Η ευχή
Ήταν μια νυσταλέα βραδιά στην καρδιά του χειμώνα. Σε δυο μέρες θα αναχωρούσε. Πριν φύγει μου είπε: «Κάνε μια ευχή». Της είπα: «Καλό ταξίδι να έχεις». Αλλά δεν το εννοούσα. Ήξερα ότι περνούσε καλά εδώ, γιατί εδώ είναι όλα πολύ παλιά για να μην είναι παρόντα. Οι ρυθμοί χαλαροί, οι άνθρωποι ήσυχοι. Δεν έχουν πόζα, δεν νοιάζονται για διαδικασίες, κανόνες, συμπεριφορές. Η φύση είναι το ψωμί τους. Ακολουθούν τους κύκλους της, κάνουν θυσίες για χάρη της και περιμένουν τον Άδωνι[1] για να στρώσουν τραπέζι. «Μη φεύγεις, πού θα βρεις καλύτερα» ήθελα να της απαντήσω, αλλά συγκρατήθηκα. Στη χώρα της η πολλή οικειότητα συνιστά απειλή. Ο αυθορμητισμός αποτελεί επικίνδυνη παραβίαση κάποιου άγραφου κώδικα, η προέλευση του οποίου χάνεται στα βάθη του χρόνου.
Ωραίο παράστημα, αρμονικά χαρακτηριστικά. Πόδια ατέλειωτα που μαρτυρούσαν τη βόρεια καταγωγή της. Γιαγιά Βarby. Θα πρέπει να είχε καβατζάρει τα εβδομήντα αλλά ξεχώριζε ανάμεσα σε δεκάδες. Αν ήταν τρελή, τότε κουβαλούσε μια τρέλα πολύ καλά τακτοποιημένη. Απορούσα πώς η γενιά της, από τον Φρόυντ και τη μαριχουάνα, κατέληξε να επικροτεί έναν πόλεμο και να βολεύεται με διαδικτυακό πορνό. Μια μέρα, με μεγάλη μου έκπληξη, την άκουσα να με αποκαλεί alter ego της, και μιαν άλλη μέρα, sister και daughter. Κατάλαβα ότι παρά τις διαφορές μας, ήταν αυτό που είμαι. Κοιτούσε με τον ίδιο τρόπο τον κόσμο, σαν να είχε ξεμείνει στη μέση ενός ταξιδιού, που οι εικόνες του της διέφευγαν. Σαν να μην είχε ιστορία. Ή εκείνη να μη μπορούσε να την αφηγηθεί. Σαν να προσπαθούσε να επιβεβαιωθεί σκαρώνοντας φτηνά τραγουδάκια με την πεποίθηση ότι ενορχήστρωνε έπη. Κατέληξα να κατηγορώ τον Λούθηρο που, όπως έδειχνε, δεν είχε πάψει να κατατρύχει τους συμπατριώτες της.
Ώρες ώρες πάλι, με κυρίευε μια αίσθηση σχεδόν εξωπραγματική. Ότι το dna της έκρυβε μέσα του έναν άγνωστο χώρο. Έναν χρόνο διαφορετικό από εκείνον στον οποίο κινείτο. Και πως μέσα σε τούτο τον διαφορετικό χωρόχρονο κολυμπούσε μια μνήμη τρεμουλιάρικη σαν αλοιφή. Μια μνήμη διεστραμμένη. Θέλω να πω, δεν ξέρω τι μας συνέδεσε. Τι ήταν αυτό που την έκανε όταν ήταν μαζί μου να αισιοδοξεί. Να γελάει με ένα γέλιο ορμητικό, γάργαρο, σχεδόν παροξυσμικό. Ή να μένει απαθής, για λίγο έστω, για κλάσματα δευτερολέπτου.
Δεν ήταν η σωματική έλξη. Μαζί της, ουκ ένι άρσεν και θήλυ. Για όσους μας έβλεπαν, ήμασταν δύο στην τιμή του ενός. Δον Κιχώτισσες στο πετσί μιας φουρκαριάρας Σάντσο Πάντσα. Ή το ανάποδο. Δεν κάνει διαφορά. Ιδέα δεν είχα αν στην πατρίδα της ήταν παντρεμένη, χωρισμένη, με παιδιά ή χωρίς. Αν ήταν ικανοποιημένη από τη ζωή της ή κουβαλούσε μέσα της τραύματα παλιά και ανεπούλωτα. Δεν το αποκλείω, σε μιαν άλλη ζωή να υπήρξαμε συνοδοιπόροι σε κάτι σπουδαίο. Να ήμασταν συγγραφείς, γιατρίνες, ζωγράφοι, μαθήτριες μιας Κάλλας ή μιας Κιουρί, μπορεί και η ίδια η ντίβα της όπερας ή η ιδιοφυής εφευρέτρια∙ πράγμα ασύλληπτο και τρομακτικό. Ίσως όμως να ενσαρκώναμε δυο ανίδεες, απελπισμένες σουσούδες που ξέρανε μόνο πώς να σπαταλάνε το σάλιο τους φλυαρώντας.
Στα χέρια μου είχα μόνο μερικές από τις ελάχιστες εξομολογήσεις της. Και εννοώ εκείνη την μπερδεμένη, σύντομη εξιστόρηση των εξελίξεων, που κανείς δεν προβλέπει. Μου άρεσε όμως, γιατί είχε χιούμορ και δεν σκάλωνε σε λεπτομέρειες∙ πνευματώδης και μαζί ανάλαφρη, ακόμα και στα πιο τραγικά. Όταν προσπαθώ να μαντέψω πώς ήταν παιδί, κατά παράδοξο τρόπο ο νους μου τρέχει στα καθ’ ημάς, στο κορίτσι που μέσα στην Κατοχή άρπαξε το μήλο από το χέρι του σκοτωμένου. Σκέφτομαι τη νύχτα που οι μισοί από τους συγγενείς του πατέρα μου εκτέλεσαν εν ψυχρώ τους άλλους μισούς. Ξέρω ότι κάποιοι άλλοι, την ίδια νύχτα, ξάπλωσαν κάτω από μια καρυδιά και κοιμήθηκαν ξένοιαστοι. Αργότερα, δύο από αυτούς θα αυτοπυροβολούνταν. Ένας τρίτος θα έκανε θηλιά τη ζώνη του και θα απαγχονιζόταν στην αυλή του σπιτιού του.
Μια τέτοια νύχτα, εγώ ονειρεύτηκα ένα ξένο χέρι να χώνεται ανάμεσά μας. Θυμήθηκα την επιθυμία της. Η δύναμη που την ταξίδευε να ήταν μεγαλύτερη από εκείνη που θα την καθήλωνε. Αν πέθαινε πρώτη, να την καίγαμε και να σκορπούσαμε τις στάχτες στη λίμνη. Εκεί όπου πίστευε ότι κατοικούσε ο καλός θεός. Μετά από αυτό, εγώ δεν θα είχα ρόλο, ούτε και λόγο, θα έπρεπε να επινοήσω. Ή να σκεφτώ τον Χάινριχ φον Κλάιστ και την Ενριέτε Φέγκελ που, λίγες ώρες πριν από το τέλος τους, έδειχναν ευτυχείς. Έπιναν ήσυχα τον καφέ τους, περπατούσαν κι αυτοί στις όχθες μιας λίμνης, αντάλλασσαν ανέμελοι γράμματα αποχαιρετισμού.
Προσπαθώ να φανταστώ τη χώρα της, αν και δεν θέλω. Δεν θέλω να ξέρω τι ήταν αυτό που της επέβαλε τη σιωπή, κι εκείνη την ενοχή που μύριζε μούχλα και ναφθαλίνη. Προτιμώ να τη συλλογίζομαι μέσα σε ένα ποτάμι. Να προχωρεί μέσα σε αυτό το ποτάμι και τα νερά του να αποσύρονται, να ρίχνεται μέσα στη θάλασσα κι αυτή να ανοίγει στο διάβα της, όπως άνοιξε η Ερυθρά στην έξοδο του Ισραηλιτών. Το ξέρω. Υποτίθεται πως δεν έπρεπε να εξελιχτούν έτσι τα πράγματα. Αυτό δεν λέμε συνήθως; Όπου να ’ναι νυχτώνει. Δεν έχει φεγγάρι. Κοιμάμαι, ξυπνώ, ένα και το αυτό. Το δύσκολο τώρα είναι να κάνω τα λίγα βήματα που μου απομένουν χωρίς να σκοντάψω. Ο Δεκέμβρης, ακόμη και εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο με τον ανεξάντλητο φως, είναι ένας βραχνάς. Ένας μήνας όλο βροχές και λάσπη. Ο ήλιος ξοδεύεται γρήγορα κι η νύχτα είναι μακρά. Πέφτει βαριά και ύπουλα, σε βρίσκει απότομα, εκεί που δεν την περιμένεις. Τη μια στιγμή βλέπεις μέχρι κάτω το πέλαγος, την άλλη ούτε τη μύτη σου.
Λέω μέσα μου: «Έκαστος εν τη κλήσει ή εκλήθη, εν ταύτη μενέτω». Αλλά στην ανάγκη, ο καθένας μπορεί να βρεθεί οπουδήποτε, να είναι ή να κάνει τα πάντα. Από το να καθαρίζει φρέσκα φασολάκια μέχρι να ατενίζει το ίδιο τοπίο για ώρες. Πέρυσι τέτοια εποχή, παραμονή Πρωτοχρονιάς, ευχήθηκα να μην έφευγε. Πώς λέμε, να σαι πάντα καλά, υγιής, δυνατή, δημιουργική; Ήξερα ότι ήταν μια ευχή που δεν επρόκειτο να εκπληρωθεί. Μια παράκληση στα όρια της απελπισίας.
[1] Η άνοδος του Άδωνι στη Γη, συμβολίζει τον ερχομό της Άνοιξης και την αρχή της ανθοφορίας.