H τελευταία λέξη
Εδώ που απόψε σε περιμένω
στον υπαίθριο σταθμό τού τραίνου,
του αυτοκινήτου τα τζάμια θαμπά,
στο ραδιόφωνο η σονάτα τού Μπάχ.
Οπως και πρίν από σαράντα χρόνια,
μέσα στη γλύκα τής νύχτας με τα χιόνια
εκείνη η αίσθηση γιά πρώτη φορά:
η απανταχού λευκάδα, η απέραντη ομορφιά
και μέσα της, εξ ίσου, μιά απέραντη μοναξιά.
Αυτό που με την επανάληψη καταλαβαίνω:
πως το απαλό, απαλώτατο κάλυμμα που βλέπω
να πέφτει επάνω στα σχήματα τών πραγμάτων
είναι ένα σχήμα μεταφοράς
γιά την ενοποιημένη θεωρία τών αισθημάτων.
Ητοι, τα πολύπλοκα να γίνονται αμέσως απλά.
Σβήνω των γεννεθλίων μου τα κεριά.
Σβήνεις το φώς εσύ και μετά,
κάτω από την κουβέρτα,
βουλιάζουμε στο λευκό όπως
βουλιάζει η νύχτα κι απέξω ο τόπος.
Υπολογίζεις με τα αισθήματα και με τη σκέψη,
όμως το σώμα πάντα θάχει την τελευταία λέξη.
Ασπρο χιόνι, μαύρο χιόνι
Ασπρο
Πέφτει πυκνά απ’ το πρωί.
Ασπρες νότες μουσικής.
Ανοίγεις την κουρτίνα σαν
ν’ ανοίγεις μιά παρτιτούρα
σέ μιά τυχαία σελίδα και να
αντικρύζεις μιά συμφωνία
τής σιωπής. Αγαλλιάζεις,
μα δεν ξέρεις να διαβάζεις.
Μόνο φαντάζεσαι τί νάναι,
και σαστισμένος θαυμάζεις.
Μαύρο
Τούτο το λευκό, το χνουδερό περιτύλιγμα
σε κάθε κλαράκι τού δέντρου λιγνό,
αυτή εδώ μπροστά μου η αισθητική απόλαυση,
γίνεται μονομιάς μέσα στο νού μου μιά κόλαση,
όταν, γιά κάποιους ανεξιχνίαστους λόγους,
ανακαλώ το διήγημα τού Τολστόϋ τού Ρώσου,
Ανθρωπος και Αφεντικό, όπου το χιόνι πέφτει
παντού, σαν μιά μάστιγα σκοτεινού θυμού,
φράζει τους δρόμους και τα ρουθούνια, λιώνει
την όραση– γίνεται θάνατος και μάς πλακώνει.