του Ηλία Καφάογλου
Ο Κόρμαν ΜακΚάρθυ, ογδόντα ενός ετών σήμερα, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Δεκαέξι χρόνια ύστερα από τον δρόμο επιστρέφει φέτος με μία διλογία – ο δεύτερος τόμος κυκλοφόρησε στην Ελλάδα συγχρόνως με τις ΗΠΑ στις αρχές Δεκεμβρίου. Πρόκειται, για το πούμε εξαρχής, για δύο λογοτεχνικά εγχειρήματα ιδιαιτέρως υψηλής στάθμης, θα τολμούσα να πω: αριστουργήματα, για την έκπτωση του αμερικανικού ονείρου, αλλά και την ανθρώπινη συνθήκη σήμερα.
Ο κύριος ήρωας-πρωταγωνιστής στον επιβάτη, ο Μπόμπι Γουέστερν, «μανιώδης συλλέκτης θλίψης», εγκαταλείπει μία λαμπρή καριέρα ως φυσικός και γίνεται διασώστης. Συχνάζει σε μπαρ στη Νέα Ορλεάνη κατά τη δεκαετία του 1980 και πίνει παρέα με «παραφρονημένους» τυπάδες. Τραύμα διπλό τον σκάβει και ρυθμίζει τον βηματισμό και τη συναισθηματική θερμοκρασία του. Ο πατέρας του συμμετείχε στο πρόγραμμα «Μανχάταν» – «οι δυνάμεις της Ιστορίας που αποτέλεσαν την αφετηρία της ταραγμένης του ζωής ήταν το Άουσβιτς και η Χιροσίμα, τα συγγενικά εκείνα γεγονότα που σφράγισαν για πάντα τη μοίρα της Δύσης», με τη λέξη του ΜακΚόρμακ. Συγχρόνως, ο Μπόμπι προσπαθεί να ξεπεράσει τον θάνατο της αδελφής του Αλίσια, κοφτερό μαθηματικό μυαλό, αλλά σχιζοφρενής, με την οποία ήταν ερωτευμένος. Βιώνει την απουσία της, γυναίκας μοιραίας, ως παρουσία.
Όταν ο Μπόμπι βουτά στη θάλασσα, κάπου στον Κόλπο του Μεξικού μες στη θεοσκότεινη νύχτα στο πλαίσιο μιας αποστολής εντοπισμού ενός αεροπλάνου που είχε καταπέσει, από τους δέκα επιβάτες ανευρίσκονται μόνον οι εννέα – «άνθρωποι κάθονταν στις θέσεις τους, με τα μαλλιά τους απλωμένα μέσα στο νερό. Τα στόματά τους ανοιχτά, τα μάτια τους κενά από κάθε σκέψη». Ο δέκατος επιβάτης δεν θα βρεθεί ποτέ. Ο Μπόμπι βρίσκεται κυνηγημένος, οι φίλοι του τον εγκαταλείπουν, το FBI τον παρακολουθεί, ο τραπεζικός του λογαριασμός μπλοκάρεται, ο Μπόμπι φεύγει στα βάθη της Αμερικής, να γλιτώσει από τους διώκτες του, να απαλύνει τα τραύματά του, χαραγμένος «από τη γλυκιά λεπίδα της θλίψης», αυτής, άλλωστε, που δίνει τον τόνο στη διλογία. Ανέστιος ο Μπόμπι, έκκεντρος, ήρωας λοξός, επιρρεπής στις καταχρήσεις, στο περιθώριο του κοινωνικού σχηματισμού, προσπαθεί να επιβιώσει έχοντας θέσει τα δικά του, κατάδικά του, ρευστά όρια. Ο ΜαΚάρθυ εξεικονίζει τον ήρωά του ως παρία, αλλά όχι ως παράνομο, εφόσον επιμένει στον ηθικό του κώδικα, είδαμε κιόλας τη στάση του απέναντι στον πατέρα του, με την οπλή της Ιστορίας να εκβάλλει διαστίζοντας και καθορίζοντας τις ατομικές προκρίσεις, ξύνοντας τα τοιχώματα της μνήμης – «είδα πουλιά στον ουρανό που χάραζε να αναφλέγονται και να ανατινάζονται αθόρυβα και να πέφτουν σε μεγάλα τόξα προς το έδαφος σαν πυροτεχνήματα […] Τα πλάσματα της ερήμου εξαϋλώθηκαν χωρίς ούτε μια κραυγή», θυμάται η αδελφή, τρόφιμος στο «μη δογματικό κέντρο φροντίδας ψυχιατρικών ασθενών» Stella Maris, κάπου στο Ουισκόνσιν, τον πατέρα, που δεν εξέφρασε ποτέ τύψεις για την εμπλοκή του στο πρόγραμμα κατασκευής της πρώτης πυρηνικής βόμβας, να αφηγείται τα της πρώτης δοκιμής πυρηνικής βόμβας στην έρημο στο Νέο Μεξικό. Ο πατέρας δεν ένιωσε τύψεις ούτε για το ό,τι συνέβη μετά: «Φλεγόμενοι άνθρωποι σέρνονταν ανάμεσα στα πτώματα σαν κάτι φρικώδες σ΄ ένα απέραντο κρεματόριο. Δεν τους πέρασε καν από το μυαλό πως αυτό που συνέβαινε είχε οιαδήποτε σχέση με τον πόλεμο», τότε στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Εκεί, στα βάθη της Αμερικανικής Ηπείρου, ο Μπόμπι έχει για συντροφιά άλλους «παρίες» που ζουν στις παρυφές, στο περιθώριο, αλλά ζουν ο καθείς με το σαράκι του, μια έντονη εσωτερική ζωή – «αυτό για το οποίο μιλάμε στην πραγματικότητα είναι ο ξεπεσμός της ψυχής», διαπιστώνει ο ΜακΚάρθυ με τρόπο εξόχως δωρικό βυθομετρώντας, συγχρόνως και παράλληλα, το αβυσσαλέο σκότος του μέσα εαυτού, έμπλεος μαύρου χιούμορ, οιονεί αυτοσαρκαζόμενος και με αφαιρετικό ύφος στους, με τον τρόπο του παραλόγου και του Μπέκετ ορατό, διαλόγους που συνδέονται με φιλοσοφικού βάθους άρτια οργανωμένους μονολόγους, όπου ο ήρωάς δίνει τον λόγο στον συγγραφέα που βυθίζεται σε αναλύσεις για τη ζωή και τον θάνατο, αυτόν που ανθρώπους μας ονομάζει, αλλά και ένια επιστημονικά πεδία, τη φυσική, λόγου χάριν, ή τα μαθηματικά, πεδία που επαρκώς ο ΜακΚάρθυ γνωρίζει, δεδομένου ότι θήτευσε στο Ινστιτούτο Σάντα Φε, στο Νέο Μεξικό, όπου είχε την τύχη και τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή και να συνομιλήσει με σημαντικούς επιστήμονες από ετερόκλητα πεδία.
Ο Μπόμπι βιώνει σταδιακά την πτώση, διαπιστευμένη στην αφηγηματική επιφάνεια έτσι ώστε να οδηγηθεί στην αναγνώριση της αιτίας της, τα δύο βάρη που εντός του ο Μπόμπι μεταφέρει, όπως κιόλας έχουμε δει, την ενοχή τη –φαντασιακή– αιμομικτική σχέση με την αδελφή, την ενοχή για τον πατέρα, με τη μνημονική σκευή σε πλήρη βρασμό, την ενοχή και την ανάμνηση για τον πατέρα και την αδελφή, η οποία αυτοκτόνησε όταν φοβήθηκε ότι θα χάσει τον αδελφό της, ο οποίος είχε περιέλθει σε κωματώδη κατάσταση, οδηγός σε αγώνα Φόρμουλα 2, ύστερα από ένα ατύχημα. Ιδού οι δύο επιβάτες στη ζωή του Μπόμπι, επιβάτης ο ίδιος στη δική του ζωή, με τις εξόδους, όμως, φραγμένες, καθώς διαγώνια ορμώμενος από τον τόπο που είχε βρει στα βάθη της Αμερικής διασχίζει την Ήπειρο, όπου το όνειρο, ως γνωστόν, πλέον δεν ενοικεί. Μόνη παρηγοριά, οι αναμνήσεις του, αλλά κι αυτές σιγά σιγά ξεθωριάζουν, καθώς ο Μπόμπι παλεύει με τα φαντάσματα των νεκρών, πατέρα και αδελφής. Όσο για την αυτοκίνηση –τα τεχνήματα, η ταχύτητα, οι δρόμοι, τα στέκια–, αλλά και την αμερικανική γη, την οποία αυτοκινούμενος διατρέχει –βουνά, παραλίες, τρώγλες– έχουν προ πολλού απωλέσει τον καθαρτήριο ψυχικά ρόλο της, αυτόν της δικλίδας διαφυγής, αφού οι ομοσπονδιακοί πράκτορες συνεχώς κάνουν αισθητή την παρουσία τους, ενώ τα χρέη καιροφυλακτούν. Ο Μπόμπι βρίσκεται συνεχώς υπό απειλή, σε διαρκή κινητικότητα και παρά αυτήν.
Η αδελφή, εντέλει νοσηλευόμενη στο Stella Maris, αγκυρώνεται στον απόντα αδελφό, με τη σχιζοφρένεια συχνά πυκνά και όλο και συχνότερα να την επισκέπτεται, με το ύφος του ΜακΚάρθι να ανοίγεται στο γροτέσκο. Στους εφιάλτες πρωταγωνιστεί το Παιδί, ο δικός της επιβάτης, πλάσμα με άκρα παραμορφωμένα, αλλόκοτο, τερατόμορφο, με πτερύγια στη θέση των δαχτύλων, συγχρόνως υγιές και ασθενές, πλάσμα της φαντασίας, που στον ταραγμένο εσωτερικό κόσμο της αδελφής αποκτά διαστάσεις πλάσματος πραγματικού, με το στόμα του να συστήνει, με λόγο ασταθή και παρελκυστικό, μία ολόκληρη παρέα από όντα που συναπαρτίζουν ένα τρομώδη κόσμο στο ασυνείδητο. Αυτά τα γκροτέσκα πλάσματα η Αλίσια, η αδελφή, δείχνει να τα αποδέχεται ως παρουσίες, στην προσπάθειά της να ξεφύγει –ο ΜακΚάρθυ μάς δίνει και εδώ συγκλονιστικές σελίδες– από την αγωγή των κατασταλτικών φαρμάκων.
Ο αναγνώστης ξέρει από την αρχή του Επιβάτη την τραγική κατάληξη της Αλίσια, μακριά από το ψυχιατρείο –όπου με τον ψυχίατρό της συζητούν στις συνεδρίες περί μουσικής, θεού, θανάτου, αλήθειας, αλλά και για τον Μπόμπι– στα αφιλόξενα βουνά του Ουισκόνσιν. Τα δύο αδέλφια ποτέ δεν θα συναντηθούν. Το μέλλον εκτεφρώνεται και για τους δύο, η μνήμη ούτε, το είδαμε, φιλόξενο καταφύγιο εντέλει είναι, αλλά ούτε και φιλόξενο κοιμητήριο, το ταξίδι και για τους δύο, τον Μπόμπι και την Αλίσια, από άσκηση εκπατρισμού και, έτσι, αυτογνωσίας, εκβάλλει λυγμικά σε μαθητεία θανάτου. «Νομίζω ότι ο χρόνος μας τελείωσε. – Το ξέρω. Κράτα μου το χέρι. – Να σου κρατήσω το χέρι; – Ναι. Το θέλω. –Εντάξει. Γιατί; – Γατί αυτό κάνουν οι άνθρωποι όταν περιμένουν κάτι να τελειώσει», με τα τελευταία λόγια διά χειρός Μακ Κόρμακ, αυτού του υψηλόφρονα συγγραφέα, για τον οποίο τίποτα το ανθρώπινο δεν του είναι ξένο. Έως θανάτου, τέχνης οιστρηλασία.
Cormac McCarthy, Ο επιβάτης, μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, Gutenberg, 2022.
Cormac McCarthy, Stella Maris, μτφρ. Γιώργος Κυριαζής, Gutenberg, 2022.