Του Θανάση Καράβατου.
Το σώμα μας βρίσκεται στην «προνομιούχο» θέση
να είναι, ταυτόχρονα, μέρος της εξωτερικής πραγματικότητας
αλλά και πηγή της ψυχικής πραγματικότητας.[i]
Angelergues R. L’homme psychique1993
Είναι πλέον κοινός τόπος ότι οι επιστημονικές κατακτήσεις των τελευταίων χρόνων τροφοδοτούν την ανθρωπότητα με προμηθεϊκές φαντασιώσεις αθανασίας, κινητοποιώντας θαυμασμό και ελπίδα, αλλά συνάμα και αισθήματα ανησυχίας. Τέτοια αισθήματα αφορμώνται, βέβαια, από όσα η συλλογική μνήμη έχει θησαυρίσει σχετικά με τις φαουστικές τους εκδοχές ενώ, κάπου εκεί, ελλοχεύει πάντα ένας Δρ. Φρανκενστάιν που συμβολίζει την αστείρευτη ροπή μας στη ρηξικέλευθη επιστημονική έρευνα αλλά και τους επαπειλούμενους κινδύνους από την αλόγιστη χρήση τους. Οι μεταμοσχεύσεις οργάνων κινητοποιούν, αναμφίβολα, τέτοια ανάμεικτα συναισθήματα στο ευρύ κοινό, αν και τελευταίως έχουν πέσει σε δεύτερη μοίρα μπροστά στις αμφιθυμίες που δημιουργούν οι προκλήσεις της γενετικής. Οι επισημάνσεις αυτές δεν μετριάζουν την εμβέλεια των σύγχρονων ιατρικών επιτευγμάτων στα οποία συμβάλλει και η τεχνολογία, επιχειρούν απλώς να υπενθυμίσουν το ευρύτερο φιλοσοφικό και ηθικό πλαίσιο στο οποίο ανήκουν.
Για λόγους που σχετίζονται με το γενικότερο κλίμα μιας διάχυτης κοινωνικής ανομίας που χαρακτηρίζει την εποχή μας, ο βιοηθικός προβληματισμός στον χώρο των μεταμοσχεύσεων εστιάστηκε περισσότερο στην σκανδαλολογική πλευρά της αναζήτησης οργάνων προς μεταμόσχευση, έτσι που η ηθική μπορούσε εύκολα να μεταπέσει σε ηθικολογία. Η πληθωριστική προβολή αυτής της ξεχωριστής πτυχής υπερκάλυψε, ιδιαίτερα στο τόπο μας, άλλες συνιστώσες αυτής της έκδηλης ανησυχίας έναντι μιας «περιπέτειας», όπως είναι η μεταμόσχευση ενός οργάνου. Τελικά λειτούργησε περισσότερο ως πληροφοριακός «θόρυβος», συντελώντας στην παραγνώριση της συμμετοχής του ψυχικού οργάνου στη διαδικασία της μεταμόσχευσης, πριν και μετά την επέμβαση.
Ανάγκη λοιπόν για έναν άλλον «περί σώματος» λόγο με αφετηρία, το «σωματοψυχικόν ενιαίον» κι από κοντά, σε αντίστιξη, με την έννοια το «σώμα-ενός-υποκειμένου». Ο προβληματισμός αυτός αποκτά ιδιαίτερη σημασία σήμερα που μας κατακλύζουν οι ούλτρα-μοντέρνοι μύθοι μιας «cyberpunk» κουλτούρας για την «τεχνολογία που τείνει να γίνει μία συνιστώσα του σώματός μας» ή, πάλι, για τον στόχο «να γίνουν εντελώς επιφανειακά τα όρια ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνικό».[ii]
Στο Internet έχει ήδη κάνει από καιρό την εμφάνισή της μια αμερικανική κοινότητα των λεγόμενων extropiens (από τοextropy, το πέραν της εντροπίας, άρα και πέραν του θανάτου) που αποβλέπουν στην «παράταση» της ζωής στο διηνεκές μέσω των πρόσφατων ή και των μελλοντικών τεχνολογικών νεωτερισμών (πχ κλωνοποίηση, μεταμόσχευση βιονικών οργάνων, χειμέρια νάρκη μέχρι να βρεθεί τρόπος να τους θεραπεύσουν, κτλ)[iii] και, ταυτόχρονα, μελετούν τις δυνατότητες να μεταφέρουν κάθε νευρώνα και κάθε σύναψη ενός ατόμου στο δίκτυο ενός υπολογιστή για να μεταφέρουν εκεί και το πνεύμα του κι έτσι να απελευθερωθεί τελικά από το σώμα του, προσεγγίζοντας, κατ’ άλλον βέβαια τον τρόπο, τις θρησκευτικές παραδοχές περί αθανασίας της ψυχής.[iv]
Από κοντά κι ένα βιβλίο για την εξέλιξη του νέου είδους Robo Sapiens[v] και ένα άλλο για τον Τεχνητό Άνθρωπο(golems,[1] robots, clones, cyborgs[2])·[vi] κάτι σαν προέκταση της κλασικής διαίρεσης του Norbert Wiener των «αυτομάτων» σε τέσσερες περιόδους: των καβαλιστικών ανθρωπόμορφων golems (εποχή του Ταλμούδ), των ρολογιών (17ος-18ος αιώνας), του ατμού (18ος-19ος αιώνας), του ελέγχου της επικοινωνίας (σύγχρονη εποχή)[vii] και των παράλληλων αναπαραστάσεων του ανθρώπινου σώματος, το πέρασμα δηλαδή από το μαγικό και εύπλαστο πήλινο σχήμα στον ωρολογιακό μηχανισμό, κατόπιν στη θερμική μηχανή που, αντί γλυκογόνου, καίει κάποια καύσιμη ύλη, για να μετασχηματιστεί τελικά σε ηλεκτρονικό σύστημα.[viii] Μια «ειδησούλα» στην αυγή του 21ου αιώνα, απ’ αυτές που δημοσιεύει το Trends in Neurosciencesπληροφορώντας μας για ό,τι καινούργιο συμβαίνει στον χώρο που καλύπτει, φέρει τον τίτλο «Cyborg: “cybernetic +organism”?!!» και επισημαίνει: «όχι, όχι ακόμη, αν και….», παραθέτοντας μια μικρή περίληψη από σχετική ερευνητική εργασία που εγκατέστησε επιτυχώς, in vitro, ένα στοιχειώδες νευρωνικό δίκτυο με τη χρήση ενός chip ημιαγωγού.[ix] Δεν άργησε βέβαια να φανεί ο πρώτος cyborg, που δεν είναι άλλος από τον καθηγητή Kevin Warwick που: (α) ανοιγόκλεινε πόρτες ή αναβόσβηνε φώτα εξ αποστάσεως, έχοντας εμφυτεύσει (επί εννέα ημέρες) ειδικό τσιπ στο χέρι του, (β) ήλεγχε με τη σκέψη του ένα τροχήλατο καροτσάκι, (γ) πειραματίστηκε με ανάλογη μεταβίβαση νευρικών ώσεων στη γυναίκα του και εξέδωσε το βιβλίο Εγώ, ο Cyborg, που παρουσιάστηκε στο Lancet Neurology),[x] (δ) κατόπιν δε εξέθεσε το «παράδειγμα» ενός συντηρούμενου στο εργαστήριο εγκεφάλου[xi] συνδεδεμένου με το σώμα ενός ρομπότ, με στόχο τη βασική έρευνα καθώς και τη μελέτη νόσων όπως τα εγκεφαλικά επεισόδια και η νόσος Alzheimer.[xii]
Μεγάλη, όντως, η απόσταση ανάμεσα σε όλα αυτά και την τοποθέτηση ενός βηματοδότη ή μιας προσωρινής τεχνικής καρδιάς, αλλά όχι τόσο μεγάλη, είναι αλήθεια, ως προς τη δημιουργία ηλεκτρομηχανικών χεριών σε αναπήρους ή την ηλεκτρονική (στοιχειώδη έστω) υποκατάσταση μιας χαμένης όρασης. Τέτοιες εξελίξεις δεν τις βλέπουμε πια μόνο στον κινηματογράφο. Διότι, κατά την πλήρους σημασίας ρήση των Von Weizsacker & Wyss (1957), «η ιατρική δεν είναι βέβαια τεχνολογία, είναι όμως και τεχνολογία».[xiii]
*
Συνήθως παραγνωρίζεται πως η ψυχιατρική δεν έχει λόγο μόνο για τον «ψυχισμό» αλλά και για το σώμα. Η μακραίωνη παράδοση του δυϊσμού, που αντιλαμβανόταν το πνεύμα μέσα από την αντιπαράθεση του με το σώμα, τροφοδοτεί ακόμα τη σχετική αδράνεια, όσο κι αν στο μεταξύ η φαινομενολογία αναβάθμισε την εμπειρία του σώματος, επιτρέποντάς μας το πέρασμα από το σώμα-αντικείμενο στο βιούμενο-σώμα που υπάρχει εν τω κόσμω. Στον αντίποδα δηλαδή του κυρίαρχου σήμερα ρεύματος του απόλυτου ιατρικού τεχνοκρατισμού, που κάνει τον διάσημο καρδιοχειρουργό De Bekey να λέει για τη μεταμόσχευση καρδιάς: μεταμοσχεύουμε «μια θαυμάσια αντλία, αλλά μόνο μια αντλία».[xiv] Αυτός ο πλέον ψυχικά επενδεδυμένος τόπος του σώματός μας, τίποτε άλλο παρά μόνο ένα απλό υδραυλικό εξάρτημα, ούτε καν όργανο-ανταλλακτικό μιας σωματικής μηχανής. Στο έπακρο πραγμοποιημένη είναι ήδη –εκ κατασκευής– η τεχνητή καρδιά, που τώρα μπορεί να χρησιμοποιείται μόνο για μικρά χρονικά διαστήματα, αύριο όμως ίσως και για πάντα. «Ψυχικώς θα ήταν πολύ καλύτερα με μια τεχνητή καρδιά, δεν θα ήταν η καρδιά ενός άλλου, θα ήταν ένα απλό συμπλήρωμα», έλεγε μια άρρωστη προσπαθώντας να αντιμετωπίσει –με όρους της μηχανοποιημένης ιατρικής– την ψυχική ενσωμάτωση του μοσχεύματος.[xv]
Όμως, παρά τη βεβαιότητα του De Bekey, η «καρδιά-αντλία» και η «καρδιά-συναίσθημα» ανήκουν εξίσου στις συχνότερες αναπαραστάσεις που αφορούν τη φαντασιακή καρδιά. Αυτή η «καρδιά-συναίσθημα» δεν καλύπτεται από κανένα τεχνητό υποκατάστατο και είναι προβληματική με το σύνηθες μόσχευμα, μέχρις ότου ενταχθεί σε μια νέα σωματική ενότητα. Η χειρουργική επέμβαση κατά τη μεταμόσχευση μιας καρδιάς αδυνατεί να διατηρήσει τις συνδέσεις με τα εγκεφαλικά υποφλοιώδη κέντρα που ρυθμίζουν αντανακλαστικά κυκλώματα προσαρμογής. Έτσι, ένας άρρωστος, στερημένος από κάθε άμεση φυσιολογική απήχηση μιας συγκινησιακής φόρτισης, υπό τη μορφή πχ αισθήματος παλμών σε μια χαρά ή έναν φόβο, εξέφραζε τις αμφιβολίες του εάν και κατά πόσο μπορούσε πια να έχει συναισθήματα.[xvi] Και ένας άλλος μεταμοσχευμένος άρρωστος έμεινε «άλαλος» όταν η γυναίκα του τον αποκάλεσε, σε ώρα θυμού, «άκαρδο»! [xvii]
*
Είμαστε εξοικειωμένοι με τις συνήθεις ιατρικές πρακτικές που διερευνούν τμηματικά το πάσχον σώμα, σύστημα το σύστημα, απ’ έξω κι από μέσα, ώστε εν τέλει το όργανο να παρουσιάζεται απομονωμένο και χωρίς σύνδεση με την ταυτότητα του άρρωστου υποκειμένου. Αυτή η αναγκαία στον κλινικό γιατρό «κατάτμηση» του σώματος δεν ήταν πάντοτε νοητή. Χρειάστηκε να περάσουμε από τη μεσαιωνική ένταξη του ενιαίου σώματος στο κοσμικό σύμπαν και τις δυνάμεις του, στις μηχανιστικές παραστάσεις του κατά την Αναγέννηση, και από την ανατομική του διερεύνηση (η ψυχή ήταν αλλού ή δεν υπήρχε) στην κλινική αναζήτηση συμπτωμάτων και την εγκαθίδρυση της νοσολογίας από τον 17ο αιώνα κι έπειτα.[xviii] Όμως, αυτή η πραγματική καρδιά, που παράγει συμπτώματα και μετριέται με ακρίβεια από τις σύγχρονες απεικονιστικές τεχνικές, συμπορεύεται με τη φαντασιακή αντίληψη που έχει το υποκείμενο για τα όργανά του: μπορεί να είναι η «καρδιά μεγάλη», μπορεί να είναι και «βαριά καρδιά».[xix]
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο καρτεσιανός Λόγος περί της Μεθόδου και ο διαχωρισμός σε res cogitans και resextensa, δηλαδή ο δυϊσμός σώματος και ψυχής, διέσπασαν έναν ενιαίο αδιαφοροποίητο χώρο ιδεών και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για τις σύγχρονες επιστήμες. Σήμερα υπάρχουν πολλά έγκυρα επιστημονικά πεδία τα οποία αντιστοιχούν σε πολλά διακριτά επιστημονικά αντικείμενα, που το καθένα τους διαθέτει τη δική του γλώσσα, τη δική του μεθοδολογία και επομένως το ένα δεν ανάγεται στο άλλο. Η ψυχιατρική διαθέτει σήμερα ένα σημαντικό σύνολο επιμέρους οργανωμένων, μη ιεραρχημένων, μη αμοιβαίως αναγώγιμων επιστημονικών γνώσεων αναφοράς, από τους άλλους κλάδους της ιατρικής, τη βιολογία, τη βιοχημεία, την ανατομία και την ψυχολογία μέχρι την ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία, τα οποία εμπλέκονται στη θεωρία και την πρακτική της. Αυτή η «ετερογενής» οργάνωση της ψυχικής παθολογίας δεν είναι σύμπτωμα «εκλεκτισμού». Αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της ψυχιατρικής, που δεν εξαρτάται από την ανεπάρκεια των σημερινών μας γνώσεων αλλά αντανακλά επακριβώς την ετερογενή «φύση» του προς οργάνωση αντικειμένου.[xx]
Αδύνατο, φυσικά, να κατανοηθεί η λειτουργία του εγκεφάλου, αποκομμένου από το σώμα και τον περιβάλλοντα κόσμο που δημιουργεί κάθε υποκείμενο.[xxi] Η ψυχιατρική είναι η ιατρική ειδικότητα που, περισσότερο από κάθε άλλη, αναφέρεται στον άνθρωπο παρά σε όργανα. Επειδή το σώμα είναι εγγεγραμμένο σε όλα τα συστήματα (βιολογικά, ψυχολογικά, κοινωνικά) που οικοδομούν τη ζωή και την ενότητα του ανθρώπινου οργανισμού και αυτή η πολλαπλότητα καθιστά έγκυρα όλα τα δυνατά μοντέλα που συνεισφέρουν στους γενικότερους ερμηνευτικούς προβληματισμούς μας. Όταν, όμως, αναφερόμαστε στον ψυχισμό, η παρουσία του σώματος δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο μέσα σε αυτό που ο Freud ονόμασεψυχική πραγματικότητα, που είναι διακριτή από την εξωτερική πραγματικότητα. Άλλωστε, το σώμα μας βρίσκεται στην «προνομιούχο» θέση να είναι, ταυτόχρονα, μέρος της εξωτερικής πραγματικότητας αλλά και πηγή της ψυχικής πραγματικότητας. Γι’ αυτό, άλλωστε, βλέπουμε στην κλινική ψυχιατρική μας πράξη το σώμα να εμπλέκεται σε κάθε στιγμή της ψυχοπαθολογίας, από την υστερία μέχρι το παραλήρημα. Κάποιοι νομίζουν πως η ψυχιατρική αγνοεί τα του σώματος για να ασχοληθεί με τα της ψυχής. Πώς όμως μπορεί ο ψυχίατρος να ανακουφίσει την ψυχική οδύνη αγνοώντας το σώμα του πάσχοντα; Κάποιοι λένε ότι δεν πρέπει να αποκόπτουμε τον ψυχισμό από τις σωματικές του ρίζες, θα ήταν καλύτερα να πούμε ότι δεν πρέπει να αποκόπτουμε το σώμα από τις ψυχικές του ρίζες.
*
Το σώμα δεν είναι απλά και μόνο η «αντικειμενική» πραγματικότητα που ερευνούν οι βιοϊατρικές επιστήμες. Αυτές οι ίδιες, άλλωστε, υπερέβαιναν πάντα αυτόν τον ιδιαίτερα προβαλλόμενο στόχο τους· κι ακόμα, είναι γνωστό από καιρό ότι οι εργασίες του Michel Foucault έχουν επισύρει την προσοχή μας στο γεγονός ότι η βιοϊατρική γνώση συνέβαλε στην πειθαρχία του σώματος αλλά και στον έλεγχο των ατόμων μέσω του σώματός τους.[xxii] Διότι το σώμα, εκτός από βιολογικός οργανισμός, είναι και υποκειμενική εμπειρία ενταγμένη στον κόσμο, τη φύση και την κοινωνία, εμπειρία που επιτρέπει την ανακάλυψη της δύναμης, επιβάλλοντας ταυτόχρονα την αναγνώριση της αδυναμίας. Το σώμα, ένας τόπος δηλαδή ηδονής και οδύνης, ζωής και θανάτου. Πώς λοιπόν να μιλήσει κανείς για το σώμα χωρίς να φωτίσει τις δύο αυτές πλευρές: τη δυναμική και προμηθεϊκή δύναμη δημιουργικότητας και επιθυμίας από τη μια, την τραγική, και προσδιορισμένη χρονικά, ευθραυστότητα και φθαρτότητα από την άλλη;[xxiii]
Ο περί σώματος λόγος δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά βιολογικός. Για να περιοριστούμε στον χώρο των επιστημών, οφείλει να είναι και ψυχολογικός και πολιτισμικός – ανθρωπολογικός και ηθικός. Ανάγκη λοιπόν για έναν άλλο πολυφωνικό λόγο που δεν θα αναφέρεται σε όργανα-ανταλλακτικά αλλά στην έννοια του σώματος ενός υποκειμένου. Στο έργο αυτό η ψυχιατρική έχει τον δικό της λόγο να εκφέρει. Στον βαθμό βέβαια που δεν θα παρασύρεται από τις κατά καιρούς νευρο-ψυχο-μυθολογίες, στον βαθμό που θα εξακολουθήσει και η ίδια να ορίζει «το ψυχιατρικό αντικείμενο» ως «μια ορισμένη κλίμακα διαταραχών του υποκειμένου». Ο ορισμός είναι του αείμνηστου φίλου Μάριου Μαρκίδη που παρατηρεί, συνάμα, ότι όσο κι αν αυτός ο ορισμός «βρίσκεται μέχρι σήμερα σε αμήχανη εκκρεμότητα», το βάρος της εκκρεμότητας «πέφτει τώρα πάνω στο “υποκείμενο”, στο τι είναι υποκείμενο μέσα στο ψυχιατρικό αντικείμενο».[xxiv]
[1] Τεχνητό ανθρωποειδές της εβραϊκής μυθολογίας, κατασκευασμένο από άργιλο, χωρίς λόγο και βούληση.
[2] Ο όρος ανήκει σε δύο ερευνητές της NASA, τους Clynes και Kline, που τον δημιούργησαν το 1960 για να ορίσουν ένα «ον», ταυτόχρονα άνθρωπο και μηχανή. Πρόθεσή τους ήταν να εισαχθούν στο ανθρώπινο σώμα ορισμένες αυτορυθμιζόμενες λειτουργίες των αυτομάτων μηχανών με σκοπό να επιμηκύνουν τη ζωή και να την καταστήσουν λιγότερο εύθραυστη [Clynes M, Kline NS. Cyborg and Space. Astraunotics, 1960, 2, 26-27 & 74-75.] Κατ’ επέκταση θα χρησιμοποιηθεί για να ορίσει ποικίλα δίπολα: φύση / πολιτισμός, ύλη / μορφή, αρσενικό / θηλυκό, το τελευταίο από την Donna Haraway στο φεμινιστικό της μανιφέστο A Cyborg Manifesto: Science, Technology, and Socialist–Feminism in theLate Twentieth Century (1985). [Βλ. Damour F. Le cyborg est-il notre avenir? Études 2009, 411, 11, 475-484].
[i] Angelergues R. L’ homme psychique. Calman Levy 1993.
[ii] Abel O. Le sujet a l’image d’un corps ni instrument, ni idole. Diogene, 1995, 172, 59-75.
[iii] Quester-Semeon N. Les extropiens, extremistes de la cybertechno. Sciences et Avenir 1997, 607, 82.
[iv] Auber N. Les nouvelles quêtes d’éternité. Études 2008, 408, 2, 197-207.
[v] Menzel P, D’ Alusio F, Evolution of a new species Robo Sapiens. MIT Press, 2000.
[vi] De Pracontal M, L’ homme artificiel. Denoel, 2002.
[vii] Wiener N. Cybernetics: control and communication in the animal and the machine. Cambridge, Mass, MIT Press, 1948.
[viii] Μπουντουρίδης Μ. Το παρελθόν του κυβερνοχωρικού μέλλοντος:από την κυβερνητική ως τα cyborgs. http://www.math.upatras.gr/~mboudour/articles/pkm.html.
[ix] Nguyen PV. Cyborg: “cybernetic + organism”?!!. Trends in Neurosciences 2001, 24, 634
[x] Morris K. I, Cyborg by Kevin Warwick (Century/Random House 2002). The Lancet Neurology, 2002, 1, 391.
[xi] Βλ Άννα Πόταγα. Εγκέφαλος στη γυάλα (Ι & ΙΙ). Σύναψις 2007, 5, 96-107 και 6, 92-103 [παρουσίαση του «Τhe brain in a vat», special isssu του περιοδικού Studies in History and Philosophy of Biological and Biomedical Sciences 2004, 35, 219-436].
[xii] Warwick K. Of mice and men. Studies in Health Technology & Informatics. 2009;149:203-13.
[xiii] Αναφέρεται στο Henk AMJ Ten Have. Health care and human body medicine, (editorial) Health Care & Philoosphy 1998, 1, 103-105.
[xiv] Vaysse J. “Du fond du coeur”. Don du coeur, transplantation cardiaque et imaginaire. L’ Evolution Psychiatrique, 1992, 57, 3, 387-404.
[xv] Συγγελάκης Μ, κ.σ. ό.π.
[xvi] Vaysse J. Coeur etranger en corps d’acceuil. Communications, 1993, 56, 175-181.
[xvii] Βλ το κείμενο του Μάρκου Συγγελάκη που δημοσιεύεται εδώ.
[xviii] Vaysse J. “Du fond du coeur”. Don du coeur, transplantation cardiaque et imaginaire», L’Évolution Psychiatrique, 1992, 57, 3, 387-404.
[xix] Vaysse J, ό. π.
[xx] Lanteri- Laura G. Psychiatrie et connaissance. Science en Situation, Paris 1991.
[xxi] Βλ. Πόταγα Ά. Εγκέφαλος στη γυάλα Ι & ΙΙ. Σύναψις 2007, τχ 5, 97-107 και τχ 6, 103.
[xxii] Michel Foucault, Histoire de la sexualité, Vol. 1, Gallimard 1984.
[xxiii] Bernard M. Le corps, Jean-Pierre Delarge-Éditions Universitaires 1976, 7-14.
[xxiv] Μαρκίδης Μ. Το ψυχιατρικό αντικείμενο ανάμεσα στη βιολογία και τη γλώσσα. Στο Μια πολεπιστημονική θεώρηση της γλώσσας. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης & Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών, Ηράκλειο 1995, 13-32.