του Γιάννη Πάσχου
Το παλιό αρχοντικό μπορεί και να ήταν τριώροφο ίσως και τετραώροφο, δεν θυμάμαι, το σίγουρο πάντως ήταν ότι έβλεπε απέναντι στο μικρό πάρκο με τις ακακίες και τα τίλια, όπου βρισκόταν η ολάνθιστη αυλή του παραδοσιακού καφέ Λορένς. Εμένα εκείνο που με μάγευε ανεπανάληπτα ήταν ένα παράθυρο στον ημιώροφο του σπιτιού, που μέσα από τις φυλλωσιές των δένδρων φαινόταν σαν πίνακας ζωγραφικής, σαν μικρή οθόνη θερινού σινεμά. Αν και σχετικά στενό, το στόλιζε μια κίτρινη, αέρινη κουρτίνα που έπεφτε απαλά κι έφθανε πολύ πιο κάτω από την μέση, αφήνοντας να φαίνεται μόνο ένα μικρό μέρος ξύλινου πατώματος από πλατιές καφέ σανίδες που γυάλιζαν. Όταν άναβαν τα φώτα του δωματίου η κουρτίνα έπαιρνε ένα μαγευτικό χρώμα, ένα μεγαλειώδες κίτρινο που σε προκαλούσε να το απαγάγεις, να το φιλοξενήσεις έστω για μια βραδιά στα όνειρά σου.
Εκείνο το βράδυ έμεινα έκθαμβος, κοιτώντας δύο υπέροχες, γυμνές γυναικείες γάμπες, να προβάλουν από το βάθος του δωματίου προς το παράθυρο, που μου φάνηκαν χορευτικά συντονισμένες με την μουσική του Manolito Sutrabuco. Η πρωταγωνίστριά μου κοντοστάθηκε για λίγο και πρέπει να κάθισε σε κάποιο χαμηλό καρεκλάκι μπροστά ακριβώς από το παράθυρο. Στην συνέχεια, με αργές κινήσεις άφησε στο πάτωμα με προσοχή δυο τρία μικρά μπουκαλάκια, ένα διαφανές πλαστικό δοχείο, μια λευκή πετσέτα και λίγο βαμβάκι τοποθετημένο σε μια πολύχρωμη κούπα. Ένωσε τα πέλματα, τα ανασήκωσε λιγάκι στηριζόμενη στα δάχτυλα σαν να φορούσε γόβες, ξανάκανε το ίδιο πράγμα αργά τρεις τέσσερις φορές ακόμη και άρχισε με το δεξί της χέρι να χαδεύει την κνήμη πρώτα του αριστερού και μετά του δεξιού ποδιού.
Ακολουθούσα νοερά το χέρι της πάνω στην λεία, δροσερή και βαθιά σταράτη επιδερμίδα της. Ένιωθα την καλοκαιρινή αύρα που ανέδιναν τα αιχμαλωτισμένα στα χάδια κύτταρα, την πανδαισία των χρωμάτων που έμεναν ακόμη αόρατα, τους μικρούς αναστεναγμούς ξεκούρασης ακόμη και το κλείσιμο των βλεφάρων φανταζόμουν καθώς αφηνόταν απονευρωμένα στις περιποιήσεις και στην αναμονή για μεγαλύτερη φροντίδα. Τα δάχτυλα των ποδιών της, σχεδόν μετέωρα, ίσα που άγγιζαν το ξύλινο πάτωμα, φαινόταν σαν τελειώματα άγνωστου γυναικείου αγάλματος που πήρε ξαφνικά ζωή και έμεινε εκεί αναποφάσιστο. Τέλεια κλιμακωτή σειρά, το ένα δίπλα στο άλλο, κάτω από το μαγευτικό κίτρινο φως, έπλεαν στο ξύλινο πάτωμα, έτοιμα να ξεκοπούν και να δώσουν κίνηση σε κάθε ποθητή ελπίδα και φαντασίωση. Το βαθύ, κόκκινο χρώμα των νυχιών της φαινόταν σαν βελούδο που απλώθηκε από κάποιο ερωτευμένο τεχνίτη που αγνόησε τον χρόνο και αφοσιώθηκε για καιρό σε μικρές, ασήμαντες λεπτομέρειες της καθημερινότητας. Λεπτομέρειες που δίνουν την αίσθηση της απόλυτης αρμονίας, του ρυθμού και αναγκάζουν όποιον τις αντικρίζει να ξεκοπεί από τα γήινα και ν’ ακολουθήσει χωρίς ενδοιασμούς την μαγεία και την έμπνευση του δημιουργού. Την ματιά μου την ένιωθα σταδιακά να με εγκαταλείπει, να τρυπά τον αγέρα και να παρασύρει το σώμα μου ολόκληρο σε μια υπέροχη, γιγαντιαία υπερέκταση που αναζητούσε θέση στην απόλυτη ηρεμία μιας τρικυμιώδους και μοναδικής ισορροπίας.
Με το χέρι της έπιασε λίγο βαμβάκι και με κινήσεις τελετουργικές σήκωσε το διαφανές πλαστικό δοχείο και άφησε πάνω του μερικές σταγόνες από το υγρό που περιείχε. Πρέπει να έσκυψε, γιατί ξαφνικά μια πλούσια τούφα από τα μαλλιά της φάνηκε σαν πινελιά αλλά απότομα χάθηκε λες και την απορρόφησε ολόκληρη το παρελθόν του δωματίου ή ο εμπνευστής του εξαιρετικού αυτού θεάματος μετάνιωσε πάραυτα για την επιλογή του. Με προσοχή άρχισε να ξεβάφει ένα-ένα τα νύχια των ποδιών επιμένοντας με φροντίδα στο καθένα χωριστά. Η βελούδινη κόκκινη επιφάνεια εξαφανίστηκε και στην θέση της μια λευκή κατάλευκη σαν χιονιού απρόσιτη γυαλάδα και σιωπή σκέπασε τα πάντα, ενώ τα λόγια υποταγής που πηδούσαν από μέσα μου κυλούσαν πλέον ανεξέλεγκτα. Σκούπισε με την λευκή πετσέτα σχολαστικά και επιμελώς τα νύχια των δαχτύλων της και άρχισε να κουνά τα πέλματα σαν να ήθελε να κολυμπήσει προς την στέγη, να διασχίσει με ανάλαφρες, όλο χάρη κινήσεις κάθετα την στήλη του φωτός και να υψωθεί πάνω από την νύχτα, αποκεφαλίζοντας τις κορυφές του πόθου και του θαυμασμού που την περικύκλωναν. Μετά, άνοιξε ένα από τα μπουκαλάκια με απαλό ροζ χρώμα και με το μικρό πινέλο άρχισε να βάφει τα νύχια ξεκινώντας από την βάση τους προς την κορυφή. Σιγοτραγουδούσε. Η φωνή της βαθιά, γεμάτη πάθος βουτούσε στον ρυθμό και αμέσως μετά τα λόγια εκρήγνυνταν, αγγίζοντας ακόμη και μένα τον εσταυρωμένο, τον ανύπαρκτο, τον παραδομένο σε μια εξέχουσα αιώρηση, τέτοια, που ούτε καν τα στοιχειώδη δεν μπορούσα να ανταλλάξω με το γκαρσόν του καφέ Λορένς που είχε έρθει στο τραπέζι μου.
«Χαζέψατε;» με ρώτησε πειραχτικά και συνέχισε με συνωμοτικό ύφος: «Σουζάνα Μέντες, λατινοαμερικάνα χορεύτρια. Και που να τη βλέπατε και ολόκληρη».
«Σταμάτα –σταμάτα» του είπα «δεν θέλω να ξέρω τίποτα» και πέταξα ένα χαρτονόμισμα δεκαπλάσιο της τιμής του καφέ και απομακρύνθηκα διασχίζοντας το παρκάκι με προσοχή για να μην πατήσω κατά λάθος τις φρεσκοβαμμένες ρίζες των δένδρων.