Χοσέ Ντανιέλ Εσπέχο: Ποίηση και βιωματικό υλικό /αυτισμός (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
254
jose-daniel-espejo

 

της Βαρβάρας Ρούσσου

Η νέα έκδοση σε συνεργασία Μαρίας Γυπαράκη και Librofilo & Co είναι η ποιητική συλλογή του Ισπανού Χοσέ Ντανιέλ Εσπέχο (γεν. 1975) Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής του 2019. Εδώ, το άμεσο βίωμα απαντά στο συχνά επανερχόμενο ερώτημα που αφορά και στην ελληνική ποίηση: η κυριολεκτική έκθεση του οδυνηρού βιωματικού υλικού που δεν μεταποιείται σε λυρική αφαίρεση ή υπαινικτική αναφορά του ερεθίσματος αλλά μεταφέρεται επεξεργασμένα μεν ως ποιητική κατασκευή με τη λιγότερο δε δυνατή μεταποίηση, πόσο  ανταποκρίνεται στα προκαθορισμένα σχήματα που έχουμε κατά νου για την ποίηση;

Ο Εσπέχο (αυτό)προσδιορίζεται συγγραφέας-ποιητής αλλά και ενεργός ακτιβιστής «περιπέτειες στην πολιτική, πολλές εκατοντάδες άρθρα όχι ιδιαίτερα ορθόβουλα[…]βιβλία που δεν πρόκειται να διαβάσει κανείς/». Βιβλιοπώλης, στην ουσία υπεύθυνος ενός πολιτιστικού κοινωνικού χώρου με βιβλία στη Μούρθια, με πολλές συλλογές στο ενεργητικό του, βραβευμένος γι’ αυτή τη συλλογή και κυρίως, γεγονός στο οποίο εστιάζει στη συλλογή,  πατέρας δύο παιδιών, το ένα αυτιστικό. Ο Εσπέχο εξαρχής, με το πρώτο εισαγωγικό ποίημα «Intro», παρουσιάζει μια εξ αντανακλάσεως αυτοπροσωπογραφία του που θα ολοκληρωθεί ανατρεπτικά σε επόμενα ποιήματα: κάνει λόγο για μια συνέντευξη τοπικής εφημερίδας όπου ο ίδιος σκιαγραφεί μια εικόνα για δημόσια χρήση, εμπρόθετα βασισμένη σε στερεότυπα: «μια φωτεινή ιστορία,/διανθισμένη με δράματα, με χάπι έντ/σχετικά με έναν τύπο που μένει χήρος και μαθαίνει/να φροντίζει τα παιδιά του/(το ένα αυτιστικό) μόνο τους, με τη βοήθεια της ποίησης/(στ’ αλήθεια!) και της καλής του καρδιάς./». Ο ελαφρά ειρωνικός τόνος αυτής της περίπου αληθινής δημόσιας εικόνας που διαδίδεται γρήγορα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης («το αποκαλούν, viral ιικό δηλαδή») θα αποδομηθεί -στη συνέχεια του ίδιου αλλά και άλλων ποιημάτων- σταδιακά και με ιδιαίτερη ένταση. Το δημόσιο πρόσωπο, που και ο ίδιος χαρακτηρίζει ως «κάποιος άλλος» που «ούτε αυτός ο άλλος/θα ξέρει καλά καλά τι συμβαίνει στο σπίτι μου/όταν κλειδαμπαρώνουμε από μέσα.», ανασκευάζεται με την αποκάλυψη του ιδιωτικού προσώπου, του βαθύτερου εαυτού. Στο επόμενο ποίημα «Μέσα» η αποκάλυψη ολοκληρώνεται. Ο άντρας αυτός είναι και αυτά που είπε αλλά έχει ως κέντρο τον αυτιστικό γιό του Μαρτίν τον οποίο φροντίζει ως μόνος γονέας αυτής της οικογένειας.

Το πολύ δημοφιλές μυθιστόρημα Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα του Mark Haddon (2003) αποτελεί το κλασικότερο παράδειγμα σχέσης λογοτεχνίας-αυτισμού. Είναι σπανιότατο ωστόσο ένα ποιητικό έργο να επικεντρώνεται στον αυτισμό που συχνά θεωρείται ταμπού. Βέβαια, η άφθονη βιβλιογραφία από πολλά επιστημονικά πεδία φτάνει έως και τη λογοτεχνική αξιοποίηση του θέματος. Πέρα από τις επιστημονικές λεπτομέρειες, η λογοτεχνία δεν αντιμετωπίζει τον αυτισμό ως νευροδιαφορετικότητα αλλά ως παθολογία λόγω των συμπτωμάτων (κυρίως γλωσσική διαφορετικότητα ή κοινωνική δυσλειτουργία) ή εστιάζει σε πλευρές του φάσματος αυτισμού (υψηλός δείκτης ευφυΐας όπως στον Σέρλοκ Χολμς). Το ευρύ φάσμα αυτισμού μπορεί να παρέχει ενδιαφέρον λογοτεχνικό υλικό αλλά τόσο η λογοτεχνία όσο και η κριτική αντιμετωπίζουν τις αναφορές στον αυτισμό μέσα στο νευροτυπικό πλαίσιο.

Στη συλλογή Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής ο Εσπέχο προβάλλει το προσωπικό βίωμα ως φροντιστής του γιού του, επιμένοντας στην κυριολεξία, στήνοντας σύντομες αφηγήσεις απ’ όπου αναδύονται αυτόματα ή περιγράφονται ρητά τα συναισθήματα, αποδίδοντας την ψυχολογική επίδραση που έχει στον ίδιο η ολοκληρωτική φροντίδα του αυτιστικού παιδιού του: διαρκή διερώτηση στον ταλαιπωρημένο εαυτό εάν και πόσο κατορθώνει να είναι καλός πατέρας και άξιος φροντιστής αυτού του παιδιού, απομάκρυνση από τους φίλους του («δεν αναχωρούν πλέον από το σπίτι μου ποιήματα σαν αυτά/ούτε τηλεφωνούν άλλοι φίλοι/ούτε προσπαθώ να επαναλάβω αυτό που πάντα τους λέω/αυτό που πάντα τους λέω.»), αντίθεση αυτής της ζωής με τις ήρεμες ζωές των οικογενειών με νευροτυπικά παιδιά («Όσο πιο όμορφο το παραμύθι τόσο λιγότερος είναι ο χώρος/ που έχουμε εμείς σ’ αυτό.»),  χωρισμό από γυναίκες («Είχα μια κοπέλα πριν κάποια χρόνια[…]οι φίλες της τη συμβούλευαν,/να μας αφήσει αμέσως,/»),  ντροπή μερικές φορές όταν η οικογένειά του βρίσκεται στο επίκεντρο των σχολίων και της δυσαρέσκειας των γειτόνων, απομόνωση που την επιδεινώνει η απουσία του καπιταλιστικού κράτους με την ελάχιστη συμμετοχή του στην αγωγή του παιδιού εντέλει περιθωριοποίηση. Χωρίς να αυτό-ηρωοποιείται ο Εσπέχο ανοίγει το φάσμα των αρνητικών συναισθημάτων «ένα μέρος με το όνομά μου στο κέντρο της αθλιότητας/και της αυτοσυγκράτησης.» αλλά περιλαμβάνει λίγα φωτεινά διαλείμματα που ανακαλύπτει η αναγνωστική ματιά μέσα από μικρές ρωγμές: η προβολή μιας καθημερινότητας στο όριο του αβίωτου αφήνει πέρα από το ρητό σπαραγμό και την υπόγεια βεβαιότητα που δίνει η αφοσίωση στη φροντίδα, με όποιο κόστος κι αν υλοποιείται.

Παράλληλα, ψήγματα από τη χαρακτηριστική του αυτισμού επαναληπτικότητα βρίσκουμε στα ποιήματα (από αυτή την επανάληψη προέρχεται και ο τίτλος του βιβλίου) όπως και στιγμές άλλων αυτιστικών εκδηλώσεων του Μαρτίν, εκείνα τα σημεία που βυθίζουν την ποιητική φωνή στη θλίψη. Γιατί όχι περισσότερα σημεία και πιο αναλυτική αποτύπωση; Διότι δεν πρόκειται για συγγραφή μαρτυρίας, ούτε για ημερολογιακή εξομολόγηση, με εστίαση στις ιατρικές λεπτομέρειες μιας ατομικής περίπτωσης αυτισμού αλλά για την παραγωγή ενός ποιητικού έργου. Αν και ο αυτισμός του Μαρτίν αποτελεί το ρυθμιστικό παράγοντα η συλλογή δεν τον αποτυπώνει, χειρίζεται ορισμένες παραμέτρους του ως υλικό. Αν και το βίωμα αποδίδεται άμεσα διαμεσολαβείται από ένα βαθμό επεξεργασίας που το διακρίνει από τη μαρτυρία και το τεκμήριο.

Επιπλέον, ο Εσπέχο δεν εξιδανικεύει ούτε και την ποιητική του ιδιότητα: η ποίηση είναι «φευγαλέα σαν ολόγραμμα: αν της κάνεις ερωτήσεις εξαφανίζεται» (σ. 63).  Στο «Ράβδοι οπλισμού» παραθέτει την άποψή του που την πραγματώνει σε αυτή τη συλλογή. Η ποίηση δε λειτουργεί εδώ (μόνο) παραμυθητικά (πράγμα που θεωρείται και από τον ίδιο τον ποιητή αμφισβητήσιμο) αλλά ως αντίδραση στοχεύει στο ξεβόλεμα και την αναστάτωση αποτέλεσμα μιας διαφορετικού είδους αναγνωστικής   «μέθεξης», απαλλαγμένης τώρα από την εξιδανικευτική, υψηλόφρονα σημασία της λέξης. Η πραγματικότητα που, όπως έχει γράψει ο Εσπέχο σε άλλα ποιήματα, δεν μπορεί με ευκολία να την δημοσιοποιεί, διυλίζεται χωρίς όμως να παύει να είναι αναγνωρίσιμη, μέσα από την ποίηση της οποίας ο ρόλος ενέχει σπέρματα αντίστασης σε παγιωμένες καταστάσεις και καταγγελίας.

«Ο Χόρχε Ρίτσμαν πιστεύει

ότι οι ποιητές μαθαίνουν πρώτα

να λένε όσα απαγορεύονται ύστερα

όσα δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους και τέλος

όσα δεν ξέρουν να πουν. Δεν υπάρχουν πολλοί ποιητές,

ως εκ τούτου. Δεν αφθονούν καν

εκείνοι που το προσπαθούν στα σοβαρά, δυναμιτίζοντας

τα ταμπού της φυλής ή ακόμα χειρότερα:

τους εσωτερικούς λατρευτικούς χώρους. Η Σάρον Όλντς,

ο Μπράνε Μόζετιτς ίσως

να δείχνουν το δρόμο. Ο Σανταμαρία

καταδεικνύει στο Στα όρια του εφικτού

τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός υποσκάπτει

τα ίδια μας τα συναισθήματα, την απόρριψή μας:

πρώτα η αδυναμία των άλλων,

ύστερα η αδυναμία μέσα σου. Ο Εμίλ Ντιρκέμ

παρατήρησε μια για πάντα ότι η εσωτερικότητά μας

είναι ένα έδαφος, εν μέρει φωτισμένο,

εν μέρει ανεξερεύνητο. Αστικοποιημένο εν μέρει,

τολμώ να προσθέσω. Ξέρουμε να ποζάρουμε,

να λέμε με καινούργιους τρόπους όλα όσα μας επιτρέπονται,

αλλά στην ποίηση

φτάνει κανείς από τα πίσω δωμάτια

από τις ράβδους οπλισμού

(η ποίηση

είναι το αντίθετο

του μάρκετινγκ)

και κανείς δεν μπορεί να σου πει

τι ακολουθεί μετά.»

Όμοια στο «Βούρκος/Στάχτη αντιπαραθέτει την ωραία ποίηση της ονειροπόλησης («Βιβλία ποίησης που κατέφτασαν επιπλέοντας/από κόσμους παραθαλάσσιους που αφιερώνουν/τις νύχτες τους στο να ονειρεύονται-να ονειρεύονται πολύ/και κανείς ποτέ δεν είναι ξύπνιος ούτε μπορεί να ακούσει/κάποιον που ουρλιάζει μονάχος στα άγρια χαράματα/» στην ποίηση του βούρκου «βλασφημούσε σε ποια γλώσσα άραγε με επίγευση βούρκου/και στάχτης ποιων βιβλίων ποίησης;/».

Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, βαθύς γνώστης της ισπανικής,  μεταφρράζει με μεγάλη προσοχή και ευαισθησία αυτά τα ιδιαίτερα ποιήματα διατηρώντας τις γλωσσικές επιλογές του Εσπέχο (γλώσσα απόλυτα οικεία, καθημερινή και κυριολεκτική αλλά προσεγμένη και θερμή) και την υψηλού βαθμού συγκινησιακή φόρτιση, ό,τι δηλαδή και ο ίδιος ο μεταφραστής ένιωσε όταν ήρθε πρώτη φορά σε επαφή με αυτή την ποίηση, όπως αναφέρει και στον πρόλογό του.

Όταν λοιπόν η σκληρή, επώδυνη εμπειρία αρθρώνεται από γλώσσα που δεν επιδιώκει τη λείανση του βιώματος αλλά την προβολή που αποκαλύπτει το τραύμα χωρίς μιζέρια αλλά με ειλικρίνεια παράγει αληθινά συγκινητική ποίηση.

 

Χοσέ Ντανιέλ Εσπέχο, Οι λίμνες της Βόρειας Αμερικής μτφρ.-πρόλογος Κων/νος Παλαιολόγος, Επίμετρο Ντανιέλ Χ. Ροντρίγκεθ εκδ. Librofilo&Co

 

Προηγούμενο άρθρο«Μη σου τύχει»! Το λυτρωτικό γέλιο της φάρσας (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΤο Πολυτεχνείο ως Δημόσια Ιστορία:

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ