της Βαρβάρας Ρούσσου
Η πρώτη συλλογή της Καλούδη Και βέβαια τους φοβάμαι (2020) έτυχε γενικά θετικής αποδοχής και περιλήφθηκε μάλιστα στη βραχεία λίστα πρωτοεμφανιζόμενων του Αναγνώστη. Το δεδομένο αυτό, συνδυαστικά με την ώριμη ηλικία της ποιήτριας (γ. 1966), δημιούργησε την προσδοκίες για τη δεύτερη συλλογή η οποία με τον τίτλο Χρειάστηκε να κλέψω κυκλοφόρησε πρόσφατα. Τα ποιήματα που περιέχει επαναλαμβάνουν τις ορίζουσες που στοιχειοθέτησαν εκείνα του προηγούμενου βιβλίου εξασφαλίζοντας, με το κατακτημένο ήδη ιδίωμα συν την οικείωση των θεματικών, την ισοτιμία της νέας συλλογής με την προηγούμενη παράγοντας ωστόσο μια προφανή μορφική και νοηματική ομοιότητα. Αρκετά από τα ποιήματα αφορμώνται από το ίδιο σχεδόν βιωματικό υλικό, (πράγμα βέβαια σύνηθες αφού οι ίδιες οριακές στιγμές συστηματικά μπορεί να αρδεύουν το έργο του δημιουργού) και μεταποιούνται με όμοιους τρόπους.
Ήδη από τον τίτλο η φωνή εκφοράς βεβαιώνει έντονα την αναγκαιότητα της κλοπής, μιας ηθικής και νομικής παράβασης, όπως στην πρώτη συλλογή τον μάλλον ανασταλτικό φόβο που τη διαχώριζε από εκείνους τους πολλούς που είναι «οπλισμένοι και ηλίθιοι». Η απόσταση από τους αόριστους «αυτούς» υπάρχει στη δεύτερη συλλογή αλλά εντοπισμένη μόνο σε ορισμένα ποιήματα: «Βρίσκω τα ρούχα που πετάνε/και τα φοράω για να ζεσταθώ// Δεν έχουνε ιδέα τι πετάνε» («Αδαείς»). «Κουράστηκα να τρέχω/Ας με βρουν/[…]Το πρόσωπό μου θα χαμογελάει/Το χέρι ήρεμο θα βγάλει την περόνη/Κι εκείνοι θα νομίζουν πως με έφτασαν» («Ας με βρουν»). «Ήρθανε πάλι εκείνοι αθόρυβα/-εσύ δεν είδες» («Απειλή»). Το πρώτο πληθυντικό, δείκτης μιας κοινότητας στο Και βέβαια τους φοβάμαι, έχει εκτοπιστεί από το εγώ που τονίζει τον εξομολογητικό χαρακτήρα αλλά πάντοτε με εμπρόθετο περιορισμό του λυρισμού.
Η πυκνότητα και λιτότητα των μέσων που συνάπτονται με την ακρίβεια και την καθαρότητα του λόγου, η συντομία των ποιημάτων -ολιγόστιχα με ολιγοσύλλαβους, το συνηθέστερο, στίχους-, η εμπρόθετη αποφυγή της πεζολογίας, η φροντίδα για την απρόσκοπτη ακουστική πρόσληψη χωρίς αυτό να σημαίνει πάντα ιδιαίτερη μέριμνα ρυθμικότητας, η μερική στίξη -μόνο ερωτηματικά- με την απουσία τελείας που αναπληρώνεται από τη χρήση κεφαλαίων με συνέπεια την επάνοδο της λειτουργίας της έστω και υπόρρητα, η διατήρηση των στροφικών ενοτήτων που συνεπάγονται ενότητες με κορύφωση συνήθως στην τελευταία και η χρήση των διπλών διάκενων ως μεταβατικές αναγνωστικές σιωπές είναι οι συμβάσεις που χρησιμοποιούνται χωρίς να εκπλήσσουν αφού πρόκειται για παγιωμένες ποιητικές πρακτικές, μια ασφαλή οδό που βέβαια δεν αποκλείει γενικά τα ολισθήματα. Η Καλούδη ωστόσο είναι προσεκτική σε αυτό επιμένοντας να καταθέτει μια ποίηση μορφικά μάλλον συντηρητική καίτοι ελευθερόστιχη πλην προσεγμένη. Παράδειγμα: Έλεγα πως το σπίτι μου μικραίνει/μα ίσως να ’ναι που εγώ αλλάζω/Κι ίσως αυτό εδώ/που γίνεται επάνω στο χαρτί/να ’ναι ζωή/κι όχι το άλλο/που νομίζουμε πως έχουμε» («Ίσως»).
Το πρώτο ποίημα της συλλογής «Δικά μου ήταν/ Κι ας τα πήρα στα κρυφά» υπαινίσσεται την κλοπή που αποκαλύπτεται λίγο παρακάτω (σ. 16) «Χρειάστηκε να κλέψω/Ήτανε αναγκαίο να έχω κάτι». Πρόκειται για ιδιάζουσα κλοπή που μετατρέπει τον κλέφτη σε ιδιοκτήτη επιστρέφοντάς του δικά του πράγματα. Τι είδους πράγματα όμως; Τα ποιήματα, τις λέξεις που μεταβάλλουν τη γραφή σε προϊόν θεμιτής ουσιαστικά κλοπής, στον πυκνό ιστό της διακειμενικότητας ή της επίδρασης. Και πράγματι με την έννοια του διακειμένου και με την ευρύτερη σημασία του σεφερικού «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας» είναι συχνά οφθαλμοφανής η «κλοπή». Τα διακειμενικά στοιχεία εντάσσονται ομαλά στο νέο σημασιολογικό συγκείμενο επαναφορτίζονται ως τμήμα της ρητορικής του: η αισθαντική πλευρά του Ρίτσου «Και το φεγγάρι ήταν καλό και ήσυχο/Τίποτα δεν μου ζήτησε απόψε/» («Μόνο και μόνο»), και σεφερικός απόηχος στην ατμόσφαιρα ορισμένων ποιημάτων. Η κλοπή λειτουργεί ως επανοικειοποίηση και εκβάλλει σε ένα λόγο που έχει προσωπικό χαρακτήρα.
Παράλληλα, είναι χαρακτηριστική η διάθεση άμεσης συμμετοχής των αναγνωστών/στριών στα ποιήματα με την εμπρόθετη αποφυγή της κρυπτικότητας που διασφαλίζει την αμεσότητα της απεύθυνσης επιδιώκοντας να μεταποιήσει το ατομικό περιστασιακό σε συλλογικό.
Έτσι θεμελιωμένη η γραφή της Καλούδη αντλεί από καθημερινές λεπτομέρειες -σε μη εντοπισμένο χωρόχρονο- εστιάζοντας στο στοιχείο που απηχεί στον πυρήνα του εγώ τροφοδοτώντας το στοχασμό και την εξομολόγηση. Το βιωματικό υλικό δεν εκτίθεται αλλά λειτουργεί υπόγεια, κυρίως όταν πρόκειται για εκείνο της απώλειας (αόριστη φυγή, χωρισμός ή θάνατος π.χ. «Άρπαξαν ήδη τα μαλλιά σου οι φλόγες/μα δε γυρίζεις να κοιτάξεις τη φωτιά//Θα καίγεσαι για πάντα αν χρειαστεί/φτάνει να μη γυρίσεις να κοιτάξεις» («Άρνηση»). Εντούτοις, σε κάποια, λιγότερα, ποιήματα παίρνει το χαρακτήρα αφήγησης («Μόνο και μόνο»: «Και περπατούσαμε/ σε κάποια παραλία δίχως όνομα/ Μ’ ένα χωνάκι παγωτό στο χέρι η Μαρία/ έλεγε για κάτι φίλους που δεν ήρθαν/».).
Όπως ήδη αναφέρθηκε η Καλούδη διαφοροποιείται σχεδόν ανεπαισθήτως από την πρώτη συλλογή της. Παρότι τα ποιήματά της είναι καλοστημένα και επιβάλλονται συγκινησιακά τόσο οι τρόποι της όσο και οι θεματικές δεν πρωτοτυπούν. Ασφαλώς ο στόχος δεν είναι η αναζήτηση της καινοτομίας με κάθε κόστος αλλά ακόμα κι έτσι πρόκειται για ποίηση που εντάσσεται στη χορεία των πραγματικά πολλών αριθμητικά καλών συλλογών πιστοποιώντας, ακόμη μια φορά, ότι υπάρχει καλή ποίηση, – καλή ποίηση χωρίς να υπερβαίνει αυτόν τον χαρακτηρισμό- που διαβάζεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεν είναι επιθετική ούτε κραυγαλέα εκμεταλλευόμενη το σύγχρονο κοινωνικό υλικό, δεν παράγει κατασκευές στη βάση θεωρητικών προταγμάτων, αξιοποιεί επιμελώς το ισχυρό ποιητικό παρελθόν, επιζητεί την αναγνωστική συμμετοχή και απορρίπτει την ερμητικότητα που έχει θεωρηθεί αίτιο απομάκρυνσης του κοινού. Θα μπορούσα να πω ότι τα παραπάνω αρκούν και αυτό ισχύει ως ένα βαθμό πέρα από τον οποίο αναζητούμε την ποιητική δυναμική εκείνη που θα κινήσει τον τροχό για παρακάτω. Όσο δεν τη βρίσκουμε ή όταν εμφανίζεται για λίγο ή και σύντομα εξαντλείται στο όνομα της εντυπωσιολογίας μένουμε στην καλή γενικά ποίηση, παρήγορη εξάλλου παρουσία.