Δ.Παπαμάρκος: Εμπειρία που κλονίζει τη συνείδηση

1
947

 

(επιμέλεια: Γιούλη Αναστασοπούλου).

 

Αυτοσύσταση: Tι πρέπει να γνωρίζουν οι αναγνώστες σου για σένα και τους ήρωές σου; Τι σε κινητοποίησε να γράψεις το «Γκιάκ»;

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάτι που «πρέπει» να γνωρίζουν οι αναγνώστες μου για εμένα. Το ότι το έργο ενός συγγραφέα μπορεί να παρουσιάζει ένα ενδιαφέρον, δεν σημαίνει ότι ανάλογο ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο συγγραφέας σαν άνθρωπος. Τουλάχιστον, αυτό ισχύει στην περίπτωσή μου. Και μιας και στη σχέση συγγραφέα-αναγνωστών, ο συγγραφέας ταυτίζεται με το έργο του και τους χαρακτήρες που το κατοικούν, θα προτιμήσω να πω κάποια πράγματα γι’ αυτούς.

Οι άνδρες ήρωες του «Γκιακ», λοιπόν, προέρχονται από τις αγροτικές αρβανίτικες κοινότητες της Λοκρίδας και πέραν της καταγωγής και αγωγής τους, έχουν και κάτι άλλο κοινό, την εμπειρία του πολέμου της Μικράς Ασίας. Άλλοι φέρουν αυτήν την εμπειρία ως τραύμα, άλλοι ως απλό βίωμα. Σε κάθε περίπτωση όμως, και για όλους ανεξαιρέτως, είναι μια εμπειρία που κλονίζει την συνείδησή τους και τους ωθεί σε έναν επαναπροσδιορισμό της ταυτότητάς τους και της θέσης τους στον κόσμο, μέσα από μία διαδικασία σύγκρουσης με τους ασφυκτικούς παραδοσιακούς κώδικες που διέπουν την ζωή των κοινωνιών από τις οποίες προέρχονται και στις οποίες επιστρέφουν.

Αλλά υπάρχει ένας ήρωας, ή μάλλον ηρωίδα, που διαφοροποιείται από τους παραπάνω. Πρώτ’ από όλα λόγω του φύλου της και κατά δεύτερον λόγω του ότι η δική της εμπειρία δεν είναι εμπειρία πολέμου. Ο χαρακτήρας της ηρωίδας της «Παραλογής» διαμορφώνεται από την εμπειρία του θανάτου του συζύγου της. Αυτό είναι το βαθύ τραύμα που την μεταμορφώνει και την οδηγεί στην υπέρβαση όχι μόνο του κοινωνικού και έμφυλου ρόλου της, αλλά και της ίδιας της θέσης της μέσα στον φυσικό κόσμο. Γιατί σε αντίθεση με τους άντρες ήρωες των διηγημάτων, αυτή η χήρα δεν αναμετράται μόνο με κοινωνικές συμβάσεις, αλλά και με τον φυσικό νόμο του θανάτου, που αντιπροσωπεύει ο Χάρος.

Όσον αφορά την τελευταία σας ερώτηση και το τι με κινητοποίησε να γράψω το «Γκιακ», δεν ξέρω αν θα μπορούσα να απαντήσω όσο συνοπτικά χρειάζεται για να μην κουράσω τους αναγνώστες μας. Πολλά είναι εκείνα τα πράγματα που πιέζουν έναν συγγραφέα να γράψει, και συνήθως δεν είναι μόνο αυτά που τον ώθησαν να γράψουν την πρώτη λέξη, αφού κατά τη διάρκεια της συγγραφής, μιας διαδικασίας που εκτείνεται μέσα στον χρόνο, έρχονται συνεχώς ολοένα και περισσότερα να προστεθούν. Θα μπορούσα όμως να πω για εκείνο που στάθηκε αφορμή να γεννηθεί η ιδέα του «Γκιακ», και αυτό ήταν ένα ταξίδι στην Μικρά Ασία πριν από δύο χρόνια. Η σκέψη ότι βρισκόμουν στα ίδια μέρη με αυτά που πριν από περίπου έναν αιώνα είχαν βρεθεί οι πρόγονοί μου, πρώτοι εισηγητές μου στην αφήγηση αυτής της περιοχής και εποχής, δημιούργησε μέσα μου την ανάγκη να εξερευνήσω αυτόν τον φυσικό, αλλά και συναισθηματικό και στοχαστικό τόπο που μοιραζόμασταν, έστω και ασυγχρόνιστα, μέσα από το φίλτρο του δικού τους αντιληπτικού σύμπαντος.

Με ποιο κείμενο συνομιλεί το κείμενό σου;

Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να το εντοπίσω σε ένα συγκεκριμένο κείμενο. Και με αυτόν τον τρόπο δεν προσπαθώ να δρέψω δάφνες απόλυτης πρωτοτυπίας. Απλά, έτσι τουλάχιστον όπως το έχω σκεφτεί ο ίδιος εκ των υστέρων, μετά δηλαδή ακόμα και την έκδοση του «Γκιακ», νομίζω πως τα κείμενά μου συνομιλούν με μία ευρύτερη κατηγορία αφηγήσεων. Με τον κόσμο δηλαδή των προφορικών ανιστορήσεων, είτε μυθοπλαστικών είτε πραγματικών, και των τραγουδιών της παράδοσης των ανθρώπινων κοινοτήτων που όρισαν την πορεία μου προς την ενηλικίωση. Αυτό το σύμπαν «κατοικούσα» κατά τη διάρκεια της συγγραφής του «Γκιακ» και με αυτές τις εξω-λογοτεχνικές φωνές συνομιλούσα. Για να μην παρεξηγηθώ, έχω συναίσθηση του ότι η χρήση των κατασκευασμένων μαρτυριών και του τοπικού ιδιώματος δεν είναι κάτι που έφερα εγώ για πρώτη φορά στην ελληνική λογοτεχνία, απλά αυτό που θέλω να πω είναι ότι, τουλάχιστον συνειδητά, δεν συνδιαλέχθηκα με αυτά τα έργα. Εν πολλοίς, αυτό οφείλεται σε δικές μου αναγνωστικές ελλείψεις. Από την άλλη, διακρίνω στοιχεία στο κείμενό μου που προέρχονται από αγαπημένα μου λογοτεχνικά είδη, όπως αυτά της λογοτεχνίας του φανταστικού, τρόμου κι επιστημονικής φαντασίας, που για χρόνια καταβρόχθιζα βουλιμικά, αλλά και από αναγνώσματα ακαδημαϊκά πεδίων όπως η ιστορία και η ψυχιατρική.

Τι σημαίνει για σένα το βραβείο του Αναγνώστη;

Ένα βραβείο, και ειδικά ένα βραβείο τόσο σημαντικό όπως αυτό του «Αναγνώστη», είναι κάτι σαν ένα χάδι που μετριάζει κάπως την αυτοϋπονομευτική διαδικασία της αναμέτρησης με τη λογοτεχνία. Με άλλα λόγια, δεν το θεωρώ επίσημη διακήρυξη υπεροχής του βιβλίου μου έναντι των υπολοίπων, συνυποψηφίων στην ίδια κατηγορία ή μη. Το κάθε άλλο. Το βλέπω σαν μία πράξη που σημαίνει την αποδοχή του βιβλίου μου από ανθρώπους με πολύ πιο οξυμένο λογοτεχνικό κριτήριο από το δικό μου και την υπενθύμιση της ευθύνης έκθεσης που συνιστά η έκδοση ενός βιβλίου. Την ευθύνη αυτή δεν την εννοώ σαν βάρος, αλλά σαν ένα διαρκές memento ότι κάθε βιβλίο που κυκλοφορεί είναι βάση έναρξης διαλόγου, μονοσήμαντου πολλές φορές, διαλόγου παρ’ όλα αυτά. Και όταν συμμετέχουμε σε αυτόν τον διάλογο οφείλουμε να το κάνουμε με τη μέγιστη δυνατή εντιμότητα και ειλικρίνεια.

Πώς γράφεις και πού;

Τα τελευταία χρόνια γράφω σε οτιδήποτε έχει οθόνη και πλήκτρα, είτε αυτό είναι υπολογιστής είτε, έχει συμβεί και αυτό, κινητό τηλέφωνο. Πάντοτε, ωστόσο, με συνοδεία καφέ και τσιγάρων. Και τα δύο σε μεγάλες ποσότητες.

Όσο για το πού, σίγουρα προτιμώ κάπου στο σπίτι μου όπου μπορώ να ακουμπήσω τον υπολογιστή μου, είτε πρόκειται για το γραφείο μου, το τραπεζάκι του σαλονιού ή το τραπέζι της κουζίνας. Αλλά έχει τύχει και κάμποσες φορές να βρεθώ να γράφω σε καφετέριες, βιβλιοθήκες ή στριμωγμένος στη θέση κάποιου αεροπλάνου ή ΚΤΕΛ.

Αισθάνεσαι ότι ανήκεις σε μια γενιά συγγραφέων;

Αν ορίζουμε την γενιά ηλικιακά, οπωσδήποτε. Αν την ορίζουμε λογοτεχνικά, θα έλεγα πως όχι. Και όχι επειδή διεκδικώ για τον εαυτό μου μια θέση ξεχωριστή στη σύγχρονη λογοτεχνική σκηνή, αλλά γιατί η εικόνα που έχω αποκομίσει παρακολουθώντας τους σύγχρονους έλληνες λογοτέχνες είναι ότι οι αναζητήσεις του καθενός μας δεν διακρίνονται από κάποια ομοιογένεια ή κοινή στόχευση κι αντίληψη περί λογοτεχνίας. Συνεπώς, λείπουν εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την συγκρότηση μιας λογοτεχνικής γενιάς. Βέβαια να πω, πως αυτό δεν το βρίσκω καθόλου αρνητικό, αφού έτσι μας δίνεται η δυνατότητα να συνομιλούμε με κείμενα πολύ διαφορετικά από αυτά που γράφουμε οι ίδιοι κι έτσι να πλουτίζουμε τα ερεθίσματά μας και να διευρύνουμε την λογοτεχνική μας παιδεία.

Αν μπορούσες να αλλάξεις ένα αγαπημένο σου βιβλίο ποια θα ήταν η παρέμβασή σου;

Αν μιλάμε για το αγαπημένο μου βιβλίο, τότε δεν θα τολμούσα να αλλάξω τίποτα παρά μόνο ίσως τα τυπογραφικά του στοιχεία και το εξώφυλλο.

Ποιο είναι το επόμενο βιβλίο σου;

Το επόμενό μου βιβλίο βρίσκεται σε τόσο πρώιμο εμβρυϊκό στάδιο που ελάχιστα μπορώ να προβλέψω σχετικά με την εξέλιξή του. Το μόνο που γνωρίζω με βεβαιότητα είναι το είδος στο οποίο ανήκει το έμβρυο, αυτό του μυθιστορήματος.

Απάντησε σε μια ερώτηση που δεν σου έχουν κάνει ακόμα.

Τις σαύρες.

Tι σου λείπει από το Λογοτεχνικό τοπίο σήμερα.

Θα ήμουν μάλλον πλεονέκτης ή γκρινιάρης αν διαμαρτυρόμουν για το λογοτεχνικό τοπίο στις μέρες μας. Αντίθετα, θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό ως αναγνώστη, αλλά και ως συγγραφέα, που έχω την δυνατότητα να έρχομαι σε επαφή με μία εξαιρετικά πλούσια και πολυσυλλεκτική ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, τόσο όσον αφορά τους αισθητικούς της προσανατολισμούς, τα θέματά της, αλλά και τις ειδολογικές της κατηγορίες.

Ποιον νέο συγγραφέα θα μας πρότεινες να φιλοξενήσουμε στις Συστατικές Επιστολές;

Τον Δημήτρη Καρακίτσο. Κι αν χρειάζεται να στηρίξω το σκεπτικό μου, θα παραπέμψω στο βιβλίο του «Βένουσμπεργκ». Διαβάζοντάς το κανείς θα διαπιστώσει τους πολλούς καλούς λόγους που με οδήγησαν σε αυτήν την επιλογή.

 

Μικρό βιογραφικό:

Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος γεννήθηκε το 1983 στη Μαλεσσίνα Λοκρίδας. Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Η Αδελφότητα του Πυριτίου (Αρμός, 1998) και Ο Τέταρτος Ιππότης (Κέδρος, 2001), και τη συλλογή διηγημάτων Μεταποίηση (Κέδρος, 2012), υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. ΤοΓκιακ είναι η τελευταία του συλλογή διηγημάτων (Αντίποδες, 2014), η οποία πρόσφατα έλαβε το Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού «Αναγνώστης». Είναι υποψήφιος διδάκτορας Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Προηγούμενο άρθροΆκης Παπαντώνης: μοιράζομαι μια κοινή ελπίδα
Επόμενο άρθροΞαναγράφοντας την Αποκάλυψη

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ