της Δέσποινας Παπαστάθη
«Τι συμβαίνει όταν η μνήμη αρχίζει να αποσύρεται; Στην αρχή ξεχνάς μεμονωμένες λέξεις, ύστερα πρόσωπα, ψάχνεις να βρεις την τουαλέτα στο ίδιο σου το σπίτι. Ξεχνάς ό,τι έχεις μάθει σε αυτή τη ζωή, δεν είναι πολλά πράγματα, σύντομα θα εξαντληθούν. Και τότε, στη σκοτεινή φάση, όπως τη λέει ο Γκαουστίν, θα έρθει η λησμονιά αυτού που έχει συσσωρευτεί μπροστά σου, αυτού που το κορμί σου γνώριζε από τη φύση του, χωρίς να το υποψιάζεται. Αυτό είναι που θα αποδειχθεί θανατηφόρο.
Στο τέλος το μυαλό θα ξεχάσει πως μιλάει, το στόμα θα ξεχάσει πως μασάει, το λαρύγγι θα ξεχάσει πως καταπίνει.
Τα πόδια θα ξεχάσουν να περπατάνε, να σηκώνονται, που να πάρει… […]
Κάποιος σβήνει το φως στα δωμάτια του ίδιου σου του κορμιού».[1]
Λησμονώντας το εγγύς και απώτερο παρελθόν του ο ασθενής που πάσχει από τη νόσο Αλτσχάιμερ αισθάνεται πως σβήνει το φως από το παρόν και το μέλλον του. Ξεχνά όσα έχει μάθει στη ζωή, «μη ανήκων σε κανέναν στον κόσμο ή, για την ακρίβεια, μη ανήκων στον τωρινό κόσμο». Με ενσυναίσθηση και βαθιά ευαισθησία ο Georgi Gospodinov (Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ, 1968) στο νέο του μυθιστόρημα με τον χαρακτηριστικό τίτλο Χρονοκαταφύγιο (μτφρ.: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Ίκαρος, Αθήνα 2021, σ. 368) προσεγγίζει την αγωνιώδη καθημερινότητα των ασθενών που πάσχουν από Αλστχάιμερ. Το Χρονοκαταφύγιο είναι το τρίτο μυθιστόρημα του Βούλγαρου ποιητή, μυθιστοριογράφου, συγγραφέα διηγημάτων και δράματος –έχουν προηγηθεί το Φυσικό μυθιστόρημα,[2] 1999, το οποίο έγινε διεθνές μπεστ σέλερ, μεταφράστηκε σε είκοσι τέσσερις γλώσσες και χαρακτηρίστηκε ως ένα «αναρχικό-πειραματικό ντεμπούτο» και ακολούθησε το Περί φυσικής της μελαγχολίας,[3] 2013, το οποίο τιμήθηκε με πολλά λογοτεχνικά βραβεία ανάμεσα στα οποία το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος στη Βουλγαρία (2013), το Ελβετικό Βραβείο Jan Michalski Preis (2016) και το πολωνικό βραβείο Angelus (2019), ενώ έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από δεκαπέντε γλώσσες– το οποίο συνεχίζει με συναρπαστικό τρόπο την ιδιαίτερη και αιρετική γραφή του Γκοσποντίνοφ, και έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος στη Βουλγαρία (2021) και με το βραβείο Strega Europeo (2021).
Ο αφηγητής, που δηλώνει το ακίνδυνο και αόριστο επάγγελμα του συγγραφέα, συναντά τον Γκαουστίν, έναν άστεγο ταξιδιώτη στον χρόνο, στο κεφάλι του οποίου «επικρατούσε τέτοιο ανακάτωμα εποχών, φωνών και τόπων». Η κοινή εμμονή τους για το παρελθόν και η αγάπη για τη γραφή θα τους ενώσει και θα τους οδηγήσει στη δημιουργία μιας «κλινικής για το παρελθόν». Αρχικά, η κλινική ήταν ένα μικρό διαμέρισμα που ανοίγει διάπλατα την είσοδό του στο μέσο της δεκαετίας του ’60: «ένα χολ με πορτ μαντό με σκουροπράσινη, δερμάτινη καπιτονέ επένδυση […]». Στο παιδικό δωμάτιο κυριαρχούν «δύο γωνιακά κρεβάτια, σκεπασμένα με κίτρινα καλύμματα […], με ένα καφέ κεφαλάρι ανάμεσά τους […]», και οι ταπετσαρίες ήταν πραγματική αποκάλυψη με τους ανοιχτοπράσινους ρόμβους, τα αναδιπλωμένα φυτά, το σπιτάκι στο δάσος με μια λίμνη μπροστά του. Η κλινική θα γιγαντωθεί και θα επεκταθεί και σε άλλες δεκαετίες, του ’70, του ’80, του ’90. Τί γίνεται, όμως, με τη δεκαετία του ’40; Πως μπορεί κανείς να προσεγγίσει τα τραγικά γεγονότα που τη σημάδεψαν; Στην κλινική φιλοξενούνται ασθενείς που έχουν λησμονήσει την ταυτότητά τους: «Διηγήσου μου ποιος είμαι. […] Τι ρούχα φορούσα, τι παπούτσια, γελούσα πλατιά ή έσφιγγα πεισματικά τα δόντια μου, κοιτούσα προς τα κάτω καθώς περπατούσα, καμπούριαζα… Ήμουν ευτυχισμένος;» Στιγμές από το έπος της καθημερινότητας, ερωτικές ιστορίες και ένοχα μυστικά, τραυματικές μνήμες του πολέμου, εμπειρίες επιζησάντων από το Άουσβιτς ζωντανεύουν μέσα από τη σκηνοθεσία της ζωής των προηγούμενων δεκαετιών στην κλινική του παρελθόντος φέρνοντάς μας αντιμέτωπους όχι μόνο με τη βία της απώλειας της μνήμης, με το γήρας, την επιλογή της ευθανασίας και την υπαρξιακή αγωνία του θανάτου, αλλά και με τη βία της ευρωπαϊκής ιστορίας του 20ου αι.
Το μυθιστόρημα μοιρασμένο σε πέντε κεφάλαια και έναν επίλογο ανοίγει δρόμους γόνιμης σκέψης και προβληματισμού πάνω στη νεώτερη ιστορία της Ευρώπης. Μπορεί άραγε το παρελθόν να βιωθεί ή να αρθρωθεί εκ νέου; Χρειάζεται; Πόσο παρελθόν μπορεί να σηκώσει στους ώμους του ένας άνθρωπος; Ο αφηγητής περιδιαβαίνει στον χρόνο και τον χώρο με αφορμή ένα πρωτότυπο δημοψήφισμα για το παρελθόν, «ένα κάλεσμα για επιστροφή», όπου η «Ευρώπη επιλέγει το παρελθόν της…», «η Ευρώπη είναι η νέα ουτοπία…», «Ευρωτοπία», «η Ευρωπαϊκή Ένωση ενός κοινού παρελθόντος». Άλλωστε, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, η Ευρώπη ανέκαθεν ήταν καλή στις ουτοπίες. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και δεκάδες άλλοι ναρκοθέτησαν την ενότητά της, ενώ υπήρξαν πολλές καλές μνήμες ένωσης και ειρηνικής γειτονίας. Το σημείο μηδέν στην ιστορία της Ευρώπης του 20ου αι. είναι η 1η Σεπτεμβρίου 1939. Το κουτί της Πανδώρας άνοιξε και για τον αφηγητή ο κίνδυνος να έχει παραμείνει ανοικτό είναι πέρα ως πέρα αληθινός. Πρώτος και σημαντικός σταθμός του αφηγητή στην περιδιάβαση στο παρελθόν της Ευρώπης είναι η Βουλγαρία. Ο Γκοσποντίνοφ σχολιάζει με ευρηματικό τρόπο το κομμουνιστικό και μετα-κομμουνιστικό παρελθόν της πατρίδας του, μιας χώρας ως ξεχωριστής περίπτωσης, όπως τιτλοφορεί το αντίστοιχο κεφάλαιο του μυθιστορήματος. Νοσταλγία, μελαγχολία, τρόμος, πικρό χιούμορ, οξύτατη κριτική ματιά στο κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο της Βουλγαρίας συνοψίζονται σε ένα χαρτί στερεωμένο με τέσσερις πινέζες πάνω στον κορμό μιας καστανιάς:
«ΑΝΤΑΛΛΑΣΣΩ
Μια μεγάλη τηλεόραση LCD
32 ιντσών λειτουργεί καλά 8 χρόνια
Με 30 λίτρα ρακή
Γιάμπολ, τηλέφωνο: 046…
15 Φεβρ.»
Κραυγή αγωνίας που συγκλονίζει τον αφηγητή, ο οποίος θα έρθει αντιμέτωπος όχι μόνο με την ατομική απώλεια της μνήμης, αλλά και με τις συλλογικές αμνησίες και τη σκόπιμη για πολιτικά συμφέροντα σκηνοθεσία και παραγωγή της ιστορικής μνήμης μιας χώρας. Το δημοψήφισμα για το παρελθόν αποδεικνύει πως στρέφοντας το κεφάλι προς τα πίσω, βλέπουμε το μέλλον μας. Στην οικογένεια της Ευρώπης μετά τη φρίκη που σηματοδοτεί το 1939 έρχονται τα πάνω κάτω. Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Σουηδία, Δανία, Πολωνία, Ρουμανία, Γερμανία, Ελβετία, Ιταλία, κράτη ευτυχισμένα και δυστυχισμένα το καθένα με τον δικό του τρόπο επιλέγουν μέσω του πρωτότυπου δημοψηφίσματος την επιστροφή σε διαφορετική κάθε φορά και σε κάθε περίπτωση δεκαετία. Ένας νέος χάρτης της Ευρώπης διαμορφώνεται που αποδεικνύει πως εν τέλει οι άνθρωποι επιλέγουν να επιστρέψουν στα χρόνια που ήταν νέοι. Ο Γκοσποντίνοφ ξαναδιαβάζει την νεώτερη ιστορία της Ευρώπης, εντοπίζοντας τα τρωτά της σημεία, τα λάθη του παρελθόντος που προοικονομούν, ωστόσο, τα λάθη του παρόντος και του μέλλοντος και αυτό γιατί, όπως θα έλεγε ο Γκαουστίν: «Προσοχή, η ιστορία βρίσκεται πάντα πιο κοντά απ’ ό,τι φαίνεται στο καθρεφτάκι του αυτοκινήτου…».
Η αποσπασματικότητα της αφήγησης, οι πολλαπλές εγκιβωτισμένες αφηγήσεις, η μοντερνιστική διαχείριση του χρόνου και του χώρου, τα διάσπαρτα σκίτσα-εικόνες που συνομιλούν δημιουργικά με το κείμενο, το ανοιχτό τέλος του μυθιστορήματος, μιας και «όλ’ αυτά με το επερχόμενο παρελθόν έχουν ήδη συμβεί ή μήπως αρχίζουν αύριο…», η λεπτή ειρωνεία, η διάχυτη λύπη, ο ανομολόγητος φόβος αισθητοποιούν στο Χρονοκαταφύγιο του Γκοσποντίνοφ το σύνδρομο του μη ανήκειν, ένα σύνδρομο που χαρακτηρίζει τους ασθενείς που πάσχουν από Αλτσχάιμερ, όπως γράφει ο Γκαουστίν, αλλά και τους Ευρωπαίους πολίτες. Ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ με το αριστουργηματικό Χρονοκαταφύγιο γράφει ένα βιβλίο με περιπέτειες, ανθρώπινες και εθνικές, ένα βιβλίο για την επιστροφή στο παρελθόν, μια νέα Οδύσσεια, όπου το παρελθόν είναι φτιαγμένο με πολλά συγκεκριμένα, μικρά πράγματα που συνθέτουν την ατομική και εθνική φυσιογνωμία του καθενός από εμάς.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Georgi Gospodinov, Χρονοκαταφύγιο, μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Ίκαρος, Αθήνα 2021, σ. 128.
[2] Georgi Gospodinov, Φυσικό μυθιστόρημα, μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Ίκαρος, Αθήνα 2020.
[3] Georgi Gospodinov, Περί φυσικής της μελαγχολίας, μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Ίκαρος, Αθήνα 2018.
(*) H Δέσποινα Παπαστάθη είναι Δρ. Νέας Ελληνικής Φιλολογίας, Ε.ΔΙ.Π, Τμήμα Φιλολογίας ,Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Georgi Gospodinov, Χρονοκαταφύγιο, μτφρ.: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Ίκαρος, Αθήνα, 2021
Βρες το εδώ