Η Τέχνη απαιτεί πάθος και παλμό, απαιτεί εμμονές και ανατροπές, τραύματα και αντιθέσεις.
Σκέφτομαι πόσο πάθος αντιθέσεων έκρυβε η ζωή του Άντερσεν, πόση απαγορευμένη εμμονή η σκέψη του Κάρολ, πόσες τραυματικές εμπειρίες τα παιδικά χρόνια της Δέλτα, ποια η σχέση της Τράβερς με τον πατέρα της, του Μπάρι με την μητέρα του.
Προς Θεού δε θέλω να ισχυριστώ πως όποιος γράφει για παιδιά είναι κατά κάποιο τρόπο μια αρρωστημένη ή τραυματισμένη προσωπικότητα, αλλά δεν μπορώ να μην σταθώ στην υποψία πως η έννοια της έκφρασης «γράφω για παιδιά και εφήβους» ίσως να περικλείει κάτι περισσότερο πολύπαθο από το απλοϊκό εκείνο «γράφω για παιδιά γιατί τα αγαπώ».
Άρα αν θέλω να καταθέσω την άποψή μου για το πώς γράφεται ένα καλό βιβλίο για παιδιά, θα έλεγα πως ο συγγραφέας ας αφεθεί σε ότι βαθύτερο μπορεί να ελλοχεύει μέσα του, και ας αφήσει το αναγνώστη να ανακαλύψει το κείμενο που του ταιριάζει και που ο ίδιος αισθάνεται ή υποψιάζεται πως θα μπορέσει να επικοινωνήσει μαζί του και –προς θεού!- να μην προσπαθήσει να φτιάξει ένα κείμενο με στόχο να συναρπάσει ένα συγκεκριμένης ηλικίας αναγνώστη και να του εμφυτεύσει μια συγκεκριμένη άποψη, ένα μονοδιάστατο μήνυμα.
*****
Γιώργος Παναγιωτάκης, συγγραφέας:
Νομίζω πως, το «καλό παιδικό βιβλίο» οφείλει πρώτα από όλα να είναι «καλό βιβλίο». Να διαθέτει, δηλαδή, όλες εκείνες τις αξίες, όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που αναγνωρίζουμε στην καλή λογοτεχνία, ανεξάρτητα από ηλικιακά γκρουπ και αναγνωστικές ομάδες. Να έχει πρωτοτυπία και στοχασμό, λειτουργική δομή και καλοδουλεμένους χαρακτήρες. Να ξυπνάει τη χαρά της ανάγνωσης χωρίς να φλερτάρει με την ευτέλεια. Να εξερευνά τις δυνατότητες του μέσου χωρίς να πέφτει στην παγίδα της εκζήτησης. Να θίγει ζητήματα που αφορούν την εποχή του. Να μην φοβάται να αμφισβητήσει καθεστηκυίες αξίες και στερεότυπα. Να αποφεύγει τις αφηγηματικές ευκολίες, την ανέξοδη συγκίνηση, το καλόπιασμα στον αναγνώστη.
Φυσικά, όλα τα παραπάνω πρέπει να γίνουν με έναν τρόπο που να είναι συμβατός με την ηλικία και την αναγνωστική εμπειρία των παιδιών. Την ίδια στιγμή, όμως, το παιδικό βιβλίο οφείλει να μην υποτιμά τους αναγνώστες του. Να μην τους μιλάει αφ’ υψηλού πασχίζοντας να τους διδάξει ή να τους νουθετήσει. Να μην τους δείχνει με προτεταμένο δάχτυλο τη φαρδιά λεωφόρο πάνω στην οποία υποχρεούνται να βαδίσουν. Η δική του ευθύνη είναι να ξεσκεπάζει τα μονοπάτια που είναι καλυμμένα από θάμνους και ξερόχορτα. Αυτά που πιθανόν να είναι λοξά και αβέβαια, αλλά που ταυτόχρονα μπορούν να ξυπνήσουν την όρεξη για περιπλάνηση και ανακαλύψεις.
*****
Φίλιππος Φιλίππου, συγγραφέας (έχει εκδώσει το βιβλίο Οι περιπέτειες της Ελεάννας στη θάλασσα, Πατάκης, 2014, κι έχει γράψει κι άλλα που ακόμα δεν έχουν εκδοθεί):
1. Νομίζω ότι το βασικό χαρακτηριστικό που πρέπει να υπάρχει στα παιδικά βιβλία, δηλαδή αυτό που πρέπει να τα διαφοροποιεί από τα αναγνώσματα για εφήβους και ενήλικες, είναι η γλώσσα. Κατά την άποψή μου, η αφήγηση πρέπει να γίνεται κατανοητή από τους μικρούς αναγνώστες και να μην υπάρχουν αλληγορίες, γρίφοι και κρυφά μηνύματα. Τα όποια μηνύματα θα εξάγονται στο τέλος, όπως συμβαίνει με τα παλιά παραμύθια με τα οποία έχουμε μεγαλώσει εμείς της παλιάς γενιάς. Ειδικά οι συγγραφείς που απευθύνονται σε ενήλικες είναι υποχρεωμένοι να γράφουν απλά, με σαφήνεια, χρησιμοποιώντας λιγότερες λέξεις, ώστε να μην καταφεύγουν τα παιδιά σε λεξικά.
2. Αυτό που παίρνω υπ’ όψη μου είναι ότι τα παιδιά δεν διαβάζουν ή δεν μπορούν να διαβάσουν, άλλα βιβλία, εφημερίδες και έντυπα γενικά, άρα οι λέξεις που βρίσκονται μπροστά τους πρέπει να είναι οικείες, να τις έχουν ακούσει στο σπίτι τους ή στο σχολείο τους, αν είναι μεγαλύτερα.
3. Πιστεύω πως τα παιδιά δεν πρέπει να διαβάζουν για προβλήματα που απασχολούν τους μεγάλους, όπως είναι ο έρωτας, ο θάνατος, οι αρρώστιες, οι δυστυχίες, η ανεργία, η πολιτική. Καλό είναι να διαβάζουν ιστορίες με ζώα, με διαφορετικούς ανθρώπους, ή με ιστορικά και μυθολογικά πρόσωπα.
4. Η αναγνωστική κουλτούρα αποκτάται μέσω της μίμησης. Όταν τα παιδιά βλέπουν τους γονείς τους να διαβάζουν συστηματικά και πιστέψουν ότι αυτό είναι απολαυστικό, κάποτε θα θελήσουν να γνωρίσουν κι αυτά τα χρήσιμα ή τα απολαυστικά που περιέχει ένα βιβλίο ή μια εφημερίδα.
5. Η κριτική βοηθάει τους γονείς των παιδιών, δηλαδή αυτούς που αγοράζουν τα βιβλία, να διαλέγουν τα κατάλληλα. Επίσης: όπως η κριτική για μεγάλους, δεν θα ’πρεπε να είναι θριαμβευτική (κάτι που ενδεχομένως μπορεί να προκαλέσει απογοήτευση), αλλά κατατοπιστική, και να επισημαίνει τις αρετές τους.
*****
Ιωάννα Μπουλντούμη, συγγραφέας:
Νομίζω ότι η ερώτηση «ποιο κατά τη γνώμη σας θεωρείται κακό παιδικό βιβλίο» γεννάει κι άλλες ερωτήσεις…
Αν έπρεπε οπωσδήποτε και πιεστικά να απαντήσω, ας πούμε με το πιστόλι στον κρόταφο, θα έλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη το «βαρετό» βιβλίο. Το διδακτικό, ξεπερασμένο, χιλιοειπωμένες ιστορίες με παρόμοιο ή και ίδιο τρόπο… Αμέσως όμως μετά σκέφτομαι το εξής…
Ποιον ρωτάμε; Τον συγγραφέα; Τον γονέα; Τον εκδότη; Τον δάσκαλο; Τον κριτικό; Τον ενήλικα- ώριμο αναγνώστη; Τον ενήλικα που τα μόνα βιβλία έρχεται σ’ επαφή είναι τα λογιστικά ή άντε το πολύ της μαγειρικής; Τον βιβλιοπώλη; Το παιδί –τελικά- το ρωτάμε; Μπα…
Αν η ερώτηση απευθύνεται σε μας τους συγγραφείς, τότε ένα άλλο, μεγάλο κεφάλαιο ανοίγεται: είναι πολύ φυσικό ο καθένας να υπερασπιστεί το δικό του στυλ γραφής, τα δικά του ερεθίσματα, τη δική του αναγνωστική εμπειρία. Κάποιος που γράφει πιο περίπλοκα, θεωρεί «κακά» τα πιο ευκολοχώνευτα, ενώ στην αντίθετη περίπτωση οι «άλλοι» θεωρούν τα πιο δύσκολα αναγνώσματα «βαριά» για το παιδί, έως και «σπουδαιοφανή» (μην πω και «επικίνδυνα» – το έχω ακούσει κι αυτό).
Θεωρώ ότι αυτού του είδους τις ερωτήσεις τις ανακυκλώνουμε μεταξύ μας: οι μεγάλοι προς τους μεγάλους και δεν ξέρω αν τελικά αυτό έχει αξία. Τα παιδιά πρέπει να ρωτήσουμε. Αλλά πρώτα θα πρέπει να τα αφήσουμε να διαλέξουν. Αλλά και να μάθουν να το κάνουν. Να τα βάλουμε μέσα στις δημόσιες βιβλιοθήκες, να τα παραδειγματίσουμε με τις δικές μας αναγνωστικές απόπειρες και πειραματισμούς, να τα ακούσουμε, να τους μιλήσουμε, να συζητήσουμε τα βιβλία που διαβάζουν αλλά και αυτά που διαβάζουμε εμείς – με λίγα λόγια να δημιουργήσουμε σκεπτόμενους αναγνώστες που θα μπορούν να εκφράσουν μόνοι τους τις σκέψεις τους για το κάθε βιβλίο, μέσα από τις ίδιες τις επιλογές τους.
*****
Ελένη Αναστασοπούλου, συγγραφέας/εκπαιδευτικός:
Ζητήματα που κρύβονται εξαιρετικά συχνά, παρ’ όλες τις καλές προθέσεις, μέσα στα κείμενα και τις εικονογραφήσεις με κυρίαρχα το διδακτισμό και τα στερεότυπα, τους έμφυλους ρόλους, τις κοινωνικές καταστάσεις και τις απεικονίσεις τους καθώς και τη συνολική αισθητική εικόνα των βιβλίων.
Παραθέτουμε:
Μπορούν να διαβάζουν τα παιδιά βιβλία που ‘θεωρούνται’ κακά; Και πώς θα περάσουν σ’ εκείνα τα άλλα που ως ενήλικοι προκρίνουμε για την ηλικία τους;
Όταν ο ενήλικος διαβάζει ένα βιβλίο στο παιδί του, έχει τη δυνατότητα να κόβει ό,τι δεν θεωρεί σωστό. Τι γίνεται όμως όταν τα παιδιά ασχολούνται μόνα τους με τα βιβλία και δεν υπάρχει το φίλτρο του ενηλίκου;
Τα ‘εύπεπτα’ βιβλία, σε αντιδιαστολή με τα ‘καλά’ βιβλία, είναι αποδεκτά;
Τι γίνεται στα σχολεία; Πώς επιλέγονται οι συγγραφείς που τα επισκέπτονται; Πώς δουλεύει ο εκπαιδευτικός το λογοτεχνικό βιβλίο στην τάξη;
Η αναφορά του εκδοτικού οίκου, ακόμα και του συγγραφέα, αποτελεί εχέγγυο του καλού βιβλίου;
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε συμπερασματικά ότι η σχέση του ενηλίκου με τα βιβλία, η προσωπικότητά του, το οικογενειακό περιβάλλον, το μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο είναι από τους παράγοντες που διαπλάθουν τη σχέση των παιδιών με το βιβλίο.
Στο θέμα της κριτικής του παιδικού βιβλίου, η οποία συχνά στρογγυλεύει τα προβλήματα που εμφανίζονται στα παιδικά βιβλία, όπως επίσης και δεν εθίγησαν όσα αφορούν την προώθησή τους (τυπολογία των εκδηλώσεων, δώρα, διαγωνισμοί, κ.ά.).που μεταφέρονται δια της νηπιαγωγού. Το ουσιώδες σ’ αυτή τη διασύνδεση είναι η κοινωνική φύση αυτού που κάνουμε με τα παιχνίδιά μας και με τις πολιτισμικές καταβολές. Περνώντας στην επόμενη φάση, που αντιστοιχεί στη σχολική ηλικία, του αναγνώστη που ταυτίζεται με τον πλασματικό ήρωα ή ηρωίδα, η ανάγνωση αποτελεί για το παιδί έναν τρόπο για να οργανώνει πληροφορίες γύρω από τον ευρύτερο κόσμο και να μαθαίνει πώς ο κόσμος αυτός λειτουργεί. Tαυτόχρονα με αυτή τη διαδικασία που το φέρνει σε επαφή με τον έξω κόσμο, γίνεται μια άλλη αντίστροφη κίνηση, εσωτερική, όπου το παιδί επιχειρεί ένα είδος αυτοκατάκτησης και επικεντρώνεται η προσοχή του στον έξυπνο ή δυνατό ήρωα των ιστοριών που διαβάζει. Mε την ταύτιση φαντάζεται ότι λύνει παρομοίως τα προβλήματα ενός ανοργάνωτου κόσμου που είναι, με μία έννοια, και ο δικός του κόσμος.
Oι ιστορίες που προτιμώνται από τα παιδιά ηλικίας 7- 12 ετών είναι συνήθως περιπετειώδεις είτε πρόκειται για τις φανταστικές περιπέτειες των μύθων και παραμυθιών είτε για τις ρεαλιστικότερες των ιστορικών, μυστηριωδών κ.λπ. μυθιστορημάτων. Tα παραπάνω κείμενα διακρίνονται από κάποια χαρακτηριστικά απέναντι στα οποία πολλοί ενήλικοι στέκονται κριτικά. Aπλές προτάσεις, σύντομες παράγραφοι, συνοπτικές περιγραφές χαρακτήρων, ελάχιστες μεταφορές προκαλούν αντιρρήσεις για την υπερβολικά εύκολη ανάγνωσή τους. H αφηγηματική δομή είναι στοιχειώδης, για παράδειγμα συνίσταται συνήθως σε ένα πρόβλημα, ένα ταξίδι, ένα κίνδυνο και το ξεπέρασμά τους. Άλλωστε συχνά, όταν τα βιβλία αυτά αποτελούν ολόκληρες σειρές, όπως οι ιστορίες της Enid Blyton, δεν διαφέρουν παρά ελάχιστα μεταξύ τους. Παρόμοια θέματα επανέρχονται συνεχώς. Oι ανθρώπινοι χαρακτήρες είναι επίπεδοι και μονοδιάστατοι, ενοχλητικά μόνο καλοί ή μόνο κακοί. Όλες αυτές οι ιστορίες που στους ενηλίκους φαίνονται ανιαρές και απλοϊκές για την επαναληπτικότητά τους, στα παιδιά παραδόξως είναι αγαπητές. H απάντηση που προέρχεται από το χώρο της αναπτυξιακής ψυχολογίας είναι ότι η ανάγκη του παιδιού για να διαβάζει συνεχώς τις ίδιες ιστορίες ή παρόμοιες, χωρίς πολλές παραλλαγές στην πλοκή ή στην κατασκευή των χαρακτήρων, εξηγείται από την ανάγκη του να επιβεβαιώνει τις προϋπάρχουσες γνώσεις του για να προχωρήσει ασφαλέστερα στα λιγότερο γνωστά. Aυτό ισχύει και για την εξοικείωσή του με τις αναγνωστικές τεχνικές. Για παράδειγμα, η στατικότητα και η ομοιομορφία των χαρακτήρων που είναι σχεδόν πάντα ευθέως ανάλογες της εξιδανίκευσής τους ή αντίθετα της απομυθοποίησής τους εξηγείται μέσα από όρους της γνωστικής ανάπτυξης: μπορεί να σημαίνει αυτό που θέλουν τα παιδιά να είναι ως χαρακτήρες, αλλά επίσης μπορεί να σημαίνει αυτό που τα παιδιά ήταν και δυσκολεύονται να παύσουν να είναι Oι απόψεις που ουσιαστικά τείνουν να συνδέουν την ανταπόκριση του παιδιού στη λογοτεχνία με την ηλικιακή εξέλιξη δεν βρίσκει σύμφωνους άλλους μελετητές της παιδικής λογοτεχνίας. Θεωρούν ότι τέτοιες απόψεις αποτελούν γενικεύσεις και σαφώς παραγνωρίζουν το πεδίο των δυνατοτήτων του κάθε ατόμου. Δεν λαμβάνουν υπόψη τα ατομικά χαρακτηριστικά, το γνωστικό υπόβαθρο, την κοινωνική τάξη, την «πολιτιστική» στιγμή και κατά πόσο καθορίζουν όλα αυτά τη λογοτεχνική ανταπόκριση του παιδιού, ενώ δημιουργούν ένα είδος προκατάληψης σχετικά με τις ικανότητες των παιδιών να ανταποκριθούν με διαφορετικούς και πιο προσωπικούς τρόπους στη λογοτεχνία. Έτσι, όλο και περισσότερο οι νεότεροι μελετητές στρέφουν το ενδιαφέρον τους στις απαντήσεις με τις οποίες τα ίδια τα παιδιά περιγράφουν τη δική τους, προσωπική ανταπόκριση στη λογοτεχνία.
Προβάδισμα στον αναγνώστη τονίζοντας ότι η λογοτεχνική εμπειρία είναι κατεξοχήν ατομική εμπειρία. O αναγνώστης κινείται συνεχώς ανάμεσα σε κειμενικές ενδείξεις και αναγνωστικές προσδοκίες. H συγκέντρωση της προσοχής του αναγνώστη εξαρτάται από το κείμενο και από τους δικούς του σκοπούς κατά την αναγνωστική διαδικασία, Ανάγνωση συγκινησιακή ; ή ανάγνωση που εξάγει νοήματα και μπορεί να φθάσει σε επίπεδα «δημιουργικής εξερεύνησης». Συμμορφώνονται με κάποιες βασικές αρχές που προκύπτουν με βάση τα πολύ αυστηρά προσδιορισμένα χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας. Άποψή του είναι ότι το βασικό πρόβλημα του συνόλου των παιδικών βιβλίων είναι ότι είναι κείμενα «κλειστά», κείμενα δηλαδή που δεν αφήνουν περιθώρια στον αναγνώστη να τα ερμηνεύσει. Δεν χρειάζεται να βάζουμε αυστηρές προδιαγραφές αναφορικά με το τι μπορεί να ενδιαφέρει το παιδί κατά την αναγνωστική διαδικασία.
*****
Μαίρη Σάββα Ρουμπάτη, συγγραφέας:
1. Έχουμε σκεφθεί ποτέ γιατί μερικά βιβλία ξεχνιούνται και δεν μένουν στο μυαλό του αναγνώστη; Εάν κάνουμε αυτή τη σκέψη, σίγουρα θα καταλήξουμε σε μιαν απάντηση για τα χαρακτηριστικά που πρέπει να αποφεύγονται στα παιδικά βιβλία: πρώτο στη λίστα των “προς αποφυγήν” ο διδακτισμός, που τα παιδιά μισούν. Αντίθετα, τα παιδιά θέλουν το ταξίδι, τη διαδρομή, με ό,τι αυτή τους προσφέρει. Ανατροπές, Εκπλήξεις, Πλοκή, Ήρωες.
2. Όταν γράφω προσέχω να μη γίνω η μαμά, ή ο δάσκαλος του ήρωά μου. Εάν αυτό γίνει, τότε, πέφτω στη μεγάλη παγίδα. Απλώνω το χέρι μου να τον σηκώσω, δεν τον αφήνω να σηκωθεί μόνος του. Δεν του επιτρέπω να βρει τη λύση. Του λέω, χτύπησες; του χαϊδεύω τα μαλλιά, του ξεσκονίζω το παντελόνι, τον κανακεύω γενικώς. Τα παιδιά είναι σκληροί αναγνώστες, κρίνουν αυστηρά και κάτι τέτοια τα απορρίπτουν αμέσως. Δεν θέλουν αβίαστες και φθηνές -εννοώ χωρίς κόστος- λύσεις.
3. Κάποτε οι ιστορίες που γράφονταν είχαν στόχο να μεταδώσουν από γενιά σε γενιά τις ιστορίες των προηγούμενων. Τώρα πιστεύω, έχει αυξηθεί η ανάγκη για την εξερεύνηση του εσωτερικού κόσμου των ηρώων. Τα παιδιά δεν αρκούνται στο να μάθουν ότι η Χιονάτη έφαγε το μήλο και λιποθύμησε, αλλά θέλουν να ξέρουν τι σημαίνει αφέλεια, τι είναι ακριβώς αυτό, γιατί υπάρχει και τελικά τι ήταν αυτό που την έσπρωξε να το κάνει. Με λίγα λόγια οι απαιτήσεις των παιδιών έχουν αυξηθεί, άρα είναι καλό να μην μένουμε στην εικόνα (εμφανής εδώ και ο ρόλος της οθόνης και του διαδικτύου) και να πηγαίνουμε παραπέρα.
4. Η αναγνωστική κουλτούρα αποκτάται στα πρώτα αρχικά στάδια με την εικόνα των γονέων που διαβάζουν, με τις γεμάτες βιβλιοθήκες στο σπίτι. Ύστερα έρχεται ο εγγραμματισμός, οπτικά και γραπτά. Μα όταν υπάρχει το πρώτο, θα ακολουθήσει το δεύτερο και σίγουρα μετά και το τρίτο, δηλαδή η μόνιμη αναγνωστική συνήθεια.
5. Φοβάμαι ότι η κριτική αφορά μόνο τους μεγάλους. Δεν ξέρω κανένα παιδί να ενδιαφέρεται για την κριτική, μήπως έχετε συναντήσει εσείς κανένα;
*****
Λίλλυ Λαμπρέλλη, συγγραφέας:
Θα έλεγα ότι ένας τρόπος -σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι – για να επιλεγούν “ασφαλή” χαρακτηριστικά ειδικά για τα βιβλία λογοτεχνικής μυθοπλασίας που απευθύνονται σε παιδιά σχολικής ηλικίας είναι να υιοθετηθούν τα χαρακτηριστικά των λαϊκών παραμυθιών. Ποια είναι αυτά;
– Γλώσσα ρέουσα, γλαφυρή, ποιητική αλλά ολοζώντανη, όχι απλοϊκή, όχι εξεζητημένη.
– Σαφήνεια στην πλοκή, ακόμα και στις εγκιβωτισμένες ιστορίες.
– Απαγορεύται δια ροπάλου ο πλατειασμός και τα περιττά στολίδια.
– Αμφισημία: Στον αντίποδα του διδακτισμού, η αμφισημία επιτρέπει στον αναγνώστη ή τον ακροατή να διαλέξει “ό,τι αντέχει”.
– Άνοιγμα στον (έσω και έξω) κόσμο, μετά από δοκιμασίες (φανερές ή κρυμμένες).
– Πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης: Αν είναι ολοφάνερο ότι το βιβλίο για παιδιά απευθύνεται αποκλειστικά σ’ αυτά και δεν συγκινεί καθόλου μεγαλύτερους ηλικιακά αναγνώστες, τότε (κατά τη γνώμη μου) δεν θα έχει την τύχη των λαϊκών παραμυθιών και η μοίρα του είναι να χαθεί.
Τέλος, το αυτονόητο: ένα παιδικό βιβλίο δεν πρέπει ούτε να προσφέρει μασημένη τροφή σα να απευθύνεται σε αφελείς αναγνώστες -οπότε όσο πιο νιανιά τόσο καλύτερα- ούτε να προτείνει “αμετακίνητες” αλήθειες (διδαχές, στερεότυπα) που όμως στους καιρούς μας μετακινούνται συνεχώς -και ευτυχώς.
*****
Θεοδοσία Αργυράκη-Ασαργιωτάκη, συγγραφέας/εικονογράφος:
Σήμερα που τα ερεθίσματα που κατακλύζουν το παιδί μέσω της σύγχρονης τεχνολογίας, όπως είναι το διαδίκτυο και τα μέσα ενημέρωσης, το παιδικό βιβλίο θα είναι ανταγωνιστικό αν μπορεί να περάσει αλήθειες, αξίες και μηνύματα, του πραγματικού κόσμου, μέσα από τον δημιουργικό κόσμο της φαντασίας και του ονείρου.
Όταν γράφω για τα παιδιά αυτό που θέλω είναι να τους δώσω μια ιστορία που θα τα συντροφεύει, θα τα προσκαλέσει να συνταξιδεύσουν στο χθες, το σήμερα, το αύριο, να διασκεδάσουν, να σκεφτούν, να προβληματιστούν, να συμμετέχουν, να δράσουν.
Το παιδί αναζητά απαντήσεις για τις αγωνίες και τα ερωτήματά του και το βιβλίο που θα διαβάσει, να μπορεί να του τις δώσει, χωρίς διδακτισμό, συμβουλευτικό και ενοχικό χαρακτήρα, να το παρηγορήσει, να το βοηθήσει να μεγαλώσει, να γνωρίσει τον εαυτό του και ότι το περιβάλλει, να του μάθει την ζωή.
Και κάτι ακόμα που δεν έχει λόγο, σχήμα, χρώμα, αλλά τα παιδιά το διακρίνουν να αιωρείται όπως η νεραϊδόσκονη στο άπειρο και χαμογελούν, με εκείνο το χαμόγελο της παιδικής αθωότητας που δεν κάνει ποτέ λάθος όταν διακρίνει την αγάπη.
Η σκέψη μου όταν εικονογραφώ ένα βιβλίο, δεν είναι η αντιγραφή του κειμένου, αλλά η δημιουργία μιας καλλιτεχνικής αφήγησης που θα προωθήσει την αισθητική καλλιέργεια και το ενδιαφέρον του παιδιού αναγνώστη, να παρατηρήσει, να φανταστεί, να αποκαλύψει, να επεκτείνει και να ερμηνεύσει πέρα από τα όρια της πραγματικότητας, να γίνει το ίδιο δημιουργός.
Για την αναγνωστική και καλλιτεχνική κουλτούρα θα μιλήσω σαν παιδί, που είχε εκείνα τα πολύτιμα πρώτα ακούσματα και εικόνες.
H ανθρώπινη φωνή, συνδεδεμένη με την μνήμη, είναι τα αρχέτυπα μηνύματα της ανθρώπινης συνείδησης, η μαγιά για την αναγνωστική και καλλιτεχνική κουλτούρα.
Η κριτική όταν γίνεται από άτομα που γνωρίζουν πολύ καλά το θέμα, μπορεί να βοηθήσει τον δημιουργό, το βιβλίο, και κυρίως το παιδί αναγνώστη, όταν τα κριτήρια είναι αντικειμενικά και δεν εξυπηρετούν κάθε είδους συμφέροντα.
*****
Κωνσταντίνος Πατσαρός, εκπαιδευτικός/συγγραφέας:
«Το να καταφέρει ένα βιβλίο να κάνει τα παιδιά να παίξουν είναι μεγάλη επιτυχία» έλεγε ο Τζιάνι Ροντάρι. Το να καταφέρει ένα βιβλίο να μπει στη ζωή ενός παιδιού και να το απολαύσει χωρίς την πίεση της μαμάς ή του δασκάλου, όπως ακριβώς θα έκανε ένας ενήλικας αναγνώστης, είναι εξίσου πολύ τιμητικό για τον συγγραφέα. Δεν μπαίνεις όμως έτσι απλά στη ζωή του. Χρειάζεσαι μια καλή ιδέα αλλά και τα εκφραστικά εργαλεία που θα επιτρέψουν στην ιστορία σου να επικοινωνήσει με τη ζωή και τη φαντασία του παιδιού. Δε θες μόνο το σεντούκι του πειρατή αλλά και έναν μπαρουτοκαπνισμένο χάρτη, που θα μπορεί να τον διαβάσει ένας μικρός εξερευνητής, τόσο συναρπαστικό ώστε να του τραβήξει την περιέργεια για να σαλπάρει στα μυστήρια που υπόσχεσαι.
Για να γράψεις όμως ένα βιβλίο για παιδιά, σημαίνει ότι αγαπάς το παιδικό βιβλίο και όταν λέμε το αγαπάς, εννοούμε ότι αγοράζεις παιδικά βιβλία, γελάς με το χιούμορ τους και δακρύζεις με το κλάμα τους, ξεχωρίζεις συγγραφείς και τους τιμάς με το ενδιαφέρον και την προτίμησή σου. Ό,τι ενδεχομένως κάνεις και για τα βιβλία ενηλίκων. Το να θεωρείς ότι συμβαίνει κάτι διαφορετικό με τα παιδικά βιβλία είναι μέγα σφάλμα, γιατί ακόμα και αν καταφέρεις να το εκδώσεις, τα παιδιά θα σου το γυρίσουν πίσω. Το να υποτιμάς μια ιστορία που γράφεις και να λες ότι: «τελικά μου βγήκε παιδικό το βιβλίο», μάλλον είσαι σε λάθος δρόμο. Το παιδικό βιβλίο είναι ένας πλανήτης ξεχωριστός. Έξω από αυτόν μπορεί να αιωρούνται πολλά ακαθόριστα αντικείμενα που δεν κατάφεραν ποτέ να τον προσεγγίσουν. Επάνω του όμως οι παιδικές χαρές έχουν ξεκάθαρο χαρακτήρα και αεροδιάδρομοι είναι τόσο φωτεινοί όσο χρειάζεται μια καλή ιδέα για να τους εντοπίσει από ψηλά και να προσγειωθεί στη φιλόξενη αγκαλιά τους.
*****
Έλενα Γλωσσιώτη, συγγραφέας:
Όταν είδα την ανοιχτή πρόσκληση του Αναγνώστη σκέφτηκα πως ήθελα να πω πολλά για το παιδικό βιβλίο και τα χαρακτηριστικά που το κρίνουν καλό. Ήθελα να μιλήσω για την ευαισθησία και την αισθητική που πρέπει να διέπει ένα παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο που το διαφοροποιεί από ένα παιδικό βιβλίο μόνο για ξεφύλλισμα. Για τα μηνύματα και τις αξίες ζωής που σαν ενήλικες με τρόπο διακριτικό πρέπει να προβάλλουμε. Για την αγάπη και το συναίσθημα που θέλουμε μέσα από τα βιβλία να μοιραστούμε.
Μα όλα μέσα μου συμπυκνώνονται σε μια εικόνα. Η εικόνα ενός παιδιού μπροστά από μια μεγάλη κλειστή πόρτα. Δε ξέρει τι κρύβει η πόρτα μπροστά του. Υπάρχει μόνο η κλειδαρότρυπα και η σκανδαλιάρικη και περίεργη φύση του παιδιού. Το παιδί σκύβει και κοιτάζει τη κλειδαρότρυπα. Για να δει τι κρύβεται πίσω από τη μεγάλη και βαριά πόρτα. Αν του αρέσει αυτό που βλέπει θα προσπαθήσει ν’ ανοίξει τη πόρτα.
Το βιβλίο είναι η κλειδαρότρυπα στο μαγικό και υπέροχο κόσμο της λογοτεχνίας. Αν το μικρό κομμάτι που θα δει αγγίξει το συναίσθημά του ή τη περιέργεια του θα θελήσει να δει περισσότερα και τότε η πόρτα θα μείνει για πάντα ανοιχτή. Το βιβλίο θα ξεκλειδώνει τη φαντασία του και τη ψυχή του κάθε φορά που διαβάζει. Ένα κακό βιβλίο θα απομακρύνει το μικρό αναγνώστη από το πόμολο της πόρτας κι από μια άλλη οπτική της ζωής.
Δε ξέρω, λοιπόν, αν υπάρχει φόρμουλα για το τι πρέπει να διαβάζουν τα παιδιά. Ξέρω μόνο πως για κάθε παιδί υπάρχει ένα κείμενο ή μια εικονογράφηση που είναι ικανά να το παρασύρουν στη μαγεία του βιβλίου.
Όσο για τη κριτική δεν αφορά τους μικρούς αναγνώστες παρά μόνο τους ενήλικες. Είναι θεμιτή στο πλαίσιο που ο συγγραφέας προβάλλει δημόσια το έργο του και εποικοδομητική αν εστιαστεί σε ουσιαστικές επισημάνσεις για να βελτιωθεί αυτό που λέμε ποιοτικό παιδικό βιβλίο.
[…] 14 συγγραφείς – εικονογράφοι απαντούν στις ερωτήσεις που έθεσε ο Αναγνώστης μετά την εκδήλωση για το κακό παιδικό βιβλίο. Οι ερωτήσεις: 1. Π […]
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ” ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΚΑΙ ΠPΟΣΚΛΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ ΣΤΟΝ ΔΙΑΛΟΓΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ.