Στην παραλία της Κασσιανής (διήγημα του Γιάννη Χρυσανθόπουλου)

0
886

του Γιάννη Χρυσανθόπουλου

     Κασσιανή. Σπάνιο όνομα,  ακούγεται μόνο  το μεγαλοβδόμαδο, με το γνωστό  τροπάριο της Κασσιανής: η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή. Όνομα που έγινε την εξαετία 1965 με 1971 καθημερινότητα κατά τους μήνες Ιούλιο με Αύγουστο με την έκφραση να εκστομίζεται εν χορώ : στην παραλία της Κασσιανής ! Σαν να διενεργούνταν ψηφοφορία σε ποια παραλία θα καταλύσουμε για μπάνιο, η συγκεκριμένη παραλία έπαιρνε ποσοστό 100% ή εκεί περίπου. Λες και ήταν δημοψήφισμα της δικτατορίας. Συνέπιπτε περίπου και η εποχή. Ψηφίστε και βγάλτε τον σκασμό γιατί περιμένει ο σταθμός χωροφυλακής για να σας μετρήσει τα πλευρά. Τούτα ήταν για τους μεγάλους, οι ανυποψίαστοι πιτσιρικάδες  ήθελαν να απολαύσουν τη θάλασσα. Αυτόν τον έρωτα που τον βασανίζουν τα κύματα.

      Ήμασταν τυχεροί γιατί η οικογένεια κατείχε τρακτέρ. Αποκτηθέν  το 1964. Τέλη Ιουλίου του 1965,  σε ένα ταξίδι του πατέρα στην Αθήνα για αγορά ανταλλακτικών από την αντιπροσωπία, έπεσε πάνω σε ογκώδεις διαδηλώσεις και συγκρούσεις, καιγόταν  το κέντρο της Αθήνας, Πανεπιστημίου, Σταδίου και Ακαδημίας. Μολογούσε   ότι πάσχιζε να πάρει το αστικό  610 για τη Φιλοθέη  να πάει στον αδερφό του και κινδύνεψε να στραπατσαριστεί ή να καεί.

       Η καρότσα του MASSEY FERGUSON (Αγγλικής κατασκευής και προέλευσης) ήταν ιδανικό μέσο μεταφοράς για τα τρία χιλιόμετρα χαλικόδρομο απόσταση που απείχε το χωριό από την παραλία. Αδέρφια και πρωτοξάδερφα με τις μάνες, όταν δινόταν το σύνθημα ότι την άλλη μέρα έχει μπάνιο, άρχιζαν τις προετοιμασίες. Γιατί ήταν ολοήμερη η παραμονή στην ακρογιαλιά για δύο μπάνια πρωί  απόγευμα, έτσι μέτραγαν. Οπότε  απαιτούσε και φαγητό. Γεμιστά, κοτόπουλο με πατάτες στο φούρνο με τα ξύλα, ντομάτες από το περιβόλι, αυγά βραστά, πατάτες τηγανιτές, τυράκι και σταρένιο ψωμί  σε διάφορους συνδυασμούς. Αυτό ήταν το θαλάσσιο μεσημεριανό φαγητό. Όλα σπιτικής προέλευσης, για αγορά από μπακάλη ή για ταβέρνα ήταν στενεμένα τα φράγκα και πήγαινε πολύ το μαλλί. 

       Η διαδρομή της μετάβασης και της επιστροφής είχε το δικό της χρώμα. Ή πιο ορθά το δικό της χώμα. Παιδιά και γυναίκες καθισμένοι στρωματσάδα  στην καρότσα. Όρθιοι ή καθήμενοι στα παραπέτα της καρότσας απαγορευόταν  δια ροπάλου γιατί σε καμιά στροφή μπορούσες να ξεφύγεις και να σε ψάχνουν σακατεμένο με αβέβαιο αποτέλεσμα. Άσε που  για 150 μέτρα της διαδρομής πάνω στην άσφαλτο μπορούσε να σε τσιμπήσει η χωροφυλακή και το μπάνιο να σου βγει ξινό. Όλα τα παιδιά είχαμε κουρεμένα τα κεφάλια με την ψιλή μηχανή και τα κάλυπτε το απαραίτητο ψαθάκι για να μην τα βαρέσει ο ήλιος κατακέφαλα και πάθουμε ηλίαση. Οι μάνες είχαν τα μαντήλια ( τσεμπέρια). Γούστο είχε ότι στο τέλος της κάθε διαδρομής ο μπουχός, που σηκωνόταν κατά την διάρκειά της,  κατακάθιζε σαν σκόνη σε όλο το σώμα των στοιβαγμένων στην καρότσα. Η περιβολή των παιδιών ήταν το φανελάκι και το κοντό ντρίλινο  παντελόνι πάνω από  το μαγιό σαν Άγγλοι στρατιώτες μόνο που έλειπε το πουκάμισο εκστρατείας. Όλοι  στο τέλος της διαδρομής είχαν πασπαλιστεί με σκόνη από χώμα. Ένας γλύπτης μπορούσε όλο αυτό το σύμπλεγμα να το κάνει πρόπλασμα για άγαλμα.

    Η Κασσιανή ήταν η ιδιοκτήτρια του κτήματος – ελαιώνας με κάποιες λεμονιές και πορτοκαλιές ενδιάμεσα – που γινόταν  προσωρινό μας κατάλυμα. Αυτή η γυναίκα μας άφηνε και περνούσαμε μέσα από το κτήμα της ώστε να φθάσουμε στην παραλία.  Είχαμε  αποκτήσει σχέσεις μαζί της. Κάποτε  αγοράσαμε ένα κατσικάκι που το κρατήσαμε και μεγάλωσε,  γίνηκε κατσίκα πια οπότε μας έδινε μπόλικο γάλα καθημερνά. Η περί ης ο λόγος κυρία έτρεφε κατσίκες καλής ράτσας. Ήταν γαλακτοφόρες με μεγάλα μαστάρια. Σαν τις Ανδριώτισσες  παραμάνες με τα μεγάλα στήθη τα γεμάτα γάλα. Αν τούτες οι γυναίκες  φορούσαν λεπτεπίλεπτο σουτιέν θα διαλυόταν σε κλάσματα δευτερολέπτου με κίνδυνο σοβαρού ατυχήματος σε όποιον βρισκόταν πλησίον τους . Όμως  πόσα και πόσα παιδιά δεν θέριεψαν από το γάλα τους; Aφού  οι μανάδες τους στέρευαν και συνεχιζόταν ο θηλασμός  του μωρού με το θεόσταλτο γάλα της Ανδριώτισσας.

     Το λημέρι ήταν στην αριστερή γωνία του κτήματος δίπλα στην ακρογιαλιά. Εκεί υπήρχε ένα πολύ μεγάλο πεύκο στο σύνορο μέσα από το συρματόπλεγμα του διπλανού οικοπέδου. Εκεί βρισκόταν ένα μικρό σπιτάκι και έμενε μια οικογένεια με τρία παιδιά δυο αγόρια κι ένα κορίτσι, παιδιά της πόλης . Κάτω από το πεύκο είχε μια ψάθινη καλύβα ανοιχτή προς την πλευρά της θάλασσας. Εκεί κοιμόταν κάθε μεσημέρι ο νοικοκύρης του σπιτιού. Υπήρχαν και άλλες σκιάδες με οροφή ένα ψάθινο σκέπαστρο.

        Μετά το πρωινό μπάνιο κάτω από τη μισή σκιά που έπεφτε στην ιδιοκτησία  της Κασσιανής στρώνανε κατάχαμα το τραπέζι του μεσημεριανού φαγητού. Έπειτα το πρόγραμμα είχε ύπνο. Ποιο όμως παιδί κοιμάται μεσημέρι το καλοκαίρι;

      Έπιανα την άκρη της  κουρελούς και ξάπλωνα στρέφοντας αριστερά για να έχω θέα την αυλή του μικρού σπιτιού. Το ζωηρό ενδιαφέρον ήταν για το κορίτσι που όλο το μεσημέρι έκανε σκανδαλιές με τον έναν αδερφό της κι η μάνα τους  φώναζε να πλαγιάσουν.  Ήταν όμορφο κορίτσι μια οπτασία, συνήθως τις μεσημεριανές ώρες φορούσε νυχτικό με γαλάζια ανθάκια. Αυτή περίπου την αμφίεση είχε και με τα φορεματάκια της. Η ονειροπόλησή μου ήταν ανεξάντλητη. Ένα περίπατος στην παραλία να της έχω πιάσει το χέρι,  θα ήταν θείο δώρο. Είχαν αρχίσει να ξυπνούν οι ορμές για το θηλυκό σώμα, το κοριτσίστικο. Αλλά πώς να γυρίσει να με κοιτάξει  το πανέμορφο τούτο κορίτσι ένα αγόρι με το κεφάλι γουλί και με αμφίεση που ταίριαζαν σε μετα-κατοχική εποχή. Άσε που τα παιδιά αυτά διέθεταν βατραχοπέδιλα, μάσκα και στρώμα θαλάσσης ενώ εμείς καμιά σαμπρέλα φουσκωμένη και καμιά φθηνή μπάλα που μετά από καμιά κλωτσιά απέξω από τα φύκια προς το νερό σκίζονταν σαν χασές. Μετά ήταν τα φερσίματα της πόλης των παιδιών αυτών ενώ εμείς χωριάτες  πάντα ντροπαλοί  και   συνεσταλμένοι.

         Η επιστροφή ήταν, εκτός από ώρες ξεκούρασης, πάντα ένα ανήσυχο σούρουπο που σκέπαζε μέρος της ψυχή μου. Γιατί τα νέα που λίγο καθυστερημένα έφθαναν στο χωριό πάντα τους καλοκαιρινούς μήνες, λες και το ‘χε τάμα το κάθε καλοκαίρι, είχαν μια σκοτεινή κι αδιευκρίνιστη φοβία. Μια τα γεγονότα του Ιουλίου του 1965 με την επωδό σε κάθε  στροφή  των συζητήσεων των μεγαλύτερων: θα έχουμε πάλι φασαρίες, δεν θα ησυχάσουμε ποτέ. Από την άλλη το 1967 ο πόλεμος των έξη ημερών με καταληκτική κουβέντα: Ο πόλεμος χορεύει δίπλα μας, ώρα είναι να ανάψει η φωτιά να ανάψει κι εδώ. Άλλωστε  κάθε είκοσι χρόνια έχουμε το ίδιο βιολί το 1922 η Μικρασιατική καταστροφή το 1940 δεύτερος παγκόσμιος, ήρθε μάλλον το πλήρωμα του χρόνου. Το 1968 στην Αμερική δολοφονούν τον Ρόμπερτ Κέννεντυ οι Αμερικανοί είχαν  βαλθεί να ξεμπερδεύουν με το Κεννενταίϊκο. Την ίδια χρονιά τον Αύγουστο ένας νεαρός αποπειράται να δολοφονήσει τον δικτάτορα. Μετά από τρεις μέρες μάθαμε ότι ήταν ο Αλέκος Παναγούλης τον είχαν μπερδέψει τον αδερφό του  τον υπολοχαγό των ΛΟΚ.  Ο πυρπολητής απέτυχε και ενδόμυχα ήμουνα μαζί του γιατί μου θύμιζε τον Κανάρη τον πυρπολητή, ενώ ο δικτάτορας ήταν ένα νευρόσπαστο ηλίθιο κατασκεύασμα που, όταν μιλούσε,  έσπερνε  απειλές. Κρίμα όμως γιατί αφουγκραζόμουνα ότι τον Αλέκο θα τον γδάρουν και το τομάρι θα το στείλουν στη μάνα του…  Χρόνια ανέμελα άλλα όχι ανέφελα.

      Πως πέταξαν σχεδόν πενήντα χρόνια; Βρέθηκα στην παραλία  της Κασσιανής. Έψαχνα το πεύκο. Πουθενά. Το Μικρό σπίτι ήταν ανακαινισμένο. Οι ψάθες δεν υπήρχαν. Εκατέρωθεν είχαν χτιστεί κακόγουστα χτίσματα, μεγαλοπρεπή, δείγματα νεοπλουτισμού  εκ των αποκτηθέντων μάλλον υπό τη σκιά της οικονομικής φούσκας που ξεσήκωνε όλα τα μυαλά για μεγαλεία δίχως  στέρεα θέμελα. Φούσκωμα και κακογουστιά στα πάντα θυμίζοντας τον γάλο που ανοίγει τα φτερά του. Τι  θλίψη!.

      Ξάφνου περπατώντας για να αποχωρήσω βλέπω μια  ευτραφή  γυναίκα να στέκει όρθια πάνω μου από τη μάντρα του τότε μικρού σπιτιού. Το πρόσωπό της μου θύμιζε αξεδιάλυτα κάτι από τα παλιά. Πήρα το θάρρος και ζητώντας συγνώμη κι έκανα ερωτήσεις πολύ ευγενικά. «Το μεγάλο πεύκο εκεί στην γωνία το κόψατε;» «Όχι αρρώστησε και καταστράφηκε.»«Εδώ το σπίτι σας είναι πάνω από πενήντα χρόνια;» «Ναι. Και είμαι η μόνη που έχω μείνει εδώ.»  Το είπε με παράπονο. «Ο Τάσος που φώναζε πολύ συχνά κάποια κυρία που βρίσκεται;» «Είναι ο αδερφός μου και μαζί με τον μεγάλο βρίσκονταν μέχρι πρότινος στη Σουηδία ο ένας έφυγε και βρίσκεται την Ρόδο.» «Η Ευγενία που βρίσκεται; «Εγώ είμαι. Έμεινα εδώ στην πόλη, μένω στις Ιτιές (προάστιο της πόλης). «Εγώ στην περιοχή του Άγιου Ανδρέα μες στην πόλη.» «Να! Εκεί είναι τα παιδιά μου κάνουν μπάνιο.» Μου έδειξε στη θάλασσα  τα παιδιά της και τα μικρά εγγόνια της. «Εδώ ερχόμουνα πιτσιρικάς για μπάνιο κι άκουγα δύο ονόματα κάθε μεσημέρι μια κυρία να φωνάζει μια Τάσο και μια Ευγενία.» « Η μάνα μου, ήταν φωνακλού. Έφυγε από την ζωή στα 90 με άνοια και πολλά προβλήματα ο πατέρας μου έφυγε στα 82 θα το λέγαμε σχετικά νωρίς σε σχέση με την μαμά.» «Χάρηκα που είσθε καλά.» «Επίσης καλό δρόμο. Να έρχεστε, είναι καλή η θάλασσα και ήσυχη.»

      Μόλις τράβηξα από το δρομάκι για να φθάσω στο αυτοκίνητο, έφερα στο νου μου την μικρή Ευγενία. Που μπορεί να την φωνάζουν Τζένη ή όποιο άλλο υποκοριστικό που αποδέχτηκε κατά τον ρουν της ζωής της.  Όσο για την ευτραφή παρουσία που αντίκρισα, δύο  τινά μπορεί να συμβαίνουν: ή θυρεοειδής αδένας ή μεγάλη παραίτηση και βουλιμία από κατάθλιψη. Τι κρίμα!  Ο  χρόνος  είναι άτεγκτος και δεν έχει διάκριση σε τίποτα και  προ πάντων στην ομορφιά.        

                

Προηγούμενο άρθροΔιακοπές (ποίημα του Κώστα Μαυρουδή)
Επόμενο άρθροΟ ουρανός με τ΄άστρα υπό βροχή (Ευριπίδης Γαραντούδης – Σοφία Κολοτούρου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ