Δ. Χριστοδούλου: διαρκής ανατροπή των συμβάσεων

0
388

Του Βαγγέλη Δημητριάδη.

Πριν κοπάσει ο απόηχος της συζήτησης για τον Τρόμο ως απλή μηχανή (Πατάκης 2012) η Δήμητρα Χριστοδούλου (ΔΧ) επανέρχεται με Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης από τις εκδόσεις Μελάνι. Από τα πρώτα ποιήματα της συλλογής γίνεται φανερό πως η σκέψη της ποιήτριας εξακολουθεί να βρίσκεται σε μια δημιουργική εμπλοκή με την υπαρξιακή αγωνία, τη μοναχικότητα, το περιθώριο της ζωής, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Δηλαδή με θέματα καθόλου νεόκοπα, που κατά τεκμήριο απασχολούν την ποίηση διαχρονικά, και μάλιστα σε εξαιρετικά υψηλά ποσοστά την έντεχνη γενικώς παραγωγή της εποχής μας. Άρα, θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, η ΔΧ από την άποψη του περιεχομένου κινείται σε χώρο γνώριμο και χιλιοδουλεμένο από πολλούς συμπορευόμενους εργάτες του λόγου. Γι’ αυτό θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να διερευνηθεί το κατά πόσο με την παρούσα προσθήκη της βελτιώνονται τα ζητήματα ποίησης ή κατατίθεται κάποια ανατρεπτική πρόταση. Μάλλον όμως είναι νωρίς για να εκτιμηθεί κάτι τέτοιο. Άλλωστε, η ίδια η ποιήτρια μας καθοδηγεί, αφού δεν αποφεύγει να εμπλέξει την άκρως ευαισθητοποιημένη σκέψη της με τους άστεγους, τους πρόσφυγες, τους πεινασμένους, τους φτωχούς, τους ανίσχυρους ταλαιπωρημένους της τρίτης ηλικίας, τους εγκλωβισμένους στο θλιβερό διαμέρισμα κάποιας πολυκατοικίας, τους λυπημένους, για να στραφεί σε κάτι επαναστατικό που πιθανόν δεν θα αντιπροσωπεύει τα παραπάνω στοιχεία, τα οποία σχετίζονται τόσο στενά με τις αγωνίες της, που δε λένε να κοπάσουν: Κι αν σιγήσει τούτη η πένθιμη άρια, / Πάλι θ’ ακούω με τα μάτια. / Πάλι με τα μαλλιά θα οσφραίνομαι. / Και θα ’μαι τόσο περιττή όσο η ζάχαρη / Μες στο ηχείο μιας μεγάλης καμπάνας. (σ. 83) Ωστόσο, από τους πρώτους στίχους των ποιημάτων μάς κατακλύζει μια διαφορετική αίσθηση, που καθιστά διακριτά τα ποιήματα της συλλογής: είναι η μοναδικότητα με την οποία εκφράζονται οι αναφορές της για πράξεις ασήμαντες και γεγονότα επουσιώδη που κατά συρροή εξελίσσονται δίπλα μας καθημερινά χωρίς να έλκουν την προσοχή μας. Παρατηρούμε δηλαδή με αμείωτο ενδιαφέρον τη ΔΧ να χρησιμοποιεί ως προσφιλές μέσο διατύπωσης την αποσταθεροποίηση της φυσικής κατάστασης των πραγμάτων, στα οποία αποδομεί την κλασική λειτουργία και με ευρηματικότητα να εκθέτει τα νοήματα ή να δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα με βάση την αντιστροφή της συμβατικότητας του λόγου: Ένα ζευγάρι βολικά παπούτσια / Βόσκουν ανάστροφα το νήμα στο χαλί / μηρυκάζοντας την πανίδα του σκώρου. (σ. 12) Ή Ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο / Ο Ύπνος το απίθωσε στη χλόη / Μέσα σ’ ένα απόβροχο κίτρινο / που δεν μπορούσαν να φθείρουν τα φώτα. (σ. 65) Φαίνεται ότι για τη ΔΧ ποίηση δεν είναι μόνο «η άλλη γλώσσα», είναι μια διαρκής ανατροπή των συμβάσεων και ορισμένες φορές μια σκόπιμη νέφωση των νοημάτων για να αποκαλυφθεί το άλγος και ο ζόφος που καταλαμβάνουν τον ατομικό και κοινωνικό μας βίο: Αυτό είναι χαρτόνι. Αυτό γύψος. / Αυτό ποτήρι που αναποδογύρισε. / Έχει γεύση συντηρημένου συμβάντος, / Σχήμα διαλυτό στο κρύο, / Φωνή πουλιού που επαναλαμβάνει / Κάποιο παράγγελμα: / Κάποιος πρέπει να εργαστεί με άγρια χέρια // Πόνος μου κάθεται στο στήθος / όπως αρνί στο χιόνι. / Μου ανοίγει μια ρίζα φαγώσιμη / Κι ανάμεσα στα χάλκινα φύλλα / Αστράφτει θρεπτικό φθινόπωρο. / Λάμπουνε οι πάγοι σ’ ένα θέρετρο / Κάτω από μαλακή βραχνάδα / Και βλέπω στην άμμο το χνάρι μου. / Εκεί παραθερίζω με μπαστούνι, // Δυο πατημασιές και μια τρύπα. («Διαθέσιμη ύλη», σ. 33)

Η ΔΧ σε πλείστες περιπτώσεις επιδιώκει να πραγματοποιήσει ένα μοναχικό ταξίδι στο χρόνο, θεωρώντας ότι η ταύτισή της με τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που περιγράφει εμπλουτίζει τη μελαγχολική εικόνα της ποίησής της: Ήμουνα πάντα ένα άχαρο παιδί / Με μια βαλίτσα στο χέρι. / Άφηνα πίσω μου ένα απόγευμα / Χλωμό σαν γάλα στο πιατάκι της γάτας / Και μετακόμιζα σ’ ενηλικίωση / πιο ακατοίκητη απ’ τον ουρανό. Ακόμη και την ιδιότητα της ανθρώπινης φύσης, να αντιμετωπίζει με στωικότητα τους κινδύνους, τη φθορά, το απευκταίο, την κατατάσσει σε μια ψευδεπίγραφη γενναιότητα, που προκύπτει από φρούδες ελπίδες για κατάκτηση του Παραδείσου: Πόσο αργά γερνούν, πόσα λίγα μαθαίνουν, / Οι άνθρωποι ενώ σιγοπεθαίνουνε. / […] / Ακούνε των διαβόλων το τραύλισμα, Κάθε πρωί σκύβει στ’ αυτί τους η Κόλαση. / Κι αυτοί εκεί, με τα παιχνίδια, τα βιβλία τους, / Τόσο γενναία, τόσο πένθιμα νέοι… (σ. 71)

Ο ρόλος της στην εξέλιξη της αφήγησης είναι μαρτυρικός. Ενώ ως πρόσωπο βιώνει τη θλίψη και την απομόνωση από το γκρίζο περιβάλλον της πόλης και της, εν πολλοίς, πληγωμένης φύσης που την περιβάλλει, έστω κι αν την αναπολεί από το περίκλειστο διαμέρισμα που διαμένει, ταυτόχρονα διατηρεί το βλέμμα της στραμμένο με τη μέγιστη συμπάθεια στην περιπέτεια των ανίσχυρων συνανθρώπων της, όχι μόνο οικείων, όπως η υπέργηρη μητέρα της, αλλά και όσων τα πάθη προβάλλονται στην κονίστρα της καθημερινότητας και στηλιτεύει τους συμπολίτες για την αδιαφορία τους: Άσιτη, κουβαλώντας την οργή της, / βαρώντας με τα τσόκαρά της το θώρακα / πόλης θαμμένης βιαστικά και για πάντα, / περνά η πομπή των συλληφθέντων […] // Εμείς οι ελεύθεροι στο οστεοφυλάκιο / [ …] // Καθένας μας ένα πηγάδι βατράχια. (σ. 77) Υποφέρει για τις ιδιαιτερότητές της στον ίδιο βαθμό που υποφέρει για τους άλλους. Ίσως υποφέρει περισσότερο επειδή υποφέρουν οι άλλοι. Όπως και να ’χει το πράγμα η πληγή βρίσκεται στο δικό της σώμα όπως και στο σώμα της πάσχουσας κοινωνίας. Ενώ η ματιά της είναι στραμμένη ενδοσκοπικά στον εαυτό της, στον κόσμο της, παρατηρεί τα κατάβαθα της ψυχής της και ανακαλύπτει πως εκεί συγκατοικούν μαζί της όλοι οι πάσχοντες, οι αδύναμοι, οι αποκλεισμένοι. Είναι ένα κομμάτι από εκείνους κι εκείνοι είναι κομμάτι από αυτήν. Η ποίηση που παράγει αφορά όλους, κι εκείνη και τους άλλους. Αφορά και τον τόπο, την πόλη, η οποία άλλοτε είναι προέκταση και άλλοτε αντικατοπτρισμός των δυστυχισμένων κατοίκων της: Μια ολόκληρη μουντζουρωμένη πόλη / που αργά διαλύει με το κουταλάκι της η φτώχεια… Η καταβύθισή της σε μια αποπνικτική σκοτοδίνη έχει μοναδική διέξοδο τον ποιητικό λόγο όπως αναβλύζει σύντομος, δραματικός, συχνά άκρως αλληγορικός, έμμεσα εξομολογητικός, μια απλοϊκή μεταφορά σχεδιασμένη / Αδέξια στα χαρτιά ενός εγκλείστου.

Η ποίηση της ΔΧ λάμπει από ανεπιτήδευτη καθαρότητα ζώντας σε μια εσωτερική μοναξιά. Εξαιτίας της ομολογεί ότι Γράφω για να ιδρύσω χειμώνα. (σ. 84) και λίγο μετά συμπληρώνει «Κάθε εξιστόρηση δαγκώνει», σκέφτομαι / «Γράψεις δε γράψεις, φαρμακώνεσαι» (σ. 88) Και μόνο γι’ αυτή τη συμπληρωματική στις προηγούμενες αναφορές στάση προς τη γραφή-ζωή αξίζει την προσοχή μας.

INFO:

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης, εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2014

Προηγούμενο άρθροΗ αγωνία να συνδεθούμε με τη ζωή
Επόμενο άρθροΟι μάχες κερδίζονται και χάνονται αλλά ο πόλεμος μαίνεται

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ