της Πέρσας Αποστολή [1]
Η διαδρομή και το κόμιστρο (εκδ. Λιβάνη, 2019) είναι το πρώτο βιβλίο του Στρατή Γαλανού η δράση του οποίου ξεκινά από την Αμερική της Μεγάλης Ύφεσης και εν συνεχεία μεταφέρεται στην Ελλάδα διατρέχοντας τα δύσκολα χρόνια έως την περίοδο του Εμφυλίου. Πριν μερικές εβδομάδες το βιβλίο κυκλοφόρησε σε αγγλική μετάφραση του Δημήτρη Θανασούλα ως The Route and the Fare από τον νεοσύστατο εκδοτικό οίκο OnΤime Books, ο οποίος εδρεύει στην Αγγλία και εκδίδει βιβλία νεότερων ελλήνων συγγραφέων στα αγγλικά. Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο προαναγγέλλεται για το προσεχές καλοκαίρι η κυκλοφορία και του δεύτερου βιβλίου (“What’s remained: A Scarab”).
Το ρομαντικό εξώφυλλο εποχής της ελληνικής έκδοσης δεν προετοιμάζει ακριβώς τον αναγνώστη για όσα πρόκειται να διαβάσει.[2] Κι αυτό όχι επειδή ο έρωτας απουσιάζει από το βιβλίο, αλλά επειδή Η Διαδρομή και το Κόμιστρο είναι πρωτίστως ένα πολυεπίπεδο ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο συμπλέκει τις προσωπικές αφηγήσεις των ηρώων με τα ιστορικά γεγονότα που καθορίζουν τις τύχες τους, προσφέροντας στον αναγνώστη εναύσματα προκειμένου να αναστοχαστεί για τη σχέση μακροϊστορίας-μικροιστορίας αλλά και για τη σύνθετη φύση της ιστορικής αλήθειας.
Τη θέση του αφηγητή αναλαμβάνει ένα αυτοκίνητο, το οποίο όχι απλώς εξανθρωπίζεται αλλά διαθέτει γυναικεία υπόσταση: σκέφτεται, μιλάει, ερωτεύεται, ζηλεύει, στενοχωριέται, γεγονός το οποίο ενδεχομένως να ξαφνιάσει ή ακόμα και να ξενίσει σε κάποια σημεία τον αναγνώστη.
Το βιβλίο ανατέμνει λεπτομερώς (ενδεχομένως, στο πρώτο κυρίως μέρος, περισσότερο λεπτομερώς από ό,τι θα μπορούσε) τα γεγονότα από τη «γέννηση» της Πατρίτσιας, όπως ονομάζεται η λιμουζίνα, ένα Oldsmobile Viking Special Deluxe Patrician Sedan, έως τη μετάβασή της στην ταλαίπωρη Ελλάδα του Μεσοπολέμου και κυρίως κατά τη δίνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εξορία από τον γενέθλιο Παράδεισο, την Αμερική, συνιστά την πτώση της Πατρίτσιας, που από «κοκέτα κυρία του καλού κόσμου» (87), μετατρέπεται σε αγοραίο, εν συνεχεία σε γκαζοζέν, ερωτική γκαρσονιέρα, κρησφύγετο, γιάφκα, φορτηγό, ασθενοφόρο ακόμα και σε άρμα μάχης και νεκροφόρα (407). Οι αλλεπάλληλες μεταπτώσεις της Τύχης οδηγούν την Πατρίτσια σε μια περιπετειώδη -πικαρική κατά μία έννοια- διαδρομή, που την αναγκάζει να προσαρμοστεί, να ωριμάσει και να εξελιχθεί, πληρώνοντας όμως και η ίδια ένα μάλλον ακριβό «κόμιστρο».
Χρονική αφετηρία της αφήγησης είναι ένα δυσοίωνο παρόν, το οποίο δεν προσδιορίζεται, όπου «το φως σβήνει κι η νύχτα απλώνεται σιωπηλή κι ανελέητη» (141). Από αυτό το δυσοίωνο παρόν, η Πατρίτσια ξεκινά να ανακαλεί όσα έζησε, με στόχο, όπως λέει, να τα βιώσει ξανά και ξανά (142) και να «ξορκίσει τον φόβο» (141). Με αυτόν τον τρόπο κεντρίζεται η περιέργεια του αναγνώστη όχι μόνο για όσα έχουν προηγηθεί αλλά και για το «ζοφερό, ταπεινωτικό τέλος» (227) που της επιφυλάχτηκε, το οποίο όμως θα πληροφορηθεί στον δεύτερο τόμο της τριλογίας.
Η παραχώρηση του λόγου σε έναν αφηγητή που δεν είναι άνθρωπος δεν αποτελεί επινόηση της σύγχρονης λογοτεχνίας. Σε ποικίλα κείμενα από την αρχαιότητα, όπως και σε μυθολογικές ή λαογραφικές παραδόσεις αλλά και στην παιδική λογοτεχνία κάνουν την εμφάνισή τους ζώα ή άλλα έμβια όντα προικισμένα με την ικανότητα του λόγου. Επίσης, σε κείμενα επιστημονικής φαντασίας, μαγικού ρεαλισμού ή σε παραμύθια εντοπίζουμε στη θέση του αφηγητή ή του πρωταγωνιστή αντικείμενα, μηχανές ή άλλες μη έμβιες οντότητες. Η επιλογή αυτή κατά κύριο λόγο υπηρετεί την προσπάθεια του εκάστοτε συγγραφέα να υποβάλει ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση και τις ανθρώπινες σχέσεις.
Γιατί λοιπόν ο Γαλανός δεν παραχώρησε τον λόγο σε έναν παντογνώστη αφηγητή ή σε κάποιον από τους ήρωές του; Γιατί επέλεξε ένα βιομηχανικό προϊόν μαζικής παραγωγής προκειμένου να αφηγηθεί τις διαδρομές των προσώπων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνδέθηκαν μαζί του καταγράφοντας παράλληλα την τραγική μοίρα ενός λαού όπως και ολόκληρης της Ανθρωπότητας κατά την περίοδο του Πολέμου και της Κατοχής, στην οποία αφιερώνεται και η μεγαλύτερη έκταση του βιβλίου; Οι ανάγλυφες εικόνες τρόμου και εξαθλίωσης, οι εμβόλιμες αφηγήσεις διαφορετικών προσώπων που αποτυπώνουν τα σκληρά γεγονότα της εποχής ή ανακαλούν επώδυνες μνήμες από προγενέστερους κλυδωνισμούς της Ιστορίας (όπως η γενοκτονία των Ποντίων, ο ξεριζωμός και η προσφυγιά) μας δίνουν ίσως την απάντηση: Μια μηχανή που εξανθρωπίστηκε αποκτά συνείδηση ενός κόσμου όπου κάποιοι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε μηχανές θανάτου ενώ άλλοι δοκιμάζουν τα όριά τους, καθώς, ανήμποροι απέναντι στο παράλογο της μοίρας, αντιλαμβάνονται πόσο εύκολα μπορεί ένας άνθρωπος να μετατραπεί σε αναλώσιμο αντικείμενο. Μια μηχανή που απέκτησε ψυχή ανατέμνει τη «διαβρωτική επίδραση που ασκεί ο πόλεμος στις ψυχές των ανθρώπων» (456), έκθαμβη απέναντι στο αίνιγμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, απέναντι στη «συσκότιση της συνείδησης» (452) σε οριακές καταστάσεις.
Ετερόκλητες ψηφίδες μιας σκληρής εποχής
Προκειμένου να ανασυνθέσει την τοιχογραφία της τραγικής αυτής εποχής, ο Γαλανός αξιοποιεί ετερόκλητες ψηφίδες: κυρίως αφηγήσεις προσώπων του στενού οικογενειακού και ευρύτερου περιβάλλοντός του, μελέτες αλλά και ποικίλα τεκμήρια της περιόδου όπως δημοσιεύματα στον Τύπο, διαγγέλματα, λόγους ηγετών κ.ά. Σε αυτό το κολάζ τεκμηρίων –τεχνική που μας παραπέμπει στον Θανάση Βαλτινό και σε άλλους μεταγενέστερους συγγραφείς–[3] ο Γαλανός συμπλέκει μυθοπλαστικά με υπαρκτά και ιστορικά πρόσωπα, είτε με το πραγματικό τους όνομα είτε -για ευνόητους λόγους- με διαφορετικό, δίνοντας ωστόσο συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν τις ταυτότητές τους σαφείς. Παρά την εκτενή έρευνα που είναι προφανές ότι έχει προηγηθεί, το κείμενο διατηρεί τη θέρμη της αφήγησης (πρωτίστως στο τμήμα που αφορά τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα), λόγω ακριβώς της βιωματικής αφετηρίας των κύριων γεγονότων αλλά και της αμεσότητας του λόγου.
Ανάμεσα στο υλικό που έχει αξιοποιηθεί ανήκουν, επίσης, ποικίλα μουσικά τεκμήρια που είναι διάστικτα στο έργο και τα οποία απορρέουν από την αγάπη του συγγραφέα για τη μουσική και ιδίως την όπερα.[4] Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της αφήγησης παρεμβάλλονται από άριες και αμερικάνικα ή άλλα ξένα (ελαφρά, τζαζ κ.ά) τραγούδια μέχρι γερμανικά εθνικιστικά εμβατήρια ή αντισημητικά άσματα αλλά και εβραϊκά θρηνητικά τραγούδια, ποντιακά μοιρολόγια, σμυρνέϊκα και παραδοσιακά της Καππαδοκίας:
Αχ, αχ, Κονιαλή μου σαν σε ιδώ στην αγορά
Και με σκέρτσο να μου κόβεις παστουρμά και σουτζουκάκι
Αμάν κόνιαλή μου
Με το μαχαίρι που κρατάς μου πήρες τη ζωή μου
Χωρίς εσένα δεν μπορώ να ζήσω κονιαλή μου…
Παρεμβάλλονται, ακόμη, ιδεολογικά φορτισμένα τραγούδια (αντάρτικα, της εξορίας[5] αλλά και χίτικα[6]), όπως επίσης γνωστά λαϊκά της εποχής ή ποικίλα ρεμπέτικα του Κερομύτη, του Ρούκουνα, του Γενίτσαρη, του Μπαγιαντέρα, του Κάβουρα κ.ά. για θέματα που απασχολούν το βιβλίο όπως οι ταγματασφαλίτες, οι μαυραγορίτες, το κοντραμπάντο ή η φθίση:
Εάν δεν ήσουν φθισικιά αμάν, αμάν μικρή ξανθομαλλούσα
εγώ δεν θα ‘μουν δυστυχής αμάν, αμάν και ευτυχής θα ζούσα.
Μη κλαις αγάπη μου χρυσή αμάν, αμάν τι θέλεις να σου κάνω
ήταν της τύχης μου γραπτό αμάν, αμάν για σένα να πεθάνω.
Για δες πως εκατήντησα αμάν, αμάν στους δρόμους να γυρίζω
να σκέφτουμαι καθημερνώς αμάν, αμάν και πάντα να δακρύζω
Μια χάρη μόνο σου ζητώ αμάν, αμάν μετά το θάνατο μου
να έρχεσαι καμία φορά αμάν, αμάν στον τάφο τον δικό μου.[7]
***
Μικροί – μεγάλοι γίνανε μαυραγορίτες όλοι,
κι αφήσανε όλο το ντουνιά με δίχως πορτοφόλι.
Ακόμα κι οι γυναίκες τους τη μαύρη κυνηγάνε,
τσάντες τσουβάλια κουβαλούν κανέναν δεν ψηφάνε.
Μέρα και νύχτα τριγυρνούν στους δρόμους σαν κοράκια,
πελάτες ψάχνουν για να βρουν να γδάρουνε κορμάκια.
Πουλήσαμε τα σπίτια μας και τα υπάρχοντά μας,
για δυο ελιές κι ένα ψωμί να φάνε τα παιδιά μας.[8]
Τα μουσικά αυτά τεκμήρια δεν επέχουν ρόλο διακοσμητικό αλλά έρχονται να σχολιάσουν με καίριο τρόπο τη δράση, συμβάλλοντας στην ανάδειξη της πολυφωνικότητας του κειμένου και των ποικίλων όψεων της πραγματικότητας, που είναι και ένας από τους βασικούς στόχους του συγγραφέα. Φέρνουν όμως παράλληλα στην επιφάνεια κι ένα ηχητικό υλικό της εποχής που τείνει να ξεχαστεί.
Πολυφωνική αφήγηση και ιστορική πραγματικότητα
Η πολυφωνικότητα επιτυγχάνεται, όμως, και από την αφηγηματική διάρθρωση του μυθιστορήματος: Η κύρια αφηγήτρια, Πατρίτσια, καταγράφει τα περιστατικά όπως τα «έζησε», συμπληρώνοντας κάποιες πτυχές με τη φαντασία της και μεταφέροντας παράλληλα τις σκέψεις της γι’ αυτά. Η φωνή της συνδιαλέγεται με τις φωνές και άλλων (κύριων ή δευτερευόντων) προσώπων, που μέσα από τις επίσης πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις τους φωτίζουν τα γεγονότα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Ορισμένα μάλιστα από αυτά τα πρόσωπα επανέρχονται στις αφηγήσεις τρίτων, που με τη σειρά τους προσφέρουν μια ακόμη διαφορετική εκδοχή ή συμπληρώνουν την προηγούμενη. Μάλιστα από κάποιο σημείο του βιβλίου και μετά, το προβάδισμα παίρνουν τα ίδια τα τεκμήρια της εποχής, που κι αυτά, όπως προαναφέρθηκε, συνδιαλέγονται μεταξύ τους: ο λόγος του μαυραγορίτη με τον λόγο του ιταλού στρατιώτη αλλά και με τον λόγο του διωκόμενου εβραίου ή του αντιστασιακού.
Η πολυφωνικότητα υπηρετείται και από τα ιδιαίτερα τυπογραφικά στοιχεία του βιβλίου, όπως διαφορετικές γραμματοσειρές, πλάγια ή όρθια γράμματα ανάλογα με τον πρόσωπο που παίρνει τον λόγο. Αλλού, πάλι η διάταξη ορισμένων σελίδων γίνεται σε δύο στήλες και αντιστικτικά σε φόντο άσπρο-μαύρο και αντίστοιχο αντίθετο χρώμα γραμματοσειράς, για να αντιπαραβληθεί π.χ. ο λόγος του γερμανού φασίστα με τον λόγο του θύματός του.
Ο Γαλανός διατηρεί αυτή την πολυφωνικότητα ως το τέλος, χωρίς να επιδιώκει να επιβάλει τις θέσεις του για τα αιχμηρά ζητήματα που θίγει, όπως η περίπτωση της Ελένης Παπαδάκη, οι δωσίλογοι ή η οικειοποίηση των περιουσιών των Εβραίων από Έλληνες. Αφήνει το ίδιο το υλικό να μιλήσει και να κινητοποιήσει τον αναγνώστη, προκρίνοντας την αμφισβήτηση ως αντίδοτο στον φανατισμό των κάθε λογής ιδεολογιών (246).
Παράλληλα, αναδεικνύει τη σύνθετη φύση της πραγματικότητας απορρίπτοντας τη μανιχαϊστική διάκριση ανάμεσα στο καλό και το κακό, καθώς, όπως λέει: «Ο μανιχαϊσμός είναι ένα ζευγάρι ματογυάλια με δίχρωμους φακούς μέσα από τα οποία βλέπουν τον κόσμο οι μύωπες» (576). Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώντας πως αμιγώς καθαρά κίνητρα δεν υπάρχουν, αποφεύγει τις απλοϊκές ερμηνείες για τις πράξεις τόσο εκείνων που η Ιστορία καταδίκασε όσο και εκείνων που η Ιστορία αθώωσε, καθαγίασε, αγνόησε ή ξέχασε:
Πιο πολύ αυτούς αγάπησα, τους δειλούς ήρωες, συνηθισμένους ανθρώπους σε ασυνήθιστες στιγμές, που την κρίσιμη ώρα, σπρωγμένοι από διεργασίες ανεξήγητες ακόμη και στους ίδιους, φέρθηκαν ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, σε κάθε βεβαιότητα, διαλέγοντας έναν άλλο εαυτό που μέχρι τότε δεν ήξεραν καν πως έκρυβαν μέσα τους. Ευλογημένη η στιγμή που δίνεται η ευκαιρία στον αμαρτωλό να μετανοήσει, στον πεσμένο να σηκωθεί, στον δειλό να φερθεί σαν ήρωας· ελευθερία τη λένε τη στιγμή, ελευθερία κι ευθύνη […]. (273)
Και πότε έρχεται η λύτρωση; Σε κάποιο σημείο του βιβλίου, σε εκείνο το σύντομο λαμπρό μεταίχμιο, όταν η Κατοχή έχει επιτέλους τελειώσει κι οι ελπίδες όλων έχουν αναγγενηθεί μπροστά στη νέα μέρα που φαίνεται να ξημερώνει, για να διαψευστούν σε λίγο τραγικά με την κορύφωση του Εμφυλίου, ο Γαλανός γράφει:
«Τίποτα δεν τελειώνει, η Ιστορία συνεχίζεται, η Κόλαση συνεχίζεται, τα χθεσινά θύματα είναι οι αυριανοί φονιάδες, η κρεατομηχανή εξακολουθεί να αλέθει, κάποιοι γλιτώνουν και κάποιοι χάνονται, αλλά τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με τον τελικό θρίαμβο του Καλού που προσμένουν οι πιστοί κάθε θρησκείας όταν συρρέουν μαζικά σε ναούς, πλατείες και κινηματογράφους; Αλίμονο, η όποια σωτηρία μοιάζει σαν να οφείλεται περισσότερο στην κόπωση του Κακού, σ’ ένα στιγμιαίο λαχάνιασμα, ένα ξαπόσταμα πριν από την επόμενη εφόρμηση. Ας επωφεληθούμε ωστόσο από τη σύντομη ανάπαυλα για να σώσουμε οτιδήποτε κι αν σώζεται κι ας αφήσουμε κατά μέρους τις θριαμβολογίες. Οι νίκες, οι παράτες κι οι θρίαμβοι είναι για τους στρατηγούς και τους αυτοκράτορες, για μας τους αμάχους ή τους απλούς στρατιώτες το παν είναι να μείνουμε ζωντανοί» (613).
***
(*) Ο Στρατής Γαλανός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1968. Είναι εκ γενετής τετραπληγικός. Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μιλά τέσσερις γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ισπανικά). Εργάστηκε ως δικηγόρος (1993-1996), κατόπιν ως υπάλληλος γραμματειακής υποστήριξης στον ΑΝΤΕΝΝΑ (1996) και ως διοικητικός υπάλληλος στην ΕΥΔΑΠ (1997-2012), από όπου και συνταξιοδοτήθηκε.
[1] Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή ομιλίας κατά την παρουσίαση του βιβλίου στον Δημοτικό κινηματογράφο Αστέρα της Ν. Ιωνίας (Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2020).
[2] Αντιθέτως το εξώφυλλο της πρόσφατης αγγλικής έκδοσης κοσμούν φωτογραφίες του αυθεντικού αυτοκινήτου και των προσώπων που αποτέλεσαν την κύρια πηγή έμπνευσης για το βιβλίο.
[3] Βλ. Γιώργος Περαντωνάκης, «Κολάζ και μοντάζ τεκμηρίων στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία», Εφημερίδα των Συντακτών, 08.07.2018, https://www.efsyn.gr/tehnes/ekdoseis-biblia/anoihto-biblio/156762_kolaz-kai-montaz-tekmirion-sti-syghroni-elliniki.
[4] Βλ. την κατατοπιστική (για ποικίλες πτυχές του έργου) συνέντευξη του συγγραφέα με τον Ζαχαρία Κουζούκα (Ιούλιος 2019), όπου μεταξύ άλλων εξηγεί τη μουσική δομή του βιβλίου. https://nisoskos.gr/new/%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AD%CE%BD%CF%84%CE%B5%CF%85%CE%BE%CE%B7-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86/ .
[5] Π.χ. του Μιχάλη Γενίτσαρη: Με πιάσαν επί Μεταξά χωρίς καμιά αιτία, / με βάλαν και υπόγραψα με στείλαν εξορία / σ’ ένα ξερόνησο στη Νιο που ‘χει εκκλησιές και μύλοι / και υποδοχή μου κάνανε ένα κοπάδι ψύλλοι. κλπ.
[6] Όπως το χίτικο τραγούδι που ακούγεται στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο Θίασος» (1975), https://www.youtube.com/watch?v=Us-1oWl6g2M .
[7] «Εάν δεν ήμουν φθισικιά», Στίχοι-μουσική: Στέλιος Κερομύτης, εκτέλεση: Στέλιος Κερομύτης, Τασία Βρυώνη (1937), https://www.youtube.com/watch?v=j4M3b20umso .
[8] «Οι μαυραγορίτες», Στίχοι-μουσική: Μιχάλης Γενίτσαρης, https://www.youtube.com/watch?v=F3xtPSvu9pQ .
Στρατή Γαλανού, Η διαδρομή και το κόμιστρο, εκδ. Λιβάνη, 2019 / The Route and the Fare, OnTime Books, 2021
Βρες το εδώ