Δέκα χρόνια “Α” : Άσκηση χαρτογραφίας  (της Ελένης Γεωργοστάθη)

0
313

 

της Ελένης Γεωργοστάθη

 

Στο σπίτι κάτι συγγενών στη γειτονιά είχε έρθει ένα ζευγάρι από την Αθήνα με τη σχεδόν συνομήλική μου κόρη τους. Η φίλη μου η Π. κι εγώ, που τη γνωρίζαμε από παλιά, αποφασίσαμε να την ξεναγήσουμε στο χωριό.

Πετάγαμε κι οι δυο τη σκούφια μας για κάτι τέτοιες ξεναγήσεις, ήταν ένας τρόπος να ξεφύγουμε από τα στενά όρια του παιχνιδιού στη γειτονιά. Ειδικά εγώ, που έτσι κι αλλιώς με το χωριό είχα πάντα μια σχέση τουριστική. Λίγες οι παρέες μου, μόνο η Π. και δυο τρία ξαδέρφια – τα περισσότερα παιδιά δεν τα γνώριζα, αφού σχολείο πήγαινα στη διπλανή κωμόπολη. Υπήρχαν γειτονιές που δεν τις καλοήξερα, άλλες όπου δεν είχα πατήσει ποτέ. Με πρόφαση την ξενάγηση, θα έβρισκα την ευκαιρία να τις ανακαλύψω.

Η άγνοια δε με εμπόδισε να φτιάξω εκείνο το μεσημέρι έναν χάρτη του χωριού, ένα σκαρίφημα που δε βασιζόταν σε τίποτα συγκεκριμένο πέρα από τα λίγα που ήξερα, κάτι βαριεστημένες και λειψές πληροφορίες που είχα βγάλει με το τσιγκέλι από τη γιαγιά μου και μια γερή δόση από δικές μου εικασίες – κοντολογίς, γειτονιές βαλμένες στο περίπου, δρόμοι υπαρκτοί κι άλλοι φανταστικοί, όλα πεταμένα με μπόλικη αυτοπεποίθηση στο χαρτί.

Ξεκινήσαμε απογευματάκι, η Π., η φίλη μας από την Αθήνα, εγώ και, προσθήκη της τελευταίας στιγμής, η τρίχρονη ξαδερφούλα μου. Ανηφορίσαμε στον λόφο του μύλου, περάσαμε από την πλατεία, κάναμε μια βόλτα στη Ράχη –ως εκεί ο χάρτης τα ‘λεγε μια χαρά, καθότι γνώριμα τα μέρη– και μετά κατηφορίσαμε προς την παλιά βρύση.

Εκείνα τα τρεχούμενα νερά που στη συνέχεια έπαιρναν τον δρόμο για κάτι γειτονικά μποστάνια ήταν το απώτατο όριο του χωριού για μένα, αλλά, όπως καταλάβαινα εκείνη τη στιγμή, και για την Π. Αποφασισμένες να το προεκτείνουμε, προσπεράσαμε τις σπασμένες γούρνες όπου κάποτε οι γιαγιάδες μας έπλεναν κιλίμια και βελέντζες και ακολουθήσαμε το στενό μονοπάτι που κατηφόριζε παρέα με το ρυάκι.

Σύντομα η βλάστηση γύρω μας πύκνωσε, θάμνοι και δέντρα σχημάτισαν έναν θόλο πάνω από το κεφάλι μας. Κοιταχτήκαμε με την Π., ούτε που το είχαμε φανταστεί ότι λίγα βήματα παρακάτω από ό,τι ξέραμε κρυβόταν ένα τέτοιο μέρος.

«Είναι σαν να ζούμε μια περιπέτεια! Αυτό πρέπει μια μέρα να το γράψεις!» πανηγύρισε η φίλη μου την ώρα που εγώ μελετούσα τον χάρτη μου κι έλεγα με σιγουριά «Παρακάτω θα συναντήσουμε ένα σταυροδρόμι, θα στρίψουμε δεξιά και θα βγούμε στη γειτονιά πίσω από τον μύλο». Ιδέα δεν είχα αν μιλούσα για κάτι υπαρκτό – ήθελα μόνο να συνεχίσουμε την εξερεύνηση.

Κι έτσι, συνεχίσαμε να προχωράμε, ακόμα κι όταν χάθηκαν ο πράσινος θόλος και το ρυάκι, ακόμα κι όταν το μονοπάτι έγινε πλατύς χωματόδρομος ανάμεσα σε ελαιώνες, ακόμα κι όταν η ξαδερφούλα πήρε να ζητάει αγκαλιές γιατί την πονούσαν τα ποδαράκια της κι αρχίσαμε οι τρεις μεγάλες τη σκυταλοδρομία του κουβαλήματός της.

Τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα πείραζε, ήταν το απαραίτητο αλατοπίπερο στη μεγάλη περιπέτεια που ζούσαμε, αρκεί να μη βιαζόταν τόσο το απόγευμα να γίνει σούρουπο και να φανερωνόταν κάποια στιγμή εκείνο το σταυροδρόμι που ευχόμουν να ήταν αληθινό κι όχι αποκύημα της φαντασίας μου.

«Μήπως να γυρίσουμε πίσω;» ρώτησε η Π. κάποια στιγμή, ξεθεωμένη από το κουβάλημα της μικρής, αλλά η φίλη μας η Σ. υποστήριξε ότι περπατούσαμε ώρα και μάλλον θα μας έβρισκε η νύχτα αν έπρεπε να γυρίσουμε από την ίδια διαδρομή.

«Καλύτερα να πάμε ως εκείνο το σταυροδρόμι που λέει η Ελένη», πρότεινε.

«Μάλλον είναι πολύ πιο κάτω από εκεί που νόμιζα», μουρμούρισα, βέβαιη πια ότι το σταυροδρόμι υπήρχε μόνο στο κεφάλι μου, την ώρα ακριβώς που εκείνο ως διά μαγείας φανερωνόταν μπροστά μας.

Χαρές και πανηγύρια, συστάσεις για υπομονή στο μπαϊλντισμένο μικρό, αλαλαγμοί ευγνωμοσύνης μέσα μου για τους συγχωριανούς μου που είχαν προνοήσει να φτιάξουν έναν δρόμο στο σημείο ακριβώς όπου τον είχα φανταστεί. Και μετά, όταν γυρίσαμε σπίτι, κάμποση γκρίνια από τους γονείς, παρέα με την αποκάλυψη ότι η μεγάλη μας περιπέτεια δεν ήταν άλλο από έναν περίπατο στα πέριξ του χωριού.

Δε θυμάμαι τι απέγινε εκείνος ο χάρτης που έφτιαξε ο δεκάχρονος εαυτός μου. Ούτε ξανασχολήθηκα ποτέ στη ζωή μου με τη χαρτογραφία. Στα χρόνια όμως που ακολούθησαν έγινα μανιακή αναγνώστρια χαρτών. Άλλοτε αναζητώντας υπαρκτούς προορισμούς κι άλλοτε εξερευνώντας τα όρια πραγματικότητας και φαντασίας στα βιβλία που διάβαζα ή διόρθωνα. Πάντα με την προσδοκία ότι δίπλα στους γνωστούς και οικείους προορισμούς θα παραμόνευαν παραγκωνισμένες διαδρομές, κρυφοί τόποι, άγνωστα σταυροδρόμια. Πράγματα ικανά δηλαδή να με σηκώσουν από την καρέκλα και να με στείλουν σαν διψασμένο για περιπέτεια παιδί ξανά στον δρόμο.

Προηγούμενο άρθροΣυζήτηση: Ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό: «2-3 πράγματα που ξέρω γι’ αυτή» (του Κώστα Θ.Καλφόπουλου)
Επόμενο άρθροΟ Νταλί, η Γκαλά και οι άλλοι (του Φίλιππου Φιλίππου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ