Δ. Καραντζάς, «Το σπίτι»: ποια βία μπαίνει απ’ το παράθυρο; (της Όλγας Σελλά)

0
211

 

της Όλγας Σελλά

 

Πώς είμαστε όταν βρισκόμαστε μόνοι στο σπίτι; Ο Δημήτρης Καραντζάς θεατροποίησε έξοχα την εικόνα του εαυτού μας που δεν μπορούμε να δούμε: πώς κινούμαστε όταν είμαστε στο σπίτι μας. Πώς μονολογούμε σκρολάροντας, πώς σηκωνόμαστε κάθε τόσο να μασουλήσουμε κάτι, να κάνουμε μια δουλειά που είχαμε ξεχάσει, να χαζέψουμε απ’ το παράθυρο, να σηκωθούμε από το γραφείο, να ξανακαθίσουμε στο γραφείο, να τυπώσουμε κάτι, να φυλλομετρήσουμε ένα βιβλίο ή τις σελίδες που τυπώσαμε, ν’ αλλάξουμε θέση στην καρέκλα… Με φυσικούς ήχους. Ακούγεται το πλυντήριο, το κουταλάκι του καφέ που ανακατεύει, μια πόρτα που κλείνει, το συρραπτικό που «τσιμπάει» μερικές σελίδες…

Έτσι ξεκινάει η παράσταση «Το σπίτι», έργο που έγραψε και σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Καραντζάς και παρουσιάζεται από τις 30 Σεπτεμβρίου στη Μικρή Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Μια γυναίκα (Αλεξία Καλτσίκη) βρίσκεται στο σπίτι της. Σ’ ένα σπίτι που διακρίνονται σε κάποια σημεία τα υλικά του. Που μοιάζει ταυτόχρονα ημιτελές ή έτοιμο να εγκαταλειφθεί. Που δεν έχει χαρακτηριστικά. Ή μάλλον έχει εκείνα τα χαρακτηριστικά των σπιτιών που έχουν έπιπλα που μοιάζουν, πίνακες που μοιάζουν, καναπέδες και καρέκλες που μοιάζουν, όλα αγορασμένα από διεθνείς αλυσίδες ειδών σπιτιού. Σπίτια φασόν. Κι έχει κι έναν πίνακα στη μέση, πάνω από το καλοριφέρ. Που δεν μοιάζει με τους συνήθεις. Αποτυπώνει μια γωνιά ενός μίζερου αθηναϊκού δρόμου, αποτυπώνει μιαν όψη που δηλώνει παραίτηση και ταπεινότητα και το παράθυρο ενός ημιυπόγειου διαμερίσματος.

Όμως, εκείνος ο πίνακας, δεν είναι πίνακας. Είναι μια οθόνη προς τον έξω κόσμο. (Για την ακρίβεια είναι ο τρίτος «ηθοποιός» της παράστασης, τον οποίο καθοδήγησε η Γκέλυ Καλαμπάκα). Και το ρολό εκείνου του ημιυπόγειου παράθυρου ανεβαίνει και κατεβαίνει κάθε τόσο (από τους πιο ισχυρούς συμβολισμούς της παράστασης η σκηνή):  ένα παράθυρο χωρίς ορίζοντα, κινήσεις ρουτίνας καθημερινής και προσπάθεια επαφής με το φως. Σε λίγο ακούγονται τα κλειδιά στην πόρτα. Κάποιος άλλος μπαίνει στο σπίτι. Ένας άνδρας (Φιντέλ Ταλαμπούκας). Συνομιλούν με τη γυναίκα, με οικειότητα, τρυφερότητα και χιούμορ, είναι φανερό ότι έχουν κώδικα επικοινωνίας που δεν χρειάζεται πολλές λέξεις ούτε ήχο (γι’ αυτό σχεδόν δεν τους ακούμε), συζητούν κάποιες καθημερινές εκκρεμότητες, τακτοποιούν –και οι δύο- το σπίτι. Ο άντρας διαβάζει ένα βιβλίο δυνατά, και η παράγραφος αναφέρεται σε μια δυστοπική χώρα, με ακραία ζέστη. Μια χώρα τουριστών και εξουθενωμένων ή νεκρών πολιτών. Είναι η στιγμή που οι «μέσα» καταπιάνονται με ό,τι μπορεί να συμβαίνει «έξω».

Και αμέσως μετά μοιάζει να περνάμε στο «δεύτερο» μέρος της παράστασης. Γιατί η εικόνα σ’ εκείνο το παράθυρο που δεν είναι παράθυρο αλλάζει. Φέρνοντας το «έξω», εντελώς «μέσα». Διαρκώς, συνεχόμενα, χωνεύοντας τις εικόνες τη μία μέσα στην άλλη. Εικόνες γνώριμες, θλιβερές, αποκρουστικές, αποπνικτικές, που βλέπουμε διαρκώς στα δελτία ειδήσεων και στις ενημερωτικές εκπομπές. Παγόβουνα που λιώνουν, πυρκαγιές, μετακινήσεις πληθυσμών, φυγές, βομβαρδισμοί, Δίδυμοι Πύργοι, εξεγέρσεις, θρησκευτικοί φανατισμοί, πρόσφυγες. Εικόνες που χάνονται η μία μέσα στην άλλη, μέσω του πίξελ. Όλα γίνονται μάζα. Και οι «μέσα» προσπαθούν να κρατηθούν από τις ήσυχες καθημερινές τους συνήθειες. Και ανάμεσα στα ρούχα που τακτοποιεί στην ντουλάπα, και στα παπούτσια που δοκιμάζει, η γυναίκα εκρήγνυται. Εξωτερικεύει την αγωνία της, το θυμό της, τις μνήμες της, την απελπισία της. Και το «έξω» συνεχίζει να πυροβολεί με ορμή. Και ξαφνικά αρχίζει να «εισβάλλει» στο «μέσα», μ’ έναν σκηνικό τρόπο εντυπωσιακό,  σοκαριστικό, που μας παρέπεμψε αυτομάτως στην αξέχαστη «Απομίμηση ζωής» και στην περιστρεφόμενη διάλυση εκείνου του σκηνικού, στην παράσταση του Ούγγρου Κόρνελ Μούντρουτσο, που είχαμε δει στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2018.  Και η όψη του έξω κόσμου καταλαμβάνει το σπίτι, εισβάλλει στο σπίτι. Οι μέσα παρακολουθούν έκπληκτοι, μουδιασμένοι.

Ναι, σίγουρα είδαμε εικόνες που μας σφίγγουν το στομάχι κάθε φορά που τις βλέπουμε. Αλλά είναι αυτές οι εικόνες, αυτά τα γεγονότα η πραγματική βία που εισχωρεί στα σπίτια μας και τα «ανατινάζει»; Ή μήπως είναι οι εικόνες που δημιουργούν μια πρόσκαιρη θλίψη στην ασφάλειά μας, και το πολύ πολύ να «γεννήσουν» σχόλια και beef στα social media ή στα πραγματικά καφενεία. Η επιλογή τους και η ανάδειξή τους ήταν, κατά τη γνώμη μου, αναμενόμενη, αυτονόητη, προφανής. Γιατί υπάρχει διαρκής και καθημερινή βία, πολύ πιο επικίνδυνη, πολύ πιο πυκνή, πολύ πιο ισοπεδωτική, που είτε δεν μπορούμε να αποφύγουμε, είτε δεν μπορούμε να κατανοήσουμε: είναι το πώς φερόμαστε όταν οδηγούμε, το πώς φερόμαστε στη φύση και στα ζώα στην καθημερινότητά μας, είναι η οπαδική βία που δεν έχει σε τίποτα το φόνο ανθρώπων που ανήκουν  σε άλλη ομάδα, είναι οι καθημερινές ειδήσεις για γυναικοκτονίες, είναι τα 13χρονα που χτυπούν αλύπητα το ένα το άλλο, έτσι, χωρίς λόγο, «για πλάκα», όπως λένε, είναι οι ομοφοβικοί οχετοί από θεσμικά χείλη, είναι οι δολοφονίες χαρακτήρων στα social media, είναι η απουσία διάθεσης διαλόγου… Ξεχνάω πολλά ίσως. Είναι η βία που συναντούμε διαρκώς, που συνηθίζουμε διαρκώς, αυτή που εισχωρεί σαν τη σκόνη στα σπίτια και στη συμπεριφορά όλων μας. Αυτή η βία μας διαλύει και ως άτομα και ως κοινωνικό ιστό. Η άλλη, των μεγάλων διαστάσεων, μας υπερβαίνει και μας θλίβει, αλλά μας ξεπερνά κιόλας. Αυτή τη βία θα ήθελα να δω στο βίντεο. Αυτήν που δεν αναγνωρίζουμε, δεν βλέπουμε ή αδιαφορούμε ή κάνουμε ότι δεν τη βλέπουμε, ή απλώς σιωπούμε. Κι αυτό είναι πιο ύπουλο, πιο ανησυχητικό, γιατί είναι διαβρωτικό. Θα ήθελα, με λίγα λόγια, να δω περισσότερες εικόνες σαν εκείνο το ρολό που ανεβαίνει και κατεβαίνει με μοναδικό  ορίζοντα, όσων κοιτούν από αυτό, το ρείθρο του πεζοδρομίου. Θα ήθελα να δω πώς αυτοί οι δύο καθημερινοί άνθρωποι, (που σε καμία περίπτωση δεν είναι οι συνηθισμένοι λαϊκοί μικροαστοί του Δημήτρη Κεχαΐδη παλαιότερα, του Γιάννη Οικονομίδη σήμερα), θα αντιδρούσαν σ’ αυτή τη διαρκή βία της καθημερινότητας. Γιατί κι εδώ υπάρχει μια ομογενοποίηση, ίδια μ’ εκείνην του φασόν σπιτιού:  σ’ εκείνους που υποδέχονται την «έξω» βία. Κι αυτό ήταν, νομίζω, μια βασική εκκρεμότητα του έργου.

Η παράσταση του Δημήτρη Καραντζά ενώ σκηνικά ήταν άψογη, ενώ αξιοποίησε και τη θεατρική συνθήκη και την τεχνολογία, ενώ είχε συντελεστές που δημιούργησαν σε κάθε επίπεδο έξοχα αποτελέσματα (ερμηνείες, σκηνικά, βίντεο, φώτα), είχε κενά στο περιεχόμενο. Μια θαυμάσια ιδέα, με εξαιρετική εκτέλεση, που άφησε όμως κενά.

 

Φωτό Ανδρέας Σιμόπουλος

Η ταυτότητα της παράστασης

Κείμενο & Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς, Σύνθεση: Δημήτρης Καραντζάς, Γκέλυ Καλαμπάκα, Τάσος Καραχάλιος, Βίντεο: Γκέλυ Καλαμπάκα, Σκηνικό: Κλειώ Μπομπότη, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος , Μουσική: Γιώργος Ραμαντάνης, Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης, Βοηθός Σκηνοθέτη: Κέλλυ Παπαδοπούλου, Βοηθός Σκηνογράφου: Αγγελική Βασιλοπούλου Καμπίτση

Εκτέλεση Παραγωγής: Ρένα Ανδρεαδάκη, Ζωή Μουσχή

 

Παίζουν: Αλεξία Καλτσίκη, Φιντέλ Ταλαμπούκας

Στη δραματουργία συνέβαλαν όλοι οι συντελεστές

Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση

Η παράσταση υποστηρίζεται από το πρόγραμμα «Εξωστρέφεια» της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση.

 

Κατάλληλο για 18+

Η παράσταση περιέχει σκηνές βίας.

 

Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (Συγγρού 107), Μικρή Σκηνή.

Τετάρτη – Κυριακή στις 9μ.μ. Μέχρι τις 19 Νομβρίου.

 

 

Προηγούμενο άρθροΠαγκόσμιο αστυνομικό – 18  προτάσεις από την Ελλάδα, τον 20ο αιώνα, α΄ μέρος (του Μάρκου Κρητικού)
Επόμενο άρθροΜετρονόμος: Ένα απέραντο μουσικό αρχείο (του Σπύρου Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ