του Σπύρου Κακουριώτη
Σπάνια βιώνει κανείς τέτοια έκρηξη χαράς, πηγαίας κι αυθεντικής, από ένα πλήθος τόσων χιλιάδων ανθρώπων, όπως αυτό που συγκεντρώθηκε για να ακούσει την απόφαση του δικαστηρίου για την εγκληματική οργάνωση που επιδίωξε να γυρίσει την ελληνική κοινωνία βαθιά στο παρελθόν, το προγλωσσικό παρελθόν της βίας και του μίσους για κάθε ετερότητα. Όση κι αν ήταν η χαρά όμως, δεν μπορεί να διαλύσει τον φόβο ότι στο μέλλον οι σκοτεινές αυτές ορδές, στην υπηρεσία ποιος ξέρει ποιου αυταρχικού ηγέτη, μπορεί να βρεθούν και πάλι μπροστά μας. Ελάχιστα βιβλία άλλαξαν τον βηματισμό της Ιστορίας, πολλά όμως προειδοποίησαν τους αναγνώστες τους για τα επερχόμενα· κάποια από αυτά που ακολουθούν είναι ανάμεσά τους…
Λουκιανός – Ευσέβιος Καισαρείας, Πού εχάθηκε ο Σοφός; Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
Οι «θείοι» άνδρες και η θρησκευτική πολεμική στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες αποτυπώνονται στα δύο κείμενα που συγκροτούν τον μικρό αυτόν τόμο και τα οποία ανήκουν στα δύο αντίθετα άκρα του θρησκευτικού φάσματος: Πρόκειται για «Το τέλος του Περεγρίνου» του Λουκιανού, εθνικού συγγραφέα του 2ου μ.Χ. αι., με έντονα αντιχριστιανικές απόψεις, και η «Απάντηση στον Σωσιανό Ιεροκλή» του Ευσεβίου Καισαρείας, χριστιανού απολογητή του επόμενου αιώνα και ενός από τους πρώτους εκκλησιαστικούς ιστορικούς. Κείμενα πολεμικής, καθώς οι δύο ζηλωτές καταπιάνονται με την αντίκρουση των θέσεων της αντίπαλης θρησκείας, στην οποία ανήκουν οι σοφοί με τους οποίους ασχολούνται στα γραπτά τους. Κυνικός φιλόσοφος και χριστιανός ο Περεγρίνος, κατηγορείται από τον Λουκιανό ως ματαιόδοξος· ρωμαίος αριστοκράτης και απηνής διώκτης των χριστιανών ο Ιεροκλής, ελέγχεται από τον Ευσέβιο για τη δράση του, σε ένα σχήμα χιαστί αντιπαράθεσης. Ο ανά χείρας τόμος, μαζί με τη συλλογή κειμένων Η ζωή μου όλη: Καθημερινές ιστορίες δούλων από την αρχαιότητα, που εικονογραφούν την καταπίεση, την εκμετάλλευση αλλά και την αντίσταση συγκεκριμένων δούλων, και τους δύο λόγους του ρήτορα Λιβάνιου «Προς τον βασιλέα περί των δεσμωτών» και «Προς Ελλέβιχον» που εντάσσονται στον τόμο Έγκλειστοι στις ρωμαϊκές φυλακές, ή αναμένοντας τον καλό και τον κακό δικαστή, καταγράφοντας όψεις της καθημερινής αγωνίας των εγκλείστων, αποτελούν τους πρώτους καρπούς της σειράς «Διάλογοι με την αρχαιότητα», που διευθύνει ο Δημήτρης Κυρτάτας. Η σειρά επιδιώκει να φωτίσει όψεις της καθημερινής ζωής, των θεσμών ή των ιδεών, των συμπεριφορών και των νοοτροπιών του αρχαίου κόσμου. Μέσα από τα κείμενά της, αρχαίοι Έλληνες διαφορετικών εποχών και πεποιθήσεων διαλέγονται μεταξύ τους ή με αλλοεθνείς, ενώ εθνικοί αντιπαρατίθενται με Ιουδαίους ή χριστιανούς, προβάλλοντας έτσι μια σύνθετη, πολύμορφη και αντιφατική εικόνα για την αρχαιότητα, περισσότερο επίκαιρη απ’ όσο θα μπορούσαμε να φανταστούμε.
Δημήτρης Κυρτάτας, Η οδός και τα βήματα των πρώτων χριστιανών, Εκδόσεις του 21ου
Όψεις της εμπειρίας της θρησκευτικότητας κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες αποτυπώνει, στα μελετήματα που συγκεντρώνονται στον ανά χείρας τόμο, ο καθηγητής της ιστορίας της ύστερης αρχαιότητας Δημήτρης Κυρτάτας. Ειδικότερα, κάθε ένα από τα κεφάλαια που συγκροτούν το βιβλίο μελετά την αντιμετώπιση του χριστιανισμού μέσα από ένα ιδιαίτερο και, συνήθως, έκκεντρο πρίσμα. Έτσι, ο συγγραφέας καταπιάνεται με τους πεπτωκότες, τους δούλους, τους ληστές, τους στρατιώτες, αλλά και τους αιρετικούς, τους εθελούσιους μάρτυρες, τους ασκητές, τις γυναίκες, επιχειρώντας μια ριψοκίνδυνη κατάδυση στις (ολιγόλογες και συχνά παραπλανητικές) πηγές, προκειμένου να ανασυνθέσει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν μια σειρά ζητήματα της νέας θρησκείας: τη βάπτιση, τη σταύρωση, την απολύτρωση, τον ασκητικό βίο, τη σωτηρία κ.ά. Παράλληλα, τον συγγραφέα απασχολεί διαρκώς η σκοπιά των αυτοκρατόρων της Ρώμης απέναντι στο θρησκευτικό ζήτημα, από τη στάση των οποίων καθορίζεται όχι μονάχα η πολιτική των σποραδικών διωγμών αλλά και η ίδια η στάση των χριστιανικών εκκλησιών απέναντι στην εξουσία και την κοινωνία της εποχής. Με τον τρόπο αυτό, συγκροτεί μια καλειδοσκοπική κοινωνική ιστορία του πρώιμου χριστιανισμού, ενταγμένου στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής του, διακρίνοντας πίσω από τις γενικές τάσεις και συγκλίσεις που οδήγησαν στη μία και καθολική εκκλησία τις πολλαπλές αποκλίσεις και τις αντίρροπες κατευθύνσεις που χάθηκαν στην πορεία, συχνά χωρίς να αφήσουν παρά ελάχιστα ίχνη.
Βασίλης Κάλφας, Θεός αναίτιος. Περί του πλατωνικού μύθου του Ηρός, Άτων
Με έναν εσχατολογικό μύθο ολοκληρώνει ο Πλάτων την Πολιτεία του, τον μύθο του Ηρός (613e-621d). Ο γενναίος Ηρ πεθαίνει στη μάχη, δεν θα παραμείνει όμως στον Κάτω Κόσμο παρά μόνο 12 ημέρες. Στη συνέχεια θα επιστρέψει, για να διηγηθεί στους ζώντες την μεταθανάτια εμπειρία του: την τιμωρία των αδίκων και την επιβράβευση των δικαίων. Η δικαιοσύνη, λοιπόν, αποτελεί κεντρικό θέμα του μύθου, όπως άλλωστε και ολόκληρης της Πολιτείας. Αυτόν τον μύθο, που βασίζεται περισσότερο στις υποβλητικές εικόνες παρά στα λογικά επιχειρήματα, πραγματεύεται, στην ανά χείρας μελέτη, ο καθηγητής Βασίλης Κάλφας, βραβευμένος ερευνητής της πλατωνικής και της αριστοτελικής φιλοσοφίας και ιστορικός της αρχαίας ελληνικής επιστήμης. Η παράθεση των ιδιοτήτων αυτών δεν γίνεται αναίτια, καθώς ο συγγραφέας θεωρεί πως ο πλατωνικός μύθος του Ηρός δεν αποτελεί μόνον έναν εσχατολογικό μύθο, μέσω του οποίου δικαιώνονται οι ηθικοί και οι δίκαιοι, αλλά διαθέτει και πτυχές κοσμολογικού χαρακτήρα, αφού σε αυτόν ο Πλάτων φαίνεται να διατυπώνει τις απόψεις του για την «πραγματική» αστρονομία, μια μαθηματική γνώση που θεωρεί απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάκτηση της αληθινής φιλοσοφίας. Η έκδοση συμπληρώνεται από το αρχαίο κείμενο και τη νεοελληνική απόδοσή του, καθώς και εκτεταμένες ερμηνευτικές σημειώσεις και επεξηγηματικά σχόλια από τον συγγραφέα, επιτρέποντας στον αναγνώστη να προσεγγίσει σφαιρικά το πλατωνικό κείμενο.
Έλλη Λεμονίδου, Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918): Ιστορία μιας οικουμενικής καταστροφής, Εστία
Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες ενός μικρού κύκλου ελλήνων ιστορικών, η εκατονταετηρίδα του Μεγάλου Πολέμου δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το κατώφλι των πανεπιστημιακών αιθουσών και να διαχυθεί στην κοινωνία, ενώ αντίστοιχα πενιχρή υπήρξε και η σχετική εκδοτική συγκομιδή. Στον απόηχο της διεθνούς μνημόνευσης της εκατονταετίας από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ανά χείρας μελέτη, που εντάσσεται στη σειρά «Βασική Ιστορική Βιβλιοθήκη», αποτελεί μια ευσύνοπτη παρουσίαση των ερωτημάτων της πρόσφατης ιστοριογραφικής παραγωγής, έτσι όπως αυτά διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο των ερευνών με αφορμή την εκατονταετηρίδα. Κάποια από αυτά αποτελούν ερωτήματα που επανέρχονται, όπως είναι το ζήτημα των βαθύτερων αιτίων που οδήγησαν την Ευρώπη στον πόλεμο, θέμα στο οποίο η συγγραφέας αφιερώνει το πρώτο κεφάλαιο της μελέτης της. Η συνοπτική αφήγηση των γεγονότων του πολέμου διευρύνει το γεωγραφικό πεδίο αναφοράς, προκειμένου να συμπεριλάβει όλα τα μέτωπα (και όχι μονάχα το Δυτικό) και έτσι να αναδείξει τις πραγματικά παγκόσμιες διαστάσεις του. Ταυτόχρονα, αναδεικνύοντας την αντίληψη περί «μακρού Α’ Παγκοσμίου Πολέμου», διευρύνει χρονικά το πλαίσιο της αφήγησης, προκειμένου να συμπεριλάβει πολεμικές συγκρούσεις που προηγήθηκαν, από το 1911 (ιταλο-τουρκικός πόλεμος) μέχρι την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας το 1923. Πέρα από τον καμβά των βασικών πολεμικών γεγονότων, η πραγμάτευση αναδεικνύει τα καινοφανή χαρακτηριστικά που μετέτρεψαν τον Μεγάλο Πόλεμο σε σημείο τομής σε σχέση με το παρελθόν: τον βιομηχανικό χαρακτήρα της διεξαγωγής του, αλλά και τον βιομηχανοποιημένο θάνατο· την κατάργηση της διάκρισης μετώπου και μετόπισθεν, πολεμιστών και αμάχων· την «βιαιοποίηση» των ανθρώπων και των κοινωνιών. Η εξέταση της ελληνικής συμμετοχής στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τους λόγους για τους οποίους αυτή παραμένει παραγνωρισμένη ακόμη και σήμερα απασχολεί στη συνέχεια τη συγγραφέα, που ολοκληρώνει τη μελέτη της με μια συνοπτική αναφορά στις σημερινές κατευθύνσεις της ιστοριογραφίας του Μεγάλου Πολέμου, έτσι όπως διαφαίνονται μετά το μεγάλο ορόσημο της εκατονταετηρίδας.
Ανδρέας Βενιανάκης, Ποντάροντας στη γερμανική ρουλέτα, Επίκεντρο
Mε έναν ακόμη σκοτεινό ήρωα βγαλμένο από τον κόσμο του ελληνικού δωσιλογισμού καταπιάνεται ο συγγραφέας, μετά την εξαντλητική μελέτη που αφιέρωσε στον Αντώνη Δάγκουλα, τον «δράκο» της κατοχικής Θεσσαλονίκης (Επίκεντρο, 2016). Αυτή τη φορά, στο ερευνητικό του στόχαστρο βάζει έναν δωσίλογο άλλου είδους, που τα δικά του χέρια δεν τα λέρωνε το αίμα των θυμάτων του –αυτό ήταν κάτι που άφηνε στο εκτεταμένο δίκτυο των συνεργατών του, που κάλυπτε όλη τη Βόρεια Ελλάδα και έφτανε μέχρι την Αθήνα. Ο Περικλής Νικολαΐδης, γνωστός και με το «καλλιτεχνικό» ψευδώνυμο Περί Νικολαΐ, που μίλαγε καλύτερα τα γερμανικά απ’ ό,τι τα ελληνικά, ήταν ένας από τους Έλληνες που είχαν στρατολογηθεί από τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες, τις οποίες υπηρέτησε πιστά κατά τη διάρκεια της Κατοχής, κινούμενος αυτόνομα, αλλά πάντα αποτελεσματικά για το Ράιχ, ανάμεσα στην Abwehr, την SD και τη GFP. Η ανταπόδοση γι’ αυτή του τη δράση, που είχε στόχο της ιδίως τους Βρετανούς που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα, τα δίκτυα υποστήριξής τους, αλλά και τις ομάδες σαμποτέρ και πληροφοριοδοτών που είχαν επαφή με τη Μέση Ανατολή, ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρη: Μετά το επιβεβλημένο κλείσιμο των χαρτοπαικτικών λεσχών, ο Νικολαΐδης ανέλαβε τη διεύθυνση –και τα κέρδη, βεβαίως– από την αλυσίδα καζίνων που άνοιξε στη Θεσσαλονίκη, μετατρέποντάς τα σε φωλιά κατασκόπων και δωσιλόγων, γερμανών και ελλήνων. Όμως ο Περί Νικολαΐ δεν σταμάτησε μονάχα εκεί. Η εξολόθρευση της εβραϊκής κοινότητας άφησε ελεύθερο πεδίον δόξης λαμπρόν για τον ελληνικό δωσιλογισμό, που εκμεταλλεύτηκε την ακίνητη περιουσία που άφηναν πίσω τους οι μελλοθάνατοι ισραηλίτες. Ακόμη και το γκέτο Βαρώνου Χιρς, μαζί με τον συνοικισμό 151 ανέλαβε να κατεδαφίσει, πωλώντας για λογαριασμό του μέχρι και το τελευταίο δοκάρι. Ήταν τόση η περιουσία που συγκέντρωσε, ώστε όταν ακολούθησε τους Γερμανούς κατά την υποχώρησή τους είχε μαζί του δύο βαλίτσες, μια με ρούχα και μια με λίρες… Τα ίχνη του χάθηκαν κάπου εκεί, αν και πιστεύεται πως κατέφυγε στην Αμερική. Μέσα από την ιστορία του Περικλή Νικολαΐδη, ο συγγραφέας κατορθώνει να φωτίσει τον σκοτεινό κόσμο του δωσιλογισμού και τις στενότατες σχέσεις του με τον κόσμο του χρήματος, αλλά και να δώσει μια πανοραμική, πλην λεπτομερή, εικόνα των γερμανικών υπηρεσιών κατασκοπίας και αντικατασκοπίας που έδρασαν στην κατεχόμενη Ελλάδα.
Βιολέττα Χιονίδου, Η κατοχική πείνα μέσα από προφορικές μαρτυρίες, Πατάκης
Για τη γενιά όσων έζησαν την Κατοχή, και την αμέσως επόμενη, η βασική εμπειρία που σηματοδοτούσε εκείνη την περίοδο ήταν η πείνα. Ο κατοχικός λιμός της Αθήνας, με τις εκατόμβες των θυμάτων, διαμόρφωσε τις προσλαμβάνουσες και καθόρισε τη συλλογική μνήμη σε τέτοιο βαθμό που εικόνες χαρακτηριστικές των όσων συνέβησαν στην Αθήνα να αναδύονται, πολλές δεκαετίες αργότερα, στη μνήμη μαρτύρων που έζησαν σε περιοχές όπου η πείνα πήρε διαφορετικά χαρακτηριστικά. Άλλωστε, επί μακρόν, ο λιμός θεωρείτο αστικό, αν όχι αποκλειστικά αθηναϊκό, φαινόμενο –η ύπαιθρος υποτίθεται πως δεν επηρεάστηκε. Γνωρίζουμε σήμερα πως η πείνα υπήρξε ένα πολύ πιο εκτεταμένο, και χρονικά διαφοροποιημένο φαινόμενο· ότι εξίσου διαφοροποιημένο υπήρξε το φαινόμενο της μαύρης αγοράς και των μαυραγοριτών· ότι η πείνα όξυνε προϋπάρχουσες κοινωνικές, εθνοτικές, θρησκευτικές κ.ά. αντιθέσεις. Όλα αυτά, που η συγγραφέας είχε καταδείξει στη μελέτη της Λιμός και θάνατος στην Κατοχική Ελλάδα, 1941-1944 (Εστία, 2011), στον παρόντα τόμο αναδεικνύονται μέσα από προφορικές μαρτυρίες που κατέγραψε την περίοδο 1994 και 1999-2000 σε τρία νησιά του Αιγαίου: την Χίο, τη Σύρο και τη Μύκονο. Τμήματα των συνεντεύξεων, ταξινομημένα θεματικά, παρατίθενται αυτολεξεί, χωρίς σχολιασμό από την ιστορικό (κάτι που μάλλον δυσχεραίνει την ανάγνωση), πέραν αυτού που γίνεται στην εισαγωγή, με στόχο την ανάδυση και τη μελέτη της μνήμης που έχει διαμορφωθεί σήμερα για τις εμπειρίες του κατοχικού λιμού στα τρία αυτά νησιά –η οποία, όπως θα ανακαλύψει ο αναγνώστης, είναι επηρεασμένη από την επίσημη μνήμη, που δεν είναι άλλη από αυτή του λιμού της Αθήνας.
Δανάη Καρυδάκη (επιμ.), Η Λέρος στο επίκεντρο και το περιθώριο, Ψηφίδες
Συνώνυμη για πολλά χρόνια του ψυχιατρείου που αποτέλεσε το «ένοχο μυστικό της Ευρώπης», όπως το χαρακτήριζε σε πρωτοσέλιδό του ο Observer, το μακρινό 1989, η Λέρος, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, συνδέθηκε άρρηκτα με την ιστορία της ψυχιατρικής στη χώρα μας και τις απόπειρες ψυχιατρικής μεταρρύθμισης και αποασυλοποίησης. Παράλληλα, τόσο πριν όσο και μετά τη λειτουργία του ψυχιατρείου, η Λέρος υπήρξε τόπος ποικίλων μορφών εγκλεισμού: από τα στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων μέχρι το σημερινό hot spot. Σε αυτό το σημείο τομής μεταξύ ιστορίας, πολιτικής και ψυχιατρικής επιχειρεί να τοποθετήσει τη Λέρο ο ανά χείρας τόμος, με συμβολές που επικεντρώνονται, αφενός, σε ποικίλες πτυχές της ψυχιατρικής του χθες και του σήμερα (Βάσια Λέκκα), στην Αποικία Ψυχοπαθών Λέρου και τις πρώτες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες (Δέσπω Κριτσωτάκη – Δημήτρης Πλουμπίδης), την ιδιαίτερη εμπειρία των τροφίμων με νοητική αναπηρία στη Λέρο (Δανάη Καρυδάκη)· αφετέρου, άλλες συμβολές αναδεικνύουν πτυχές της εμπειρίας των πολιτικών κρατουμένων μέσα από τη μουσική δημιουργία και τα τραγούδια της εξορίας (Μάκης Σολωμός) ή τη βιοπολιτική του συνόρου, όπως επιβάλλεται σήμερα στους πρόσφυγες που «φιλοξενούνται» στις ακτές του νησιού (Ειρήνη Αβραμοπούλου). Τέλος, δύο εθνογραφικού χαρακτήρα συμβολές, από την ανθρωπολόγο Λόρι Κέιν Χαρτ και την ιστορικό Τασούλα Βερβενιώτη, επιχειρούν να καταγράψουν τη μνήμη των αλλεπάλληλων αυτών εμπειριών εγκλεισμού, όπως αποτυπώνεται στα κτίρια όπου εκτυλίχθηκαν όσο και στις αφηγήσεις των ντόπιων κατοίκων.
Νένη Πανουργιά, Λέρος: Η γραμματική του εγκλεισμού, Νεφέλη
Τύχη αγαθή θέλησε την ταυτόχρονη κυκλοφορία μιας ακόμη μελέτης για τη Λέρο (και τη «Λέρο», ως μετωνυμία όλων αυτών των εμπειριών), στην οποία η ανθρωπολόγος Νένη Πανουργιά αποτυπώνει με τρόπο συνεκτικό, σε όλο της το βάθος, τη στρωματογραφία του εγκλεισμού. Ξεκινώντας από την οικοδόμηση των κτιρίων των ιταλικών στρατώνων, που θα αποτελέσουν τη στέγη όλων αυτών των διαδοχικών εγκλεισμών, και τη δημιουργία –εκ του μηδενός– μιας καινούργιας (ιταλικής) πόλης στο Λακκί, η συγγραφέας παρακολουθεί τη μετατροπή των νησιωτών από υπηκόους της Ιταλικής Αυτοκρατορίας σε μετααποικιακά υποκείμενα. Παράλληλα, παρακολουθεί τα επιβλητικά αυτά κτιριακά συγκροτήματα να φιλοξενούν διαδοχικά, μετά τον πόλεμο, αναμορφωτήριο ανταρτόπαιδων και ανταρτόπληκτων, τεχνικές σχολές υπό την εποπτεία της Φρειδερίκης, ψυχιατρείο αζήτητων ψυχασθενών, στρατόπεδο εξόριστων αριστερών πολιτικών κρατουμένων κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, τέλος, χώρο στρατοπέδευσης προσφύγων από το 2015 και μετά. Γύρω από τους κατά καιρούς εγκλείστους και τις διαδοχικές αυτές χρήσεις των κτιριακών καταλοίπων των ιταλικών αυτοκρατορικών βλέψεων δημιουργήθηκε ένας σημαντικός κύκλος εργασιών, που αποτέλεσε μια βιώσιμη εναλλακτική λύση για τους κατοίκους, απέναντι στην κατεστραμμένη και δηλητηριασμένη από τους πολεμικούς βομβαρδισμούς γη του νησιού. Στηριγμένη σε κρατικά και ιδιωτικά αρχεία, σε συνεντεύξεις και μαρτυρίες, αλλά και στην επιτόπια έρευνα, στην περιδιάβαση στα κουφάρια των κτιρίων, η συγγραφέας αναγνωρίζει στη «Λέρο» ένα μοναδικό εγχειρίδιο της γραμματικής του εγκλεισμού, όπως τονίζει. Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο ακροβατεί ανάμεσα στην έντυπη και την ψηφιακή μορφή, τόσο γιατί ένα τμήμα του πρωτότυπου οπτικοακουστικού υλικού τεκμηρίωσης δημοσιεύεται στον ιστότοπο των εκδόσεων όσο και γιατί η σελιδοποίησή του θέλει να θυμίζει την υπερκειμενική αρχιτεκτονική των ιστοσελίδων.
Κώστας Κατσάπης (επιμ.), Λέξεις της φωτιάς, Μωβ Σκίουρος
Τη ρευστότητα της εποχής της πρώιμης Μεταπολίτευσης, όταν η νεαρή Δημοκρατία ζούσε ακόμα υπό την απειλή των χουντικών αξιωματικών («πραξικόπημα της πιτζάμας») και των βασανιστών αστυνομικών, αλλά και τη ρευστότητα των κοινωνικών και πολιτικών ταυτοτήτων μιας εποχής μετάβασης, αποτυπώνει ανάγλυφα το ημερολόγιο που αποτελεί την πρώτη ύλη για την ανά χείρας μελέτη. Το τεκμήριο αυτό ανήκει στον τότε πρωτοετή φοιτητή της Φιλοσοφικής και σήμερα καθηγητή στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο Γιάννη Κόκκωνα και αφορά την περίοδο από τον Φεβρουάριο έως τον Μάρτιο του 1975. Είναι τότε που κορυφώνονται οι φοιτητικές κινητοποιήσεις για την αποχουντοποίηση στα πανεπιστήμια, τις οποίες –όπως και τις άλλες εξελίξεις γύρω του– ο ημερολογιογράφος παρατηρεί με ματιά σχεδόν ανθρωπολογική, καταγράφοντας όσα συμβαίνουν τόσο στον μικρόκοσμο των συγγενών και φίλων όσο και στον δημόσιο χώρο του πανεπιστημίου και της πολιτικής. Μέσα από την τήρηση του ημερολογίου αυτού, ο αγροτικής προέλευσης φοιτητής διαπραγματεύεται την ένταξή του στο νέο αστικό περιβάλλον, αλλά και συγκροτεί μια καινούργια υποκειμενικότητα. Αυτή τη νεανική ριζοσπαστικοποίηση, τα βιώματα και τα συναισθήματα που προκαλεί, τις νοοτροπίες και τις πρακτικές που εγκαθιδρύει, διερευνά με το βλέμμα του ιστορικού ο Κώστας Κατσάπης στην εισαγωγή του, αναδεικνύοντας συνέχειες και τομές. Στο επίμετρο, η Ελένη Ανδριάκαινα εξετάζει την ημερολογιακή γραφή και τη μελέτη της μέσα από τη βρετανική εμπειρία κοινωνιολογικής καταγραφής με εργαλείο τα ημερολόγια, αλλά και με ένα περισσότερο θεωρητικό κείμενο για το παιχνίδι ατομικότητας και κοινωνικότητας που αναδεικνύεται μέσα από την αναστοχαστικότητα της νεωτερικής ημερολογιακής γραφής.
Διονύσης Ελευθεράτος, Μια λοξή ματιά στην ιστορία, Τόπος
Η Ιστορία, άραγε, επαναλαμβάνεται; Μολονότι δεν είναι ιστορικός, ο συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά πως όχι. Όμως, όπως λέει και ο ίδιος, μπορεί να μην επαναλαμβάνεται, αλλά πλάθει άκρως ενδιαφέροντα déjà vu. Έτσι, καταβυθίζεται στις εφημερίδες, που αποτελούν το πρωταρχικό του υλικό, και τις ξεψαχνίζει, επιχειρώντας να επισκοπήσει διακόσια χρόνια ελεύθερου βίου ή, μάλλον, «200 χρόνια νεοελληνικού κλαυσίγελου», όπως δηλώνει ο υπότιτλος του βιβλίου του. Μέσα από τις σελίδες του Τύπου, λοιπόν, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας αντλεί ποικίλα συμβάντα, γνωστά ή, τις περισσότερες φορές, άγνωστα, που μοιάζουν να «προαναγγέλλουν» όσα ζήσαμε πολύ αργότερα: από το χρηματιστηριακό σκάνδαλο του 1872-1874 στη Σοφοκλέους του 1999 κι από τα σκάνδαλα της Siemens κατά τον Μεσοπόλεμο και τη δεκαετία του 1950 σε εκείνα της δεκαετίας του 1990· από τους φοιτητές που διαδηλώνουν υπέρ της δωρεάν εκπαίδευσης και του άρθρου 16 και συγκρούονται με την αστυνομία την… εποχή του Τρικούπη μέχρι την αντιπροσφυγική στάση των ελλαδιτών του 1922 απέναντι στους «τουρκόσπορους». Αυτές και άλλες πολλές ειδήσεις και ειδησάρια των περασμένων αιώνων ανασύρει και παρουσιάζει με ευφρόσυνο και χιουμοριστικό τρόπο, επιδιώκοντας μια αφήγηση της ιστορίας χωρίς «καθωσπρεπισμούς» και πολιτικές ή «εθνικές» χρησιμοθηρίες. Πολιτική, οικονομία, κοινωνία, αλλά και τα ήθη της καθημερινότητας άλλων εποχών φωτίζονται από τη λοξή ματιά του συγγραφέα, προσφέροντας ένα ανάγνωσμα που ακροβατεί διαρκώς μεταξύ δράματος και κωμωδίας.
E.P. Thomson, Η ηθική οικονομία του πλήθους στην Αγγλία τον 18ο αι., ΕΑΠ
«Οι άνθρωποι πάνω από τα κέρδη»: Αυτό το σύνθημα, που σημάδεψε τις μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, το τόσο σημερινό, στην πραγματικότητα έρχεται από πολύ μακριά. Όπως δείχνει ο μεγάλος άγγλος ιστορικός Ε. Ρ. Thompson, μελετώντας τις «ταραχές για το ψωμί» στην Αγγλία του 18ου αιώνα, το πλήθος των πληβείων, συχνά με επικεφαλής τις γυναίκες, επέβαλλε, διά της πειθούς ή διά της βίας, τη ρύθμιση της αγοράς σιτηρών και άλλων βασικών προϊόντων, τόσο ως προς την επάρκεια όσο και ως προς τις τιμές. Η παρέμβαση αυτή των κατώτερων τάξεων σημειωνόταν σε μια εποχή μετάβασης στην αυτορρυθμιζόμενη αγορά, και ενώ το προηγούμενο πατερναλιστικό μοντέλο, όπου η διάθεση των τροφίμων ρυθμιζόταν από τον τοπικό αυθέντη, δεν μπορούσε πλέον να λειτουργήσει. Απέναντι στην «πολιτική οικονομία» της ελεύθερης αγοράς και των νεοκλασικών οικονομολόγων, ο ιστορικός διακρίνει την «ηθική οικονομία» του πλήθους ως μια μορφή, ιστορικά προσδιορισμένη, ρύθμισης βασισμένης στην αρχή των δίκαιων τιμών και της προστασίας των αδύναμων από τον κίνδυνο της πείνας όταν οι σοδειές ήταν κακές. Την έννοια της «ηθικής οικονομίας» ο Τόμσον την σκιαγράφησε αρχικά στη Συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης, το θεμελιώδες αυτό έργο κοινωνικής ιστορίας, που κυκλοφορεί πλέον και στα ελληνικά (Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, 2018). Το κλασικό πλέον κείμενο που περιέχεται στον ανά χείρας τόμο, σε επιμέλεια Νίκου Ποταμιάνου, δημοσιεύτηκε το 1971 στο περιοδικό Past & Present, η έννοια όμως της «ηθικής οικονομίας» γνώρισε ευρύτερη χρήση, σε πεδία όπως η κοινωνιολογία, η πολιτική επιστήμη ή η κοινωνική ανθρωπολογία, κάτι που έκανε τον συγγραφέα να προχωρήσει σε μια επανεκτίμηση του όρου, με άρθρο που δημοσιεύτηκε το 1991, λίγο πριν τον θάνατό του.
Daniel Schneidermann, Βερολίνο 1933: Η στάση του διεθνούς Τύπου μπροστά στον Χίτλερ, Πόλις
Η καταδίκη της ηγεσίας της νεοναζιστικής οργάνωσης έδωσε τη δυνατότητα να τεθεί, έστω και δειλά, το ερώτημα για τη στάση του Τύπου και τις ευθύνες του για τη «φυσικοποίηση» των χρυσαυγιτών και το «ξέπλυμα» των εγκληματιών. Συνήθως, μπροστά σε τέτοια ερωτήματα, οι εγκαλούμενοι όχι μόνο αποποιούνται κάθε ευθύνη αλλά, επιπλέον, επιτίθενται σε όσους τα θέτουν. Σήμερα (και μόνο για σήμερα, φοβάμαι) υιοθετούν μια περισσότερο μετριοπαθή στάση, που συνήθως συνοψίζεται στο «δεν ήμουν εγώ». Διαβάζοντας κανείς τη μελέτη του Ντανιέλ Σνεντερμάν, δημοσιογράφου που έχει ως αντικείμενό του την κριτική των media στην εφημερίδα Libération, θα αναγνωρίσει παρόμοιες συμπεριφορές και αντιδράσεις από πολύ πιο διάσημους και ισχυρούς συναδέλφους του, πιο συγκεκριμένα τους περίπου διακόσιους ξένους ανταποκριτές που βρίσκονταν διαπιστευμένοι στη Γερμανία το 1933, όταν ο Χίτλερ αναλαμβάνει (και στη συνέχεια καταλαμβάνει) την εξουσία. Από αυτούς, ελάχιστοι θα απελαθούν. Οι περισσότεροι θα καταφέρουν να παραμείνουν στο Βερολίνο, ισορροπώντας ανάμεσα στην υποχρέωση να καταγράψουν την αλήθεια, όπως την αντιλαμβάνονταν, στην ανάγκη να διατηρήσουν ανοιχτούς διαύλους με τις πηγές τους –δηλαδή, ανάμεσα σε άλλους, στον Γκαίμπελς και τον Γκαίρινγκ– αλλά και στην προθυμία τους να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις των αφεντικών τους, στο Λονδίνο, το Παρίσι ή, κυρίως, στη Νέα Υόρκη. Ενώ γύρω τους υψώνονταν τείχη, τα τείχη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, και σταδιακά τα αντισημιτικά μέτρα εντείνονταν, φτάνοντας από το «αθώο» (όπως το είδαν) μποϊκοτάζ των εβραϊκών καταστημάτων της 1ης Απριλίου 1933 στην εξοντωτική νομοθεσία της Νυρεμβέργης, οι ίδιοι μιλούσαν για την «εκπληκτική ασημαντότητα του ανθρώπου που έχει τρομάξει όλον τον πλανήτη». Κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει πραγματικά πώς θα ασκούσε το επάγγελμα σε παρόμοιες συνθήκες –ούτε ο ίδιος ο συγγραφέας ισχυρίζεται και τέτοιο, παρά την οξεία κριτική που ασκεί στους συναδέλφους του για τη συμβολή τους σε μια συλλογική τύφλωση που θα οδηγήσει ακόμη και στην άρνηση του Ολοκαυτώματος. Πέρα από τα πάντα επίκαιρα ηθικά διλήμματα που θέτει, το βιβλίο του Σνεντερμάν αποτελεί, εκτός των άλλων, και ένα χρονικό της σταδιακής καθόδου της Γερμανίας στην Κόλαση, μέσα από την ανάπλαση της καθημερινής ζωής στο Βερολίνο μέχρι το ξέσπασμα του πολέμου…
Πωλ Μέισον, Καθαρό, λαμπρό μέλλον, Καστανιώτης
Με την κυριαρχία του ψηφιακού πολιτισμού και την όξυνση των ανισοτήτων που συνεπάγεται, καθώς και τη γιγάντωση των πανοπτικών συστημάτων ελέγχου, καταπιάνεται ο γνωστός δημοσιογράφος και συγγραφέας Paul Mason, επισημαίνοντας τους κινδύνους που συνεπάγεται ο ψηφιακός μετασχηματισμός (η λεγόμενη «τέταρτη βιομηχανική επανάσταση») και προχωρώντας σε μια ριζοσπαστική υπεράσπιση του ανθρώπινου είδους, όπως διατρανώνει ο υπότιτλος. Ο συγγραφέας αντιμετωπίζει τους μετασχηματισμούς που προκαλούν σήμερα τα υπολογιστικά δίκτυα, η τεχνητή νοημοσύνη κ.λπ. με τον ίδιο τρόπο που βλέπει την εισαγωγή των μηχανών στα εργοστάσια κατά τον 19ο αιώνα. Όπως και τότε έτσι και σήμερα, οι άνθρωποι χάνουν ένα μεγάλο μέρος του ελέγχου που ασκούν πάνω στην παραγωγική ή και όποια άλλη διαδικασία, προς όφελος των μηχανών. Βέβαια, όπως παρατηρεί, τις τελευταίες δεκαετίες οι άνθρωποι είχαν ήδη παραδώσει τον έλεγχο σε μια άλλη ανεξέλεγκτη «μηχανή», αυτή των αγορών –ακόμη κι αν, σε κάποιο βαθμό, αυτές υποχώρησαν μπροστά στην επανεμφάνιση παλαιότερων δαιμόνων, όπως ο εθνικισμός ή ο φονταμενταλισμός, προϊόν των οποίων αποτελούν οι αυταρχικοί ηγέτες που κυριαρχούν σε μεγάλο τμήμα του πλανήτη. Μπροστά σε αυτόν τον σκοτεινό ορίζοντα, ο Mason διατηρεί την αριστερών καταβολών αισιοδοξία της βούλησης –η φράση του τίτλου, άλλωστε, είναι μια αποστροφή του Λέοντα Τρότσκι. Θεωρεί ότι οι άνθρωποι, οπλισμένοι με τον λόγο και τη συνεργασία, μπορούν να χρησιμοποιήσουν απελευθερωτικά την τεχνολογία, έτσι ώστε να υπηρετεί τις ανθρώπινες αξίες. Αλλιώς, μας προειδοποιεί, «θα διέπεται από τις αξίες του Πούτιν, του Τραμπ και του Σι Τζιπίνγκ», δημιουργώντας ένα δηλητηριώδες κοκτέιλ τεχνητής νοημοσύνης και αυταρχικής διακυβέρνησης.
James Bridle, Νέα σκοτεινή εποχή, Μεταίχμιο
Μολονότι ο τίτλος του ανά χείρας τόμου μοιάζει αντιστρόφως ανάλογος με τον προηγούμενο (σκοτεινή εποχή αντί για λαμπρό μέλλον), και τα δύο βιβλία εκκινούν από παρόμοιες αγωνίες και προβληματισμούς, εξετάζουν την ίδια πραγματικότητα και το ίδιο δυσοίωνο μέλλον. Οι συγγραφείς τους είναι επίσης και οι δύο βρετανοί και γράφουν για τον Guardian, αν και ο Τζέιμς Μπριντλ είναι καλλιτέχνης και θεωρητικός, που η δουλειά του αφορά τις σχέσεις του ψηφιακού και δικτυακού κόσμου με τον ένυλο και μη δικτυωμένο. Όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, οι νέες τεχνολογίες δεν διευρύνουν, απλώς, τις ανθρώπινες ικανότητες· στην πραγματικότητα τις διαμορφώνουν και τις κατευθύνουν ενεργητικά, σε μια εποχή όπου οι τεχνολογίες συμμετέχουν οργανικά στις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα: από την οικονομική απορρύθμιση και την εκτίναξη των ανισοτήτων μέχρι την αποσταθεροποίηση των πολιτικών συστημάτων και την άνοδο των εθνικισμών, αλλά και την κλιματική αλλαγή. Καθώς καταλαβαίνουμε όλο και λιγότερο αυτήν την όλο και πιο περίπλοκη τεχνολογική μετάλλαξη, βυθιζόμαστε σε έναν πληροφοριακό «θόρυβο», που κάνει τον κόσμο όλο και περισσότερο δυσανάγνωστο κι εμάς όλο και περισσότερο χειραγωγήσιμους. Ζούμε, λοιπόν, σε μια νέα Σκοτεινή Εποχή; Ο συγγραφέας δεν φαίνεται να αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για όσα κρύβονται πίσω από τα όνειρα του ψηφιακού μεγαλείου…
Έλλη Βιντιάδη, Τα ζώα και εμείς, Παπαδόπουλος
Η αντιμετώπιση «των ζώων», μιας εξαιρετικά σύνθετης και διαφοροποιημένης κατηγορίας εμβίων, ως ριζικά διαφορετικών από εμάς, τους ανθρώπους –μολονότι αποτελούμε κι εμείς ένα είδος ζώων– αποτελεί τη βάση της «απάνθρωπης» συμπεριφοράς με την οποία αντιμετωπίζονται τα ζώα από τον άνθρωπο: τα τρώμε, τα φοράμε, τα χρησιμοποιούμε για τις δουλειές μας, κάποια τα έχουμε στο σπίτι μας… Η πεποίθηση ότι είμαστε κάτι παραπάνω αποτελεί τη δικαιολογητική βάση γι’ αυτές τις συμπεριφορές· πρόκειται για πεποίθηση που εδράζεται, σε μεγάλο βαθμό στις μονοθεϊστικές θρησκείες και την εντολή του Θεού της Βίβλου: «πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν». Για τον δυτικό άνθρωπο, που αντιμετώπισε, ιστορικά, τα ζώα ως ριζική ετερότητα, περισσότερο από κάθε άλλο πολιτισμό, ο Θεός στα χρόνια της νεωτερικότητας αντικαταστάθηκε από τον Λόγο ως δικαιολογητική βάση αντιμετώπισης των ζώων ως όντων ιεραρχικά κατώτερων, στερημένων από ιδιότητες που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την ανθρώπινη ενσυναίσθηση. Αν σε αυτήν την ανθρωποκεντρική ιεράρχηση, όμως, αντικαταστήσουμε τα ζώα με τις γυναίκες, π.χ., για τις οποίες οι εκκλησιαστικοί κύκλοι προβληματίζονταν επί μακρόν αν ανήκουν στο ανθρώπινο είδος, ή τους μαύρους, ή…, ή…, τότε θα αντιληφθούμε τη σημασία που έχουν τα ερωτήματα της ηθικής φιλοσοφίας σχετικά με τη συμπεριφορά μας απέναντι στα ζώα. Τα ερωτήματα αυτά σχετικά με την ηθική υπόσταση των ζώων, αλλά και την κρεοφαγία, τα πειράματα πάνω σε ζώα, την εκμετάλλευσή τους σε τσίρκα και ζωολογικούς κήπους, θέτει στο ανά χείρας τομίδιο της σειράς «Μικρές εισαγωγές» η καθηγήτρια φιλοσοφίας Έλλη Βιντιάδη, επιχειρώντας να προβληματοποιήσει μια σχέση που για τους περισσότερους θεωρείται, εξ απαλών ονύχων, «φυσική»…