Χρήστος Τσιάμης, Η ζωή μου πριν και μετά (έρωτες και αναγνώσεις)

0
483
restaurant , eye, Film Museum Amsterdam

 

 

Χρήστος Τσιάμης

XVIII

 

 

Αναγνώσεις γιά δύσκολες περιπτώσεις

 

 

Κάμποσα χρόνια πριν είχα ρωτήσει, στα αστεία, μια φίλη από την Ολλανδία μήπως, μετά από δυο απανωτά χτυπήματα καταστροφών στη γειτονιά όπου μένω, θα πρέπει να το εκλάβω σαν μήνυμα και να σηκωθώ να φύγω χωρίς να περιμένω ένα τρίτο χτύπημα.  Μιλούσα για την καταστροφή των Διδύμων Πύργων και για τoν τυφώνα Σάντυ που είχε συμβεί τότε που έγραφα το η-μέϊλ στη φίλη, και που είχε βυθίσει το νότιο Μανχάταν στο σκοτάδι και το είχε πνίξει στο νερό καθώς είχε φουσκώσει για τα καλά ο ωκεανός.  Στα αστεία, λοιπόν, την είχα ρωτήσει.  Κι εκείνη μου είχε αμέσως απαντήσει εντελώς σοβαρά και λακωνικά: άλλαξε γειτονιά!

Από την αρχή ετούτου του αιώνα, κάθε περίπου δέκα χρόνια, έχω ζήσει εκ του σύνεγγυς καταστροφές τρείς.  Η τωρινή, της πανδημίας, είναι η τρίτη και  φαρμακερή.  Κι αυτή τη φορά δεν την υποφέρουμε μόνο εμείς, σε αυτή τη σχετικά μικρή κοινότητα στην άκρη του Μανχάταν, αλλά είναι κάτι που το υποφέρει  ολόκληρη η οικουμένη.  Κι έτσι, είναι σαφώς διαφορετική, στη συνείδησή μου, από τις δυο προηγούμενες.  Όμως και τις τρείς, στο προσωπικό επίπεδο, τις διατρέχει το ίδιο νήμα.  Δηλαδή, κάθε φορά βρίσκω τον εαυτό μου να καταφεύγει για ηρεμία στο διάβασμα.

Η αλήθεια είναι ότι η κάθε κρίση έχει τη δική της χαρακτηριστική επιλογή αναγνωστικής ύλης.  Για παράδειγμα, στην παρούσα κατάσταση της πανδημίας, για κάποιο λόγο η ποίηση, σαν μια συνεχής αναγνωστική άσκηση της ψυχής και του πνεύματος, δεν είναι καθόλου στα μέτρα μου.  Δεν ξέρω γιατί.  Την ποίηση την αναζήτησα, όμως, σε μια άλλη παλιά προσωπική καταστροφή.  Στο χάσιμο των γονιών μου – νέος ακόμα, σχετικά νέοι κι αυτοί.  Έφυγαν μέσα σε πέντε χρόνια.  Μετά τον θάνατο του πατέρα, που έφυγε δεύτερος, έπεσα για ένα μεγάλο διάστημα άρρωστος, μάλλον νόσημα ψυχοσωματικό, και ήταν εκείνες τις μέρες του έντονου προσωπικού πόνου που έτρεξα στα «Cantos» του Έζρα Πάουντ.  Ίσως είχα πάει στην ποίηση γιατί αυτή μόνο ξέρει πώς να φτάνει απευθείας στην ψυχή και να σε αγγίζει χωρίς λεκτικές περιηγήσεις.  Σαν τη μουσική.  Και ίσως αυτό συμβαίνει επειδή η ποίηση έχει έντονη τη μουσική μέσα της.  Και είχα αρχίσει με το τελευταίο βιβλίο των ‘Cantos’, το πιό τρυφερό, που είναι ουσιαστικά το κλάμα μιας ψυχής (cris de coeur) για την κατάληξη μιας ζωής που είχε στόχο την ομορφιά και το καλό και που, πολλές φορές, είχε άσχημα παραστρατήσει.  Και μετά από τα ‘Σχεδιάσματα και Αποσπάσματα’ (Drafts and Fragments) ακολούθησαν τα «Cantos της Πίζας», κι αυτά επίσης το απόσταγμα μιας περιπέτειας και βαθιάς προσωπικής κρίσης.  Και ύστερα έκανα κατάδυση στα πιο δύσκολα Cantos, γιατί η δυσκολία ήταν η πορεία μιας μύησης που την χρειαζόταν τότε η λυπημένη μου ψυχή για να κρατηθεί σε επαφή με μια πλατύτερη πραγματικότητα από εκείνη της στενής προσωπικής στιγμής.

 

Οι ημέρες αμέσως μετά τον τυφώνα Σάντυ ήταν ημέρες χωρίς θέρμανση και ηλεκτρισμό, με απόλυτη ησυχία έξω στους δρόμους, και ησυχία στο διαμέρισμα λόγω της μη λειτουργίας των ηλεκτρικών συσκευών.  Μιας και απέξω υπήρχε νέκρα, τις μέρες εκείνες τις πέρασα ως επί το πλείστον στο πάτωμα, χαϊδεύοντας το συμπαθέστατο κατοικίδιο που φρόντιζα, το κουνέλι μας τον Αλφόνσο, και διαβάζοντας (με κερί τα βράδια) το βιβλίο «Στον δρόμο» του Τζακ Κέρουακ.  Έτσι, στη σχετική μου ακινησία η ψυχή μου είχε ορεχθεί το πιο περιπατητικό, ίσως, βιβλίο στη σύγχρονη Αμερικανική λογοτεχνία (τουλάχιστον κατά τίτλο).  Μέσα στο μικρό μου διαμέρισμα, διέσχισα την Αμερική απ’ άκρη σ’ άκρη, μέχρι και στο Μεξικό έφτασα.  Και όταν  τέλειωσα το βιβλίο αυτό, και τα πράγματα εξωτερικά είχαν επιστρέψει στην ομαλότητα, η κεκτημένη μου ταχύτητα με οδήγησε σε ένα άλλο περιπατητικό βιβλίο που το είχα αρχίσει πολλές φορές, απ’ τα φοιτητικά μου χρόνια, και που όλο σε κάποιο στάδιο το εγκατέλειπα.  Επρόκειτο για μια περίφημη περιήγηση σε μικρότερο γεωγραφικό και χρονικό διάστημα (σε μια πόλη, μέσα σε μια μέρα) αλλά εξίσου ξεσηκωτική στα δικά μου τα μάτια.  Μιλάω για του Τζέϊμς Τζόϋς και το μυθιστόρημα του «Οδυσσέας».  Κι αυτή τη φορά τα κατάφερα και τέλειωσα αυτό το δύσκολο βιβλίο!  Με μεγάλη ευχαρίστηση, και  μ’ ένα σωρό ανακαλύψεις!

 

Με την καταστροφή των Διδύμων Πύργων η προσφυγή σε αναγνώσματα δεν ήταν η πρώτη μου έγνοια.  Μέναμε αρκετά κοντά σε αυτούς και έπρεπε να φροντίσω την οικογένεια.  Έτσι στην αρχή η κατάσταση ήταν πολύ κινητική.  Να κατέβω στον δρόμο και να προσπαθήσω να μάθω νέα απ΄ τον κόσμο που περιφερόταν στην περιοχή.  Να πάω να μαζέψω απ’ το σχολείο την κόρη μου τη μικρή.  Να δω αν μπορώ να μάθω νέα για τη δουλειά μου που ήταν έξη εφτά τετράγωνα από εκεί όπου είχαν χτυπήσει τα αεροπλάνα.  Και την άλλη μέρα να περιμένω ουρά για να περάσω τα μπλόκα της αστυνομίας δείχνοντας την ταυτότητα μου – καθώς  είχαν αποκλείσει την περιοχή – για  να μπορέσω να προμηθευτώ είδη διατροφής που βρίσκονταν στην άλλη μεριά.  Ώσπου το γύρισε ο άνεμος, και ο τοξικός καπνός απ’ τους πεσμένους πύργους άρχισε να έρχεται κατά πάνω μας.  Και πήραμε την απόφαση ν’ αφήσουμε την πόλη για τα βόρεια.  Έτσι, η αναγνωστική διάθεση ήρθε με καθυστέρηση, αφού τα πράγματα είχαν ηρεμήσει στο άμεσο περιβάλλον μας, και οι αναγνωστικές μου προτιμήσεις πήραν μια αναμενόμενη κατεύθυνση.  Έψαξα της βιβλιοθήκης μου τα βιβλία για θέματα σχετικά με την τρομοκρατία.  Πρώτος-πρώτος ο Ντοστογιέφσκι και «Οι Δαιμονισμένοι».  Και ο Τζόζεφ Κόνραντ στη συνέχεια: «Η καρδιά του σκότους», ο «Νοστρόμο», και ο «Μυστικός Πράκτορας».  Μερικά έπιαναν μέχρι τότε τα ράφια αδιάβαστα, περιμένοντας την ώρα τους.  Μερικά άλλα υπήρξαν ξαναδιαβάσματα.  Με όλα τα ευχάριστα που συνεπάγεται αυτή η πράξη.  Και εννοώ ευχάριστα υπό τον τύπο κάποιας ανακάλυψης που είχε παραμείνει αφανής στην πρώτη τους ανάγνωση.

 

Και φτάνουμε στη σημερινή πανδημία που είναι μια καταστροφή που την ζει ταυτοχρόνως κάθε κοινωνία, σε όλη την γη.  Και οι συνθήκες (ο κατ’ οίκον περιορισμός επί εβδομάδες, αν όχι μήνες) δημιουργούν ιδανικές προϋποθέσεις, για όσους έχουν την έφεση (και τις φυσικές και ψυχικές ανέσεις, φυσικά), για επικές αναγνώσεις.  Προσωπικά, πέρασα τον μεγαλύτερο χρόνο έγκλειστος και μόνος.  Τα βράδια, μετά την βάρδια της οχτάωρης τηλε-εργασίας και ενός ποτού  ‘της ηρεμίας’, έκανα συνήθως μια περιήγηση στης βιβλιοθήκης μου τα ράφια.  Και οι πρώτες μου επιλογές ήταν βιβλία περί πανδημίας.  Έτσι, κατέβασα του Καμύ την «Πανούκλα».  Και διαπίστωσα, διαβάζοντας την ξανά, πόσο κοντά ήταν σε αυτά που ζούμε τον καιρό της πανδημίας σήμερα (σίγουρα θα πρέπει να είχε κάνει μεγάλη έρευνα ο συγγραφέας).  Αλλά εγώ προτιμούσα την πρώιμη ανάγνωση του έργου αυτού, δηλαδή σαν πολιτική αλληγορία περί ναζισμού, ολοκληρωτισμού κλπ, όπως δηλαδή το αποσκοπούσε ο συγγραφέας, κατά τους κριτικούς, όταν είχε αρχίσει να το γράφει στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.  Κι έτσι το έβαλα ξανά το βιβλίο αυτό στο ράφι.  Θυμήθηκα ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας (όχι είδος της προτίμησης μου γενικώς) που μου είχε κρατήσει παρέα, στον αέρα, στο πρώτο μου υπερατλαντικό ταξίδι επιστροφής στην Ελλάδα, καλοκαίρι – στη δεύτερη φοιτητική μου χρονιά.  Ήταν «Ο ιός της Ανδρομέδας», του Αμερικανού Michael Chrichton, που ναι μεν με είχε μαγέψει τότε, έναν μηχανικόν εν αναπτύξει, με την τεχνική του κατάρτιση, αλλά τώρα και πάλι η υπόθεση ήταν τόσο πλησίον σε αυτά που συνέβαιναν γύρω που δεν μου έκανε καθόλου όρεξη να το ανοίξω.  Τελικά, ήταν κάτι άλλο αναπάντεχο που καθόρισε σε τί, αναγνωστικώς, επρόκειτο να καταλήξω κατά την κατ’ οίκον απομόνωση.

 

Οι άμεσες επιπτώσεις της πανδημίας στην ευρύτερη παγκόσμια κοινωνία (το κλείσιμο συνόρων, οι απαγορεύσεις πτήσεων και συγκοινωνιών εν γένει, ο κατ’ οίκον περιορισμός) έφεραν την ανάγκη, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, στον καθένα από εμάς ξεχωριστά, να έρθουμε σε επικοινωνία με κάποιον άλλον, να ανταλλάξουμε ιστορίες – τηλεφωνικώς, ηλεκτρονικώς, ακόμα κι από παράθυρο σε παράθυρο!  Αυτή λοιπόν η έντονη αίσθηση μιας επιθυμίας για προσέγγιση προς τον συνάνθρωπο με οδήγησε στη σκέψη να ψάξω στα βιβλία μου για τον μεγάλο γνώστη της ανθρώπινης ψυχής «…για κάθε εποχή», τον μαέστρο Γουίλλιαμ Σαίξπηρ.  Και θυμήθηκα κάτι αρχαίους βιβλιόδετους τόμους που είχαμε ανακαλύψει σε κάτι ράφια στο υπόγειο του σπιτιού όταν είχαμε πρωτομετακομίσει.  Και σαν Ορφέας εις αναζήτηση της Ευρυδίκης του, κατέβηκα τα σκαλιά προς τα…βάθη της γης κάτω από το σπίτι.  Και ανέσυρα «Τα Άπαντα του Σαίξπηρ, Δύο τόμοι σε έναν».  Ωραία δεμένος τόμος, σκούρος καφετί (φθαρμένος κατά τι) με σκαλιστό εξώφυλλο και σκαλιστή ράχη, και χρυσοποίκιλτα γράμματα και σχεδιάσματα καθώς χρυσές φάνταζαν και οι σελίδες σαν σύνολο ένα γύρο στο κλειστό βιβλίο.  Ήταν μια εικονογραφημένη έκδοση του 1879, από τον εκδότη P.F. Collier, 24 Barclay Street, στη Νέα Υόρκη.  Κι ενώ ετοιμαζόμουν να μεταφερθώ στου Σαίξπηρ τον καιρό, ήδη ο νους μου με πήγαινε στους χώρους και στα χρόνια του Γουόλτ Γουϊτμαν.  Γιατί πριν λίγο καιρό είχα τελειώσει μια βιογραφία του μεγάλου Αμερικανού ποιητή και είχα εξοικειωθεί με τα δρομολόγια του από το Μπρούκλυν, και τα πάρε δώσε που είχε με εκδότες εκεί γύρω στην οδό Μπάρκλεϋ, στο νότιο Μανχάτταν, όπου συμβαίνει να είναι και της δουλειάς μου η γειτονιά.  Κι έτσι με παρέα, νοερώς, τους δυο μεγάλους αυτούς βάρδους άρχισα να διαβάζω το θεατρικό έργο «Τίμων ο Αθηναίος».  Ώσπου έλαβα ένα η-μέϊλ από τον παιδικό μου φίλο Κώστα Σ.

 

Μου έγραφε, μεταξύ άλλων, ‘έχω αρχίσει να διαβάζω την «Τριλογία της Νέας Υόρκης» του Πώλ Ωστερ’.  Θυμήθηκα ότι σε κάποια γενέθλια το βιβλίο αυτό μού το είχε κάνει δώρο η Έλεν, το είχα βάλει στη βιβλιοθήκη, και κατόπιν…το είχα ξεχάσει.  Του το ανέφερα στην απάντηση μου.  Κι εκείνος μου ανταπάντησε: ‘παράξενο βιβλίο, κάπως σκοτεινό.  Δεν αρχίζεις να το διαβάζεις κι εσύ, ώστε να κάνουμε μια ανταλλαγή απόψεων;’  Κι έτσι άφησα τον Σαίξπηρ και μεταφέρθηκα στον Ώστερ.  Όχι πως ήταν η πρώτη φορά που φίλοι μού συνιστούσαν αναγνώσματα.  Επί χρόνια ένας καλός μου φίλος και συγγραφέας, ο Δημήτρης Ν., στου οποίου τη γνώμη έχω απόλυτη εμπιστοσύνη, όλο και κάτι καινούργιο που με ενθουσιάζει μου προτείνει: να, τον ποιητή Μιχάλη Γκανά (προειδοποιητικά) μόλις πριν εκδώσει το πρώτο του βιβλίο.  Και τον Γκομπρόβιτζ τον Πολωνό, την ίδια περίπου εποχή.  Και, τελευταία, τον Λάσλο Κρασναχορκάϊ!  Όμως, του φίλου μου του Κώστα η παρότρυνση είχε μια ιδιαίτερη αναγκαιότητα.  Γιατί αμέσως αισθάνθηκα ότι διαβάζοντας το ίδιο βιβλίο μαζί του, καθώς μας χωρίζουν χιλιάδες χιλιόμετρα, κάτω απ’ τις δύσκολες συνθήκες του κορωνοϊού, ήταν κάτι που θα μας έφερνε πιο κοντά: ένα ραντεβού, δηλαδή, σε μια όαση του πνεύματος, όταν ο κόσμος φαινόταν όλο και περισσότερο έρημος.  Και από την Τριλογία περάσαμε και οι δυο μας στο τελευταίο μεγαθήριο βιβλίο (ως προς τον αριθμό σελίδων) του ιδίου συγγραφέως, το μυθιστόρημα «4 3 2 1».

 

Ακόμα το διαβάζω αυτό το βιβλίο των οχτακοσίων εξήντα έξη σελίδων (στην Αμερικανική του έκδοση) και το διασκεδάζω μιας και ο χωροχρόνος του, από ένα σημείο και μετά, είναι και ο δικός μου από τα φοιτητικά χρόνια.  Τώρα όμως που γράφω το παρόν, από ένα βάζο απέναντι μου, μού πλημμυρίζει τα ρουθούνια (και τον νου) η ευωδιά ενός μάτσου φρεσκοκομμένων πασχαλιών.  Σηκώνομαι απ’ το τραπέζι και κοιτάζω έξω από το παράθυρο.  Ο κόσμος είναι καταπράσινος, με πινελιές διαφόρων χρωμάτων άνθινων που μεταλλάσσονται συνεχώς στην πνοή του ανέμου.  Και ο θάμνος-δέντρο της πασχαλιάς,  πελώριος, φουντωτός, δίπλα στην πλαγιαστή στέγη του ξύλινου γκαράζ, με τα μωβ άνθη, φαίνεται να μου γνέφει με το κεφάλι.  Άραγε, προς τα πού να θέλει να με οδηγήσει;  Ανακαλύπτω πως με κατευθύνει προς την ποίηση.  Παίρνω το δρόμο για τη βιβλιοθήκη και τραβάω από το ράφι του Τ.Σ. Ελιοτ τα Απαντα, καθώς ο Μάης στον νου μου σμίγει παιχνιδιάρικα, στα ελληνικά, το «Πασχαλιές μέσα από τη νεκρή γη» μαζί με τον αρχικό στίχο του ποιητή «Lilacs out of the dead land…».  Αμήν!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

XIX

 

Εφτά εβδομάδες τής αγνότητας

 

 

Έτσι όπως έγινε η ζωή μας άνω κάτω, σκέφτηκε, και τα χρονικά της όρια χάθηκαν ξαφνικά μέσα σε μια ομίχλη από συμβάντα αλλόκοτα, διαδεχόμενα ολισθηρώς το ένα το άλλο με τρόπον ονειρικό, από εδώ κι εμπρός μάλλον θα πρέπει να αρχίσουμε να καταγράφουμε τον βίο μας αλλιώς.   Όπως εκείνοι που ελέγχουν της Ιστορίας την καταγραφή είχαν αποφασίσει κάποτε πως υπήρξε μια μεγάλη τροπή πριν δυο χιλιάδες χρόνια περίπου ώστε να χρειαστεί να κατατάσσουν γεγονότα ανάμεσα σε ένα μετά και σε ένα πριν, κάτι ανάλογο, αισθάνθηκε Αυτός, ότι συνέβη και τώρα με τη δική του ζωή.  Κι έτσι, κοιτάζοντας πίσω, μπόρεσε να δει, χωρίς καμιά αμφιβολία, της ζωής του τη μεγάλη τροπή λίγες εβδομάδες πριν.  Και αποφάσισε η καταγραφή του δικού του ιστορικού, από εδώ και στο εξής, θα πρέπει να έχει τις ενδείξεις ‘προ’ και ‘μετά’ του Κορωνοϊού, πΚ. και μΚ. δηλαδή.  Γιατί είχε αρχίσει πιά να γίνεται εμφανής η αίσθηση μιας ιδιάζουσας αθωότητας (σε σύγκριση με αυτά που ζούσε τώρα) η οποία διαπερνούσε τα συμβάντα στο τόσο κοντινό τέλος της πΚ. εποχής. Εκείνες τις εφτά εβδομάδες, από Γενάρη μέχρι Μάρτη, της αγνότητας δηλαδή.  Γιατί τώρα ο καθείς μπορεί να γίνει ύποπτος ανά πάσαν στιγμή.  Κι έτσι κρατάμε, όχι και τόσο διακριτικά, τις αποστάσεις…

 

 

Συναντήθηκαν στο Άμστερνταμ την προτελευταία εβδομάδα του Γενάρη.  Αυτή είχε πάει εκεί μόνη της δυο εβδομάδες πριν.  Χώρια και μαζί.  Ήταν ένα συστατικό της   συνταγής για την καλή συντήρηση της σχέσης τους όλα αυτά τα χρόνια.  Θα περνούσαν μια εβδομάδα παρέα στο όμορφο διαμερισματάκι της οδού Βιλελμίνας, μια ήσυχη γειτονιά κοντά στο πάρκο, στα μουσεία, και στα θέατρα.  Κατόπιν Αυτή θα έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής και θα ήταν η σειρά του να απολαύσει τον δικό του χρόνο όπως το επιθυμούσε η καρδιά του.  Όμως τώρα, γιορτάζουν την αντάμωση τους πίνοντας την αγαπημένη τους μπύρα, την «ξανθιά», μέσα στο πνεύμα των στίχων που της είχε γράψει παλιά για κάτι άλλες τέτοιες συναντήσεις.  Λέξεις επίτηδες απλωμένες ανάμεσα σε μιας παρένθεσης τις καμπύλες, όπως  και αυτοί κλείνουν της κάμαρης τις κουρτίνες για να απλωθούν επάνω στη φιλόξενη «κλίνη».  Και τα σώματα αγκαλιασμένα θα αρχίσουν το τραγούδι

                                             (μου λες δεν ξέρω ακριβώς γιατί, αλλά

                                             στις ξένες χώρες σε αγαπάω πιο πολύ)

 

 

Στις επόμενες ημέρες, αρχίζει να του δείχνει τις καινούργιες της ανακαλύψεις από τις περιηγήσεις της στην ξένη πόλη που όλο και γίνεται δική της με κάθε επίσκεψη.  Μια ικανοποίηση της περίεργης του φύσης, άλλο ένα συστατικό για τη δική τους επιτυχή συνταγή τού ‘χώρια και μαζί’: η εισαγωγή ‘καινούργιων δαιμονίων’ γνώσης και ιδεών σε κάθε μορφή.  Να, τόσα χρόνια, τόσες ώρες που περνάει στο αγαπημένο του το στέκι στην πόλη αυτή, στο ευρύχωρο εστιατόριο-καφέ-μπάρ του μουσείου κινηματογράφου Αϊ (Eye) – πανύψηλο και εντελώς ανοιχτό με την πολυγωνική του τζαμαρία να βλέπει τον ποταμό Αϊ (Ij) που δίπλα του κυλάει – και δεν του είχε κάνει όρεξη μέχρι τώρα να δει κάποιο έργο σε μια από τις πολλές κινηματογραφικές του αίθουσες.  Και Αυτή τού περιγράφει τώρα την εμπειρία της με έργα που είχε δει εκεί τις μέρες της δικής της μοναχικής διαμονής.

  • Δεν πάμε να δούμε, του λέει, του Κόππολα την «Αποκάλυψη Τώρα»; Θα απολαύσεις την εμπειρία.  Και, επί πλέον, είναι του σκηνοθέτη το “final cut”.
  • Εντάξει, της λέει. Δεν έχω για απόψε καμιά καλύτερη ιδέα.

 

 

Και όντως η προβολή ήταν απολαυστική.  Στην τεράστια αμφιθεατρική αίθουσα, με την τεράστια οθόνη και τον ήχο της δράσης να τον περιτριγυρίζει, είχε την αίσθηση πως τα εξακόσια-εφτακόσια άτομα των θεατών μαζί του εκεί αντιδρούσαν σαν ένα κορμί σε κάθε φοβερή σκηνή βίας της ταινίας που, πέρα από την εικόνα, γινόταν πιο συναρπαστική από την ένταση του ήχου και της μουσικής επένδυσης.  Μια δυο φορές, η διπλανή του λίγο έλειψε να του σφίξει το χέρι, που αναπαυόταν στου καθίσματος το ακουμπιστήρι, σε μια αντανακλαστική έκφραση φρίκης!  Θυμάται όταν είχε δει το έργο για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη, λίγο μετά το τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ.  Και παρατηρεί την αισθητά διαφορετική αντίδραση τού κοινού τότε και σε τούτη εδώ την παράσταση.  Η σημερινή  ήταν μια θέαση αισθητική, ενώ εκείνη, τότε στην Αμερική, ήταν μια πράξη κάθαρσης.  Βγαίνοντας από την αίθουσα, Αυτή έκανε μια γρήγορη βόλτα στο κτίριο και το μάτι της έπεσε στον φωτεινό πίνακα με του μουσείου το κινηματογραφικό πρόγραμμα.

Παίζουν το «Παράσιτα», του λέει όταν γυρίζει πίσω.  Με αγγλικούς   υπότιτλους.  Το είχα δει τις γιορτές.  Αξίζει να το δεις, όταν θα φύγω.                                             

 

Την τελευταία μέρα πριν την αναχώρησή της, επήγαν σε αγαπημένα λημέρια και για ένα τελευταίο, αποχαιρετιστήριο ποτήρι Prosecco στο καφέ του Πολιτιστικού Κέντρου του πάρκου Βόντελ.  Στο δρόμο τής επιστροφής τους στο διαμέρισμα αποφάσισαν να διασχίσουν το  σχεδόν άδειο και κρύο πάρκο.  Που και που κάποιος σκύλος και το αφεντικό του.  Μόνο όταν έφτασαν στην κεντρική λίμνη, με τον πίδακα στο κέντρο που εκτοξεύει μια στήλη νερού στα ύψη, θα τους προσπεράσουν μια παρέα νεαρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια.   Έχουν κάνει, στην άκρη της λίμνης, δίπλα στα αραγμένα παπιά, έναν κλειστό κύκλο και τραγουδούν ζωηρά, ο ένας με τον άλλον αντικριστά.  Έτσι, του καθενός το χνώτο συμβάλλει στη συλλογική τους θέρμη καθώς το σούρουπο έχει αρχίσει να πέφτει.

 

 

Τώρα, Αυτός μόνος.  Σειρά του να δει τους δικούς του φίλους, τους ντόπιους.  Και πρώτα πρώτα τον φίλο ποιητή που, από αίσθημα φιλοξενίας, εξακολουθεί να του κλείνει ραντεβού στο καφέ που είναι περίφημο για την Αμερικανική του μηλόπιτα, και που πάντα έχει ουρές και στρίμωγμα μεγάλο στα τραπέζια.  Θέλει κατά βάθος να τον ευχαριστήσει, αλλά όμως ξεχνάει πως Αυτός ούτε βέρος Αμερικανός είναι ούτε καν τον συγκινεί του γλυκού αυτού η γεύση…

 

 

Κατόπιν, θα συναντηθεί με δυο φίλους που η καρδιακή φιλία τους κρατάει από τον καιρό μιας βραχύχρονης ακαδημαϊκής θητείας στην Αμερική.  Αυτοί οι δύο θεωρούν ότι ο φίλος από την ξένη θα εκτιμήσει τις  περιηγήσεις για ό,τι όμορφο και περίεργο στη χώρα τους περιμένει να ανακαλυφθεί από τους μη γηγενείς.  Οι τρείς τους, λοιπόν, οδηγούν στου ποταμού Αϊ την άκρη, εκεί που ουσιαστικά αρχίζει του Αμστερνταμ το λιμάνι, στις «οχυρωμένες», από τις εισβολές της άγριας Βόρειας Θάλασσας, εκβολές.  Θα φάνε ψάρι και θα πιούν μπύρες στο μοναχικό εστιατόριο, με θέα τα σύννεφα και το νερό, που βρίσκεται στη μύτη ενός κομματιού γης κοντά εκεί που τελειώνει ο ποταμός.  Το εστιατόριο είναι γεμάτο.  Είναι στο μέσον της ημέρας, στο μέσον της εβδομάδας, κι έτσι εξηγείται το μέσον, ή το σχετικά περασμένο της ηλικίας των ανθρώπων τριγύρω τους.  Κατόπιν, οδηγούνται προς βορρά. Περνούν ένα στένωμα του ποταμού με ένα μικρό φερρυ.  Τρία λεπτά από άκρη σ’ άκρη.  Το δικό τους είναι το μοναδικό αυτοκίνητο, περιτριγυρισμένο από δεκάδες ποδηλάτων με νεαρές και νεαρούς που προφανώς γυρίζουν απ’ το σχολείο.  Ο ένας φίλος, αστειευόμενος προφανώς, τον ρωτάει αν γνωρίζει τον ρόλο του ποδηλάτου στη σεξουαλική ζωή των Ολλανδών…

 

Ο δρόμος για το Bergen aan zee, όπου για πρώτη φορά βλέπει λόφους στη χώρα αυτή, του θυμίζει διαδρομές στο αμερικανικό Κέϊπ Κοντ, έξω από την Βοστώνη.  Φτάνουν στην παραλία.   Μαύρα σύννεφα ξεδιπλώνονται απειλητικά πάνω από τη βουερή θάλασσα που εκτείνεται πέρα βαθιά.  Μαύρα κύματα πηγαινοέρχονται στην πλατιά αμμουδιά.  Ψυχή!  Μόνο κανένας γλάρος εδώ κι εκεί που φαίνεται σαν να τον παρασέρνει ο μαινόμενος άνεμος.  Στα γρήγορα, μπήκαν για ζεστασιά στο άδειο καφενείο.  Παρήγγειλε ένα κακάο Αυτός («ζεστή σοκολάτα») για να ζεσταθεί.  Ο φίλος του επέμενε ότι πρέπει να το παραγγείλει μαζί «με σαντιγί».  Και πρόσθεσε: «Θα με θυμηθείς.  Θα είναι η εμπειρία της ζωής σου!».  Αστειευόταν βέβαια εκείνη τη στιγμή, μα σήμερα αποκτάει ιδιαίτερη σημασία η ρήση του αυτή.

 

 

Μια μέρα, μια ντόπια φίλη θέλει να του δείξει πώς το γλεντάνε στο Άμστερνταμ  «οι παλιοί».  Το γωνιακό μπαράκι στη γειτονιά Νιού Μάρκτ, κοντά στο λιμάνι, το βράδυ αργά, υπερχειλίζει.  Ένα ημικύκλιο από θαμώνες στον πάγκο του μπαρ και γύρω του , σε μικρή απόσταση (ένα μέτρο το πολύ), ένα πιο μεγάλο ημικύκλιο από τραπεζάκια με την πλάτη των συνεχόμενων καναπέδων τους μπροστά στα παράθυρα.  Το πλήθος, από μεσήλικες ως επί το πλείστον, κολλητά κολλητά, τραγουδάει, συντονισμένα ή όχι μα θριαμβευτικά, τα τραγούδια της δεκαετίας του εξήντα, ίσως και πιο παλιά, που εκπέμπονται από τα μεγάφωνα επάνω ψηλά.  Τις μουσικές επιλογές τις φροντίζει, μαζί με τις απανωτές, φωναχτές  παραγγελίες ποτών, η στρατηγός-μπαρίστα που μαζί είναι και μάνατζερ και ‘bouncer’ στο μαγαζί.  Κι επειδή έχει βαρεθεί τις συνεχείς λανθασμένες τους προσφωνήσεις, έχει γράψει με κεφαλαία γράμματα, με άσπρη κιμωλία, σε έναν μικρό μαύρο πίνακα αναρτημένο στο ράφι με τα μπουκάλια  του αλκοόλ,  να τους υπενθυμίζει πως «το όνομα είναι Ανκ».   Αλλιώς δεν γυρίζει κανέναν, όσο και αν κάποιος από αυτούς γκαρίζει.  Το ξεφάντωμα συνεχίζεται βαθιά στη νύχτα και κανέναν δεν φαίνεται να τον ενοχλεί το συνεχές σκούντημα στο μικρό στριμωγμένο χώρος.  Σηκώνει το ποτήρι του Αυτός και κατεβάζει την τελευταία του γουλιά γνέφοντας στην υγειά της, τής Ανκ.

 

 

Μια άλλη μέρα βροχερή, πήρε τον δρόμο για το Eye, να δει το έργο «Παράσιτα».  Ήταν η τελευταία παράσταση της βραδιάς και ήταν ο πρώτος που μπήκε στον ίδιο τεράστιο σινεμά όπου είχαν πριν δυο βδομάδες δει το φίλμ «Αποκάλυψη…»  Ήταν μόλις δέκα λεπτά πριν την έναρξη και άρχισε να ανησυχεί ότι θα ήταν μια… ιδιωτική προβολή.  Εντός ολίγου, όμως, έφτασαν μαζεμένοι είκοσι, τριάντα το πολύ.  Και παραξενεύτηκε γιατί, με εξαίρεση πέντε-  έξη που κάθισαν στην τελευταία σειρά της αμφιθεατρικής αίθουσας, όλοι οι υπόλοιποι, ζευγάρια ή μοναχοί, ήρθαν και άραξαν  αμέσως τριγύρω του: δεξιά, αριστερά, πίσω, και μπροστά.  Σε μια αίθουσα με εκατοντάδες θέσεις τώρα έρχονται και κάθονται σχεδόν όλοι στη μέση εκεί!  Τον είχε ενοχλήσει αλλά αργότερα κατάλαβε πως και οι άλλοι είχαν μαζευτεί εκεί γιατί ήταν η πιο καλή,  οπτικώς, επιλογή θέσης.

Δεν είχε διαβάσει ή ακούσει τίποτα για το έργο μέχρι εκείνη τη στιγμή.  Απλώς ότι ήταν πολύ καλό, όπως του είχε πει Αυτή.  Από κάποιες πεταχτές όμως ματιές στην διαφημιστική αφίσα είχε σχηματίσει την εντύπωση πως Τα παράσιτα ήταν κάποια φοβερή ασθένεια που είχε εξαπλωθεί στον κόσμο…  Κάπως έτσι είχε ερμηνεύσει εκείνες τις ακίνητες μορφές, ορθές στο γρασίδι, που κοίταζαν τον θεατή μέσα από την αφίσα ενώ τα μάτια τους είχαν διαγραφεί από μια μικρή μαύρη οριζόντια γραμμή.  Γύρω τους κάποιοι άλλοι κείτονταν οριζόντιοι και μόνο τη λευκή τους σάρκα στα άκρα τους μπορούσες να δεις.  Και γι αυτό δεν είχε ενδιαφερθεί να το δει.  Ποιος είχε όρεξη για ένα ακόμη έργο καταστροφής!  Έτσι, η έκπληξη του υπήρξε ακόμα πιο μεγάλη γι αυτό που είδε να εξελίσσεται με μαεστρία στην οθόνη από τον Κορεάτη σκηνοθέτη.

 

 

Κοντεύει μεσάνυχτα και τρέχει για να προφτάσει το τελευταίο τραμ που ξεκινάει από τον Κεντρικό Σταθμό.  Μα πρώτα θα μπει στο γαλανόλευκο μικρό φεριμπότ που θα τον πάει, μετά από πεντάλεπτο ταξίδι, στη νότια όχθη του ποταμού Αϊ.  Εκεί συναντάει (τέτοια ώρα οι επιβάτες είναι ελάχιστοι) το ζευγάρι των κοριτσιών που στο σινεμά κάθονταν στα αριστερά του. Μιλούσαν στα αγγλικά (η μία χωρίς ποδήλατο δεν ήταν προφανώς Ολλανδή) κι έτσι αντάλλαξαν απόψεις . Η πιο μεγάλη τους έκπληξη, του είπαν η κάθε μια ξεχωριστά, ήταν πόσο βίαιο ήταν το  τέλος της ταινίας.  Συμφώνησε κι Αυτός.  Και επί πλέον τους ανέφερε την έκπληξη του για εκείνο το τραγούδι, το ιταλικό, σε μια κεντρική σκηνή τού έργου.  Τραγούδι από μια άλλη μακρινή εποχή (δεκαετία του εξήντα) και μακρινή από την Κορέα, γεωγραφικά και πολιτιστικά, περιοχή.  Το ‘In ginocchio da te’ του Τζιάνι Μοράντι  πώς κόλλησε σ’ εκείνη τη σκηνή;  Δεν φάνηκαν να συμμερίζονται τη σκέψη του αυτή.

 

 

Επέστρεψε στη Νέα Υόρκη ανανεωμένος από το ταξίδι.  Βγήκε για ένα ποτό με έναν δυο φίλους τις αμέσως επόμενες ημέρες και έλαβε μια πρόσκληση για την προβολή μιας ταινίας μεγάλου μήκους μιας φίλης από την Κίνα, για τις 20 Φεβρουαρίου.  Η φίλη τού είχε στείλει προηγουμένως, ηλεκτρονικώς, δυο μικρά ντοκιμαντέρ της που του είχαν κινήσει εξαιρετικά το ενδιαφέρον, κι έτσι του είχαν ανοίξει την όρεξη για το μεγαλύτερο έργο της.  «Αυτή, Κινέζα» λεγόταν.  Το θεατράκι στη σχολή Καλών Τεχνών του πανεπιστημίου ήταν γεμάτο.  Ως και στα σκαλιά του διαδρόμου, στη μια πλευρά της αίθουσας, καθόταν κόσμος.  Κυρίως φοιτητές (Κινέζοι οι πιο πολλοί) αλλά και ένας σεβαστός αριθμός ηλικιωμένων, μάλλον από τον κύκλο των καθηγητών.  Το έργο απέσπασε ενθουσιώδες χειροκρότημα και, μετά τη συζήτηση με την δημιουργό, οι πιο πολλοί κατέληξαν σε μια διπλανή κατάμεστη αίθουσα για τη δεξίωση: με κουζίνα κινέζικη, με άφθονο κρασί, και με ζωηρή συζήτηση μεταξύ γνωστών και μη.  Στις 29 του μηνός, δίσεκτο το έτος, σε ένα βουερό Ιρλανδικό μπαρ γιόρτασαν μια επέτειο δική τους Αυτή και Αυτός.

 

 

Σάββατο, 7 Μαρτίου, πήγαν, μια μικρή παρέα, στο σπίτι της περιοχής Τσέλσι όπου θα γινόταν η πρεμιέρα των επεισοδίων μιας κωμικής σειράς από μια νεαρή φίλη τους σεναριογράφο και σκηνοθέτρια.  Ήταν μια ιδιωτική προβολή πριν προσφερθεί διαδικτυακώς μέσω στρήμινγκ.  Καμιά σαρανταριά ή και πενήντα άτομα, πολλοί από αυτούς συμμετέχοντες ηθοποιοί, είχαν στριμωχτεί στο σαλόνι του τρίτου ορόφου στο παλιό brownstone.  Και σαν έσβησε το φως άρχισε ένα πανηγύρι γέλιου και επευφημιών, από ομοτέχνους, για κάθε ηθοποιού τον ρόλο από επεισόδιο σε επεισόδιο.  Αυτός είχε παρατηρήσει ότι πολλοί είχαν αρχίσει να χαιρετούν ο ένας τον άλλον με ένα σκούντημα των αγκώνων, ή και των αστραγάλων παιγνιωδώς, λόγω κάποιων αρχικών συμβουλών σχετικά με έναν ιό που κυκλοφορούσε τότε στην Κίνα και που σίγουρα θα έφτανε ως εδώ… Με ευθυμία (απόρροια από το φίλμ και την καλή παρέα) περπάτησαν ανάμεσα στα παλιά σπίτια της γειτονιάς, με τα ψηλά σκαλοπάτια, μέσα σε μια ήπια ανοιξιάτικη βραδιά, μέχρι τον σταθμό του υπόγειου σιδηροδρόμου, τρία τέσσερα τετράγωνα πιο πέρα.

 

Την άλλη μέρα, κοίταξε τα μηνύματα του στο κομπιούτερ.  Και είδε την πρόσκληση για την προβολή ενός άλλου έργου της Κινέζας φίλης (που ήταν, όπως του έγραφε, ‘πιο πολύπτυχο από το προηγούμενο’).  «UFO στα μάτια της», σημείωσε τον τίτλο στο ημερολόγιο του, ‘Πέμπτη, 2 Απριλίου.’  Όμως την ταινία αυτή δεν έμελλε να την δει.  Κάπου εκείνη την εποχή είχαν αρχίσει να αλλοιώνονται όλα τα ημερολόγια και όλα τα ρολόγια σε όλη τη γη, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων.  Είχαν αρχίσει να αλλοιώνονται, σαν σίδερο λιωμένο, σχήμα παραμορφωμένο, όπως στον πίνακα τού Σαλβαντόρ Νταλί.  «Η επιμονή της μνήμης» ήταν ο τίτλος του πίνακα εκείνου αλλά, στη δική μας την περίπτωση, τώρα, θα μπορούσαμε να τον ξαναβαφτίσουμε με νέο τίτλο που θα άρμοζε περισσότερο στο βίαιο, περίεργο παρόν μας:  όταν φύσηξε δυνατά κατά πάνω μας ένας ακαθόριστος άνεμος και ανακάτωσε, στην δίνη του, τα πάντα.  Και ήταν τότε που η μνήμη έβαλε σχεδόν τα κλάματα…

 

Τη δεύτερη εβδομάδα του Μαρτίου Αυτός, ένα πρωί, βγήκε από την πόρτα τού κτιρίου του και πήρε τον δρόμο για το γραφείο του.  Το έφερε όμως η τύχη, πριν καλά καλά ακόμα βγει από το όνειρο με το οποίο είχε ξυπνήσει να μπει σε ένα άλλο όνειρο, καθώς τώρα ο δρόμος ήταν κατάμεστος από αυτοκίνητα μιας άλλης εποχής χρόνια και χρόνια πίσω.  Και από την ημέρα εκείνη, από το ένα παράξενο όνειρο φάνηκε να έχει περάσει σε ένα άλλο και ούτε ξέρει πού τελικά θα φτάσει…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΒραβεία Αναγνώστη 2020. Συντονιστείτε στις 8μμ, Πέμπτη 2 Ιουλίου
Επόμενο άρθροΗ αλήθεια χρειάζεται ψέματα για να μπορέσουμε να την κατανοήσουμε(της Δήμητρας Ρουμπούλα) 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ