συνέντευξη στον Νίκο Κουρμουλή.
Ένας από τους σημαντικούς συγγραφείς της νεότερης γενιάς παγκοσμίως, ο Κολομβιανός Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες βρίσκεται αυτές τις μέρες στη χώρα μας, καλεσμένος του 7ου φεστιβάλ ΛΕΑ. Με δύο βιβλία μεταφρασμένα στα ελληνικά «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν» και «Οι πληροφοριοδότες» (εκδ Ίκαρος, μετ: Αλ.Κυριακίδης), ο συγγραφέας έχει κάνει αίσθηση με την αλληγορική γραφή και τους στέρεους χαρακτήρες του. Ένας διανοούμενος με κοινωνικές ευαισθησίες, που δεν κρύβει την αγωνία του για το μέλλον της Δημοκρατίας και των προοδευτικών ιδεών. Για τον ίδιο, η μυθοπλασία είναι το προνομιακό εκείνο πεδίο όπου μπορεί να ανοίξει διαύλους, στο σκοτεινό παρελθόν της μνήμης.
ΕΡ: Στην συνείδηση του ευρωπαϊκου κοινού, οι Κολομβιανοί συγγραφείς της γενιάς σας έχουν να αντιμετωπίσουν δύο τουλάχιστον «σκιές»: Την τρομοκρατία από το εμπόριο ναρκωτικών και την θρυλική κληρονομιά του Γκαρσία Μάρκες με τον μαγικό ρεαλισμό του. Εσείς είστε σε θέση να διαφύγεται από όλα αυτά ή ακολουθείται την συγγραφική κληρονομιά του τόπου σας και την εξελίσσετε;
ΧΓΒ: Κατ’αρχάς όσον αφορά τον Γκαρσία Μάρκες, μπορώ να ομολογήσω ότι είχε τεράστια επιρροή πάνω στη λογοτεχνική παιδεία πολλών από εμάς. Παρόλα αυτά, ανακάλυψα γρήγορα πως η μέθοδος του «μαγικού ρεαλισμού» δεν είχε απολύτως καμία σχέση με το δικό μου σύμπαν. Υπήρξε μια ανακάλυψη της δεκαετίας του ’60, αλλά δεν έχει να προσφέρει κάτι το καινούργιο σε μας. Δεν θεωρώ ότι ο «μαγικός ρεαλισμός» έχει πέσει σε αχρηστία, αλλά δεν μπορούμε να μεταφράσουμε τα πεπραγμένα μέσα από την φιλοσοφία του. Η προσωπική μου θέση απέναντι στο έργο και την κληρονομιά του Γκαρσία-Μάρκες, έρχεται μέσα από μια παρεξήγηση. Συνηθίζουμε να λέμε, πως οι λογοτεχνικές επιροές έχουν εδαφικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα αν είσαι Κολομβιανός (όπως εγώ) αυτόματα ο τελευταίος μεγάλος Κολομβιανός συγγραφέας «πέφτει» πάνω σου και σε κυριεύει. Αισθάνεσαι πως πρέπει με κάποιο μεταφυσικό τρόπο, να συνεχίσεις το λαμπρό έργο του. Αυτό πιστεύω δεν είναι αλήθεια, είναι μια παγίδα. Επιλέγουμε τις επιρροές μας. Με τον ίδιο τρόπο που ο Γκαρσία-Μάρκες δεν επέλεξε Κολομβιανούς συγγραφείς για τις βασικές επιρροές του, αλλά βορειοαμερικανούς όπως τον Φώκνερ, τον Χέμινγουεϊ και τον Κάφκα από την Ευρώπη. Ακολούθως κι εγώ έχω επηρεαστεί ελάχιστα από τον Γκαρσία-Μάρκες αλλά κυρίως από τους Μπόρχες, Κόνραντ, Τζοϋς, Ροθ, Ντε Λίλλο και μερικούς άλλους.
Τώρα για την άλλη «σκιά» που με ρωτήσατε, ποτέ δεν είχα σκεφτεί το εμπόριο ναρκωτικών, ως λογοτεχνικό θέμα έως ότου ξεκινήσω το γράψιμο του μυθιστορήματος «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν», το 2008. Είχα φύγει από την πατρίδα μου ήδη από το 1996 και για 12 χρόνια δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι θα μπορούσα να γράψω ένα μυθιστόρημα, με το εμπόριο ναρκωτικών σαν βασικό υλικό. Είχα τους λόγους μου. Έζησα μέσα στην πιο επικίνδυνη δεκαετία στην ιστορία της Κολομβίας (1983-1994). Μια δεκαετία τρομοκρατίας που την είχα απωθήσει στο βάθος του μυαλού μου. Όταν άρχισα να γράφω γι αυτά τα πράγματα ο σκοπός ήταν να βγάλω προς τα έξω την δική μου ομολογία και όχι να υπηρετήσω κάποιο υποτιθέμενο είδος κολομβιανού αστυνομικού μυθιστορήματος. Ήταν μια διερεύνηση για το τι σήμαινε για μένα και την γενιά μου, το να ζεις μέσα σε έναν πόλεμο. Είχα τα ερωτήματα και τις αμφιβολίες μου και προσπάθησα να τα ξεδιαλύνω μέσω της μυθοπλασίας.
ΕΡ: Καθώς διάβαζα το «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν», σκέφτηκα πως το έγκλημα που έχει σχέση με τα ναρκωτικά είναι τόσο χωνεμένο στην κοινωνία σας, που προκαλεί σχεδόν ταυτόχρονα από την μια μεριά βία και από την άλλη παράγει μια περίεργη αφασία. Εσείς είχατε επηρεαστεί άμεσα απ’όλη αυτή την ατμόσφαιρα;
ΧΓΒ: Ένα από τα κύρα ερωτήματα που τέθηκαν τότε ήταν σε τι βαθμό η ακραία και απρόβλεπτη βία μας επηρέασε ως άτομα. Δηλαδή πως επηρέασε την συμπεριφορά μας ως παιδιά, ως γονείς, ως ζευγάρια, ως φίλοι και ως οικογένειες. Σας πληροφορώ ότι όλα αυτά άλλαξαν δραματικά εκείνα τα χρόνια διότι ζούσαμε σε μια μητρόπολη (Μποκοτά) η οποία ήταν σε πόλεμο. Ήθελα να δω στο κατά πως η βία μπορεί να σμιλέψει την συναισθηματική ζωή μας. Πως τελικά γίναμε αφασικοί όπως είπατε σωστά στο αίσθημα του φόβου; Κατά την διάρκεια της εφηβείας οι γονείς μου, μού έλεγαν συχνά πως θα πρέπει να μάθω να ζω κανονικά, παρά τους βομβαρδισμούς και τους πυροβολισμούς. Αυτή η καναλοποίηση της ζωής μας προς το «κανονικό», κλείνοντας ουσιαστικά τα αυτιά μας προς την επισφάλεια που μαίνονταν γύρω μας, δημιούργησε ποικίλα συνειδησιακά προβλήματα. Ακόμη…. και στους νεκρούς που κείτονταν ολόγυρα.
ΕΡ: Και όμως ενώ μιλάτε για βία, στο βιβλίο σας η πραγματική βία ως ύλη απουσιάζει παντελώς. «Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν», μοιάζει περισσότερο με υπαρξιακή περιπλάνηση.
ΧΓΒ: Ευχαριστώ πολύ γι αυτή την ερώτηση. Ενώ είχα γράψει το μυθιστόρημα κατά το ήμισυ συνειδητοποίησα ότι στις περασμένες δεκαετίες είχαν μαζευτεί εκατομμύρια πληροφορίες για το θέμα. Μυριάδες άρθρα στις εφημερίδες, φωτογραφίες και ντοκιμαντέρ είχαν δει το φως της δημοσιότητας, με αποτέλεσμα το εξωτερικό-φυσικό βλέμμα της βίας εισχωρούσε καθημερινά και με μεγάλη ευκολία στη ζωή μου μέσω διαδυκτίου. Εκείνο που με ενδιέφερε ήταν οι ηθικές συνέπειες εκείνης της κατάστασης πέρα από τα ντοκουμέντα. Αποφάσισα ότι αυτό θα πρέπει να είναι το μυθιστόρημα. Η εξερεύνηση δηλαδή του εσωτερικού πεδίου των συμπεριφορών. Η βία τότε πήρε την μορφή ενός μολυσματικού μεσολαβητή, παρά μιας περιγραφής σε πρώτο πρόσωπο. Μιας ιδέας που έρχεται από τα αχαρτογράφητα βάθη της ψυχής μας.
ΕΡ: Τι πυροδότησε την αλληγορική μορφή του μυθιστορήματος. Πως συνδέσατε τον ιποππόταμο, την τυχαία συνάντηση στο μπιλιαρδάδικο και το ταξίδι εν συνεχεία στην αχανή ενδοχώρα.
ΧΓΒ: Ξεκίνησα το μυθιστόρημα αρχικά με το χτίσιμο της ιστορίας του πιλότου. Μετά από ένα χρόνο σταμάτησα να σκέφτομαι τον χαρακτήρα εκείνο ως σημείο εκκίνησης. Είχα αποστασιοποιηθεί από τις εμπειρίες του. Ένιωθα πως είχα χάσει ένα χρόνο από τη ζωή μου, έως ότου άνοιξα ένα περιοδικό και είδα την εικόνα ενός νεκρού ιποππόταμου. Αυτή η εικόνα μου θύμισε την επίσκεψη που είχα κάνει μικρός με τους γονείς μου στον ζωολογικό κήπο του Πάμπλο Εσκομπάρ. Τότε για πρώτη φορά αφότου επέστρεψα στην Κολομβία θυμήθηκα πώς ήταν να μεγαλώνεις μέσα στο μίσος και τους βομβαρδισμούς. Ήταν μια στιγμή επιφώτησης. Μέσα από εκείνη τη φωτογραφία πέρασε σαν φιλμ όλο το βιβλίο. Στα μυθιστορήματα μου προσπαθώ να βρω τον χαμένο κρίκο της μνήμης. Οι χαρακτήρες μου συμπεριφέρονται στην πραγματικότητα όπως κι εγώ, σαν ένα μυστήριο δηλαδή. Γοητεύονται από τις ζωές των άλλων, όπως και από το παρελθόν του καθενός. Το παρελθόν στα μυθιστορήματα μου είναι ένα σκοτεινό μέρος. Οι ήρωες μου πηγαίνουν εκεί και προσπαθούν να ξεδιαλύνουν τα πράγματα, σαν ντετέκτιβς. Να ρίξουν λίγο φως, είναι το μόνο που με ενδιαφέρει.
ΕΡ: Το δεύτερο βιβλίο σας που μεταφράζεται στα ελληνικά είναι «Οι πληροφοριοδότες». Είχε κυκλοφορήσει το 2004 και όπως έχετε δηλώσει είναι το πρώτο επίσημο μυθιστόρημα σας. Εδώ η ιστορία εκτυλίσσεται ανάμεσα στους Γερμανούς και Εβραϊους μετανάστες που κατέφυγαν στην Κολομβία κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Πως αναδύθηκε μέσα σας αυτή η ιδέα
ΧΓΒ: Αναδύθηκε από μια κουβέντα που είχα. Το 1999 ζούσα στο Παρίσι και πήγα στην Κολομβία για διακοπές. Γνώρισα μια εξαιρετική Γερμανοεβραία γυναίκα, η οποία αποτέλεσε το μοντέλο για την Σάρα Γκούτερμαν, την πρωταγωνίστρια του βιβλίου. Εκείνη η γυναίκα έφτασε στην Κολομβία το 1936. Πάνω στην κουβέντα μου είπε πως ο πατέρας της, Εβραίος πρόσφυγας στην Κολομβία και αυτός, είχε προσαχθεί βιαίως σε ένα περίπου στρατόπεδο συγκέντρωσης, που προορίζονταν για υποστηρικτές των Ναζί. Στρατόπεδα που έχτισε η Κολομβιανή κυβέρνηση με την άδεια των Συμμάχων. Έμεινα άφωνος. Ήταν κάτι που αγνοούσα εντελώς. Αμέσως σκέφτηκα την διαδρομή: Ένας Εβραίος που διώκεται βρίσκει καταφύγιο στην χώρα μου και κατόπι φυλακίζεται επειδή είχε γερμανικό διαβατήριο ή μιλούσε γερμανικά. Συν τοις άλλοις βαφτίζεται και Ναζί. Το έψαξα. Η τότε κυβέρνηση πράγματι σύστησε ένα σώμα πληροφοριοδοτών για να ξετρυπώσει ναζιστές. Αυτή όμως η κίνηση βγήκε εκτός ελέγχου. Βγήκαν κουκουλοφόροι παγανιά και «έδιναν» αβέρτα τους πάντες, όχι μόνο όσους διάβαζαν για παράδειγμα γερμανικές εφημερίδες. Το μυθιστόρημα εξετάζει αυτό ακριβώς: την εξουσία που δίδεται σ’ένα τυχαίο άτομο να σηκώνει το δάχτυλο και να καταστρέφει ζωές. Ένα σύστημα που χωρίς όρια και κανόνες διαλύει ψυχές με πλήρη κάλυψη και περισσή ευκολία. Αν και το σώμα των πληροφοριοδοτών μπορεί να πει κανείς ότι ξεκίνησε με καλό σκοπό κατέληξε σε κάτι απολύτως ανήθικο.
ΕΡ: Είναι τρομακτικό αυτό που λέτε. Το μίσος όχι μόνο μετακόμισε, αλλα και έπληξε τον κοινωνικό ιστό μιας μακρινής χώρας. Αποτελεί βάρος για εσάς ή για την συλλογική μνήμη της Κολομβίας; Αν και «Οι πληροφοριοδότες» μιλούν για συγχώρεση.
ΧΓΒ: Ίσως η πιο σημαντική κληρονομιά αυτού του βιβλίου έγκειται στο ότι ο περισσότερος κόσμος θέλει να ξεχάσει όσα έγιναν. Δεν είναι βολικές αναμνήσεις. Δυσκολεύτικα πολύ να βρω ανθρώπους να μου μιλήσουν ανοιχτά. Οι Γερμανοί και Γερμανοεβραίοι μετανάστες οι οποίοι είναι ακόμη εν ζωή δεν θέλουν να μιλήσουν για αυτά. Εκτός, ευτυχώς για μένα, από εκείνη τη γυναίκα. Τόσες ζωές πήγαν στράφι, δεν τους κατηγορώ. Αλλά ένα από τα μεγαλύτερα αγαθά που μας αφήνει η μυθοπλασία είναι να μαθαίνουμε Ιστορία, κρατώντας το παρελθόν ζωντανό. Πάντως όταν «ανέκρινα» την γυναίκα να θυμιθεί πράγματα για τις ανάγκες του βιβλίου, ένιωσα παράσιτο.
ΕΡ: Στην Ευρώπη οι οντολογικές και οικονομικές διαστάσεςι της κρίσης, έχουν φέρει στο προσκήνιο ακροδεξιές δυνάμεις με τον κόσμο να έχει τάσεις συντηρητικοποίησης. Που οφείλεται αυτό κατά τη γνώμη σας αντί να πηγαίνουμε μπροστά;
XΓΒ: Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει στην Κολομβία τα τελευταία χρόνια. Τουλάχιστον από τη πλευρά της συντηρητικοποίησης. Πολιτικά σχήματα των οποίων οι ιδέες θεωρούνταν εξωτικά φρούτα-εννοώ τα ακροδεξιά μορφώματα- βρίσκονται τώρα στο προσκήνιο. Μάλιστα, θεωρούνται μέρος της κανονικότητας. Νομίζω ότι είναι ένα τρομακτικό σύμπτωμα που ταλανίζει τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες. Για μένα αποτελεί ένα ισχυρό τεστ στο κατά πόσο οι δυτικές κοινωνίες μπορούν να αντισταθούν στον λαϊκισμό και τις επικίνδυνες ομογενοποιήσεις. Θα πρέπει οι αρχές της Δημοκρατίας να είναι αδιαπραγμάτευτες, αλλά και οι πολιτικοί οφείλουν με την στάση και τις ιδέες του να ενισχύουν αυτή τη δομή. Διότι τίποτα δεν είναι πλέον δεδομένο.
Εξαιρετική.