του Γιάννη Ν.Μπασκόζου
Τέσσερις νέες εκδόσεις παλιότερων κλασικών συγγραφέων, τριών του 19ου και ενός των αρχών του 20ου προκαλούν πάντα ενδιαφέρον μιας και συστήνονται στους νεότερους αναγνώστες συνήθως μέσα από καλύτερη τυπογραφική μορφή και νεότερη μετάφραση. Παράλληλα επανασυστήνονται στους παλιότερους αναγνώστες προσφέροντας τους τη δυνατότητα να ανακαλύψουν κάτι που τους διέφυγε την πρώτη φορά. Εξάλλου κάθε ανάγνωση, ακόμα και του ίδιου βιβλίου, είναι μοναδική. Μη έχοντας συστηματικές βιβλιοθήκες των κλασικών αλλά μόνον εκδοτικούς οίκους που κάποιοι στην καλύτερη περίπτωση εκδίδουν σειρές κλασικών αλλιώς προτείνουν ένα κλασικό βιβλίο λόγω της ποιότητας του ή κάποιας μεταφραστικής συγκυρίας, κάθε νέα έκδοση ενός κλασικού είναι πολύτιμη.
Έχω συναντήσει πολλούς νεότερους συγγραφείς που αγνοούν τους κλασικούς ενώ οι ίδιοι είναι φανατικοί αναγνώστες. Κι ενώ καυχώνται γι αυτά που έχουν διαβάσει έχουν μεγάλα κενά στους παρελθόντες μεγάλους της λογοτεχνίας. Ιδού λοιπόν τέσσερις κλασικοί σε φρέσκες , πολύ καλές μεταφράσεις – όπως τις χαρακτήρισαν πολύ πιο ειδικοί από μένα- σε καλαίσθητες εκδόσεις με φροντισμένα επίμετρα, σχόλια και σημειώσεις.
Heinrich Man, Γαλάζιος άγγελος, μτφρ. Έμη Βαϊκούση, Ίνδικτος
Πολύ γνωστό έργο του Χάινριχ Μαν και από τη μεταφορά του στον κινηματογράφο από τον Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ με τον τίτλο «Γαλάζιος Άγγελος» αν και ο κανονικός του τίτλο είναι Καθηγητής Ούνρατ, Το τέλος ενός τυράννου. O Χάινριχ Μαν, αδελφός του Τόμας Μαν στα έργα του καταπιάστηκε με την αστική παρακμή. Ο Γαλάζιος Άγγελος είχε εκδοθεί παλιότερα στην ελληνική με τίτλο Ένας αργοπορημένος έρωτας (Οδυσσέας, μτφρ.Ιάκωβος Κοπερτί, 1986). Η Έμη Βαϊκούση δίνει μια νέα πολύ καλή μετάφραση του σημαντικού αυτού μυθιστορήματος. Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας ψοφοδεής καθηγητάκος, με το παρατσούκλι Βόθρας. Τύραννος για όλους τους μαθητές του ακόμα και όταν αυτοί αποφοιτούν από το σχολείο. Έπνεε μένεα εναντίον των εργατών, νουθετούσε τους νεαρότερους καθηγητές να αποφεύγουν τον δαίμονα του μοντερνισμού. Πίστευε στις αιώνιες αξίες της εκκλησίας, του ξίφους, της οικογένειας αν και ο ίδιος ήταν άθεος και χωρίς οικογένεια. Πιο πολύ όμως τα είχε με τρεις μαθητές του που τον περιφρονούσαν κατάμουτρα: τον νεαρό κόμη φον Έρτσουμ, τον σκανταλιάρη Κίζελακ και τον σνομπ Λόμαν. Και οι τρεις συχνάζουν στο καμαρίνι μιας νεαρής χορεύτριας σε ένα κακόφημο καμπαρέ, της Ρόζας Φρέλιχ. Πίνουν και γλεντούν ενώ ο Έρτσουμ είναι ερωτευμένος μαζί της. Ο καθηγητής Βόθρας προσπαθώντας να τους συλλάβει θα επισκεφθεί το χαμαιτυπείο όπου τραγουδά η «ξυπόλυτη χορεύτρια» Ρόζα Φρέλιχ και σταδιακά θα γίνει σκλάβος της. Την ερωτεύεται και πραγματοποιεί όλα τα βίτσια της. Στο τέλος θα την παντρευτεί και από εκεί θα αρχίσει ο κατήφορος του στην κόλαση.
To μυθιστόρημα γραμμένο το 1905 αναπαριστά την εποχή που ονομάστηκε Wilhelminism του Γουλιέλμου 2ου που χαρακτηρίστηκε από τις αυστηρά συντηρητικές απόψεις αλλά και από την κλιμακούμενη εκκοσμίκευση και την αυξανόμενη πίστη στην πρόοδο μεταξύ των διανοουμένων, ως απάντηση στις πρόσφατες ιατρικές και επιστημονικές εξελίξεις και την τεράστια ευημερία της βαριά βιομηχανοποιημένης Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Γαλάζιος Άγγελος ταιριάζει πολύ και στη φιλοσοφία της τριλογίας του Μαν, αμετάφραστη στα ελληνικά : Οι φτωχοί, O ψευτοπατριώτης, Η εξουσία. Έργα τα οποία συνοδεύτηκαν με δοκίμια για την αλαζονεία της εξουσίας και την δουλικότητα των υπηκόων. Και σε αυτό το μυθιστόρημά του ο Μαν κρίνει και επικρίνει την υποκρισία των κήνσορων, την δουλοπρέπεια των θεράποντων, την αστική παρακμή και τον κρύψιμο των βίτσιων της κάτω από το χαλί. Ο κεντρικός ήρωας στη διάρκεια του χρόνου του μυθιστορήματος αλλάζει δραματικά ως συνέπεια των πράξεων του. Οι τύποι που τον περιτριγυρίζουν επιβεβαιώνουν την αναλγησία και την υποκρισία του. Τα γεγονότα άλλοτε αργά, άλλοτε πιο γρήγορα συντελούν στον παλλόμενο ρυθμό του μυθιστορήματος.
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Οι Δαιμονισμένοι, μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, Άγρα
Οι νέες μεταφράσεις των κλασικών πλουτίζουν τη γνώση μας και μας κάνουν να ξαναδιαβάζουμε τους κλασικούς ανακαλύπτοντας κάθε φορά και κάτι νέο. Οι Δαιμονισμένοι (παλιότερη μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου, Γκοβόστης) είχαν πρωτοεκδοθεί στην Ίνδικτο από την ίδια μεταφράστρια). Τώρα το έχουμε σε μια πολύ προσεγμένη έκδοση σε λεπτό χαρτί τύπου βίβλου, σκληρόδετο με κατατοπιστική εισαγωγή της μεταφράστριας και τις ενδιαφέρουσες σημειώσεις του Ντοστογιέφσκι για τα ντοκουμέντα που τον οδήγησαν στη συγγραφή του. Ως γνωστόν ο Ντοστογιέφσκι πριν στραφεί στην αναζήτηση του θεού και τον πανσλαβισμό παρακολουθούσε στενά το επαναστατικό κίνημα, υπήρξε κάποια στιγμή και αυτός μέλος ανάλογου ομίλου ενώ δεν απομείωσε ποτέ το ενδιαφέρον του για τις ζυμώσεις των διανοουμένων. Ο ίδιος μάλιστα έγραφε ότι πρωτίστως δεν τον ενδιέφερε η λογοτεχνική αξία του μυθιστορήματος όσο η ιδεολογική. Οι απόψεις του Νετσάγεφ, των ακτιβιστών, των φιλελεύθερων, αρκετών καθηγητών και κριτικών λογοτεχνίας θα γίνουν ο στόχος του συγγραφέα. Ο Ντοστογιέφσκι πίστευε ότι οι διανοούμενοι της Ρωσίας απομακρύνονται από τις εθνικές παραδόσεις και κλίνουν επικίνδυνα στον δυτικισμό.
Αφορμή για τη συγγραφή του υπήρξε η δολοφονία του Ρώσου φοιτητή Ιβανόφ από τον Σεργκέι Νετσάγεφ, φίλο του Μπακούνιν και αρχηγού αναρχικής οργάνωσης το Νοέμβριο του 1869 στη Μόσχα. Ο Ντοστογιέφσκι είχε συγκλονιστεί από τα γεγονότα όπως φανερώνεται και στις σημειώσεις του. Ο τίτλος «Δαιμονισμένοι» προέρχεται από το ποίημα του Πούσκιν Δαίμονες, ( Οι δαίμονες μας σπρώχνουν στο κενό / Και μας τραβολογάνε) καθώς και από την παραβολή των δαιμονισμένων στο Ευαγγέλιο του Λουκά.
Στο μυθιστόρημα κεντρικός ήρωας είναι ο Πιοτρ Βερχοβένσκι, το alter ego του μηδενιστή Νετσάγιεφ ενώ βασικοί ήρωες είναι επίσης ο δαιμονικός Νικολάι Σταβρόγκιν και οι φιλελεύθεροι ιδεαλιστές Τροφίμοβιτς, Σάτοφ, Κυρίλλοφ, Σιγλαϊόφ. Στη μικρή πόλη Σκβορένσκι στα τέλη του 19ου αιώνα μια ομάδα επαναστατών θα γλιστρήσει στην τρομοκρατία. Ο Νικολάι Στραβόγκιν θα έρθει από το εξωτερικό και θα καταπλήξει τη μικρή κοινωνία με τις ιδέες αλλά και τη γοητεία του. Θα συνδεθεί ξανά με τον παλιό του μέντορα και παιδαγωγό Στεπάν Τροφίμοβιτς ενώ φεύγοντας από την πόλη θα γνωρίσει τον γιο του Στεπάν, Πιοτρ και τα μέλη μιας μυστικής οργάνωσης. Σημαντικό είναι το ένθετο κεφάλαιο όπου ο Νικολάι εξομολογείται στον εφημέριο Τυφόνοφ ένα παλιό του έγκλημα. Οι τρομοκράτες θα διαλυθούν και οι πάντες θα υποστούν το τίμημα της ύβρεως.
Είναι ένα μυθιστόρημα που ενώ αντιμάχεται από την άλλη προβάλλει το νέο κύμα ιδεών που έρχεται από τη δύση, τις επιστημονικές και φιλοσοφικές ιδέες που ενθουσιάζουν τους νέους. Μυθιστόρημα καταβύθισης στον σκοτεινό χώρο της ντοστογιεφσκικής ψυχής.
Honore de Balzac, Ευγενία Γκραντέ, μτφρ. Μίνα Αδελάντε, Κίχλη.
Η Ευγενία Γκραντέ ανήκει στη χορεία των βιβλίων του Μπαλζάκ όπου υπό τον τίτλο «Ανθρώπινη Κωμωδία», μελετά με μυθιστορηματικό τρόπο τα ήθη και τις κοινωνικές σχέσεις της εποχής του. Ανήκει μάλιστα στις «Σκηνές της επαρχιακής ζωής» του κύκλου «Σπουδές των ηθών» («Études de mœurs»).
Κεντρικός ήρωας είναι ο τσιγκούνης Φελίξ Γκραντέ, πατέρας της Ευγενίας. Αυτός από βαρελοποιός ανέρχεται επαγγελματικά και κοινωνικά, γίνεται επιχειρηματίας, κτηματίας και τελικά δήμαρχος. Τσιγκούνης πολύ, θέλει να παντρέψει την κόρη του όσο πιο «φτηνά» μπορεί. Η Ευγενία είναι ερωτευμένη με τον Σαρλ, έναν φτωχό νέο. Η Ευγενία του δίνει χρήματα για να αναζητήσει την τύχη του στις Ινδίες. Ο πατέρας της όταν το μαθαίνει γίνεται έξαλλος και την κλείνει στο δωμάτιο της. Η μητέρα της πεθαίνει και η Ευγενία συμφιλιώνεται με τον Φελίξ, ο οποίος της επιτρέπει να παντρευτεί τον Σαρλ. Ο Φελίξ πεθαίνει, ο Σαρλ επιστρέφει στη Γαλλία. Αλλά δεν είναι πια ο ίδιος. Παντρεύεται μια αριστοκράτισσα για να φτιάξει κι αυτός «όνομα». Η Ευγενία παντρεύεται με λευκό γάμο με τον γιο του δικηγόρου του πατέρα της, ο οποίος λίγο αργότερα πεθαίνει. Η Ευγενία σε ηλικία 33 ετών μένει πλούσια και μόνη.
Έχει μεταφερθεί αρκετές φορές στη μεγάλη οθόνη, από το 1921 ως το 1994, αξίζει να αναφερθεί η μεταφορά του 1946 στα ιταλικά από τον Mario Soldati με τους Alida Valli και Gualtiero Tumiati αλλά και η πιο πρόσφατη μεταφορά του 1994 στα γαλλικά, του Jean-Daniel Verhaeghe με τους Alexandra London και Jean Carmet.
Ο Ιππόλυτος Ταίν σχολιάζοντας τον Μπάρμπα Γκραντέ τον τοποθετεί στον αντίποδα του Αρπαγκόν, του ήρωα στον Φιλάργυρο του Μολιέρου. Εδώ ο τσιγκούνης δεν προκαλεί γέλιο αλλά φόβο. Κάθε πράξη του αποπνέει την ανάγκη να «λεληλατήσει» το χρήμα του διπλανού. Είναι αυτή η τάξη των ανερχόμενων εμπόρων, βιοτεχνών, επιχειρηματιών που απαρτίζουν τη νέα αστική τάξη και εισάγουν τη Γαλλία στη νεοτερικότητα. (Πολύ κατατοπιστικά τα σημειώματα του Β.Δουβαλέρη για την οικονομία της εποχής, στο τέλος του βιβλίου). Ο Στέφαν Τσβάιχ που θαύμαζε τον Μπαλζάκ σημειώνει την «πραγματικότητα» της ύλης του και τη δυνατότητα του να αναδεικνύει έναν ολόκληρο κόσμο, κυρίως μέσα από τους χαρακτηριστικούς ήρωες του. Στην ελληνική γλώσσα το μυθιστόρημα μεταφράσθηκε για πρώτη φορά από τον Άγγελο Βλάχο το 1883.
Γκιστάβ Φλομπέρ, Μανταμ Μποβαρί, μτφρ. Ρίτα Κολαϊτη, επίμετρο:Τιερί Λαζέ, Ψυχογιός
Ίσως η πιο γνωστή ερωτική ιστορία μαζί με αυτήν της Άννας Καρέννινα στο λογοτεχνικό στερέωμα. Ο Φλομπέρ εμφανώς επηρεασμένος από τον Μπαλζάκ έγραψε ένα απολύτως ρεαλιστικό μυθιστόρημα αν και ο ίδιος σε επιστολή του στη Λουίζ Κολέ έλεγε ότι ετοίμαζε «ένα βιβλίο για το τίποτα, ένα βιβλίο χωρίς εξωτερικές εξαρτήσεις, που θα διατηρούσε τη συνοχή του από μόνο του μέσω της εσωτερικής δύναμης του ύφους του».
Το μυθιστόρημα Μαντάμ Μποβαρί κυκλοφόρησε σε 15.000 αντίτυπα τον Απρίλιο του 1857 κι έκανε πάταγο. Προηγουμένως δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Παρισινή Επιθεώρηση», θεωρήθηκε άσεμνο με αποτέλεσμα ο διευθυντής του περιοδικού, ο τυπογράφος και ο συγγραφέας να οδηγηθούν σε δίκη και τελικά να αθωωθούν. Αρκετοί κριτικοί θεώρησαν ότι το μυθιστόρημα ήταν «σκληρό» και «πέρα από τα όρια της ηθικής. Από τους συγχρόνους του λογοτέχνες τον υποστήριξαν ο Ουγκώ και ο Μπωντλέρ.
Το βιβλίο στηρίζεται στην πραγματική ιστορία του Επίτροπου Υγείας Ντελαμάρ, μαθητή του πατέρα του Φλομπέρ, και της σχέσης του με την ωραία Ντελφίν, η οποία τον απατούσε, τον καταχρέωσε και πέθανε στα 27 της αφήνοντας πίσω της μια κόρη. Δράμα που όπως λέγεται απασχόλησε για καιρό τις γαλλικές επαρχιακές εφημερίδες.
Η ωραία και ανήσυχη Έμμα παντρεύεται τον χήρο φαρμακοποιό Σαρλ Μποβαρύ. Η Έμμα επηρεασμένη από τα ρομαντικά μυθιστορήματα λαχταρά πλούσια και ωραία ζωή. Γνωρίζει έναν νεαρό , τον Λεόν, αλλά δεν προχωρά μαζί του σε σχέση. Αργότερα την πλησιάζει ο πλούσιος γαιοκτήμονας Ροδόλφος και την κάνει ερωμένη του. Η ερωτική σκηνή μάλιστα στην άμαξά του Ροδόλφου προκάλεσε το μεγάλο σκάνδαλο. Η Έμμα τον πιέζει να το σκάσουν μαζί αλλά αυτός την βαριέται και την χωρίζει. Ο Λεόν επανέρχεται και η Έμμα βρίσκεται και πάλι στα νερά της, ζει πλούσια ζωή, κάνει πολλά έξοδα και χρεώνει συνέχεια τον άνδρα της δανειζόμενη από τον πονηρό έμπορο Λερέ. Ο τελευταίος κάποια στιγμή ζητάει τα χρήματά του πίσω, η Έμμα μέσα στην απόγνωσή της αυτοκτονεί. Ο Τιερί Λαζέ στο επίμετρο του βιβλίου λέει κάτι πολύ ευφυές: το δηλητήριο που πήρε η Έμμα δεν είναι μόνο το αρσενικό που την οδήγησε στο θάνατο αλλά τα άπειρα ρομαντικά μυθιστορήματα που διάβαζε από νεαρή ηλικία και της «δηλητηρίαζαν» την καρδιά.
Εν κατακλείδι : Η Μαντάμ Μποβαρί θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του ρεαλιστικού 19ου αιώνα ενώ οι ομότεχνοι του Φλομπέρ συνέκριναν την μυθιστορηματική του τέχνη με την ποίηση. Ο Μίλαν Κούντερα έγραψε ότι ο Φλομπέρ εξύψωσε το μυθιστόρημα στο ύψος της ποίησης και ο Ναμπόκοφ είχε δηλώσει ότι «στυλιστικά είναι η πεζογραφία που κάνει ό,τι υποτίθεται πρέπει να κάνει η ποίηση».
Στην Ελλάδα, το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες στην εφημερίδα Νέα Ελλάς το 1913-1914, χωρίς να αναφέρεται το όνομα του μεταφραστή. Ακολούθησε η έκδοση σε βιβλίο, σε δύο τόμους από τον αθηναϊκό εκδοτικό οίκο του Γεωργίου Ι. Βασιλείου το 1923-1924, με μεταφραστή τον Κ.Θεοτόκη. Ο β΄ τόμος μάλλον μεταφράστηκε από άλλον, αφού στο μεταξύ ο Θεοτόκης είχε πεθάνει[