Χρήστος Τσιάμης (Γράμμα από το Μανχάταν).
Πουθενά αλλού δεν ανθίζει τόσο πολύ η τζάζ όσο στο τσιμεντωμένο γιά τα καλά Μανχάτταν. Και η καλύτερη της εποχή είναι ο παγερός και αμείλικτος χειμώνας της πόλης. Δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα, να μαινονται απέξω τα στοιχεία της φύσης κι εσύ να είσαι καταχωνιασμένος στα σπλάγχνα του Μανχάτταν, σ’ ένα από τα φημισμένα του υπόγεια, The Village Vanguard, smalls, The Jazz Standard, ένας ανάμεσα στους λίγους μυημένους (και κάμποσους περίεργους επισκέπτες) που, συναγμένοι μπροστά από τη χαμηλό μικρό βάθρο, έχουν αφεθεί στη θέρμη που ανεβαίνει απ’ το τενόρο σαξόφωνο ή απ’ το βαθύφωνο μπάσσο, στης μουσικής τη φωτιά όπου τριζοβολάν ξύλα στα τύμπανα και κόκαλλα στου πιάνου τα πλήκτρα.
Οι τελευταίες μέρες του Γενάρη, είχαν να μας χαρίσουν άφθονη τζαζ ποιότητας. Ημουν ιδιαίτερα ενθουσιασμένος για την επανεμφάνιση ενός από τους εναπομείναντες ‘δεινόσαυρους’ του σαξοφώνου (μαζί με τον Σόνυ Ρόλλινς και με τον Τζίμμυ Χήθ), τον μεγάλο εκπρόσωπο της ‘ελεύθερης τζαζ’ (free jazz) τον Φέροου Σάντερς (Pharoah Sanders). Κι επίσης για την παρουσίαση από τον σαξοφωνίστα Κρίς Πόττερ (Chris Potter) της νέας του δουλειάς, ‘Πόλεις της Φαντασίας’ (Imaginary Cities), που ακολουθεί την ωραιότατη δισκογραφική του δουλειά ‘Σειρήνες’ (Sirens) που είχαμε την τύχη να την ακούσουμε ένα βράδυ σε ζωντανή εκτέλεση στο Βίλλετζ Βάνγκαρντ πρίν δύο περίπου χρόνια.
Κι αν ο Γενάρης έσφυζε από τζαζ, ο Δεκέμβρης δεν έμεινε καθόλου πίσω. Θα σταματήσω, επιλεκτικά, σε τρία μουσικά συμβάντα εκείνου του μήνα. Βρέθηκα λοιπόν στο Τζαζ Στάνταρντ, με το κουαρτέτο του Εϊζαρ Λώρενς (Azar Lawrence), στο γεννέθλιο συμβάν γιά τα 50 χρόνια από την ηχογράφηση του περίφημου δίσκου του Τζόν Κολτρέϊν (John Coltrane) «A Love Supreme» (Υπέρτατη Αγάπη) που είχε ηχογραφηθεί μέσα σε μια νύχτα στις 9 Δεκεμβρίου του 1964. Κατόπιν, στο Βίλλετζ Βάνγκαρντ με το κουαρτέτο του Τζέφ ‘Τέϊν’ Γουάτς (Jeff ‘Tain’ Watts) και τον γιό του Κολτρέϊν, τον Ράβι Κολτρέϊν (Ravi Coltrane), στο σαξόφωνο. Και, τέλος, πάλι στο Βίλλετζ Βάνγκαρντ για μια ζωντανή ηχογράφηση με τον κορυφαίο, ίσως, του κοντραμπάσσου στη γενιά που ακολούθησε τον Τσάρλς Μίνγκους (Charles Mingus), τον Κρίστιαν ΜακΜπράϊντ (Christian McBride) και το κουϊντέτο του Inside Straight.
Πήγα στα γεννέθλια της «Υπέρτατης Αγάπης» με μεγάλη περιέργεια αλλά και με αγωνία. Δεν πίστευα ότι θα αποτολμούσε κάποιος να παίξει σε κλάμπ ένα τόσο σύνθετο έργο, που είχε τις απαρχές του σ’ ένα ιδιαίτερα προσωπικό και πνευματικό ταξίδι ενός από τους γίγαντες της τζαζ. Μετά την ηχογράφηση το έργο αυτό το είχε παρουσίασει σε συναυλία ο ίδιος ο Κολτρέϊν μόνο μια φορά, τον Ιούλιο του 1965, σε ένα φεστιβάλ τζαζ στην πόλη Antibes στη Γαλλία. Αυτός λοιπόν που τόλμησε το εγχείρημα δεν ήταν άλλος από τον Εϊζαρ Λώρενς που σε πολύ νεαρά ηλικία είχε κληθεί να πάρει τη θέση του Κολτρέϊν, μετά τον θάνατό του, στο κουαρτέτο της «Υπέρτατης Αγάπης» δίπλα στον πιανίστα Μακόϋ Τάϊνερ (McCoy Tyner), τον μπασσίστα Τζίμμυ Γκάρισον (Jimmy Garrison), και τον τυμπανιστή Ελβιν Τζόουνς (Elvin Jones). Αυτό ήταν το θετικό της υπόθεσης. Το περίεργο όμως κι ανησυχητικό ήταν ότι μετά τη δεκαετία του ’70 ο Εϊζαρ Λώρενς είχε εξαφανιστεί από τον κόσμο της τζαζ. Μέχρι που ξαφνικά έκανε, μ’ έναν καινούργιο δίσκο, την επανεμφάνισή του πρίν πέντε περίπου χρόνια.
Ολες οι ανησυχίες μου όμως μ’ εγκατέλειψαν δια μιάς, ευθύς με το ξεκίνημα της συναυλίας. Τον χώρο τον πλημμύρισε ένας γεμάτος και ζεστός ήχος από το τενόρο σαξόφωνο που ξεκινούσε το μελαγχολικό, στην παράδοση των μπλούζ, κομμάτι
Ελεγεία για τον Λόννι (Lonnie’s Lament) από τον δίσκο του Κολτρέϊν Ημισέληνος (Crescent). Ο 77χρονος μπασσσίστας Ρέτζι Γουόρκμαν (Reggie Workman), που είχε παίξει στο κουαρτέτο του Κολτρέϊν των ‘ζωντανών’ (live) ηχογραφήσεων στο κλαμπ Βίλλετζ Βάνκγαρντ, πρόσθεσε μια προσωπική νότα στην εισαγωγή του για το κομμάτι αυτό. Μας είπε ότι ο Κολτρέϊν το είχε γράψει για έναν ταλαντούχο τρομπετίστα που έπαιζε με τον Τσαρλς Μίνκγους και άλλους στο ιστορικό Five Spot (το περίφημο κλαμπ της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του ’50, δίπλα στο πανεπιστήμιο Κούπερ Γιούνιον, εκεί όπου αρχίζει το Ανατολικό Βίλλετζ), και που είχε πεθάνει σε πολύ νεαρά ηλικία από εγκεφαλική αιμορραγία. Η ιστορία αυτή έφερε στο νού έναν άλλο ταλαντούχο τρομπετίστα, τον Κλίφορντ Μπράουν (Clifford Brown), που είχε βρεί επίσης τραγικό θάνατο στα 25 του, αλλά που το ταλέντο του είχε ήδη αναγνωριστεί κι έτσι μας άφησε έργο ηχογραφημένο. Σε αυτή την εκτέλεση της Ελεγείας το υπόλοιπο συγρότημα προσέφερε στο σαξόφωνο του Εϊζαρ Λώρενς ένα αλάνθαστα δεμένο μουσικό υπόβαθρο και θαυμάσια σόλο. Ο Μπενίτο Γκονζάλεζ (Benito Gonzalez) στο πιάνο μετέφερε με πάθος τον τόνο λύπης του κομματιού, με δάχτυλα όμως γεμάτα νεανικό σφρίγος, πιό εμφατικός απ’ τον Μακόϋ Τάϊνερ στο δίσκο. Και του Ρέτζι Γουόρκμαν το σόλο στο μπάσσο ήταν εξίσου γλυκά λυπητερό, χτυπώντας τις νότες του αυτός ‘ανεπαισθήτως’ (με την έννοια της λέξης σ’ ένα έργο του Μπέκετ) πιό απαλά από τον Τζίμμυ Γκάρισον.
Κι ύστερα μπήκαν απευθείας στην εκτέλεση της «Υπέρτατης Αγάπης» και έπαιξαν την όλη σύνθεση, τα τέσσερα κομμάτια διαρκείας 33 περίπου λεπτών στο δίσκο, χωρίς παύση. Οπως είναι γνωστό από το κείμενο και το ποίημα του Κολτρέϊν που συνοδεύουν το δίσκο, η σύνθεση, λίγο μετά την απεξάρτησή του από την ηρωίνη, αποσκοπούσε σε μια επικοινωνία με το θείο. Στην εκτέλεση του Εϊζαρ Λώρενς ο ήχος μετέδιδε, νότα προς νότα σχεδόν, με τη μουσική του έκφραση, το αίσθημα, τη συγκίνηση, και την ευλάβεια του ήχου του Κολτρέϊν. Προσέθετε όμως και κάτι παραπάνω, προσδίδοντας ένταση στις νότες και μια αίσθηση αναγκαιότητας στου ρυθμού την εξέλιξη, ειδικά στους αυτοσχεδιασμούς του. Κι αυτό ήταν το αποτέλεσμα, νομίζω, μιας κατάστασης που θα την περιέγραφα «ενώπιος ενωπίω». Δηλαδή ο Τζον Κολτρέϊν ξανά μπροστά στο θείον, τώρα όμως μέσα από τον δίαυλο ενός άλλου, που του μηνύει ‘I get it!’ και με την εξακρίβωση αυτή προσθέτει ενθουσιασμό μεγάλο. Η δυναμικότητα του σαξοφώνου στο σετ που παρακολουθήσαμε ήταν τόση που, με σύνεργό της τον χτύπο των τυμπάνων του Τζέφ Γουάτς, σχεδόν κάλυπτε το στακκάτο παίξιμο του ζωηρού Γκονζάλεζ στο πιάνο και τον βαθύ ήχο του βετεράνου Γουόρκμαν στο μπάσσο. Στο τέλος είχες την εντύπωση ότι υπό τους κανονιοβολισμούς του Γουάτς, είχαν κατέβει άγγελοι και είχαν σηκώσει τον Λώρενς στα ουράνια. Ετυχε όμως να τον συναντήσω στο τέλος της παράστασης και να του σφίξω με ενθουσιασμό το χέρι (‘Man, what a blast!’). Το εκρηκτικό του γέλιο και τα λόγια του μ’ έπεισαν ότι ήταν…προσγειωμένος ανάμεσά μας!
Μετά μια τέτοια παράσταση έκανα όρκο να παρακολουθώ τους πρωταγωνιστές της με κάθε ευκαιρία. Η πρώτη στάση μου ήταν το Βίλλετζ Βάνγκαρντ όπου έπαιζε ο Γουάτς ως αρχηγός συγροτήματος αυτή τη φορά που συμπεριελάμβανε και τον γιό του Κολτρέϊν, τον Ράβι. Ενώ είχα παρακολουθήσει την πορεία του Ράβι Κολτρέϊν από τον πρώτο δίσκο του, δεν είχε τύχει να τον δώ να παίζει σε συναυλία. Ο Τζεφ Γουάτς ήταν κεφάτος και οδηγούσε το κουαρτέτο του με μεγάλη ενέργεια στο ρυθμό και δυνατό χτύπο στα τύμπανα. Τα υπόλοιπα όργανα ακολουθούσαν συντονισμένα, μέσα στο πνεύμα, όμως χωρίς ιδιαίτερες εκλάμψεις στα σόλο. Στο μπάσσο ο Τζέϊμς Τζίνους (James Genus), μέλος της ορχήστρας του δημοφιλούς προγράμματος κωμωδίας Saturday Night Live και συνεργάτης παλιώτερα των Τσίκ Κορία και Νατ Αντερλυ, και στο πιάνο ο Ντέϊβιντ Μπάντγουεϊ (David Budway) που φορές τόλμησε να αντιπαρασταθεί στα τύμπανα του Γουάτς με εξίσου δυναμικό χτύπο στα πλήχτρα του πιάνου, σε βαθμό που τον έκανε να πετάγεται από το κάθισμα επάνω και να ξεφωνίζει προς τη μεριά του Γουάτς σαν να του έλεγε ‘take that!’ Είχα διαβάσει κάπου ότι ανάμεσα στον Γουάτς και στον Ράβι Κολτρέϊν, σαν έπαιζαν, διαισθανόσουν ότι υπήρχε κάτι το άρρηκτο στον ήχο από τον συνδυασμό των οργάνων, όπως ακριβώς συνέβαινε με τον πατέρα Κολτρέϊν και τον τυμπανιστή του Ελβιν Τζόουνς. Σε αυτή την παράσταση φάνηκε ότι ο Ράβι Κολτρέϊν ευγενικά μάλλον παραχωρούσε τον χώρο στον αρχηγό του συγκροτήματος. Μέχρι το τελευταίο και μεγαλύτερο σόλο, περίπου ένα δεκάλεπτο, όταν ο Ράβι αυτοσχεδίαζε με δύναμη και κραυγαλέο πάθος στον ήχο, φορές φορές στεκόμενος κυριολεκτικά στα νύχια του, σαν για να αναμετρηθεί με έναν γίγαντα πατέρα που, ορθός, κρατούσε το δικό του σαξόφωνο, μέσα στο πλαίσιο μιας ολόσωμης μεγάλης φωτογραφίας, στον τοίχο λίγα μέτρα πιό πέρα.
Ξαναβρεθήκαμε στο Βίλλετζ Βάνγκαρντ για να δούμε τον Κρίστιαν ΜακΜπράϊντ και το κουϊντέτο του και η βραδυά μας προσέφερε εξαιρετική τζαζ κι εκπλήξεις. Τύχαμε σε συναυλία που θα την ηχογραφούσαν για μελλοντικό δίσκο, με όλα τα ενδαφέροντα και απρόοπτα που συμβαίνουν σε τέτοιες καταστάσεις: από την περίφραξη των τυμπάνων με ένα διαφανές πλαστικό ημιτοίχιο (για ακουστικούς λόγους) και τα πολλαπλά μικρόφωνα, μέχρι τις, με χιούμορ, παροτρύνσεις των μουσικών προς το κοινό να εντείνει την ένδειξη του ενθουσιασμού του ώστε να μεταδώσει αυτόν τον ενθουσιασμό και στο μελλοντικό ακροατήριο του δίσκου. Μαζί κι ένα προφανώς λανθασμένο ξεκίνημα, σινιάλο στόπ απ’ τον ΜακΜπράϊντ, κι απ’ την αρχή με γέλιο το κομμάτι (κάτι που μου θύμισε αυτό που είχα διαβάσει για την ηχογράφηση της «Υπέρτατης Αγάπης»: ότι ηταν απ’ αρχής μεχρι τέλους μια συνεχής ηχογράφηση (one-take) ‘αν εξαιρέσουμε τις λανθασμένες αρχές’).
Ο Κρίστιαν ΜακΜπράϊντ στάθηκε στο ύψος των προσδοκιών μας, μαζί με τους από χρόνια συνεργάτες του, τον Καρλ Αλλεν (Carl Allen) στα τύμπανα, τον Στηβ Γουίλσον (Steve Wilson) στο σαξόφωνο και στο πιάνο τον Πίτερ Μάρτιν (Peter Martin), και μας μάγεψε με μια γλυκύτατη δική του σύνθεση που εκτέλεσε χωρίς τη συνοδεία των άλλων οργάνων με το δοξάρι στο μπάσσο. Η μεγάλη έκπληξη της βραδιάς, όμως, για μένα ήταν ο 35χρονος Γουόρεν Γούφ (Warren Wolf) στο βιμπράφωνο (vibraphone). Ευρηματικός, εμφατικός, δεξιοτέχνης και θεαματικός στα σόλο του, μας έδωσε επίσης και μια γεύση από το ταλέντο του ως συνθέτης με μια σύνθεση του που ακούσαμε στη συναυλία.
Αναλογιζόμενος αυτές τις συναυλίες, σκέφτομαι τις εμφανείς διαφορές που έχω παρατηρήσει στην προσέγγιση της τζαζ ανάμεσα στη γενιά του Τζον Κολτρέϊν (είχα τύχει να δω σε κλαμπ της Νέας Υόρκης πολλούς απ’ τους αντιπροσώπους της) και στη γενιά που παίζει στα κλαμπ σήμερα: από τα αναλόγια της μουσικής στο βάθρο μέχρι τις αναφορές των κομματιών, μουσικές και μή. Για παράδειγμα, ο Στηβ Γουίλσον έχει συνθέσει ένα κομμάτι με τον τίτλο Η κυρία Αγγέλου (Ms. Angelou), προφανώς αναφερόμενος στη γνωστή ποιήτρια, ενώ ο Τζέφ Γουάτς στη δική του συναυλία έπαιξε μια σύνθεσή του με θέμα τον σημαντικό θεατρικό συγγραφέα Ωγκαστ Γουίλσον (August Wilson). Ελπίζω κάποτε να μου δωθεί η ευκαιρία να ασχοληθώ με αυτό το θέμα.
Ο Ζαν Πωλ Σάρτρ είχε αρχίσει ένα κείμενό του ως εξής: ‘Η τζαζ είναι σαν τις μπανάνες – πρέπει να καταναλώνεται επί τόπου.’ Προκλητική μεν, πλήν όμως όχι και τόσο ακριβής παρατήρηση. Γιατί όσον αφορά τις μπανάνες θα έλεγα ότι είναι θέμα προτίμησης, αφού θυμάμαι πολύ καλά τον ποιητή και συμπολίτη μου Νικόλαο Κάλας να μου περιγράφει πως προτιμούσε τις μπανάνες του σκούρες, παραγινωμένες, στα όρια της σήψης. Ούτε και η ‘κατανάλωση’ είναι μια λέξη που ταιριάζει στη τζαζ. Γιατί κατανάλωση σημαίνει δημιουργία, ύπαρξη και εξαφάνιση. Ενώ όταν ακούς ένα συγκρότημα να παίζει τζαζ, συμμετέχεις, μεταλαμβάνεις τους ήχους που δημιουργούν οι μουσικοί και που κατά κάποιο τρόπο γίνονται και παραμένουν δικοί σου, μέρος ενός βαθύτερου εαυτού. Συνεχίζοντας όμως ο Σαρτρ στο ίδιο κείμενο παρατηρεί, πολύ σωστά αυτή τη φορά, πως ‘όπως συμβαίνει με όλους μας, τη τζαζ ουσιαστικά την ανακάλυψα στην Αμερική’ (και παραθέτει μια ειρωνική αναφορά σε παραστάσεις τζαζ από συμπατριώτες του στη Γαλλία*). Γράφοντας όμως σήμερα, για μεγαλύτερη ακρίβεια, θα αντακαθιστούσαμε το τοπωνύμιο στην πρόταση του Σαρτρ. Θα βάζαμε ‘Νέα Υόρκη’ αντί για ‘Αμερική’. Γιατί όλοι οι δρόμοι της τζαζ, στην εποχή μας, οδηγούν εκεί.
* ‘Στη Γαλλία, οι μουσικοί της τζαζ είναι όμορφοι όμως χαζοί, με τα απλωτά πουκάμισα και τις μεταξωτές τους γραβάτες. Σαν βαρεθείς να τους ακούς, μπορείς απλώς να τους παρατηρείς και να παίρνεις μαθήματα κομψότητας.’