Δήμητρα Λουκά.
Τι τα θέλεις μωρέ παιδάκι μ’ και τα σκαλίζεις τώρα; Ήταν άτυχος ο αδερφός μ’ και κάθε φορά που τον θυμιέμαι μου λιγώνεται η καρδιά. Άτυχος και στις γυναίκες που πήρε και στο θάνατο που έλαβε. Την πρώτη, τη Θυμία, του την έκανε προξενιό ένας ξάδερφος του πατέρα μ’ απ΄ του Βλάντου. Ήταν άσπρη, με φλώρα μαλλιά, όμορφη! Και πονετική, κακό λόγο δεν έβγανε απ’ το στόμα της. Δεν αντιγύρισε ποτέ κουβέντα ούτε στη μάνα μ’ που ‘ταν ιδιότροπη πολύ η συχωρεμένη. Και εγώ, ανήλικο τότες, έτρεχα κατόπι της και όλο της τράβαα τα φουστάνια κι ο κόρφος της μοσχοβόλαε θυμάρι και ζεστό ψωμί, ούτε της μάνας μ’ έτσ’. Τρία χρόνια έκατσε στο σπίτι μας και παιδί πουθενά. Τι την κρατάς ωρέ Βασίλη, του ‘πε τ’ αδερφού μ’ μια μέρα ο πατέρας. Είναι στείρα η σκοτεινή και θα σ’ αφήκει άκληρο κακομοίρη μ’. Το πρωί, καθώς σηκώνομαι, βλέπω τον πατέρα που κράταε απ’ το καπίστρι τ’ άλογο φορτωμένο με δυο μπογαλάκια στα καπούλια και στο σαμάρ’ απάν’ τη Θυμία. Θα την πας στον πατέρα της στου Βλάντου, το δρόμο τον ξέρεις, μου ’πε, εσύ είσαι ανήλικο και δε θα σε πειράξουν. Εκείνη η καψερή έσκουζε σ’ όλο το δρόμο, τι θα γένω Τακούλη μ’, λυπήσου με, μου ‘λεγε. Εγώ είχα γένει άσπρος σαν το πανί, αλλά τι να της έκανα; Είχα εντολή απ’ τον πατέρα και δεν κόταγα να κάμω αλλιώς. Καθώς έμπαιναμ’ στο χωριό, μας καρτέραγε ο αδερφός της, ένα θερίο ως εκεί απάν’, με τ’ άλογο. Μου κόπηκαν τα ποδάρια σαν τον είδα, αλλά θέλεις ήμαν ανήλικο, θέλεις δεν ήθελε να δώκει λαβή για φασαρίες, μου ‘πε μοναχά, δε μου λες ωρέ Σκεμπιώτη με επιστροφή τις παίρνετε εσείς τις γυναίκες; Να μηνύσεις στον αδερφό σ’ ότι είναι άτιμος και στου Βλάντου να μην ξαναπατήσει, γιατί θα τον φάει η γης η μαύρη. Πέντε μέρες δε βγήκε απ΄ το δωμάτιο ο Βασίλης, φαϊ δεν ακούμπησε και το νερό λιγοστό. Τρία χρόνια την κοιμούνταν και όσο να πεις είχαν δέσει τα χνότα τους. Την έκτη μέρα μπαίνει μέσα ο πατέρας με το μάτι θολό, και του λέει, τι θα γένει ρε χαμένε, πόσο καιρό θα κλαις για ‘κείνη τη γυναίκα; Έμειναν τα χωράφια ασκάλιστα, τα πρόβατα σταλίζουν μέρες στο μαντρί. Σήκου και θα βρεθεί άλλη γυναίκα. Θα το ξετάσουμε. Στο χρόνο απάν’ παντρεύτκε ο Βασίλης. Τον έβλεπε ο πατέρας π’ μαράζωνε και του ‘φερε τη Ρήνα. Στην αρχή κλώτσαε, δεν τη θέλω, είπε, γιατί είναι μαύρη σαν το σκώτι και κακοσούσουμ’. Μα σαν του ‘πε η μάνα, και τι προκοπή έκανες με την όμορφη ωρέ Βασίλη μου, δεν το ξέρεις που η κανέλα πουλιέται με το δράμι και το χιόνι που ‘ναι άσπρο το χέζουν τα σκυλιά, δε ματαμίλησε. Αλλά και με τούτη δεν είχε τυχερό. Πέθαν΄ απάν΄ στη γέννα. Δυό μέρες γένναε η δόλια, μαμή δεν είχαμε στο χωριό, ό,τι έκανε η μάνα μ’, αλλά στο τέλος της έμεινε στα χέρια. Ο Βασίλης ούτε ζύγωσε να δει τ’ ορφανό, κοίταε παραλοϊσμένος τη μάνα μ’ που το κράταε στην αγκαλιά, κατόπι βάρεσε την πόρτα και έφκε. Την επομένη στη κηδεία στάθκε παράμερα και όποιον τον κοντοζύγωνε να τον συλλυπηθεί, τον έκανε πέρα με το χέρι, ήταν περήφανος ο αδερφός μ’ και δεν ήθελε συμπόνοιες. Ε, μετά από τούτα δεν ξαναπαντρεύτκε ο Βασίλης. Έτσι βολεύονταν, μ’ όποια παλιογυναίκα έβρισκε. Το ορφανό το μεγάλωναμ’ εμείς, δεν του ‘χε την έγνοια και όποτε έρχονταν στο σπίτι, εκειό τον κοίταε δειλό, ούτε που τον γνώριζε για πατέρα. Καιρό πολύ δεν ήξεραμ’ ούτε που κοιμούνταν ούτε τι έτρωε ο Βασίλης. Όσο που φάνηκε μια μέρα με μια ξεδιάντροπη απ’ την Αηδονιά. Ήταν δυο φορές παντρεμένη πριν την πάρει ο δικός μας, μπήκε αστεφάνωτη στο σπίτι μας και έτσ’ έμεινε χωρίς τσίπα καμιά. Κίνησε να μιλήσει και ο πατέρας και η μάνα, μωρέ παιδί μ’ τι πας να κάνεις, μας έκανες σεργούνι στο χωριό, την παίρνει τότε κι ο Βασίλης και την πααίνει σ’ ένα παλιόσπιτο που ‘χαμε στα Πλατανάκια, το ‘σιασε με τα χέρια τ’ πού ‘ταν άξια πολύ και της έκανε εκεί τέσσερα παιδιά, δυο κοπέλες και δυο σερκά.
Το ’44 που μαίνονταν ο εμφύλιος, τ’ αδέρφια της εκεινής πολέμαγαν στο πλευρό του Ζέρβα. Δεν ξέρω ποιος διάολος το σφύριξε τούτο στους αμίτες που ‘χαν καταλάβει το χωριό το δικό μας και πέρασαν μια μέρα απ’ το σπίτι γυρεύοντας το Βασίλη. Ότι φάνηκε εκειός, απιθώνει καταής την αξίνα, τον πιάνουν απ΄ τις μασχάλες δυο άντρες με τα στρατιωτικά και τα όπλα στις πλάτες και λέν’ στη μάνα μ’ που ‘βαλε το σκουσμό, μην κάνεις έτσι κυρά μ’, τον θέλει λίγο ο καπετάνιος και θα ξανάρθει. Έρχεται το βράδυ, έρχεται το πρωί, πουθενά ο Βασίλης. Κινάμε που λες, ο πατέρας καβάλα στ’ άλογο, εγώ πεζός, πέρασαμ’ το Χειμαδιό, τη Ντίζα, και έπεσαμ’ στο δάσος του Λεκατσά. Είχε ένα ξέφωτο ‘κει που τους πυροβόλαγαν και τους άφηναν άθαφτους σαν τα σκυλιά. Καθώς ζύγωναμ’, βλέπουμε σ’ ένα δέντρο να κρέμεται ο Βασίλης σαν το κουρελάκι τ’ απλωμένο, είχε σουρώσει απ’ το αίμα που ‘χασε, και τα μάτια τ’ όπως ήταν ανοιχτά τα ‘χανε φτύσει οι μύγες. Τον σύμμασαμ’ και έκοψαμ’ σαπάν’ μέσα απ’ το λόγγο και τα ρούσκουλα. Νύχτα τον έθαψαμ’ το Βασίλη, ούτ’ ο θάνατός τ’ πρεπούμενος ούτ’ η κηδεία τ’. Ούτ’ ένα μοιρολόι δεν του ‘παν οι γυναίκες από φόβο, μόν’ έκλαιαν βουβές. Και ‘κείνη η πρόστυχη, μόλις σαράντησε ο Βασίλης, άρχισε να μπάζει τη νύχτα τους αγαπητικούς απ’ το παραθύρι. Μωρή καλή, μωρή χρυσή προσβλήνεις και εμάς και τη μνήμη του σκοτωμένου, τίποτα ‘κείνη… Για τούτο σου λέω παιδάκι μ’, και στη ζωή ατιμώθηκε ο Βασίλης μ’ και στο θάνατο. Και το χώμα κάποτες που σε σκεπάζει και τούτο συφορά και ντροπή γένεται.
Ιούνιος 2015