της Δήμητρας Ρουμπούλα
«Δεν είμαι εγώ που μεγάλωσα. Είναι οι ταινίες που έγιναν μικρές», ακούγεται στη «Λεωφόρο της Δύσης», μια από τις πιο εμβληματικές ταινίες στην ιστορία του σινεμά που αποδομεί τη βιομηχανία του θεάματος και την απατηλή λάμψη των σταρ. Η διάσημη ατάκα έρχεται να ταιριάξει απόλυτα και στον ίδιο τον δημιουργό του φιλμ, Μπίλι Γουάιλντερ, όταν τρεις δεκαετίες αργότερα επιχειρεί με μια άλλη ταινία, τη «Φεντόρα», να θίξει παρόμοιο θέμα, όντας κι αυτός αντιμέτωπος με το ανθρωποφάγο σύστημα που θέλει τις ταινίες «μικρές». Ο θρύλος της Έβδομης Τέχνης βρίσκεται στη δύση του, το Χόλυγουντ τον απορρίπτει κι εκείνος αγωνίζεται να παραμείνει στα πράγματα.
Σε αυτό το υπαρξιακό μεταίχμιο του 72χρονου τότε σκηνοθέτη τον «συναντά» ο 60χρονος σήμερα Τζόναθαν Κόου, κάνοντάς τον έναν από τους βασικούς ήρωες του καινούργιου του βιβλίου, «Ο κύριος Γουάλντερ κι εγώ» (εκδ. Πόλις), το οποίο αναμετράται με διαχρονικά προβλήματα της δημιουργικής διαδικασίας: την αγωνία του δημιουργού όταν μεγαλώνει και οι εκφραστικές του πρακτικές κρίνονται ξεπερασμένες, το χάσμα των καλλιτεχνικών γενεών, την αποτυχία στην τέχνη και άλλα συναφή. Το σινεμά, όπως και η μουσική, έχουν πάντοτε θέση στο μυθοπλαστικό σύμπαν του Βρετανού συγγραφέα. Αυτή τη φορά όμως κυριαρχούν, χαρίζοντας ένα ωραίο διάλειμμα από τη συνήθη θεματογραφία του που αφορά την πολιτική-κοινωνική πραγματικότητα της χώρας του, όπως το Brexit στο προηγούμενο βιβλίο του «Μέση Αγγλία», χωρίς να λείπουν κι εδώ βαρυσήμαντα ιστορικά στοιχεία. Το μυθιστόρημα ξεκινά ανάλαφρα και ευχάριστα για να προχωρήσει σταδιακά σε μια πιο βαριά κατάσταση.
Τους φανατικούς Έλληνες αναγνώστες του Κόου, και είναι πολλοί, μας εκπλήσσει ευχάριστα που ο ρόλος της αφηγήτριας δίνεται σε μια Ελληνίδα, μια εξηντάχρονη συνθέτρια μουσικής ταινιών, η οποία θα βρεθεί σε παρόμοια υπαρξιακή συνθήκη με εκείνη του κυρίου Γουάιλντερ όταν τον γνώρισε στα νιάτα της και δεν είχε ιδέα για σινεμά. Από το σπίτι της στο Λονδίνο, παντρεμένη με τον Τζέφρι που εργάζεται επίσης στη βιομηχανία του κινηματογράφου και με δύο δίδυμες κόρες στο πιο σημαντικό σταυροδρόμι της ζωής τους – η μία ετοιμάζεται να ταξιδέψει στο Σίδνεϋ για σπουδές και η άλλη έχει να διαλέξει ανάμεσα σε μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη και σε σπουδές -, η Καλλιστώ Φραγκοπούλου αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τη συναρπαστική ιστορία της. Στα είκοσι ένα της αναχωρεί από την οδό Αχαρνών στην Αθήνα, όπου κατοικούσε τότε με την οικογένειά της (η μητέρα Αγγλίδα, ο πατέρας Ελληνοσλοβένος), με ένα σακίδιο στην πλάτη για την Αμερική. Εκεί σε μια αστεία στροφή της τύχης συντρώγει σε δημοφιλές εστιατόριο του Μπέβερλι Χιλς με τον Μπίλι Γουάιλντερ και τον Ιζ Ντάιαμοντ, χωρίς να γνωρίζει τίποτα για τον βασιλιά του Χόλυγουντ, τον Αυστριακό-Εβραίο σκηνοθέτη της «Λεωφόρου της Δύσης» και του «Μερικοί το προτιμούν καυτό», και τον σπουδαίο Ρουμάνο συν-σεναριογράφο και συνοδοιπόρο του. Στην Αθήνα πάλι, εν έτει 1977, φτάνει η πρόταση του σκηνοθέτη ο οποίος ζητά από την Καλλιστώ να εργαστεί ως διερμηνέας στα ελληνικά γυρίσματα της ταινίας του «Φεντόρα».
Μέσα από μια επινοημένη και απολαυστική πλοκή, με πολύ χιούμορ και με εύρημα την «πρόσληψη» της Ελληνίδας αφηγήτριας για να παράσχει μια ορθή περιγραφή της ελληνικής πραγματικότητας, όπως για τη χούντα κατά τα εφηβικά της χρόνια, και μια τοπική τεχνογνωσία για την Κέρκυρα ή το νησάκι Μαδουρή και την εκεί βίλα του 19ου αιώνα (της οικογένειας Βαλαωρίτη), παρακολουθούμε στιγμιότυπα από τα γυρίσματα. Θέμα της ταινίας είναι η ιστορία μιας ηλικιωμένης χολιγουντιανής ντίβας (Μάρθε Κέλλερ) που ζει σε ένα ελληνικό νησί αποσυρμένη και απομονωμένη, μέσα στην ανασφάλειά της, με φήμες να τη θέλουν να διατηρείται νέα, χάρη στον μάγο-πλαστικό χειρουργό της. Καυστικό σχόλιο για το κυνήγι της νεότητας, την καλλιτεχνική ψευδαίσθηση και τον ανθρωποφάγο κόσμο του θεάματος. Με την ηρωίδα-θύμα του συστήματος που κατασκευάζει σταρ «ταυτίζεται ο Μπίλι», ο οποίος αντιμετωπίζει την ταινία ως τραγωδία «για κάποιους που κάποτε βρίσκονταν στην κορυφή του κόσμου, αλλά τώρα όλα έχουν τελειώσει γι΄ αυτούς».
Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, η επιθυμία του Γουάιλντερ να μετακινηθεί από κωμωδίες σε σοβαρό δράμα προκαλεί ένταση με τον Ντάιαμοντ. Ο Κόε είναι σε θέση να αναπτύξει και τις δύο πλευρές, καθώς σε όλο το μυθιστορηματικό έργο του εξερευνά άριστα τα όρια της κωμωδίας. Κι εδώ βάζει στο στόχαστρο την εποχή κατά την οποία το Χόλιγουντ μεταπηδά σε έναν νέο τύπο ταινιών, σαν αυτή «με τον καρχαρία» («Τα σαγόνια του καρχαρία» Στίβεν Σπίλμπεργκ). «Το ξέρετε ότι αυτός ο καταραμένος καρχαρίας έχει βγάλει περισσότερα χρήματα στην Αμερική απ΄ οτιδήποτε άλλο στην ιστορία του Χόλυγουντ; … Και τώρα κάθε βλαμμένο στέλεχος στην πόλη θέλει κι άλλες ταινίες με καρχαρίες», λέει ο Γουάιλντερ, χωρίς να αμφισβητεί το μεγάλο ταλέντο του Σπίλμπεργκ και άλλων που έχουν πάρει τη σκυτάλη στα box office. Συγχρόνως έχει επίγνωση ότι «το δικό του τέλος πλησιάζει», αλλά αρνείται να ακολουθήσει την κινηματογραφική μόδα, να διαφοροποιήσει το στυλ του και το «Πώς θα το έκανε ο Λούμπιτς;». «Προερχόμαστε από τη σχολή του Λούμπιτς: δεν κάνεις πράγματα προφανή. Υπονοείς. Είσαι διακριτικός, αναγκάζεις το κοινό να κάνει την υπόλοιπη δουλειά». Μετά την εμπορική αποτυχία των δύο προηγούμενων ταινιών του, τα στούντιος γυρίζουν την πλάτη στη «Φεντόρα» του, οδηγώντας τον σε Γερμανούς και Γαλλικούς χρηματοδότες. Έτσι, στοιχηματίζει, «Αν γίνει τεράστια επιτυχία, παίρνω εκδίκηση απ΄ το Χόλυγουντ. Αν είναι παταγώδης αποτυχία, παίρνω εκδίκηση από το Άουσβιτς». Τελικά έμελλε να συμβεί το δεύτερο.
Τα γυρίσματα στο Μόναχο, με την Καλλιστώ βοηθό πλέον του κυρίου Γουάιλντερ, επιτρέπουν στον Κόε να εισβάλλει στα ναζιστικά φαντάσματα της πατρίδας του σκηνοθέτη, την οποία εγκατέλειψε με την άνοδο του Χίτλερ. Αυτό το υλικό, σαν ένα βιογραφικό που περιλαμβάνει την αυτοεξορία του σκηνοθέτη, την απώλεια της μητέρας του από τους ναζί, όπως και την αναζήτησή της όταν εκείνος, ετοιμάζοντας ένα ντοκιμαντέρ για το Ολοκαύτωμα (Death Mills, 1945), προσπαθεί να την διακρίνει ανάμεσα στα πτώματα των εικόνων από τα στρατόπεδα εξόντωσης, ενσωματώνεται στο μυθιστόρημα υπό μορφή σεναρίου 63 σελίδων. Είναι ένα (ακόμη) εύρημα που καθιστά το μυθιστόρημα από ανάλαφρο σε δραματικό. Εδώ, στο πιο συναρπαστικό κομμάτι του βιβλίου, δίνεται η δυνατότητα στον συγγραφέα να μιλήσει για τους αρνητές του Ολοκαυτώματος («Αν το ολοκαύτωμα είναι ψέμα που είναι η μητέρα μου;»), για την κάλυψη των ναζί («πώς είναι δυνατόν με τη λήξη του πολέμου να εξαφανίστηκαν όλοι οι ναζί εν ριπή οφθαλμού»), για τη συνενοχή και εκείνους τους Γερμανούς «συνηθισμένους ανθρώπους» που «επέτρεψαν να συμβεί όλο αυτό».
Με τον Γουάιλντερ να παρουσιάζεται ως ένας χαρισματικός σοφός και τον Ντάιαμοντ να μετατρέπει τις λέξεις σε εικόνες, ο Κόου κατορθώνει να συνυπάρχουν άριστα στην πλοκή η μυθοπλασία με αληθινά γεγονότα και πραγματικούς χαρακτήρες, ανάμεσά τους επίσης ο περίφημος συνθέτης μουσικής επικών ταινιών Μίκλος Ρόζα και ο Αλ Πατσίνο. Ο τελευταίος, σε μια εξαιρετική σκηνή σε εστιατόριο του Μονάχου με βαυαρική κουζίνα να παραγγέλνει τσιζμπέργκερ και να τον πικάρει ο Γουάλντερ για τις αμερικανικές προτιμήσεις του. Κυρίως όμως επιτυγχάνει μια αμφίδρομη πορεία που καταλήγει στο ίδιο σημείο του βασικού, πραγματικού χαρακτήρα, δηλαδή του Γουάιλντερ, με την επινοημένη κεντρική ηρωίδα, την Καλλιστώ. Τη στιγμή που ο σκηνοθέτης βαδίζει στη «λεωφόρο της δύσης» του, η Καλ (έτσι την αποκαλούν στα γυρίσματα) ανακαλύπτει την κλίση της στη μουσική και την αγάπη της για το σινεμά και τελικά γίνεται μια επιτυχημένη συνθέτρια μουσικής ταινιών. Όμως στον χρόνο της αφήγησης των αναμνήσεών της, στο σήμερα δηλαδή, βιώνει μια ανάλογη συνθήκη με εκείνη του θρυλικού σκηνοθέτη τότε, όταν αποφάσισε να στήσει ένα έργο το οποίο «αντιμετωπίζει σπλαχνικά τους χαρακτήρες, ιδιαίτερα τους ηλικιωμένους … που αγωνίζονται να βρουν έναν ρόλο στον κόσμο, ο οποίος νοιάζεται μονάχα για τα νιάτα και τη φρεσκάδα». Σε διαφορετικούς χρόνους γεύονται την ίδια απογοήτευση. Αυτή απορρέει από τη «συνειδητοποίηση πως κανείς δεν ήθελε πλέον αυτό που είχαμε να προσφέρουμε».
Νοσταλγικό για τη χρυσή εποχή του σινεμά, στοχαστικό για τη δημιουργική διαδικασία ή την ανάγκη για δημιουργία (ακόμη και του ανώνυμου Γάλλου παραγωγού του θεσπέσιου τυριού μπρι), γλυκόπικρο για την καλλιτεχνική επιτυχία και την παρακμή, καυστικό για την ατομική και συλλογική ευθύνη. Το βιβλίο, από έναν μυθιστοριογράφο που κινείται με αυτοπεποίθηση στην έβδομη δεκαετία της ηλικίας του, με μια ωραία φωτογραφία των Μπίλι Γουάιλντερ και Ίζι Ντάιαμοντ στο εξώφυλλο και θαυμάσια απόδοση στα ελληνικά από την Άλκηστη Τριμπέρη, υπακούει στο ρυθμό ενός συνθέτη και στην αλληλουχία των σεκάνς ενός σκηνοθέτη, με ένα αισιόδοξο μήνυμα στις τελευταίες σελίδες: «Η ζωή δεν θα πάψει ποτέ να έχει κρυμμένες χαρές να σου προσφέρει. Και πρέπει να τις αδράξεις».
Τζόναθαν Κόου, Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ , εκδ. «Πόλις», μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη, σελ. 345
Βρες το εδώ