CHRISTOPH VON SCHMID (1768-1854) Μια επιβλητική ευρωπαϊκή προσωπικότητα και η παρουσία του στην Ελλάδα (του Κυρ.Ντελόπουλου)

0
503

Κυριάκος Ντελόπουλος

 

 

Προσωπογραφία

Ο Christoph von Schmid υπήρξε δεσπόζουσα, επιβλητική και αξιοσέβαστη ευρωπαϊκή προσωπικότητα στη διάρκεια του 19ου αιώνα ως ιερωμένος, παιδαγωγός και συγγραφέας επιρροής. Γεννήθηκε στο Dinkelsbuehl της Βαυαρίας και πέθανε στο Augsburg. Σπούδασε θεολογία και το 1791 χρίστηκε πάστορας της Κα­θολικής Εκκλησίας και υπηρέτησε ευδόκιμα σε πολλές ενορίες. Το 1796 έγινε διευθυντής σχολείου, στο οποίο δίδαξε πολλά χρόνια. Ήταν η χρονιά που άρχισε να γράφει, να γράφει για παιδιά, μια εντατική και έντονη όσο και αποδοτική ενασχόληση που την ανέκοψε μόνο ο θάνατός του. Έγινε δημοφιλής στο χώρο των αναγνωσμάτων για παιδιά με τα πρώτα του διηγήματα, πρώτα στην περιοχή που ζούσε και γρήγορα σε όλη τη Γερμανία και την Ευρώπη. Το γνήσιο λαϊκό ύφος και η θεματική του θα κερδίσει και τις ώριμες ηλικίες, ιδιαίτερα εκείνες που τα αναγνώσματά τους δεν έφθαναν ως τους μεγάλους συγγραφείς της εποχής. Το 1841 συ­γκέντρωσε το πεζογραφικό του έργο και το εξέδωσε σε μία σειρά 24 τόμων, στον πρόλογο της οποίας ανέλυσε με διαύγεια την προσω­πική συγγραφική πολιτική του. Μεταξύ άλλων κατέθεσε ότι ως δη­μιουργός δεν απευθύνθηκε αόριστα προς ένα ανώνυμο κοινό αλλά προς ένα συγκεκριμένο και επώνυμο: τα παιδιά. Ήδη το ειδικό αυτό κοινό τον είχε αναγνωρίσει ως τον αδιαφιλονίκητο τροφοδότη του με βιβλία που άρεσαν, που ενδιέφεραν, που ωθούσαν στον ανώτε­ρο ηθικό βίο, την αγάπη προς τον πλησίον, το σεβασμό και τη λα­τρεία της φύσης και του ζωικού βασιλείου. Η συμβολή του ήταν αποφασιστική στον καθορισμό του είδους «παιδικό βιβλίο» που ακόμη δεν είχε αποκτήσει τα στοιχεία διάκρισής του, ενώ κάποια δημιουργούσαν σύγχυση αν ήταν για παιδιά ή για μεγάλους. Είναι αυτά που πρώιμα εντάχθηκαν και ανήκουν και στην κατηγορία των παιδι­κών, επειδή τα υιοθέτησε η παιδική ηλικία όταν άρχισε να αναζη­τάει

για ανάγνωση ψυχαγωγίας άλλα από τα πληκτικά διδακτικά. Μια διαδικασία που βρίσκεται από τότε σε ενέργεια και συζήτηση για την «παιδικότητά» τους για τους μεγάλους.

Αφοσιωμένος στη θρησκεία, όχι φανατικός του καθολικισμού, αλλά θρησκευτικός με την ευρύτερη πανανθρώπινη έννοια, φλογε­ρός παιδαγωγός, εφαρμοστής των ιδεών του και προικισμένος λο­γοτέχνης, άντλησε από τη χριστιανική αρχαιότητα αρχέγονης αξίας στοιχεία, προσέγγισε την ακατάλυτη δύναμη των λαϊκών θρύλων, υποστήριξε με ευγένεια και υψηλό φρόνημα την πίστη, την καλο­σύνη, την ευεργεσία και υπέδειξε τους τρόπους της εφαρμογής τους στον καθημερινό βίο. Ως παιδαγωγός αναζήτησε νέες οδούς προ­σέγγισης του ψυχικού και νοητικού κόσμου των παιδιών για την κα­λύτερη κατανόησή του, με σκοπό την αποδοτικότερη προσφορά των γονέων και των δασκάλων προς αυτά. Χρησιμοποίησε με επι­τυχία τεχνικές που του πρόσφερε η συγγραφική του τέχνη και η αναζήτηση αμεσότερων τρόπων επικοινωνίας με τον παιδικό κό­σμο. Διάβαζε αδημοσίευτα διηγήματά του στα παιδιά και τα προέτρεπε να γράφουν κατά μόνας όσα άκουγαν και όπως τα είχαν κα­τανοήσει. Η μελέτη των παιδικών αυτών δοκιμών για τον Schmid ήταν ένα μέσο βαθύτερης γνωριμίας με αυτά, που τον οδηγούσε σε βαθύτερη γνώση μέσω της προσέγγισης που τα ίδια ασυναίσθητα δέχονταν. Πίστευε ακράδαντα πως η ωφέλεια των παιδιών βασίζε­ται στη βελτίωση της επικοινωνίας των μεγάλων με αυτά. Παραδε­χόταν πως η μέθοδός του είχε και για τον ίδιο ευεργετικά αποτελέσμα­τα στο συγγραφικό έργο του, ως προς την πρόσδοση μεγαλύτερης αναγνωσιμότητας των βιβλίων του. Πολύ διδακτική στους σημερι­νούς μας καιρούς για τους ομοτέχνους του.

Τα έργα του Schmid μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, διαβά­στηκαν άπληστα και απέφεραν στον δημιουργό τους φήμη και δό­ξα χωρίς να αγγίξουν την ταπεινότητα με την οποία έζησε. Στην πα­τρίδα του χαρακτηρίζεται πάντα ως ο «Πρίγκιπας» της παιδικής διηγημα­τογραφίας. Η παιδαγωγική έχει ευνοηθεί πρώιμα από τις ιδέες και τις πρακτικές που χρησιμοποίησε ως διερευνητής και εφαρμο­στής της στα έργα του.

Το κείμενο1 που ακολουθεί του λόγιου, γιατρού και φιλόσοφου, συγγραφέα και αρχαιοδίφη Τάσου Νερούτσου (1826-1892), που τον γνώρισε προ­σωπικά κατά την περίοδο των σπουδών του στη Γερμανία, είναι πα­ραστατικό, έγκυρο και πλήρες στις αποτιμήσεις του:

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΣΜΙΔ

Οι πλείστοι ανέγνωμεν κατά τους παιδικούς ημών χρόνους θυμηδή τινα και τερπνά και ψυχαγωγικά διηγήματα, οία «Η περιστερά», «Τα αυγά του Πά­σχα», και τα όμοια, και εις αυτά εντρυφώσιν ακόμη αι απαλαί καρδίαι των τέκνων της νέας γενεάς· τις όμως γινώσκει, ή τις εξ ημών ηρεύνησε ποτέ ίνα μάθη και τον συγγραφέα, εις τον οποίον χρεωστείται η πρώτη αύτη τροφή του ανθρωπίνου νοός, αι πρώται βάσεις της ηθικής ημών παιδεύσεως και της μορφώσεως του πρακτικού ημών βίου; Τα συγγραμμάτια ταύτα κυκλοφορούσιν από τεσσαράκοντα ήδη ετών εν Ευρώπη και Αμερική, εν Ελλάδι, Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, εν ταις Σκανδιναυϊκαίς και εν ταις Κά­τω χώραις, εν ταις Σλαυϊκαίς και Ρωμανικαίς της Ευρώπης φυλαίς, εν ταις αποικίαις, εν ταις Ηνωμέναις και αποσπασθείσαις ήδη Πολιτείαις της Αμε­ρικής, αλλ’ ουδαμού γίνεται λόγος περί του συγγράψαντος. Τα διηγήματα κατέστησαν παγκόσμιον κτήμα, και ο συγγραφεύς αυτών ανήκει αυτοδι­καίος παντί τω κόσμω και ουχί ιδιαιτέρως τινί έθνει και ιδία τινί της οικου­μένης χώρα.

Αλλ’ ημείς, οίτινες υπό των κατά καιρούς δημαγωγών συνειθίσθημεν να λέγωμεν, ότι ουδέν ποτε καλόν εκ Βαυαρών, ανάγκη να μάθωμεν, ότι ο συγγραφεύς της «Περιστεράς» και των «Αυγών του Πάσχα» είναι Βαυαρός, γεννηθείς εν αφανεί τινι χωρίω της Φραγκωνίας.

Εν έτει σωτηρίω 1843, μετά παρέλευσιν δύο μηνών από του ένδοξου ημών συντάγματος, ότι αθρόα εδιώκοντο εξ Ελλάδος τα λείψανα του Βαυαρικού συμμαχικού στρατού, αι αμνησίκακοι των Βαυαρών εστίαι εθέρμαινον ακόμη πολλούς Ελληνόπαιδας διατρίβοντας εν Βαυαρία ένε­κα σπουδής. Βασιλεύς και μέλη του βασιλικού οίκου, καθηγηταί και μεγι­στάνες, κοινότητες ενίοτε, παρείχον τοις ενδεέσιν εξ Ελλάδος μαθηταίς υποτροφίας και χορηγίας. Διέτριβον εγώ τότε εν τω παλαιώ και φιλοξένω πύργω του Λεχάουσεν, αντικρύ της Αυγούστης των Ουϊνδελικών, και ανεγίνωσκον γερμανιστί την «Ῥόζαν του Ταννεβούργ», ότε κατά πρώτον ενόησα ότι τούτο ήτο το εν Ελλάδι επί των παιδικών μου χρόνων αναγνωσθέν διήγημα «Η Περιστερά»,2 όπου αντί του πύργου του Ταννεβούργ εγράφετο επί το ελληνικώτερον «εις τον παλαιόν πύργον του Μαυρομιχάλη…». Ο πατριωτισμός δεν με άφηνε να υποθέσω άλλο τι, ει μη ότι οι Βαυαροί ιδιοποιήθησαν το Ελληνικόν διήγημα, καθώς ιδιοποιήθησαν πολλά άλλα πράγματα· τοιαύτα και μας εδίδασκεν ο τότε πατριωτικός Ελληνικός τύπος· η αλήθεια όμως ήτο, ότι το Ελληνικόν διήγημα είχε μεταφρασθή εκ του Γαλλικού, και τούτο εκ του αρχετύπου Γερμανικού Ιστορήματος Βαυαρού τίνος συγγραφέως· τούτο μοι απεκάλυψεν ο φίλος ιερομόναχος Βίρκερ εκ του τάγματος του άγιου Βενεδίκτου, νυν Ηγούμενος της μονής του αγίου Βονιφατίου εν Μονάχω.

Η έκπληξίς μου ήτο μεγάλη, άλλ’ ετι μεγαλητέρα εγένετο ότε έμαθον, ότι ο συγγραφεύς της «Περιστεράς» και των «Αυγών του Πάσχα» έζη όχι μακράν εμού εν Αυγούστη. Ο οσιώτατος Βίρκερ έλαβε την καλοσύνην και με ωδήγησεν εις επίσκεψιν του γέροντος εις τον οποίον εχρεώστουν τόσας τερπνάς και ευτυχείς της παιδικής μου ηλικίας ώρας. Κατά την οδόν την άγουσαν από της μονής του άγιου Στεφάνου προς τον μητροπολιτικόν της Αυγούστης ναόν, όπου συνετάχθη και διεκηρύχθη ποτέ υπό των διαμαρτυρομένων η της πίστεως αύγουστανή ομολογία, έκειτο οικίσκος κομψός και αρχαϊκός, τάξεως γοτθικής εν τω οποίω κατώκει ο αρχικανόνικος Χριστοφόρος Σμιδ, ο συγγραφεύς της «Περιστεράς» και των «Αυγών του Πά­σχα». Τον είδα· ήτο γερόντιον ακμαίον, αν και ήγε τότε το εβδομηκοστόν πέμπτον της ηλικίας του έτος· το ήθος του ήτο γαληνιαίον και το βλέμμα του ιλαρόν, η δε ομιλία του αφελής, γλυκεία και χάριτος πλήρης· ησπάσθην του σεβασμίου γέροντος την χείρα, και ούτος με ηυλόγησεν, ευλογών εν εμοί την Ελλάδα… Την αυτήν στιγμήν ηνεώχθη η θύρα, και εισήλθε Βαυαρός απόστρατος, γυμνόπους και ρακενδύτης ζητών ελεημοσύνην· ήτο εις των έξ Ελλάδος διωχθέντων… Και ούτος είχε να διηγηθή πολλά περί του «παλαιού πύργου του Μαυρομιχάλη», αλλ’ η διήγησίς του δεν ωμοίαζε το μυθιστόρημα της «Περιστεράς», ήτο διήγημα μελαγχολικών αναμνήσεων, πικρίας μεστόν, ξηρόν και άχαρι ως αι πέτραι της Μάνης…

Ο Χριστόφορος Σμιδ εγεννήθη την 3 (15) Αύγουστου 1768 εις Διγκελσβύλ, χωρίον άσημον της μέσης Φραγκωνίας· ενωρίς ενεδύθη το ιερα­τικόν σχήμα, και ετέλει βοηθός του εφημερίου εν τω πατρικώ χωρίω, ότε το διορατικόν πνεύμα του βαυαρού μεγιστάνος κόμητος Σταδίου, εύρεν εν τω ανδρί παιδαγωγικήν τινα ευφυίαν και ικανότητα, και εκάλεσεν αυτόν προς διοργάνωσιν των νηπιακών και προπαιδευτικών σχολείων της υπό την άμεσον κυριαρχίαν του τελούσης μικράς του Θανχάουσεν χώρας. Τό­τε συνέγραψεν ο Χριστόφορος Σμιδ την «ιεράν ιστορίαν διά τα παιδία», την «πρώτην περί Θεού διδασκαλίαν», και άλλα όμοια, άτινα διά την εσω­τερικήν των αξίαν, εισήχθησαν έπειτα ως παιδαγωγικά βιβλία εις τα σχο­λεία καθ’ όλην την Βαυαρίαν. Μεγαλειτέραν δημοσιότητα και πλέον εκτεταμένην διάδοσιν επέτυχον όμως τα κατά το 1821 συγγραφέντα «Αυγά του Πάσχα» και έπειτα «η Ῥόζα του Ταννεβούργ»3 ήτοι η καθ’ ημάς

«Περι­στερά»,4 «τα Χριστούγεννα», «η Παυλίνα», και άλλα. Η εν τοις μυθιστορήμασιν αυτοίς επικρατούσα γλυκυθυμία, το τερπνόν και ζωηρόν της διηγήσεως ύφος, το εκ της καρδίας ομιλούν και εν ταις καρδίαις ζωογονούμενον αίσθημα, επροξένησαν μεγίστην εντύπωσιν τότε καθ’ όλην την Ευρώπην και Αμερικήν, και κατέστησαν τα διηγήματα ταύτα τα πρώτα και κύρια αναγνώσεως και διδασκαλίας διά τους παίδας βιβλία. Εν δε τη Ελλάδι εισήχθησαν διά προσπαθειών της ευεργετικής ημών Φιλεκπαιδευ­τικής Εταιρίας.

Ο Χριστόφορος Σμιδ διωρίσθη εν έτει 1816 εφημέριος εις την ενορίαν Στάδιον εν Βυρτεμβέργη, την πρωτεύουσαν κώμην Βυρτεμβεργικής τίνος μικράς κυριαρχίας του προστάτου του κόμητος Σταδίου, εκ της οποίας ούτος έφερε και τον τίτλον του· εκεί δε απελάμβανεν ο εφημέριος Σμιδ τοσαύτας τιμάς και έζη τόσον ευτυχής, ώστε απεποιήθη επανειλημμένας

προ­σκλήσεις του πανεπιστημίου της Τυβίγγης, όπου τω εδίδετο έδρα καθηγητού της Θεολογίας, και έπειτα διευθυντού του θεολογικού φροντιστηρίου της Ροθενβούργης. Αλλά κατά το 1827 ο βασιλεύς Λουδοβίκος ο Α´ της Βαυαρίας προεχείρισεν αυτόν κανονικόν και ιππότην, και έπειτα αρχικανόνικον της μητροπόλεως Αυγούστης, όπου έζησεν 27 όλα έτη, αποθανών την 22 Αυγούστου (3 Σεπτεμβρίου) 1854 γέρων εις ηλικίαν 86 ετών.

Οι συμπολίται του εν τω χωρίω Διγκελσβύλ, σεμνυνόμενοι επί τω ανδρί όστις εγεννήθη και ετράφη εν τω μέσω αυτών, ιδρύσαντο αυτώ μνημείον, στήσαντες αυτώ ανδριάντα χαλκούν υπέρ το φυσικόν μέγεθος εν τω μέσω της αγοράς του χωρίου. Το καλλιτέχνημα τούτο ποιηθέν υπό του αρίστου αγαλματοποιού Ουϊδενμάννου, και χωνευθέν εν τω περιφήμω χωνευτηρίω του Μονάχου υπό την διεύθυνσιν του επιστάτου των έργων Μίλλερ προ δύο ετών, δεικνύει μεγίστην όσον οίόν τε ομοιότητα των φυσικών του τιμηθέντος ανδρός χαρακτήρων, παριστών το μειλίχιον της εκφράσεως και του σχήματος το σεμνόν, αληθές ομοίωμα του θανόντος.

Η πατρίς του τον ετίμησεν ως διδάσκαλον της νεολαίας κατ’ εξοχήν· διά τούτο ο ανδριάς παριστά αυτόν καθήμενον και διαλεγόμενον τοις παισί· το άρρεν παιδίον ακούει μετά προσοχής, το δε κοράσιον κάθηται παρά τους πόδας αυτού ακροώμενον του διηγήματος, και μετ’ αφοσιώσεως εις τα λεγόμενα προσηλωμένον.

Άγνωστον και ασήμαντον της Βαυαρίας χωρίον εγείρει τω διδασκάλω ανδριάντα χαλκούν η μεγάλη όμως και πολλή των ημερών μας Ελλάς δεν ήγειρεν ουδέ λίθινον ανδριάντα εις κανένα των τέκνων της… Ενίοτε εψηφίσατο απλώς επί του χάρτου την ανέγερσιν ανδριάντος, πάντοτε όμως έρριψε λίθους και κατά ζώντων και κατ’ αποθανόντων ευεργετών αυτής.

ΝΕΡΟΥΤΣΟΣ

 

Η Denise Escarpit, ιστορικός της παιδικής λογοτεχνίας, είναι σα­φής και αντικειμενική και συμπλέει με τις αποτιμήσεις και τοποθε­τήσεις και άλλων ξένων θεωρητικών:

 

Απεικονίζοντας έναν κόσμο φαντασιακό που ενσωματώνει στοιχεία από το παραμύθι και τα ιπποτικά μυθιστορήματα και ταυτοχρόνως τον πραγματικό κόσμο όπου οι φτωχοί υπάρχουν για να τους συμπαραστέκο­νται οι πλούσιοι, για να δοκιμάζεται η εμπιστοσύνη τους στο Θεό και για να υπηρετούν τους πλουσίους, ο Schmid ήξερε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της φαντασίας των παιδιών, διοχετεύοντάς τους παράλληλα ηθι­κές αξίες βασισμένες στη θρησκεία, μέσω ενός έντονου διδακτισμού που τον φέρνει κοντά στους ορθολογιστές. Ο Schmid όμως πρόσφερε κάτι πε­ρισσότερο στη νεανική λογοτεχνία. Επηρεασμένος από τη ρομαντική κίνη­ση, τοποθέτησε τα αφηγήματά του σε ωραία φυσικά περιβάλλοντα. Αμέ­τρητες συμπτώσεις, απροσδόκητες συναντήσεις, αρπαγές παιδιών επιστρα­τεύονται για το δέσιμο και το λύσιμο της πλοκής ανοίγοντας έτσι το δρόμο για το περιπετειώδες μυθιστόρημα.5

 

Ακόμη μία συνοπτική αναφορά που καλύπτει πολλές από τις πτυχές της προσωπικότητας του Schmid:

 

Ποιες ήταν οι ιδιότητες εκείνες που έκαναν τα διηγήματα και τις ιστο­ρίες του Schmid τόσο προσφιλή και συναρπαστικά για αναγνώστες σε χώ­ρες τόσο διαφορετικές όπως η Ισπανία και η Γερμανία, η Φινλανδία και η Ελλάδα, η Λιθουανία και η Γαλλία, οι Αραβικές χώρες και οι Ηνωμένες Πολιτείες; Οπωσδήποτε ο Schmid δεν ήταν συγγραφέας με μεγάλες λογο­τεχνικές αρετές όπως οι σύγχρονοί του Σίλλερ, Γκαίτε, Kleist, Schlegel ή άλ­λοι περισσότερο γνωστοί στους ιστορικούς της λογοτεχνίας. Οι φιλοδοξίες του ήταν κυρίως παιδαγωγικές και τις εξέφρασε με λιτά λογοτεχνικά μέσα. Η συνταγή της επιτυχίας του Schmid ήταν πολύ απλή: είχε πάντα μια ιστο­ρία να διηγηθεί, αρκετά ενδιαφέρουσα, αν και όχι ιδιαίτερα πολύπλοκη, ενώ πάντα υπήρχε ένα ηθικό δίδαγμα που εύκολα γινόταν κατανοητό. Η πλοκή ήταν πάντα οργανωμένη σύμφωνα με το μοντέλο «οι καλοί και οι κακοί», με την αναπόδραστη νίκη των πρώτων. Η γλώσσα και το λογοτε­χνικό ύφος ήταν απλά και εξυπηρετούσαν τη βασική παιδαγωγική ιδέα και το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας. Έτσι αυτά τα δημοφιλή διηγήματα εξόπλι­ζαν παιδαγωγούς και γονείς των αστικών τάξεων με αναγνωστικό υλικό κατάλληλο για την ηθική και συναισθηματική αγωγή των παιδιών και των νέων. Τα διηγήματα του Schmid ανταποκρίνονταν στις αξίες και εκπλήρω­ναν την ανάγκη των αστών και μικροαστών για ασφάλεια και τάξη, ενώ αντικατόπτριζαν το πνεύμα της σταθεροποίησης και της παλινόρθωσης που σάρωνε την Ευρώπη μετά τους ναπολεόντειους πολέμους.6

 

Η δεσπόζουσα παρουσία του στην Ελλάδα

Το 1837, ένα χρόνο μετά την ίδρυσή της, η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία εγκαινίασε το εκδοτικό της πρόγραμμα με τρία μικρά λο­γοτεχνικά έργα που έμελλε να καταστούν εξαιρετικά δημοφιλή στο παιδικό αναγνωστικό κοινό επί δεκαετίες και να ωθήσουν δυναμι­κά το ξεκίνημα της λογοτεχνίας για τα παιδιά στην Ελλάδα. Εμφα­νίστηκαν ανώνυμα κατά την πάγια συνήθεια της εποχής και ο συγ­γραφέας τους δεν έγινε αμέσως γνωστός. Θα γίνει κι αυτό αργότε­ρα, όταν θα εκδοθούν και πολλά άλλα του ίδιου και μάλιστα σε ποι­κίλες μορφές. Στη δική μας, μεσούντος του 20ού αιώνα, θα αποδο­θούν στον γνωστό εκπαιδευτικό, συγγραφέα και μεταφραστή Δημήτριο Πανταζή. Ως συνήθως, το λάθος θα κυκλοφορήσει σε ελληνικά βιβλία Ελλήνων συγγραφέων σχετικά με την παιδική λογοτεχνία και άλλων, χωρίς να διερευνηθεί η ακρίβεια της πληροφορίας.

Η αποκατάσταση οφείλεται στις παράλληλες έρευνες του Κ. Θ. Δημαρά και του υποφαινόμενου. Δημοσιοποιήθηκε αρμόδια,7 ενώ αργότερα, στη διάρκεια της βιβλιογραφικής έρευνας για τα παιδι­κά βιβλία του 19ου αιώνα,8 και αποκαλύφθηκε η συναρπαστική πα­ρουσία του Schmid στην Ελλάδα.

Η καλά θεμελιωμένη πρωτοβουλία της έκδοσης των τριών διη­γημάτων από τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία θα σημάνει την είσοδο στην Ελλάδα και στο διψασμένο παιδικό αναγνωστικό κοινό ενός μεγάλου συγγραφέα. Ήταν η απαρχή μιας θριαμβευτικής προφοράς που ψυχαγώγησε τα παιδιά πολλών γενεών, κέρδισε τους εκ­ παιδευτικούς και επέδρασε στους νεοεμφανιζόμενους συγγραφείς επί έναν αιώνα. Ο Schmid πρόσφερε ιδέες, θέματα, τεχνοτροπίες, στη βάση μιας ηθοπλαστικής στάσης οικείας στους της εποχής εκπαιδευτικούς, στους γονείς και κέρδισε τα παιδιά. Σε μια εποχή όπου η χώρα αναζητού­σε τον εαυτό της, αγωνιούσε για την επιβίωσή της και ήταν λογοτε­χνικά άνυδρη, τα παιδιά απέκτησαν βιβλία που ευνόησαν τη μαθη­τική τους πορεία και άνοιξαν τους ορίζοντές τους προς την ανάγνω­ση παιδικών βιβλίων αρχικά, και της ευρύτερης λογοτεχνίας αργότερα.

Η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, ικανή για τη μεγάλη παρέμβαση στα εκπαιδευτικά, σύστησε με την ίδρυσή της μια τριμελή «Επιτρο­πή επί των Βιβλίων»9 αποτελούμενη από τις λαμπρές μορφές της νε­ότερης Ελλάδας τον Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή, τον Θεόκλητο Φαρμακίδη και τον Κωνσταντίνο Σχινά και συνεργάτη τον πρωτοπόρο εκπαιδευτικό Ιωάννη Π. Κοκκώνη, αργότερα και μεταφραστή του Schmid. Η Επι­τροπή θα στραφεί αμέσως στον περιώνυμο πανευρωπαϊκό Βαυαρό, παιδαγωγό και συγγραφέα, που έθελγε τη νεότητα αλλά και τους με­ γάλους με τον λαϊκό χαρακτήρα άλλων έργων του.10

Τα τρία πρώτα διηγήματα που επέλεξε για έκδοση ήταν Τα Αυγά του Πά­σχα, Το εξωκκλήσιον του δάσους και Η Περιστερά, που θα ανέλθουν στην πρώτη σειρά αναγνωστικότητας και κυκλοφοριών ως το τέλος του αιώνα.

Ο Schmid θα φθάσει στην Ελλάδα όχι με απευθείας μεταφράσεις από τη γερμανική αλλά μέσω των πιστών μεταφράσεων που οι Γάλλοι έσπευδαν αμέσως να απεργάζονται. Η φήμη του συγγραφέα, τα δροσερά πεζογραφήματά του, η γερμανομάθεια των Γάλλων και η γαλλομάθεια των Ελλήνων γνώρισαν στα ελληνόπουλα έναν Ευ­ρωπαίο, καθολικό, με έντονα τα δυτικά πολιτιστικά και ιδεολογικά στοιχεία, όχι από τα πρωτότυπα με τα οποία επικοινωνούσαν τα παιδιά της Ευρώπης με τις πιστές μεταφράσεις αλλά σε αξιόπιστες διασκευές που πολύ απείχαν από τα πρωτότυπα και σε αναδημι­ουργικές μεταπλάσεις. Ο Schmid υπήρξε το πεδίο ασκήσεων που έδωσαν νέα κείμενα σχεδόν πλήρως πρωτόπλαστα. Από το 1837 που κυκλοφόρησαν τα τρία πρώτα από τη γαλλική διηγήματά του, μόνο το 1873 Η Περιστερά θα μεταφραστεί σε νέα έκδοση από τη γερμανική. Θα ακολουθήσουν κι άλλες.

Ο Schmid θα ακολουθήσει τη βαλκα­νική τακτική των καθολικής έκτασης επεμβάσεων που θα φθάσουν έως τις ολοκληρωτικές μεταπλάσεις. Η «υπό τρόπον» αυτή ελληνοποίησή του έγινε με περικοπές, συμπτύξεις και αντικαταστάσεις. Διατηρήθηκε από τους πλαστουργούς ο μύθος των κειμένων του, η πλοκή –το «story»–, στο οποίο υπερτερούσε εντυπωσιακά, ενώ οι Έλληνες συγγραφείς μειονεκτούσαν και στη θέση των ιδεολογικών στοιχείων πέρασαν τα πατροπαράδο­τα ελληνικά με αριστοτεχνική δεξιότητα, φαντασία και κέφι. Οι ελ­ληνικές θρησκευτικές, εθνικές, πατριωτικές, προγονολατρικές, χαρακτηρολογικές και κοινωνικές αξίες επιστρατεύθηκαν στη θέση των δυτικών. Ο ιστορικός και κοινωνικός ιστός και οι θεσμοί του, ο τρόπος ζωής (ο προσωπικός δηλαδή πολιτισμός), τα ονόματα, τα τοπωνύμια, η ονοματολογία ελληνοποιήθηκαν.

Η ανακοίνωση της Juliana Roth,11 μια υποδειγματική επιστημονικά φιλολογική επίδειξη των διαδοχικών μεταμορφώσεων των Αυγών του Πάσχα, με αναλυτική υπόδειξη των διαφορών, αποτελεί διαφωτιστική απόδειξη του φαινομένου.

Η επίδραση του Schmid στους Έλληνες συναδέλφους του δεν έχει αποτελέσει ακόμη αντικείμενο έρευνας, αφού και η ύπαρξή του στις ελληνικές γραμματολογίες αγνοείται. Η εξέταση της παρουσίας και της ένταξής του στην ελληνική παιδική λογοτεχνία, η αποκαθάριση των γνήσιων μεταφράσεών του από τη γερμανική και γαλλική και κυρίως οι μεταποιήσεις των έργων του εγγυώνται μια γοητευτική περιπέτεια της φιλολογικής έρευνας και μελέτης,12 η οποία δεν έγινε εξαιτίας της λήθης που τον απομάκρυνε από το προ­σκήνιο, της άγνοιας και της μη προώθησης των ερευνών προς τις θεμελιώσεις του παρελθόντος.13 Οι εκδόσεις σωματείων θρη­σκευτικών αποκλίσεων περιέχουν υπολείμματα έργων του Schmid. Εύλογα η ηθικοπλαστική του πλευρά συμμαχεί και τροφοδοτεί την επιβίωσή της σε ορισμένο αναγνωστικό κοινό το οποίο δεν ανανεώνεται.

Το Πανεπιστήμιο του Άουγκσμπουργκ έχει αναλάβει τη διάσω­ση του έργου του και προωθεί μελέτες για τον Schmid, ο οποίος είναι περιορισμένος στην εποχή μας αναγνωστικά, όχι όμως και παραμελημένος ερευνητικά. Μετά το 1950 παρατηρείται κάποια σοβαρή στρο­φή προς τον αξιοπρόσεκτο αυτόν δημιουργό. Κατά χιλιάδες αριθμούνται οι αναφορές του στη διεθνή βιβλιογραφία, ενώ στη Γερμανία οι μελέτες και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες αυξάνονται.

 

 

  1. Περ. Πανδώρα, τόμ. Β´, φύλλ. 280 (15 Νοεμ. 1861, σ. 369-71).
  2. Ο Νερούτσος συγχέει τα δύο διηγήματα. Η φράση που «αναγνώρισε» ανήκει στην Περιστερά.
  3. Ο Νερούτσος λανθάνει και πάλι. Τα Αυγά τον Πάσχα γράφτηκαν το 1816 και η Ρόζα τον Ταννεβούργ το 1823.
  4. Βλ. προηγούμενη σημείωση για τη σύγχυση Νερούτσου για τα δύο διηγήματα.
  5. Denise Escarpit, Η παιδική και νεανική λογοτεχνία στην Ευρώπη. Ιστορική ανασκόπηση. Εισαγωγή, μετάφραση, βιβλιογραφικές προσθήκες: Στέση Αθήνη. (Καστανιώτης 1995, σ. 74-75).
  6. Juliana Roth, «Οι μεταμορφώσεις ενός γερμανικού αφηγήματος του 19ου αιώνα και η πορεία του προς τον Βαλκάνιο αναγνώστη: “Τα αυγά του Πάσχα” του Christoph von Schmid», στο: Κέντρον Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Η Λαϊκή Λογοτεχνία στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (19ος και αρχές 20ού αι.). Συνάντηση Εργασίας 21-22 Απριλίου 1995. (Τετράδια Εργασίας 15). (Αθήνα, 1995, σ. 109-25).
  7. Κυρ. Ντελόπουλος, «Η περιπετειώδης ιστορία τριών διηγημάτων». (εφ. Η Καθη­ μερινή, 8, 15 και 22 Οκτ. 1987). Του ίδιου: Η «Παιδική Αποθήκη» και ο Δημήτριος Πανταζής. Το πρώτο ελληνικό παιδικό περιοδικό και ο εκδότης του (Καστανιώτης, 31996).
  8. Κυρ. Ντελόπουλος, Παιδικά και νεανικά βιβλία του 19ου αιώνα…, ό.π.
  9. Αλέξανδρος Ρ. Ραγκαβής, Απομνημονεύματα. Εκδότης Γεώργιος Κασδόνης. ([Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»], 1895, τόμ. Β´, σ. 24-25).
  10. Όπως Η Γενοβέφα, η οποία διαβάστηκε εξίσου από όλες τις ηλικίες σε όλη την Ευρώπη. Ακόμη σε λαϊκά βιβλιοπωλεία και σε παλαιοπωλεία. Το μπεστ σέλερ αυτό διατήρησε την αναγνωσιμότητά του επί έναν αιώνα και πλέον σε πάμπολλες μεταφράσεις και εκδόσεις.
  11. Ό.π.
  12. Για να μην αναφερθούν και τα έργα του που κυκλοφόρησαν ανώνυμα. Αλλά και οι αποδόσεις του ονόματός του παρουσιάζουν εκπλήξεις. Η γερμανική του γρα­φή παραποιείται και παραπέμπει σε αγγλοσαξονικό πρόσωπο. Όπως εντοπίστηκαν στις ελληνικές εκδόσεις: Χριστόφορος Σμιδ, Χριστόφορος Σμιθ, Κριστόφ Σμιθ, Χριστόφ. Σμιδ, Χριστόφορος Σμίδιος, Χρ. Σμίδιος, Σμιδίτιος, Σμιτ, Άδαμ Σμιθ, Christoph v. Schmid, Christoph von Schmid, Christopher Smith, Christophore Smith, Christophe Schmid, Christoph Smith, Christoph Schmid, Ch. Schmid. (!)
  13. Οι παντός είδους μελέτες της τρέχουσας ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας θα ήταν πιο αξιόπιστες αν βασίζονταν προσεκτικότερα στη γνώση του γενεσιουργικού 19ου αιώνα.

 

 

Για τον Schmid βλ. επίσης: Ελληνική Βιβλιογραφία Schmid. Ο 19ος αιώνας. Παράρτημα A´. Προσθήκες 1864-1900». Παράρτημα Β´. Εκδόσεις του 20ού και του 21ου αιώνα. (Στο: Κυριάκος Ντελόπουλος. Τα παιδικά αναγνώσματα των πάππων μας. Η Ευρωπαϊκή σκηνή και το ελληνικό προσκήνιο. Αθήνα, Πατάκης, 2008, σελ. 127-170).

Προηγούμενο άρθροΟι έμποροι της (εκδοτικής) κουλτούρας [Του Γιάννη Ν. Μπασκόζου]
Επόμενο άρθροΤο τραγικό  και η σχέση αρχαιο-ελληνικής   και ιουδαιο-χριστιανικής  παράδοσης στα δοκίμια  του Χρ. Μαλεβίτση(της Αλ.Δεληγιώργη) 

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ