του Χρήστου Τσιάμη
Αρχές του χρόνου έτυχα σε μια λογοτεχνική βραδιά στο βιβλιοπωλείο ΜακΝάλλυ, στις παρυφές του Σόχο, που έγινε η αφορμή για το παρόν κείμενο. ‘Ετυχα’ τρόπος τού λέγειν, γιατί στην πραγματικότητα μου ήρθε μήνυμα από την Πόλη του Μεξικού να με ειδοποιήσει για μια εκδήλωση που, ‘οσονούπω’, θα λάβαινε χώρα λίγα μόλις τετράγωνα από το σπίτι μου!! (Να και τα καλά του διαδίκτυου!) Όπως προέκυψε, ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα βραδιά με την παρουσίαση ενός νέου βιβλίου που συνδύασε τη συνομιλία δυο συγγραφέων με την ανάγνωση μικρών αποσπασμάτων από το βιβλίο. Είχαμε γράψει στο παρελθόν για τη μαγεία και τη δύναμη, που εκπέμπεται απ’ την πυκνότητα του πυρήνα, κάποιων ξεχωριστών μικρών βιβλίων πεζογραφίας. Και είχαμε προσφέρει μια μικρή ενδεικτική λίστα βιβλίων, όπως του Γάλλου Αλμπέρ Καμύ, του Αγγλο-Πολωνού Τζόζεφ Κόνραντ, και του Μεξικάνου Χουάν Ρούλφο, μιλώντας για το βιβλίο του Αμερικανού Ντένις Τζόνσον «Όνειρα Τραίνων». Το μικρό, σχετικά, βιβλίο που παρουσιάστηκε εκείνη τη βραδιά στο ΜακΝάλλυ είναι της Μεξικάνας Αμερικανίδας (όπως καταγράφεται στο βιογραφικό του εσώφυλλου) μυθιστοριογράφου Chloe Aridjis (Χλόη Αρίτσις), που μόλις εκδόθηκε στις ΗΠΑ, με τίτλο «Sea Monsters» («Θαλάσσια Τέρατα»).
Η ιστορία αρχίζει με τη δεκαεφτάχρονη ηρωίδα (τελευταία τάξη του λυκείου) μοναχή σε μια παραλία, μπροστά στην απέραντη έκταση του ωκεανού, και μετά σε ένα υπαίθριο μπαρ στημένο στην αμμουδιά όπου συχνάζουν παραμυθάδες από κάθε γωνιά του κόσμου, μοναχή λοιπόν να αναρωτιέται πώς έφτασε εδώ; Και το ‘εδώ’ γεωγραφικά είναι μια ακρογιαλιά της επαρχίας Γουαχάκα (Oaxaca) του νότιου Μεξικού. Το υπαρξιακό “εδώ” προσδιορίζεται απ’ τον εξής διάλογο στις πρώτες σελίδες του βιβλίου όταν σ΄ερώτηση ενός θαμώνα του μπαρ, πώς βρέθηκε εκεί, εκείνη του απαντά ότι το έσκασε απ’ το σπίτι της:
«Είναι οι γονείς σου κακοί;
Οχι, καθόλου…
…το είχα σκάσει με κάποιον.
Και πού είναι αυτός ο κάποιος;
Καλή ερώτηση.
Και ποιός είναι αυτός ο κάποιος;
Ακόμα καλύτερη ερώτηση.»
Έτσι, απ’ την αρχή χαρτογραφείται μια αναζήτηση εσωτερική που οι συντεταγμένες της είναι αόριστες, οπτικά αλλοιωμένες μέσα στον ατμό της ψυχής που κοχλάζει στην εφηβική ηλικία, και όπου η ταχύτητα της φαντασίας οδηγεί σε σχήματα πρωθύστερα. Όμως για τον αναγνώστη η αναζήτηση αυτή γίνεται απτή μέσα από τα δρώμενα στην ενδιαφέρουσα ανθρωπογεωγραφία της σύγχρονης Πόλης του Μεξικού και της ονειρικής επαρχίας στην άκρη του Ειρηνικού Ωκεανού.
Αυτό που φαίνεται να ψάχνει η νεαρή Λουίζα (που το όνομα της, παρεμπιπτόντως, δεν το μαθαίνουμε μέχρι τη μέση, περίπου, του μυθιστορήματος), ο στόχος, είναι το επαναστατικά καινούργιο που δεν το βλέπουν τα μάτια, μα που, ίσως, το περικλείει η έννοια ποίηση, όχι σαν γραφή αλλά μάλλον σαν κατάσταση υπαρξιακή, αυτό που κάνει την ποίηση. Και όντως, η «φυγή» της από την οικογενειακή εστία αρχίζει όταν ο καθηγητής των Γαλλικών στο σχολείο αναθέτει στους μαθητές να διαλέξουν ένα ποίημα του Μπωντλαίρ και να γράψουν μια εργασία, και όταν αυτή στο σπίτι ανοίγει τα «Άνθη του Κακού» στη σελίδα με το ποίημα «Ταξίδι στα Κύθηρα», αυτό την οδηγεί σ’ ένα σωρό συλλογισμούς. Και κάπου εκεί, στους πνευματικούς και φυσικούς της περιπάτους, ο στόχος που αναφέραμε παραπάνω αρχίζει να παίρνει μορφή. Πρώτα, όταν το μάτι της πιάνει μια μέρα στη γειτονιά της (που συμβαίνει να είναι η ίδια γειτονιά ‘Ρόμα’ όπως στην ομώνυμη πρόσφατη ταινία του Αλφόνσο Κουαρόν) αυτό που αρχικά το χαρακτηρίζει ‘μια σκλήθρα από μαύρο’ (‘a sliver of black’), κι αργότερα πιό συγκεκριμένα: «…έναν νεαρό στα μαύρα, ψηλόν και λεπτόν με πρόσωπο χλωμό και μαλλί εκτοξευμένο πρός είκοσι κατευθύνσεις…». Δηλαδή, λίγο πολύ, πρόκειται για έναν νεαρό τύπο-Ρεμπώ, που επηρεάζει τη νεαρή κοπέλα που μόλις ξεκινάει το ταξίδι της στην ποίηση στο Μεξικό σ’ ένα κλίμα με ψυχικές αύρες διαποτισμένες από τη μουσική του Nick Cave και των Depeche Mode. Κι αργότερα, ένα μεσημέρι, όταν κάθεται στην κουζίνα μόνη της να τσιμπήσει κάτι και για να περάσει η ώρα αρπάζει και αρχίζει να διαβάζει την εφημερίδα της προηγούμενης ημέρας που βρίσκει στο τραπέζι, ιδού πάλι αυτό που ψάχνει, όμως σε άλλη μορφή: «Δώδεκα Ουκρανοί νάνοι έχουν δραπετεύσει από ένα τσίρκο Σοβιετικό…Συνάδελφοι τους υπέθεταν ότι το είχαν βάλει για τις παραλίες της Γουαχάκα» λέει το άρθρο. Κι εκεί λοιπόν της έρχεται η ιδέα να το σκάσει απ’ το σπίτι της μαζί με τον τύπο-Ρεμπώ εις αναζήτηση των δώδεκα Ουκρανών νάνων του τσίρκου!
Το κυνήγι της ποίησης το έχουμε δει να λαμβάνει χώρα (κατά σύμπτωση στην ίδια χώρα, το Μεξικό), στο βιβλίο του Χιλιανού Ρομπέρτο Μπολάνιο «Οι Αγριοι Ντετέκτιβ», όπου κατά κυριολεξία νέοι ποιητές προσπαθούν να εντοπίσουν μια χαμένη ποιήτρια και μαζί το επίσης χαμένο της έργο που φημίζεται ότι αγγίζει την ποιητική πεμπτουσία – μια πορεία ουσιαστικά προς ένα τέλος. Στο βιβλίο της Αρίτσις, «Θαλάσσια Τέρατα», η νεαρή κοπέλα φαίνεται να κυνηγάει το ιδεώδες της ποίησης που έχει πάρει τη συγκεκριμένη μορφή των νάνων φυγάδων από το τσίρκο. Πρόκειται δηλαδή για μια πορεία στην αναζήτηση μιας αρχής, μέσα από τη φαντασία.
Με έναν θαυμαστό συνδυασμό του λυρικού και του συγκεκριμένου (matter-of-fact) στη γλώσσα, και με έναν ρυθμό γοργό, στακάτο (υπάρχουν και παράγραφοι μιας ή δυο γραμμών), η Χλόη Αρίτσις ξετυλίγει την ιστορία με μια ευνοϊκή οικονομία για τον αναγνώστη, με μια γραφή που μας κερδίζει. Επί του προκειμένου, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι το πρώτο της μυθιστόρημα, «Το Βιβλίο των Σύννεφων» («Book of Clouds»), κέρδισε το Βραβείο Πρώτου Ξένου Μυθιστορήματος (Prix du Premier Roman ‘Etranger] της Γαλλίας.
Η συγγραφέας πλέκει την ιστορία με αναφορές εναλλάξ στη ζωή της πόλης που αποφασίζει να εγκαταλείψει, στο περίεργο τοπίο (ανθρώπων και φύσης) της αναζήτησης της, εκεί όπου έχει καταλήξει, και σε αυτά που χτίζει σιγά σιγά με τις σκέψεις της. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να βλέπουμε την Πόλη του Μεξικού, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, μέσα από τα μάτια μιας έφηβης (κάτι που μας θυμίζει, σε διαφορετικό όμως τόνο, την ιδιόμορφη περιήγηση του Μανχάταν από έναν άλλον γνωστό δεκαεφτάχρονο της λογοτεχνίας, τον Χόλντεν Κόλφιλντ- Holden Caulfield). Πάμε σε μέρη που δεν τα ξέρουν οι γονείς της, μέρη όπου συναντάμε τους φίλους της: στο παλιό κτίριο, απ’ τη δεκαετία του ’40, με το καφενείο στο ισόγειο όπου γεροντάκια παίζουν ντόμινο και μετά, ανεβαίνοντας όροφο τον όροφο, στο εστιατόριο, στην αίθουσα χορού, και τέλος στο πατάρι- αποθήκη, όπου χαριστικά μένει ο φίλος της Τζουλιάν, στο μισογκρεμισμένο απ’ τους σεισμούς κτίριο που είναι κρησφύγετο του νέου φίλου της, του Τομάς, στο πάρτυ περιθωριακών νέων καλλιτεχνών στο σπίτι του φίλου της τραγουδιστή μουσικής punk – στο κλάμπ με μουσική και με τελετουργίες με punk ευαισθησίες – στις αρένες, σε επικίνδυνες γειτονιές, όπου λαμβάνουν χώρα luchas libres, αγώνες πάλης με ιδιαίτερη αγριότητα. Και από την άλλη, μας περιδιαβάζει στης Γουαχάκα τις ακρογιαλιές, στα μπαρ και τις ψάθινες κατασκηνώσεις στην αμμουδιά, με ένα σωρό χαρακτήρες από παντού, που φαίνονται μάλλον σαν αποβράσματα της θάλασσας, ακόμα και σαν άντρες γοργόνες ( η λέξη της ‘merman’ σε σύγκριση με τη λέξη mermaid, γοργόνα στα αγγλικά).
Και τέλος, υπάρχει διαρκές το πηγαινέλα της σκέψης της νεαρής πρωταγωνίστριας. Και υπάρχει μια ειρωνεία εδώ. Γιατί ενώ το κίνητρο της φυγής της είναι ένας ανεξήγητος επαναστατικός σπασμός, οι σκέψεις της όλο και επιστρέφουν στης “παράδοσης” το υπόβαθρο. Επανειλημμένως, θα συναντήσουμε την εισαγωγική πρόταση “ο πατέρας μου έλεγε” ή κάτι παρόμοιο. Και, στα υπέροχα κομμάτια των συλλογισμών για τα Κύθηρα (με τον μύθο της Αφροδίτης) και τα Αντικύθηρα (με τον γνωστό Μηχανισμό που ανασύρθηκε απ’ το αρχαίο ναυάγιο), υπάρχει μια ακόμα μεγαλύτερη κατάδυση στις ρίζες, συνειδητά ή ασυνείδητα – αν βεβαίως ταυτίσουμε, δικαιολογημένα, τη Λουίζα του μυθιστορήματος με την ίδια τη συγγραφέα στη νεανική της ηλικία. Γιατί συμβαίνει η Μεξικάνα Αμερικανίδα συγγραφέας, να έχει παππού Ελληνα, πρόσφυγα στο Μεξικό από τη Σμύρνη της Μικράς Ασίας, όπου είχε πολεμήσει, τα χρόνια της Καταστροφής, με τον Ελληνικό στρατό.
Τελικά, ο τύπος-Ρεμπώ με τον οποίον το έσκασε από το σπίτι θα αποδειχθεί μια φευγαλέα σκιά (όπως είχε πρωτοεμφανιστεί), και η δεκαεφτάχρονη δεν θα κατορθώσει να βρεί τους δώδεκα νάνους της φαντασίας της. Και, όπως συνέβη με τον πραγματικό επαναστατημένο νεαρό ποιητή Ρεμπώ που όταν τα βρήκε σκούρα, πήγε η μάνα του να τον περιμαζέψει από το μακρινό Λονδίνο, έτσι κι εδώ, πάει ο πατέρας να βρεί την κόρη. Και, παρόλο που τελειώνοντας την αφήγηση της η δεκαεφτάχρονη Λουίζα λέει ‘…αποφάσισα ότι δεν θα τους έλεγα τίποτα, δεν θα το έλεγα σε κανέναν, ό,τι είχε συμβεί, θα το αποθήκευα σε έναν θάλαμο βαθύ…΄, η συγγραφέας, Χλόη Αρίτσις, με αυτό το βιβλίο, με αυτή την ιστορία ενός δυνατού νεανικού χαρακτήρα, μας έχει χαρίσει ένα πορτραίτο της καλλιτέχνιδας σε νεαρή ηλικία (A Portrait of the Artist as a Young Woman).
info: Chloe Aridjis, Sea Monsters, Catapult, New York, 2019.