Διακοπές (ποίημα του Κώστα Μαυρουδή)

0
677
American girl in Italy. photo by Ruth Orkin

 

του Κώστα Μαυρουδή

 

 

Τα βράδια κάθεται μόνη στην  άκρη της αυλής.

 

Μπορώ να τη λέω  La vecchia ubriaca,

έτσι θα τη λέω,

όπως εκείνη τη γυναίκα σε ένα ποίημα του Παβέζε.

 

Νοικιάζαμε τον πρώτο όροφο.

Οι αμπελώνες γύρω με μεγάλους παφλασμούς (κι αυτοί σαν τα ποιήματα του Παβέζε) με τις εκτεταμένες αφηγήσεις και τις αιφνίδιες μεταφορές: «Η εξοχή είναι ένας τόπος πράσινων μυστηρίων», ή «καλοκαίρι από φωνές, όπου όλοι, σαν ώριμοι καρποί, κουβαλούν το άρωμα του συντελεσμένου».

 

Στο θέμα.

Πρόσεχα το βλέμμα της κάθε βράδυ.

Δεν ήξερες αν είναι αυτοσαρκασμός

ή αφορούσε  γενικώς τα εγκόσμια,

όταν κοιτάζει κάποιος απ’ το τέλος.

 

Πολωνοαμερικανή, μου είπαν, μια νύφη που απ’ το ’70  επιβίωσε έτσι, καθώς ο σύζυγός της, βρέθηκε σύντομα στον αποτρόπαιο κήπο, πλάι στην ακτή και στο μεγάλο ξενοδοχείο, γεμάτο από Γάλλους που χορεύουν ή ακούνε τους ανιματέρ χωρίς ποτέ να πλήττουν,

 

κι ύστερα εκείνη,

ισόβιο βάρος ως κληρονόμος.

 

Έχει ένα δωμάτιο στην άκρη της αυλής.

Δύσκολο να σκεφθείς πως κάποτε την κοίταξαν αλλιώς.

 

Χωρίς παιδιά, όπως οι πρωταγωνιστές σε μεγάλα μυθιστορήματα, για να τονίζουν έτσι τον εαυτό τους.  Ο πατέρας της πρόλαβε τον σιδηρόδρομο που φυσούσε μαύρο καπνό μπαίνοντας στο Σικάγο. Εκείνη επέστρεφε αργά απ’ τη δουλειά. Ίδια πάντοτε διαδρομή: το παγωμένο πεζοδρόμιο στο Loop, κίνηση μικρή κάτω απ’ τον θορυβώδη εναέριο, κατακόρυφες διαφημίσεις που αναβόσβηναν. Και οι τρεις αδελφές παντρεύτηκαν βιαστικά (they married madly, just to get out and have a change).

 

Διαβάζει στο πιάτο μου σιωπηλά τη λέξη «Ψάρι».

 

Ο ένας θέαμα του άλλου,

 

ή μήπως βυθίζεται σε μιαν ανενόχλητη μνήμη

εκεί όπου η ζωή συνεχίζεται

και οι νέοι είναι πάντα νέοι;

 

Κάποιος με παγωτό στο χέρι κοιτάζει απ’ τον φράχτη την αυλή.

 

Αγόρια σε βιαστικά ποδήλατα,

 

τα δύο κορίτσια του σπιτιού με υγρά μαλλιά

περνούν μπροστά μας και βγαίνουν στη νύχτα.

 

1900.Απ’ τη Βαλτική ένα μεγάλο καραβάνι μεταναστεύει. Αλλάζουν την ακίνητη μοίρα τους, στην πράξη ένας υπερβατικός χρονικογράφος διαχειρίζεται ανενόχλητος την ομάδα, και λίγο πριν κλείσει ο αιώνας οδηγεί όπου θέλει την πλοκή και τα πρόσωπα. Ένα απ’ τα παιδάκια, όπως βλέπετε, έχει ενταχθεί στον κύκλο μας, γνωστοί και άγνωστοι βρεθήκαμε με υπολογισμένη σύνθεση κάτω απ’ αυτήν την πέργκολα. Βράδυ, λοιπόν. Δεκαετία του ’90, τα φώτα του Αυγούστου στα ακίνητα νερά, οι θόρυβοι της παραλίας, το διώροφο σπίτι.

 

 

(ποίημα εν προόδω)

 

——————————————————————–

 

La vecchia ubriaca, η μεθυσμένη γριά

Προηγούμενο άρθροΤο φεγγάρι του Νηλ Άρμστρονγκ (διήγημα της Γεωργίας Συλλαίου)
Επόμενο άρθροΣτην παραλία της Κασσιανής (διήγημα του Γιάννη Χρυσανθόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ