Διαφορετικοί συγγραφικοί δρόμοι, ίδια αναγνωστική χαρά (της Ελένης Γεωργοστάθη)

0
323

 

της Ελένης Γεωργοστάθη

Το μυθιστόρημα είναι είδος ευέλικτο και φιλόξενο. Άλλοτε μεγεθύνει το μικρό και το καθημερινό κι άλλοτε φέρνει στα ανθρώπινα μέτρα το οικουμενικό και το πανανθρώπινο. Άλλοτε στρέφει το βλέμμα στο παρελθόν, υπαρκτό ή μυθικό, άλλοτε στέκεται στο παρόν κι άλλοτε καλπάζει στο μέλλον. Άλλοτε γαντζώνεται στην πραγματικότητα κι άλλοτε ταξιδεύει στη φαντασία. Άλλοτε παραδίνεται στην καταιγιστική δράση κι άλλοτε καταφεύγει στην ησυχία των χαμηλών τόνων. Η λίστα δεν έχει τελειωμό. Οι συγγραφικές επιλογές και τα αναγνωστικά γούστα το ίδιο. Το πώς θα αποτιμηθεί όμως από το αναγνωστικό του κοινό ένα μυθιστόρημα έχει κυρίως να κάνει, ανεξάρτητα από τις όποιες επιλογές του συγγραφέα του, με τη μαστοριά και την αυθεντικότητα με την οποία είναι δουλεμένο.

Σκέψεις που επιβεβαιώθηκαν από την ανάγνωση δυο πολύ διαφορετικών μεταξύ τους μυθιστορημάτων για παιδιά, τα οποία κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον, εντυπωσιάζουν με την τεχνική τους αρτιότητα και, παρά τις μεγάλες διαφορές τους, ανήκουν και τα δυο στα βιβλία που κατορθώνουν να κεντρίσουν την προσοχή τόσο του ενήλικα όσο και του παιδιού αναγνώστη – το κατεξοχήν ζητούμενο όταν μιλάμε για βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά.

Τι είναι αυτό που οδηγεί έναν συγγραφέα να γράψει τη συνέχεια ενός άκρως επιτυχημένου βιβλίου; Η αδυναμία του να αποχωριστεί τους ήρωές του; Η αίσθηση ότι δεν έχει ακόμη κλείσει τους λογαριασμούς του με την ιστορία που ήδη αφηγήθηκε; Η ανάγκη του να ανακαλύψει κρυφές, ανεξερεύνητες πτυχές της, όπως και των χαρακτήρων του; Και πώς αποφεύγεται ο κίνδυνος της επανάληψης, του βαλτώματος σε πεπατημένες, της ατυχούς σύγκρισης με το αρχικό έργο;

Στη συνέχεια του βιβλίου του Καλοκαίρι στην πισίνα με τον τίτλο Ο επόμενος γύρος, Οι Μπουκόβσκι το παλεύουν ο Γερμανός Βιλ Γκμέλινγκ ξανασυναντά τους παλιούς του ήρωες σε ένα διαφορετικό πλαίσιο. Το καλοκαίρι έχει περάσει, τα σχολεία έχουν ξεκινήσει και μαζί η πολυπόθητη φοίτηση του αφηγητή Αλφ στη σχολή μποξ. Η αφήγηση καταγράφει χαμηλότονα πλην γοητευτικά την καθημερινότητα της οικογένειας, τα προβλήματα και τις δυσκολίες τους, τους μικρούς θριάμβους και τις απογοητεύσεις τους, χωρίς, όπως και στο πρώτο βιβλίο, εξάρσεις, ηρωισμούς και βαριές αναγωγές σε κάποια αφηρημένη σφαίρα.

Η διαφαινόμενη ανεργία της μαμάς, οι πρόοδοι του Αλφ στο μποξ κι ο έρωτάς του για τη Γιοχάνα, όπως και το αυξανόμενο πάθος της αδερφής του Κατίνκα για τα γαλλικά, συνιστούν μείζονες αφηγηματικούς πυλώνες, δίνοντας ενδεχομένως την εντύπωση ότι αυτό το βιβλίο κινείται σε οδούς πιο ασφαλείς και δοκιμασμένες σε σχέση με το πρώτο. Ωστόσο και εδώ, όπως και στο Καλοκαίρι στην πισίνα, οι λύσεις δεν είναι τραβηγμένες από τα μαλλιά, δεν καταφεύγουν στο μελόδραμα και δεν αναζητούν έρεισμα σε κάποιο ηθικό δίδαγμα.

Το ίδιο ισχύει και με τους χαρακτήρες. Ο Αλφ, που αποκαλύπτεται μέσα από την καθημερινότητά του πια κι όχι στη ραστώνη των καλοκαιρινών διακοπών, είναι μέτριος και κάπως αδιάφορος μαθητής, όπως κι ο ίδιος παραδέχεται με ειλικρίνεια, η Κατίνκα ξεδιπλώνει εδώ σε όλο του το μεγαλείο τον πληθωρικό χαρακτήρα αδίστακτης καταφερτζούς που κάνει τα πάντα για να πετύχει τον σκοπό της κι ο μικρός Ρόμπι κατεβαίνει από τα σύννεφα για να μας γνωρίσει μερικές ακόμα πτυχές της μυστηριώδους προσωπικότητάς του. (Αν πρέπει να ξεχωρίσουμε έναν λόγο από τους πολλούς που κάνουν τον αναγνώστη να ελπίζει ότι οι περιπέτειες της υπέροχης οικογένειας Μπουκόβσκι θα φιλοξενηθούν και σε τρίτο τόμο, αυτός σίγουρα έχει να κάνει με τα ερωτήματα που αφήνει προς απάντηση σε αυτό το δεύτερο βιβλίο ο μικρός αδερφός του Αλφ.)

Ο Γκμέλινγκ κι αυτή τη φορά κινείται με άνεση στο διαμέρισμα και στο περιβάλλον μιας οικογένειας μεροκαματιάρηδων, γεμάτος καλόβολη διάθεση, τρυφερό χιούμορ και ανθρωπιά, χωρίς ωστόσο να παρασύρεται σε κουραστικές επαναλήψεις και πισωγυρίσματα. Οι ήρωές του, ατελείς αλλά γεμάτοι γήινα όνειρα, ζουν σ’ έναν εξίσου ατελή μ’ αυτούς κόσμο, από τον οποίο δε λείπει ούτε η αδικία ούτε ο ρατσισμός ούτε οι προκαταλήψεις. Οι ίδιοι κρατάνε ό,τι τους ταιριάζει, αφήνουν στην άκρη ό,τι κινείται μακριά από τα πιστεύω τους, χωρίς πάντως να καταφεύγουν σε μάχες χαρακωμάτων, και είναι πρόθυμοι να αναγνωρίσουν το λάθος, να συγχωρήσουν την αδυναμία, να χαρούν την επιτυχία, να ξεπεράσουν την αποτυχία, να συνεχίσουν να εξελίσσονται και να κυνηγούν τα όνειρά τους, χαρίζοντας ένα αίσθημα γαλήνης και αισιοδοξίας στον αναγνώστη.

********

Η Βρετανίδα Κάθριν Ράντελ, από την άλλη, δεν είναι από τους συγγραφείς που αντλούν έμπνευση από την καθημερινότητα. Τα τρία βιβλία της που ως τώρα έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά μάς μεταφέρουν πότε στη ζούγκλα του Αμαζονίου, πότε στις στέγες του Παρισιού, πότε, το πιο πρόσφατα μεταφρασμένο, Λύκοι στο χιόνι, στην τσαρική Ρωσία.

Σε αυτό το τελευταίο, η πρωταγωνίστρια Φιό ζει με τη μητέρα της σε μια ερημική περιοχή της Ρωσίας εκπαιδεύοντας εγκαταλειμμένους πρώην οικόσιτους λύκους. Οι δυο τους βρίσκονται στο στόχαστρο ενός βάναυσου στρατηγού, που συλλαμβάνει τη μητέρα Μαρίνα και καταδιώκει ανελέητα τη μικρή της κόρη και τους λύκους της. Το κορίτσι, αποφασισμένο να σώσει τα αγαπημένα του ζώα και να ελευθερώσει τη μητέρα του, περιπλανιέται σε μια αχανή χώρα καλυμμένη από το χιόνι, διάσπαρτη από κατεστραμμένα χωριά και ερειπωμένα κάστρα. Δύσπιστη απέναντι σε καθετί ανθρώπινο και κοινωνικά αδέξια, η Φιό θα βρει πρόθυμους συμμάχους και θα μπορέσει με το θάρρος και το πείσμα της να εμπνεύσει μια σειρά από ανθρώπους καταπιεσμένους και βασανισμένους και να σημάνει την απαρχή μιας επανάστασης.

Η Ράντελ και σε αυτό της το βιβλίο αναμειγνύει με άνεση το παλιό με το νέο, ντύνοντας με υλικά παραμυθιού μια ιστορία τοποθετημένη σε ιστορικό χρόνο, αναδεικνύοντας μέσα από μια πλοκή που εκτυλίσσεται σε παρελθούσα εποχή άκρως επίκαιρα ζητήματα, όπως η αιχμαλωσία και η προστασία των άγριων ζώων και η θέση της γυναίκας σε έναν ανελέητο, ανδροκρατούμενο κόσμο. Ταυτόχρονα, η αντισυμβατική για την εποχή στην οποία διαδραματίζεται το μυθιστόρημά της επιλογή του νεαρού Ίλια να εγκαταλείψει τον στρατό για χάρη του μπαλέτου συνιστά ένα ηχηρό χαστούκι στα σεξιστικά στερεότυπα.

Η συγγραφέας δεν ιδεολογικοποιεί, δεν τάσσεται στην υπηρεσία κανενός μεγάλου σκοπού, δεν κόβει ούτε ράβει την υπόθεση του βιβλίου της στα στενάχωρα και περιοριστικά μέτρα του όποιου ιστορικού πλαισίου. Ακόμα και η κοπιώδης πραγματολογική έρευνα που διακρίνεται ανάμεσα στις γραμμές των Λύκων στο χιόνι δεν καθηλώνει τον αναγνώστη σε μια χειρουργικά ακριβή πραγματικότητα, αλλά γίνεται στα χέρια της Ράντελ υλικό μυθοπλασιακής απογείωσης, που επιτρέπει στους ασυνήθιστους ήρωές της να κυνηγήσουν και να φτάσουν, ανεπηρέαστοι από κοινωνικά πρέπει και ενήλικους περιορισμούς, με ευφάνταστους και παράτολμους τρόπους, τα όνειρά τους.

***

Δυο πολύ διαφορετικά από πολλές απόψεις μυθιστορήματα, δυο διαφορετικοί μυθοπλασιακοί κόσμοι, στους οποίους ωστόσο διακρίνει κανείς ένα κοινό στοιχείο, πέρα από την αφηγηματική και εκφραστική δεινότητα των δημιουργών τους. Κι αυτό είναι η αδιαμεσολάβητη παιδική ματιά, μια οπτική που δεν παραπέμπει στη νοσταλγική και εξ αποστάσεως ματιά του ενήλικα που υπήρξε κάποτε παιδί, αλλά στην καθαρότητα και αυθεντικότητα του παιδικού βλέμματος. Είναι αυτό το καθαρό βλέμμα που έχει ανάγκη η λογοτεχνία για παιδιά. Όπως και ωραίες, προσεγμένες μεταφράσεις, σαν κι αυτές που μας έχουν χαρίσει στα δύο αυτά βιβλία η Δέσποινα Κλεομβρότου και η Αργυρώ Πιπίνη.

 

 

Βιλ Γκμέλινγκ, Ο επόμενος γύρος, Οι Μπουκόβσκι το παλεύουν, μετάφραση Δέσποινα Κλεομβρότου, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2021

 

 

 

Κάθριν Ράντελ, Λύκοι στο χιόνι, μετάφραση Αργυρώ Πιπινη, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2021

Προηγούμενο άρθροΤα τραύματα του παρόντος (της Αγάθης Γεωργιάδου)
Επόμενο άρθροΟδηγός παγκόσμιου αστυνομικού –  19 προτάσεις από την Ισπανία (του Μάρκου Κρητικού)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ