David Foster Wallace-Για μία αδιάσπαστη προσήλωση στο ‘νερό’ (του Ελευθέριου Μακεδόνα)

0
585

 

  

του Ελευθέριου Μακεδόνα

 

Ο Wallace ξεκινάει τη συλλογιστική του από μία αντίφαση.[1] Υπεύθυνες για την αντίφαση αυτή είναι κάποιες απόψεις που είναι πολύ ‘τού συρμού’ στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες μας: έτσι, μπορεί να υποστηρίζει ταυτόχρονα την ακραία θέση τής ‘ελεύθερης ατομικής βούλησης’ και της υποτιθέμενης ‘ατομικής επιλογής’ τού καθενός να ρυθμίζει όπως αυτός κρίνει τη δική του ζωή (“Λες και το νόημα που δίνουμε στα πράγματα δεν είναι στην πραγματικότητα ζήτημα προσωπικής, συνειδητής επιλογής, προϊόν ηθελημένης απόφασης”[2]), αλλά και μία υπερευαισθησία ως προς το δικαίωμα του κάθε ατόμου να υποστηρίζει τις όποιες ατομικές του πεποιθήσεις, ακόμη κι αν αυτές του φαίνονται ‘δογματικές’ (“Ο άθεος είναι απόλυτα, εξοργιστικά σίγουρος για τον εαυτό του όταν απορρίπτει την πιθανότητα να υπάρχει οποιαδήποτε σχέση μεταξύ της εμφάνισης των Εσκιμώων και της προσευχής του για βοήθεια”).[3] Πώς είναι δυνατόν, την ίδια στιγμή που αποδίδουμε στον άνθρωπο την απόλυτη κυριαρχία επί των σκέψεων και των ‘επιλογών’ του (η πρώτη από τις δύο θέσεις τού Wallace), να επιδεικνύουμε ταυτόχρονα και μία απόλυτη καχυποψία κι έναν ακραίο σκεπτικισμό σχετικά με την ορθότητα των σκέψεων κι επιλογών του εν γένει, όπως υπονοεί η δεύτερη θέση του; Εάν αποφασίσουμε να επιδείξουμε απόλυτη εμπιστοσύνη απέναντι στην ικανότητά του να επιβάλει στον κόσμο το νόημα που αυτός ‘επιλέγει’ συνειδητά να του επιβάλει, τότε οπωσδήποτε θα πρέπει να δεχτούμε και την όποια ‘απολυτότητα’ παρουσιάζουν οι κάθε είδους πεποιθήσεις του, όπως φερ’ ειπείν το ότι η ‘εμφάνιση των Εσκιμώων’ ενόσω ο άθεος ήρωας της ιστοριούλας τού Wallace βολόδερνε στην παγωμένη έρημο της Αλάσκα, επ’ ουδενί δεν σχετίζεται με την επίκλησή που απηύθυνε στα θεία ή, ακόμη λιγότερο με την ύπαρξη του θεού. Οφείλουμε βέβαια να συμφωνήσουμε με τον Wallace, ότι επί της ουσίας, για την αιώνια κι άγονη διαμάχη μεταξύ θρησκόληπτων και άθεων, ισχύει ό,τι και για κάθε άλλη δογματική πεποίθηση των ανθρώπων, ότι δηλαδή “… στην πραγματικότητα το πρόβλημα των θρησκόληπτων δεν διαφέρει διόλου από εκείνο του άθεου της ιστορίας – αλαζονεία, τυφλή βεβαιότητα, στενομυαλιά που ισοδυναμεί με φυλάκιση τόσο ολοκληρωτική, που ο φυλακισμένος δεν έχει καν συνείδηση του εγκλεισμού του.”[4]

Από την αντίφαση αυτή ξεκινάει λοιπόν ο Wallace τον – κατά τ’ άλλα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα – συλλογισμό του: μία τέτοιου είδους δογματική πεποίθηση, ίσως η πιο βαθιά εδραιωμένη στον άνθρωπο κι η πιο καταστρεπτική, είναι κι η αυταπάτη τού λεγόμενου ‘ατομικού Εγώ’. Του εγωκεντρισμού μ’ άλλα λόγια, ο οποίος χαρακτηρίζει κάθε άνθρωπο ανεξαιρέτως. Στην πορεία τής ζωής μου δεν κάνω τίποτε άλλο από το να καταγράφω εμπειρίες, να τις συσσωρεύω μέσω της μνήμης μου και να ταυτίζομαι με αυτές, διαδικασία η οποία σε βάθος χρόνου ενισχύει μέσα μου “… τη βαθιά πεποίθησή μου πως είμαι το κέντρο του σύμπαντος, ο πιο αληθινός, πιο ζωντανός και πιο σημαντικός άνθρωπος στον κόσμο.”[5] Από το θεμελιώδες αυτό λάθος τού μηχανισμού τής ανθρώπινης συνείδησης εκπηγάζει, σύμφωνα με τον Wallace, ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπινων προβλημάτων μας. Πρόκειται για την “εργοστασιακή μας ρύθμιση, η οποία είναι χαραγμένη στον σκληρό μας δίσκο από τα γεννοφάσκια μας ακόμη.”[6] Όπως όμως συμβαίνει με καθετί “για το οποίο τείνω να είμαι εξ ορισμού βέβαιος,”[7] έτσι κι αυτή η βαθιά ριζωμένη πεποίθησή μου μπορεί να είναι κάτι το “απόλυτα λανθασμένο.”[8] Διότι, “… τα πράγματα για τα οποία τείνω να είμαι εξ ορισμού βέβαιος σε μεγάλο βαθμό αποδεικνύονται τελικά εντελώς λανθασμένα και προϊόν αυταπάτης.”[9]

Πρόκειται για παλιά – κι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα – ιδέα. Το Εγώ, η κεντρική αυτή οντότητα στην οποία τόσο ένθερμα πιστεύουμε και στην οποία τόσο απόλυτα στηριζόμαστε, γεμάτοι ελπίδες και προσδοκίες για το μέλλον, τόσο περισσότερες όσο νεότεροι είμαστε, εισπράττοντας όλο και περισσότερες διαψεύσεις, θλίψη και πόνο καθώς μεγαλώνουμε, είναι απλώς μία αυταπάτη. Πράγμα το οποίο σημαίνει, ότι ενδεχομένως εμείς οι ίδιοι – ως η εσωτερική εικόνα με την οποία θέλουμε να μας φανταζόμαστε – δεν υπάρχουμε. Φυσικά και υπάρχουμε ως μία ορισμένη συγκέντρωση ύλης, με συγκεκριμένη οργάνωση και λειτουργίες, ωστόσο, είναι πιθανό να μην υπάρχουμε ως ο εαυτός με τον οποίον έχουμε ταυτιστεί και συνδεθεί νοητικά, κατά έναν φαινομενικά αδιάρρηκτο τρόπο. Δόγμα, κι ως εκ τούτου, αυταπάτη, μας λέει ο Wallace.

Βρίσκεσαι, αργά το απόγευμα, στη μέση ενός ατελείωτου μποτιλιαρίσματος, σε κάποια από τις λεωφόρους μίας σύγχρονης, πολυπληθούς, Δυτικής πόλης. Έχεις σηκωθεί από πολύ νωρίς το πρωί, έχεις φτάσει στην “απαιτητική, γιάπικη, μόνο-για-πτυχιούχους-ανώτατης-εκπαίδευσης”[10] δουλειά σου, όπου έχεις εργαστεί σκληρά για αρκετές ώρες και τώρα, κουρασμένος πια, θέλεις όσο τίποτε άλλο να γυρίσεις στο σπίτι σου και να φας ένα “γευστικό βραδινό,”[11] να χαλαρώσεις για μία δύο ώρες και να πέσεις νωρίς για ύπνο, ώστε την επομένη να σηκωθείς και πάλι από τα χαράματα και να επαναλάβεις όλα τα παραπάνω από την αρχή. Όμως, το μποτιλιάρισμα είναι απίστευτο. Δεν σου επιτρέπει να πραγματοποιήσεις αυτό το απλό πράγμα που επιθυμείς όσο τίποτε άλλο, αυτήν την αρκετά προχωρημένη ώρα τής ημέρας.

Μαζί με ‘σένα, και χιλιάδες άλλοι εργαζόμενοι, εξίσου κουρασμένοι κι αγχωμένοι, επιθυμούν το ίδιο ακριβώς πράγμα: να επιστρέψουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στο σπίτι τους. Σαν να μην έφτανε όλη αυτή η ταλαιπωρία, ξαφνικά θυμάσαι ότι χθες δεν πρόλαβες να μαγειρέψεις κάτι κι επομένως, πρέπει πριν φτάσεις σπίτι να περάσεις κι από το σουπερμάρκετ για κάποια ψώνια. Μα η κίνηση δεν σου το επιτρέπει ούτε αυτό. Φτάνεις τελικά μετά από ώρα στο σουπερμάρκετ, για να διαπιστώσεις, ότι στους πολυδαίδαλους διαδρόμους του διαγκωνίζονται κι εκεί πολλές ακόμη δεκάδες ή εκατοντάδες άλλοι άνθρωποι, οι οποίοι προσπαθούν, όπως κι εσύ, να ελιχθούν και να προωθηθούν όσο πιο γρήγορα μπορούν στα επίσης ‘μποτιλιαρισμένα’ ταμεία, ώστε να τα καταφέρουν επιτέλους να φτάσουν κάποια στιγμή σπίτι τους. Είσαι εξοργισμένος, νιώθεις ότι θέλεις οπωσδήποτε να ξεσπάσεις κάπου, όμως γνωρίζεις μέσα σου ότι “δεν μπορείς να ξεσπάσεις το θυμό σου στην ταμία που δουλεύει με ξέφρενο ρυθμό, εξουθενωμένη από τις υπερωρίες σε μια δουλειά τόσο ανιαρή κι ανούσια που ξεπερνά τη φαντασία οποιουδήποτε από εμάς σε αυτό το αναγνωρισμένο κολέγιο…”[12] Κι όταν τελικά τα καταφέρνεις με τα χίλια ζόρια να πληρώσεις, να φορτώσεις κακήν κακώς τις σακούλες με τα ψώνια στο πορτμπαγκάζ, αποφεύγοντας ανθρώπους και σκουπίδια στο βρώμικο χώρο τού υπαίθριου πάρκινγκ, καλείσαι τότε να ξαναβγείς στον μποτιλιαρισμένο δρόμο και, με απελπιστικά αργούς ρυθμούς και πάλι, να επιστρέψεις τελικά βράδυ, κατάκοπος κι οργισμένος, στο σπίτι σου.

Και θα πρέπει να είσαι έτοιμος να ανεχτείς τη διαδικασία αυτή, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, ενδεχομένως για πάρα πολλά ακόμη, ατελείωτα και βασανιστικά χρόνια, μας θυμίζει ο Wallace. Εν μέσω χιλιάδων άλλων εσωτερικών κι εξωτερικών πιέσεων, συγκρούσεων, επιθυμιών και προσδοκιών που ποτέ δεν εκπληρώνονται, προσβολών κι εξευτελισμών, πληγμάτων κατά του Εγώ και της εικόνας που έχεις για τον εαυτό σου, ανθρώπινων παρανοήσεων, μικροτήτων και λαθών, δικών σου και των άλλων. Πάνω κάτω, αυτό είναι ό,τι ονομάζουμε ‘ζωή’ ενός μέσου ενήλικα ανθρώπου, μας λέει ο Wallace και κανείς μας δεν μπορεί να αμφισβητήσει εύκολα, ότι έτσι περίπου έχουν τα πράγματα.

Κάπου πρέπει να υπάρχει ένα θεμελιώδες λάθος με όλη αυτή την ανούσια, ανιαρή και σχεδόν αποκρουστική υπόθεση. Και το λάθος, μας επισημαίνει ο Wallace, βρίσκεται σίγουρα στην τοποθέτηση του εαυτού μας, ανά πάσα στιγμή, στο επίκεντρο του κόσμου. Τείνουμε να πιστεύουμε ότι καθετί που συμβαίνει γύρω μας έχει ως αφορμή, κατάληξη και στόχο του τον εαυτό μας. Κάθε σκέψη και πράξη μας ξεκινά κι έχει ως απώτερο σκοπό της μία υποτιθέμενη βελτίωση της δικής μας ατομικής κατάστασης σε σχέση με τους υπόλοιπους ανθρώπους και με τον κόσμο συνολικά. Είμαστε εγωκεντρικοί κι εγωπαθείς στον ύψιστο βαθμό, υπό την έννοια ότι δεν γνωρίζουμε άλλο είδος σκέψης και δράσης πέραν αυτών που περιστρέφονται συστηματικά γύρω από εμάς τους ίδιους. Για την ακρίβεια, γύρω από μία εικόνα που διατηρούμε μέσα μας για τον εαυτό μας. Μία εικόνα που έχει στοιχειοθετηθεί από αμέτρητες επιμέρους μνήμες εμπειριών που έχουμε ζήσει και σκέψεων που έχουμε κάνει εσωτερικά σε σχέση με αυτές, μέχρι του σημείου στο οποίο οι μνήμες κι οι σκέψεις αυτές στερεοποιούνται σε μία ενιαία, χρονολογικά συνεχή αίσθηση ενός εαυτού, μίας ατομικότητας̇ μίας μοναδικής υποτίθεται ατομικότητας, η οποία μας χαρακτηρίζει κατά έναν ανεπανάληπτο και, συνήθως εξωραϊσμένο από εμάς, τρόπο. Είναι το δικό μας Εγώ, με το οποίο ταυτιζόμαστε ολοκληρωτικά και στο οποίο προσδενόμαστε για όλη μας τη ζωή̇ συνεκτικός του ιστός είναι ο μηχανισμός τής κτητικότητας: είναι το δικό μας Εγώ, αυτό που μόνο εμείς είμαστε, αυτό που μας διαφοροποιεί από τους άλλους και, τρόπον τινά, μας τοποθετεί σε μία ανώτερη βαθμίδα σε σχέση μ’ αυτούς. Ακριβώς στο σημείο αυτό είναι που αρχίζουν τα προβλήματα, μας λέει ο Wallace. Στο σημείο αυτό είναι που ξεκινά η σύγκρουσή μας με τους άλλους κι η εσωτερική μας φθορά, μέχρι την τελική εξάντλησή μας και πτώση.

Όταν όμως μιλάμε για τον εαυτό μας, μιλάμε άραγε για κάτι το υπαρκτό – όπως επιμένουμε να πιστεύουμε – ή για κάτι το ιδεατό; Εάν ισχύει το δεύτερο ενδεχόμενο, τότε η λύση τού όλου προβλήματος ίσως είναι πιο απλή απ’ ό,τι νομίζουμε.

“Είναι η αίσθησή μας ότι αποτελούμε έναν εαυτό, υπό την έννοια του κατόχου, που οδηγεί στον πόνο [dukkhā].”[13] Μ’ αυτόν τον τρόπο περιγράφει η Albahari την πιο βασική ίσως αρχή τού Βουδισμού: η ταύτισή μας με αυτό που αισθανόμαστε ως τον εαυτό ή το Εγώ μας, η οποία είναι συνώνυμη με την αίσθηση της κατοχής που έχουμε πάνω σε όσα πράγματα αντιλαμβανόμαστε ως οικεία μας – μνήμες, αγαπημένα πρόσωπα και πράγματα, ιδέες, πεποιθήσεις, γνώσεις, αισθήσεις, συνήθειες κλπ. – είναι η αιτία τού πόνου που βιώνουμε στην πορεία τής ζωής μας. Ταυτιζόμαστε υπερβολικά, υπνωτιζόμαστε από την ιδέα αυτού του δικού μας εαυτού, τον τοποθετούμε στο κέντρο των πάντων, με αποτέλεσμα να γινόμαστε μύωπες στη ‘μεγάλη εικόνα’ που δεν παύει να μας υποδεικνύει ότι υπάρχουν γύρω μας κι εκατομμύρια άλλες ατομικότητες, πανομοιότυπες ουσιαστικά με τη δική μας, οι οποίες κι αυτές δεν παύουν να υποπίπτουν διαρκώς στο ίδιο μ’ εμάς λάθος: είναι κι αυτές ‘εργοστασιακά προγραμματισμένες’ να πιστεύουν ότι αποτελούν όλο κι όλο το νόημα αυτού του κόσμου, ότι οι δικές τους ατομικές ανάγκες είναι οι σημαντικότερες όλων των άλλων, ότι οι ημερήσιοι μικρο-στόχοι τους, όπως το να φτάσουν πριν από όλους τους άλλους στο ταμείο τού σουπερμάρκετ κι εν συνεχεία σπίτι τους είναι η σημαντικότερη προτεραιότητα στον κόσμο κι έτσι, όλοι μαζί καταλήγουμε βυθισμένοι στη μεγαλύτερη δυνατή αγωνία και σύγκρουση με τους ανθρώπους και τον κόσμο. Πράγμα που κατ’ επέκταση οδηγεί στην απόλυτη απομόνωση και μοναξιά: “… και θα μου φαίνεται έτσι από κάθε άποψη πως όλοι οι άλλοι είναι εμπόδια στο δρόμο μου, και ποιοι στην ευχή είναι όλοι αυτοί που θα σταθούν εμπόδιο στο δρόμο μου;”[14]

Αυτόματα έχω δεχτεί το ‘εργοστασιακά’ εμπεδωμένο μέσα μου δόγμα, ότι αποτελώ το πιο σημαντικό πράγμα στον κόσμο, μ’ άλλα λόγια λειτουργώ “… με βάση την αυτόματη και ασυνείδητη πεποίθηση πως είμαι το κέντρο του κόσμου και πως οι άμεσες ανάγκες και τα αισθήματά μου είναι που θα πρέπει να καθορίζουν τις προτεραιότητες ολόκληρης της υφηλίου.”[15] Έχω ταλαιπωρηθεί πολύ όλη τη μέρα, έχω κουραστεί στη δουλειά μου, έχω τώρα ανάγκη από λίγο καλό φαγητό και ξεκούραση κι όμως, βρίσκομαι ακόμη κολλημένος στο ατελείωτο μποτιλιάρισμα, εν μέσω χιλιάδων άλλων άγνωστων κι εχθρικών προς εμένα ανθρώπων, οι οποίοι πολύ απλά με εμποδίζουν από το να ικανοποιήσω τις ανάγκες μου αυτές, να προασπίσω δηλαδή τον εαυτό μου και να τον τοποθετήσω στην επιθυμητή από εμένα κατάσταση, όπως εγώ τη φαντάζομαι. Ξεκάθαρα έχω αναγάγει τον εαυτό μου στο κέντρο τού κόσμου κι επομένως, εκ των πραγμάτων, τον έχω διαχωρίσει από όλους τους άλλους ανθρώπους, τοποθετώντας τον σε μία ανταγωνιστική-αναβαθμισμένη θέση σε σχέση μ’ αυτούς.

Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ωστόσο, ότι: “Όποτε ένα υποκείμενο διατηρεί έναντι ενός αντικειμένου, – σωματικού ή πνευματικού, – την αίσθηση ότι αυτό είναι “δικό μου”, τότε αυτομάτως το υποκείμενο αυτό έχει ταυτιστεί με το σύνολο εκείνο των πνευματικών ή σωματικών khandhās,[16] που το τοποθετούν σε μία θέση κτητικής ή πρισματικής[17] ιδιοκτησίας σε σχέση με το υπό συζήτηση αντικείμενο.”[18] Βλέπω λοιπόν τον κόσμο γύρω μου υπό το δικό μου, στενά προσωπικό, άκρως υποκειμενικό πρίσμα και θεωρώ, ότι από κάθε άποψη, τον κατέχω. Σε μία τέτοιου είδους εγωκεντρική θέαση του κόσμου, ο Άλλος δεν μπορεί φυσικά να έχει καμία απολύτως θέση:

Και κοίτα πόσο αποκρουστικοί είναι οι περισσότεροι και πόσο ηλίθιοι, μοιάζουν με πρόβατα, με το κενό τους βλέμμα, χωρίς ανθρώπινη υπόσταση καθώς περιμένουν στην ουρά για το ταμείο, ή πόσο ενοχλητικό και αγενές είναι που μιλάνε δυνατά στο κινητό τους στην ουρά, και δες πόσο βαθιά άδικο είναι που έχω δουλέψει τόσο σκληρά όλη μέρα, και είμαι πεινασμένος και κουρασμένος και δεν μπορώ καν να φτάσω στο σπίτι μου και να φάω και να ξεκουραστώ εξαιτίας όλων αυτών των ηλίθιων, αναθεματισμένων ανθρώπων.[19]

Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Ο Foster Wallace μας ζητάει ακριβώς να αλλάξουμε αυτό το στενά ιδιωτικό μας πρίσμα. Μας ζητάει να αποστασιοποιηθούμε από την αυτοματοποιημένη, σχεδόν έμφυτη μέσα μας ‘εργοστασιακή’ ρύθμιση του εμμονικού εγωκεντρισμού μας: “Το ζήτημα είναι ότι υπάρχουν και άλλοι, εντελώς διαφορετικοί, τρόποι να αναλογιστεί κανείς τέτοιου είδους καταστάσεις.”[20] Κι ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών των πιθανών διαφορετικών τρόπων είναι η μη ‘κτητική’ μας ταύτιση με οτιδήποτε έχουμε θεωρήσει μέχρι σήμερα ως αδιαμφισβήτητα ‘δικό’ μας. Η μη ταύτισή μας δηλαδή με αυτό που συνολικά ονομάζουμε ‘εαυτό’ ή ‘Εγώ’. Δεν έχει να κάνει με το τι πρέπει ή δεν πρέπει να σκεφτόμαστε, ώστε να φτάσουμε στη μία ή στην άλλη μορφή θρησκευτικής ή ηθικής τελείωσης: “Τίποτα από τα παραπάνω δεν έχει σχέση με την ηθική ή τη θρησκεία, ή με οποιοδήποτε δόγμα, ή με μεγάλα και βαρύγδουπα ερωτήματα για τη μετά θάνατον ζωή.”[21] Ο Wallace υπήρξε βεβαίως πρωτίστως ένας ‘κοσμικός’, σύγχρονος δυτικός συγγραφέας, παρά τις επανειλημμένες απόπειρές του να προσεγγίσει τη θρησκεία και τον Χριστιανισμό, απόπειρες οι οποίες προφανώς εξηγούνται στη βάση τής δεινής ψυχολογικής – και σωματικής – κατάστασης στην οποία βρέθηκε για μεγάλο μέρος τής ζωής του. Δεν τον ενδιαφέρει κάποιου είδους μεταφυσικό επέκεινα, αλλά η Αλήθεια αυτής εδώ της ζωής, όσο ακόμη τη ζούμε: “Η Αλήθεια με Α κεφαλαίο έχει να κάνει με τη ζωή πριν από το θάνατο.”[22]

Πώς μπορεί λοιπόν κανείς κατ’ αρχάς να αντιληφθεί τους βαθύτατους περιορισμούς που εκπηγάζουν από την ιδιαίτερα στενή αυτή προοπτική, υπό την οποία ο σκληρός πυρήνας τού ‘Εγώ’ του ατενίζει κατά ατελή και πάντα προβληματικό τρόπο τον κόσμο γύρω του; Ειδικά όταν είναι σαφές ότι πρόκειται για έναν καθαρά αντανακλαστικό μηχανισμό, ο οποίος μας παρουσιάζεται ως μάλλον εγγενής στην ανθρώπινη φύση;

Θα μπορούσε ποτέ το modus operandi τού υποκειμένου, η οντότητα εκείνη που παρατηρεί [witnessing], να βγει έξω από τη συγκεκριμένη προοπτική από την οποία δείχνει να ατενίζει τον κόσμο; Μ’ άλλα λόγια, θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει κάτι το οποίο να μπορεί να ονομαστεί καθαρή παρατήρηση, χωρίς συγκεκριμένο τρόπο ή προοπτικό τόπο – κι επομένως, χωρίς παρατηρούμενα αντικείμενα που να καθιστούν απαραίτητη την ύπαρξη της προοπτικής ενός υποκειμένου μέσω της οποίας αυτό τα παρατηρεί; Εάν θα μπορούσε ποτέ η παρατήρηση να συμβεί χωρίς κάποια συγκεκριμένη προοπτική (δηλαδή, χωρίς υποκείμενο), τότε το ‘υποκείμενο’, όπως το έχω ορίσει εδώ, είναι πιθανό τελικά να αναφέρεται σε κάτι το οποίο δεν είναι ίσως και τόσο θεμελιώδες από ψυχολογικής απόψεως, όσο φαντάζει σε ένα προ-θεωρητικό επίπεδο.[23]

Η περιγραφή αυτή τής Albahari μοιάζει πολύ με άλλες που προέρχονται από την Ανατολή και αναφέρονται γενικά στην κατάσταση του λεγόμενου διαλογισμού. Την κατάσταση εκείνη δηλαδή στην οποία υποτίθεται πως ο διαλογιζόμενος έχει υπερβεί τη διαρκή παρόρμηση της θέλησης και της επιθυμίας, το αέναο πηγαινέλα τής σκέψης σε παρελθόν και μέλλον, την ταύτιση με κάθε λογής απόψεις, ιδέες, πρόσωπα και πράγματα, μ’ άλλα λόγια, έχει παύσει την ασταμάτητη φλυαρία τού εγκεφάλου του κι επομένως, έχει εξέλθει από τον περιορισμένο εκείνον χωρόχρονο, τού οποίου είμαστε όλοι δέσμιοι εφ’ όρου ζωής – τον χωρόχρονο τού ‘Εγώ’. Πρόκειται επομένως για μία κατάσταση στην οποία το ίδιο το υποκείμενο έχει πάψει να υπάρχει. Και, ελλείψει υποκειμένου, όπως μας υποδεικνύει η Albahari, δεν υπάρχει ούτε και παρατηρούμενο πράγμα, ούτε ταύτιση με αυτό, ούτε συσσώρευση της εικόνας του στη μνήμη κάποιου υποκειμένου, ούτε σκέψη, ούτε συναίσθημα που να δημιουργείται από αυτό ή να κατευθύνεται προς αυτό: “Ο διαλογισμός είναι η κίνηση που καταστρέφει τον παρατηρητή, εκείνον που μαζεύει εμπειρίες̇ είναι μία κίνηση που βρίσκεται πέρα από κάθε σύμβολο, σκέψη και συναίσθημα.”[24]

Τότε μόνο μπορεί να υπάρξει εκείνη η καθαρή παρατήρηση για την οποία μας μιλάει η Albahari. Μία κατάσταση εγρήγορσης κι επίγνωσης του εγκεφάλου σε σχέση με οτιδήποτε συμβαίνει μέσα και έξω του, αλλά κατά έναν τρόπο παθητικό κι αμέτοχο, που δεν επιτρέπει στην ταύτιση και σε οποιοδήποτε άλλο είδος συναισθηματικής εμπλοκής τού παρατηρητή να παρεισφρήσουν στη σχέση του με το παρατηρούμενο.

Φαίνεται ότι σε μία παρόμοια κατάσταση αναφέρεται κι ο Wallace στη δική του ομιλία:

Έχει να κάνει με την αληθινή αξία της αληθινής μόρφωσης, η οποία διόλου δεν σχετίζεται με βαθμούς και πτυχία̇ σχετίζεται απόλυτα με την απλή επίγνωση – την επίγνωση του τι είναι πραγματικό και απαραίτητο, τόσο καλά κρυμμένο σε κοινή θέα παντού γύρω μας, που πρέπει να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας ξανά και ξανά: “Αυτό εδώ είναι νερό.” “Αυτό εδώ είναι νερό.”[25]

Μία κατάσταση απλής, συνεχούς, παθητικής υπόμνησης του εαυτού, είναι στην ουσία πολύ παρόμοια με την κατάσταση της απουσίας τού εαυτού κατά J. Krishnamurti. Σκέψεις έρχονται και φεύγουν για το καθετί, οι μηχανισμοί τής επιθυμίας και της θέλησης ενδεχομένως συνεχίζουν την ακατάπαυστη, ενοχλητική λειτουργία τους, το ίδιο κι αυτός της ταύτισης με όλες τις παράπλευρες απώλειες που συνεπάγεται, όμως πλέον το ‘υποκείμενο’, ο ‘παρατηρητής’ δεν βρίσκεται εκεί. Έχει χάσει θα λέγαμε τη (χρονική) συνοχή του, αφ’ ης στιγμής εξέλιπε ο παράγοντας της ταύτισής του με οτιδήποτε νόμιζε μέχρι τώρα ότι κατείχε. Στην απαλοιφή τού αισθήματος της κατοχής, η πραγματική κατοχή τού εαυτού – όπως θα έλεγε ο Michelstaedter – ανθίζει. ‘Παρατηρητής’ και ‘παρατηρούμενο’ έχουν συγχωνευθεί, – όχι μέσω κάποιας μεταφυσικής, μαγικής φόρμουλας, – απλά κάθε περιττή ταύτιση τού ‘παρατηρητή’ με το ‘παρατηρούμενο’ έχει εκλείψει, κάθε συναισθηματική δέσμευση ή επένδυση του πρώτου σε σχέση με το δεύτερο έχει απαλειφθεί κι ως εκ τούτου, δεν υπάρχει πια καμία από τις συσσωρεύσεις εκείνες που, συν τω χρόνω, οδηγούν στο σχηματισμό της επώδυνης, χρονικά χρωματισμένης, οντότητας του ‘Εγώ’. Τότε, το μποτιλιάρισμα, η επιτακτική μας ανάγκη να γυρίσουμε σπίτι και να φάμε το ζεστό φαγητό μας χάνουν ίσως λίγη από την επιτακτικότητα και τη σημασία τους κι ο τερατώδης Άλλος – τον οποίο μέχρι τώρα, γεμάτοι φόβο και μίσος παρατηρούσαμε μέσα από τα τζάμια τού αυτοκινήτου μας ως τον απόλυτο Εχθρό – ανακτά ίσως τώρα λίγη από τη σημασία του, γίνεται κάπως λιγότερο απειλητικός για την ‘επιβίωση’ και τη ‘σωματική μας ακεραιότητα’ – στην ιδανική περίπτωση γίνεται μία φιλική προς εμάς οντότητα, με την οποία μπορούμε πλέον να έρθουμε σε μία άλλου είδους σχέση, σίγουρα όχι την ανταγωνιστική κι εχθρική που είχαμε μέχρι τώρα:

Το πραγματικά σημαντικό είδος ελευθερίας έχει να κάνει με την προσοχή και την επίγνωση, την πειθαρχία και την προσπάθεια, και την ικανότητα να νοιάζεσαι αληθινά για τους άλλους και να θυσιάζεσαι γι’ αυτούς, ξανά και ξανά, με αναρίθμητους ασήμαντους, αφανείς και διόλου ελκυστικούς τρόπους, κάθε μέρα. Αυτή είναι η πραγματική ελευθερία.[26]

Ο J. Krishnamurti θα είχε αφαιρέσει τις λέξεις ‘πειθαρχία’ και ‘προσπάθεια’ και θα κρατούσε μόνο αυτές της ‘προσοχής’ και της ‘επίγνωσης’. Η προσπάθεια οπωσδήποτε θα φέρει νέες συγκρούσεις και πρόσθετη σπατάλη ενέργειας, μίας ενέργειας η οποία μπορεί – κι επιβάλλεται – να χρησιμοποιηθεί για τον πολύ πιο εποικοδομητικό στόχο τής αμέτοχης παρατήρησης του εαυτού, του μόνου παράγοντα που, σύμφωνα με τον J. Krishnamurti, αρκεί για το άναμμα της φλόγας που εξαλείφει τη σκέψη και τον εαυτό τον ίδιο.

Ο Wallace παραμένει βέβαια ένας Δυτικός συγγραφέας και διανοητής. Όμως, το μήνυμά του είναι ξεκάθαρα Ανατολικών καταβολών. Μας θυμίζει ίσως περισσότερο την πιο εκδυτικισμένη εκδοχή τού Σουφισμού, όπως την εισήγαγε κατά το πρώτο ήμισυ τού 20ού αιώνα στη Δύση ο Gurdjieff. Αν είναι κάτι σχετικά σαφές κι επίμονα επαναλαμβανόμενο στην κατά τ’ άλλα αινιγματική κι ερμητική διδασκαλία τού Gurdjieff, αυτό είναι η διττή αρχή τής ‘αυτο-παρατήρησης’ και της ‘υπόμνησης του εαυτού’: “Η μορφή τής αυτο-παρατήρησης την οποία υποστηρίζει ο Gurdjieff είναι αμιγώς μία μορφή μη-κριτικής, παθητικής αυτο-επίγνωσης, κατά τρόπο που να μην οδηγείται κανείς στην ταύτιση με τη διαδικασία τής ανάλυσης των ίδιων του των πράξεων, όπως τόσο συχνά συμβαίνει με τη μεθοδολογία που ακολουθούν οι σύγχρονοι ψυχολόγοι (οι Freud και Jung, μεταξύ άλλων).”[27] Απλή προσοχή κι επίγνωση λοιπόν, όπως ακριβώς το θέτει κι ο Wallace[28] κι όχι ανάλυση του παρατηρητή από τον ίδιο τον παρατηρητή¸ του αναλυόμενου από τον εαυτό του. Όχι αξιολόγηση, θετικές κι αρνητικές κρίσεις, όχι συμπεράσματα οποιουδήποτε είδους. Όλα αυτά έχουν δοκιμαστεί αιώνες τώρα και δεν έχουν οδηγήσει σε κανενός είδους ριζική μεταβολή μέσα μας. Η ίδια η Ψυχανάλυση έχει φτάσει προ πολλού στα δικά της γνωστά αδιέξοδα, ακριβώς λόγω αυτής της στείρας αυτο-αναλυτικής μεθοδολογίας, στην οποία τόσο αφελώς πίστεψε. Τόσο ο Gurdjieff, όσο κι ο Wallace ‘δείχνουν’ προς την κατεύθυνση της αμέτοχης – αλλά επ’ ουδενί οκνηρής – παρατήρησης του εαυτού, χωρίς τον παράγοντα της παρέμβασης στο παρατηρούμενο, χωρίς δηλαδή τη δράση τής βούλησης, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ίδιο, πανταχού παρόν Εγώ μας, μασκαρεμένο με τα χιλιάδες διαφορετικά πρόσωπα της επιθυμίας και της δράσης. Κι από την αμέτοχη, αλλά ενεργή αυτή παρατήρηση του εαυτού, ακολουθώντας τον από στιγμή σε στιγμή, σε όλες τις αμέτρητες εκδηλώσεις του, παρακολουθώντας μία-μία τις μυριάδες μεταμορφώσεις του, θα έρθει ίσως κάποτε η στιγμιαία κατανόησή του στο σύνολό του και, μαζί με αυτήν, το οριστικό του τέλος. Τότε μόνο είναι πιθανόν, τη θέση του να πάρει εκείνη η “ικανότητα να νοιάζεσαι αληθινά για τους άλλους και να θυσιάζεσαι γι’ αυτούς, ξανά και ξανά, με αναρίθμητους ασήμαντους, αφανείς και διόλου ελκυστικούς τρόπους, κάθε μέρα,”[29] για την οποία μας μιλά ο Wallace.

Τελικά, αυτό για το οποίο μας μιλά ο Wallace, είναι περίπου το ίδιο πράγμα με αυτό για το οποίο μας έχουν μιλήσει κι ο J. Krishnamurti, ο Gurdjieff κι οι αρχαίοι Βουδιστές δάσκαλοι: η ρίζα κάθε προβλήματός μας είναι η πανίσχυρη αυτή, εγγενής προσκόλλησή μας στο Εγώ μας. Αυτό είναι υπεύθυνο για την απομόνωσή μας από τους άλλους κι από τον κόσμο. Αυτό είναι η πηγή τής εσωτερικής δυστυχίας μας. Το Εγώ έχει ένα εκατομμύρια διαφορετικά κεφάλια, αλλάζει διαρκώς μορφή, λειτουργεί τόσο αυτόματα, που είναι σχεδόν αδύνατο να το συλλάβεις εν δράσει και να μην του επιτρέψεις να ολοκληρώσει την καταστρεπτική του δράση. Απαιτείται τεράστια εγρήγορση, όπως μας λέει ο Wallace – όπως το επανέλαβε συστηματικά κατά τη διάρκεια της ζωής του κι ο J. Krishnamurti – ώστε να παρατηρήσει κανείς τους αμέτρητους τρόπους του, να το κατανοήσει βαθιά και στο σύνολό του, αστραπιαία, σε μία μόνο στιγμή, ενόσω το παρατηρεί εν δράσει, και να το αποτινάξει από πάνω του οριστικά. Πρόκειται για έργο εκπληκτικά δύσκολο, όπως το τονίζει κι ο Wallace,[30] όμως αξίζει τον κόπο να σκεφτεί κανείς πάνω σε αυτά τα πράγματα, αφήνοντας για λίγο κατά μέρος τις σπουδές του και την απόκτηση ‘ξερής’ γνώσης, εάν πραγματικά θέλει “… να φτάσει μέχρι τα τριάντα, ή ακόμα και τα πενήντα του, χωρίς να θελήσει να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα.”[31]

Όποιος καταφέρει να επιφέρει μέσα του αυτήν την ανώτερου επιπέδου επαγρύπνηση, έχει ίσως κάποιες πιθανότητες να αποτινάξει τελικά από πάνω του το Εγώ και τους δυσάρεστους αυτοματισμούς του. Τότε, αν είναι αρκετά τυχερός, θα διαπιστώσει ότι υπάρχει πλέον χώρος μέσα του για την περιπόθητη αγάπη, τον όρο – ή καλύτερα την κατάσταση ύπαρξης εκείνη – που παραμένει ακόμη εν πολλοίς μία ανεξερεύνητη ποιότητα για τον άνθρωπο.

Σε τελική ανάλυση, για την αγάπη μιλάει στην ομιλία του προς τους αποφοίτους τού Κολεγίου Κένιον ο Wallace στο Αυτό εδώ είναι νερό, γνωρίζοντας πολύ καλά από πρώτο χέρι και με τον πιο επώδυνο τρόπο, πως οτιδήποτε άλλο, έχει αποτύχει παταγωδώς. Προς αυτήν την άγνωστη σε όλους μας διάσταση στρέφεται μέσα στην επιθανάτια αγωνία του: μόλις τρία χρόνια μετά την εκφώνηση της ομιλίας του στο Κολέγιο Κένιον, ο Wallace προτίμησε να θέσει ένα τέλος στη ζωή του. Μετά τον θάνατό του αποκαλύφθηκε από τον πατέρα του, ότι έπασχε για πολλά χρόνια από βαριά κλινική κατάθλιψη, την οποία αντιμετώπιζε με ισχυρές φαρμακευτικές θεραπείες, μέχρις ότου απέκτησε ανοσία και σε αυτές. Η ομιλία του στο Κένιον αποτελούσε προφανώς μία σύνοψη όλων των ‘φιλοσοφικών εργαλείων’ με τα οποία ο ίδιος επιχείρησε να κατανικήσει την ασθένειά του, κατά τη διάρκεια της σύντομης σχετικά ζωής του.

Διαβάζοντας σήμερα το βιβλίο με το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της ομιλίας του εκείνης, βρισκόμαστε κι εμείς μπροστά στο ίδιο μεγάλο στοίχημα, αυτό που αντιμετώπισε κι ο Wallace κι εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι μέχρι σήμερα: το κατά πόσο θα μπορέσει δηλαδή ο καθένας από εμάς να επιφέρει στην καθημερινή του ζωή μία πραγματικά ριζική εσωτερική επανάσταση, η οποία θα εξαλείψει κάθε αυτόματο, ζωώδες αντανακλαστικό μας, πώς θα επιφέρει την εγρήγορση εκείνη για την οποία μας μιλά ο Wallace, πώς θα αποκαθάρει τον εαυτό του από την επιζήμια δράση τού Εγώ και του εαυτού, πώς θα καταφέρει να έλθει τελικά σε μία σχέση συμπόνιας και αγάπης με τους ανθρώπους, τον εαυτό του και τον κόσμο και να αποφύγει τελικά να ενδώσει στον πειρασμό “να τινάξει τα μυαλά του στον αέρα”, όπως φοβόταν ο Wallace ότι θα συνέβαινε κάποια στιγμή στη δική του ζωή – ορθά δυστυχώς, όπως αποδείχθηκε.

Σημειώσεις

[1] Το Αυτό εδώ είναι νερό είναι στην ουσία η εναρκτήρια ομιλία που εκφώνησε το 2005 ο Foster Wallace στην τελετή αποφοίτησης του Κολεγίου Κένιον, μετά από σχετική πρόσκληση που δέχτηκε.

[2] David Foster Wallace, Αυτό εδώ είναι νερό (Αθήνα: Κριτική, 2015), σ. 34.

[3] Ό.π., σ. 36. Ο Wallace δομεί ολόκληρη την επιχειρηματολογία του γύρω από δύο διδακτικές ιστοριούλες. Στην πρώτη, δύο νεαρά ψάρια διασταυρώνονται καθώς κολυμπούν στο νερό με ένα γηραιότερο, που τα ρωτάει: “Καλημέρα παιδιά. Πώς είναι το νερό;” Καθώς τα δύο ψάρια απομακρύνονται απορημένα, ρωτάει το ένα το άλλο: “Τι στο καλό είναι το νερό;” (σσ. 9-10). Στη δεύτερη ιστορία, ένας άθεος κι ένας θρήσκος κάθονται σ’ ένα μπαρ, στη μέση του πουθενά, κάπου στη χιονισμένη Αλάσκα. Ο άθεος εξηγεί στον θρήσκο, ότι πλέον, δεν έχει καμία αμφιβολία ότι δεν υπάρχει θεός και του διηγείται πώς τον προηγούμενο μήνα βρέθηκε ολομόναχος, πολύ μακριά από τον καταυλισμό του, στο μέσον μίας σφοδρής χιονοθύελλας, με το θερμόμετρο να δείχνει πενήντα υπό το μηδέν κι ότι τότε, για πρώτη φορά στη ζωή του έπεσε στα γόνατα και ζήτησε βοήθεια από τον θεό. – “Επομένως, πρέπει πλέον να πιστεύεις”, του απαντά ο θρήσκος. “Άλλωστε, νά ‘σαι εδώ μπροστά μου, ολοζώντανος.” Κι ο άθεος του απαντά: “Όχι ρε φίλε, αυτό που συνέβη είναι ότι δύο Εσκιμώοι έτυχε να περνούν από εκεί και μου έδειξαν το δρόμο για τον καταυλισμό” (ό.π., σσ. 23-29).

[4] Ό.π., σ. 38.

[5] Ό.π., σ. 42.

[6] Ό.π., σ. 44.

[7] Ό.π., σ. 41.

[8] Ό.π.

[9] Ό.π., σ. 39.

[10] Ό.π., σ. 73.

[11] Ό.π.

[12] Ό.π., σ. 77.

[13] Miri Albahari, Analytical Buddhism. The Two-Tiered Illusion of Self (Hampshire & New York: Palgrave, 2006), p. 53.

[14] Wallace, Αυτό εδώ είναι νερό, σ. 83.

[15] Ό.π., σ. 89.

[16] Τα πέντε khandhās ή skandhas στη Βουδιστική διδασκαλία είναι τα πέντε συστατικά στοιχεία (aggregates) από τα οποία αποτελείται η προσωπικότητα του ανθρώπου: Μορφή (pa), Αίσθηση (vedanā), Αντίληψη (saṃjñā), Συνείδηση (Σανσκριτικά: vijñāna, Πάλι: viññāṇa) και η (νοητική) Εντύπωση (Σανσκριτικά: vāsanā or samskāra). Η προσκόλλησή μας στα πέντε khandhās οδηγεί σύμφωνα με τον Βουδισμό, με μαθηματική ακρίβεια στην ψευδαίσθηση (māyā) και τελικά στον πόνο (dukkhā).

[17] Με τον όρο αυτό (‘perspectival’ στα Αγγλικά), η Albahari εννοεί τη γέννηση του εαυτού από- και την έμφυτη τάση του προς- μία θέαση του κόσμου από μία συγκεκριμένη (καθαρά υποκειμενική) οπτική γωνία, υπό ένα καθαρά δικό του πρίσμα, το οποίο αντιλαμβάνεται απολύτως ως μοναδικά δικό του: βλέπω τον κόσμο από τη δική μου οπτική γωνία κι έτσι γνωρίζω ότι εγώ είμαι εγώ.

[18] Albahari, Analytical Buddhism, p. 59.

[19] Wallace, Αυτό εδώ είναι νερό, σ. 84.

[20] Ό.π., σ. 90.

[21] Ό.π., σ. 134.

[22] Ό.π., σ. 135.

[23] Albahari, Analytical Buddhism, pp. 8-9.

[24] Τζίντου Κρισναμούρτι, Σημειώσεις (Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 1996), σ. 103.

[25] Wallace, Αυτό εδώ είναι νερό, σσ. 137-139.

[26] Ό.π., σσ. 126-127.

[27] Robert L. Rustad, “An Exercise in Self-Education: the Use of the Self-Observation Technique from the Theory of G. I. Gurdjieff”, Master of Education Thesis (West Vancouver: Simon Fraser University, 1981), p. 45.

[28] Wallace, Αυτό εδώ είναι νερό, σσ. 126-127.

[29] Ό.π.

[30] “… γιατί είναι δύσκολο, απαιτεί θέληση και διανοητική προσπάθεια, και αν είστε σαν κι εμένα, κάποιες μέρες δεν θα μπορείτε να το πετύχετε, ή απλώς δεν θα θέλετε με τίποτα να το κάνετε” (ό.π., σ. 94).

[31] Ό.π., σ. 136. Το συγκεκριμένο απόσπασμα το έχουμε παραλλάξει ως προς το πρόσωπο των ρημάτων: ο Wallace χρησιμοποιεί το β’ πληθυντικό (απευθύνεται στους φοιτητές), ενώ εμείς το β’ ενικό.

Προηγούμενο άρθροH altum silentium του Arvo Pärt (της Ηλέκτρας Λαζάρ)
Επόμενο άρθροΚαραβίδες, best seller στον καιρό του εγκλεισμού (της Θεοδώρας Δ. Πατρώνα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ