Χίλιες και μία νύχτες αυτοψυχογραφίας

0
726

Του Αριστοτέλη Σαΐνη.

 

Στη μνήμη της μητέρας μου

 

 

«Μιλάω για όλα αυτά, που όσο περισσότερο μιλάς για αυτά,

τόσο περισσότερο αποξενώνεσαι, τόσο περισσότερο χάνεσαι,

τόσο περισσότερο δεν ξέρεις γιατί μιλάς,

τόσο περισσότερο έχεις την αίσθηση

ότι ακούς κάποιον άλλον να μιλάει στη θέση σου,

να παθιάζεται στη θέση σου, να αποκαρδιώνεται στη θέση σου,

να αδιαφορεί στη θέση σου, να φεύγει από τη θέση σου και ν’

αφήνει πίσω του ένα κενό που, ενώ δεν σου ανήκει, σε

δεσμεύει».

Μ.φ.

 

Από το πουθενά. Ένα δωμάτιο, κάποιο απόγευμα. Άντρας και γυναίκα κάθονται «διαγωνίως απέναντι σε όμοιες βαριές πολυθρόνες» και μια γάτα σουλατσάρει ανάμεσα στα πόδια τους. Στη μια πλευρά του τοίχου εφάπτεται ξύλινο «ντιβάνι με σκληρό, ογκώδες μαξιλάρι, καλυμμένο όλο από κεραμιδί ριχτάρι με γεωμετρικά σχήματα». Ο άντρας, συγγραφέας και ασθενής, περιμένει κρυμμένος σε «μια στενή κάμαρα» πίσω από «μπορντό βελούδινη κουρτίνα» και εμφανίζεται μόλις αναχωρήσει το προηγούμενο ραντεβού και η γυναίκα, ψυχοθεραπεύτρια, τραβήξει το «βαρύ σαν αυλαία ύφασμα». Ο άντρας «απενεργοποιεί το κινητό του», η γυναίκα παίρνει το σημειωματάριό της στα χέρια, και η πρώτη παράσταση-συνεδρία αρχίζει.

Θα ακολουθήσουν άλλες εννέα, σύνολο δέκα κεφάλαια-συναντήσεις που θα απλωθούν στον χρόνο και θα καλύψουν συνολικά το διάστημα μιας δεκαετίας. Καθώς «στο βάζο εναλλάσσονται άνθη εποχής», «η γυναίκα στο πέρασμα του χρόνου αλλάζει αποχρώσεις στα μαλλιά της κι ο άντρας γκριζάρει». Στην πρώτη συνάντηση το ζεύγος των πρωταγωνιστών και συνομηλίκων είναι στα τριάντα οχτώ τους χρόνια, στην τελευταία πενηνταρίζουν.

Όλες οι συναντήσεις εισάγονται με πανομοιότυπες σκηνικές οδηγίες και προσεκτικά επιλεγμένο λεξιλόγιο που παραπέμπει τόσο στην ψυχοθεραπευτική όσο και στη θεατρική σκηνή. Τη γεμάτη ελλείψεις, κενά και μεγάλες σημαίνουσες σιωπές σύντομη στιχομυθία αναλυόμενου και αναλύτριας, στην αρχή κάθε κεφαλαίου, συνοδεύουν κατά παράταξη σπαράγματα ιστοριών, παραμιλητά, ιστορίες, αφηγήσεις ονείρων, που εισάγονται πάλι με σκηνικές οδηγίες· άλλοτε συνοδεύονται από αυστηρές χωροχρονικές συντεταγμένες, άλλοτε πάλι μοιάζει να έρχονται εξαίφνης, «από το πουθενά», συνοδευόμενα απλώς από ένα απροσδιόριστο: «Οπουδήποτε, οποτεδήποτε».

Οι αρχές των κεφαλαίων μπορούν να διαβαστούν σε μια συνέχεια και παρουσιάζουν φάσεις της πορείας ανάλυσης του ασθενούς και της αλληλεπίδρασης του με τον αναλυτή, λίγο πολύ ό,τι στη γλώσσα της ψυχανάλυσης ονομάζεται μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση. Στο σύνολό τους σκιαγραφούν αποσπασματικά την εσωτερική, σαφώς προοδευτική, πορεία από τις αρχικές ενστάσεις, αντιστάσεις και παλινδρομήσεις προς τη σταθερότητα της αποθεραπείας, κατά την κοινή διαλογική αναζήτηση της παθολογικής αιτίας των αισθημάτων απώλειας, των σχιζοειδών σχάσεων και κυρίως της καταθλιπτικής μοναξιάς που ταλανίζουν τον ασθενή.

Αντίθετα στα ποικιλόμορφα αποσπάσματα του θρυμματισμένου λόγου, αναδεικνύεται η ουσιαστική μοναξιά της ανθρώπινης συνθήκης στον εκτός εαυτού κόσμο. Πρόκειται για ασύνδετα φαινομενικά επεισόδια (οι εσωτερικές αναλογίες με τη θεματική της συνάντησης που συνοδεύουν αποκαλύπτεται μόνο σε δεύτερη ανάγνωση), τα οποία με μια απίστευτη γεωγραφική εξακτίνωση μας μεταφέρουν, σχεδόν κινηματογραφικά, σε διάφορα μέρη του κόσμου: από τη Μανίλα στη Βαρσοβία και τη Βιέννη, από το Παρίσι στο Νέο Δελχί και το Λας Βέγκας δίνοντας φωνή στην προβληματική ατομική μοίρα μοναχικών ανθρώπων που είτε παραμένουν εγκλωβισμένοι στον μικρόκοσμό τους βιώνοντας μιαν έντονη κρίση είτε αποτελούν αθύρματα «του άτεγκτου βηματισμού της Ιστορίας»: πολύχρωμο πλήθος προσφύγων που αργοσαλεύει σε μεσογειακές ακτές ή μαύρο ανθρώπινο ποτάμι που κυλάει ορμητικά στα Βαλκάνια, επίδοξοι τζιχαντιστές μουσουλμάνοι στις Βρυξέλλες και εβραίοι επιζώντες από τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι, θύματα ακραίων φυσικών καταστροφών αλλά και κοινωνικής ή πολιτικής βίας, περιθωριοποιημένοι και αποσυνάγωγοι κάθε είδους, αλαφροΐσκιωτοι, τρελοί και σαλεμένοι, ακόμα και νεκροί… Όλοι τους βασανίζονται να ανασύρουν με τις λέξεις κάτι από μέσα τους. Όλοι τους θα προδοθούν από τη γλώσσα που ξέρει να κλέβει την αλήθεια. Άλλοτε πάλι κάποια αποσπάσματα μοιάζουν να αποτελούν αφηγήσεις ονείρων, δραματοποιημένες φαντασιώσεις του ίδιου του ασθενή. Προβολές του μυαλού του; Της αναλύτριας; Σπαράγματα κειμένου, μυθιστορήματος ή και θεατρικού έργου που γράφει ο συγγραφέας-ασθενής, όπως λέει; Όλα αυτά ταυτόχρονα;

Το αφηγηματικό και κυρίως θεατρικό απόσπασμα συνδυασμένο με λεκτικές εικόνες-περιγραφές (εμμονική απόδοση λεπτομερειών χώρου, εμφάνισης ηρώων, χρωμάτων κτλ.) δίνει εικαστικό χαρακτήρα στο βιβλίο και η γρήγορη εναλλαγή του μοντάζ την αίσθηση της ταυτοχρονίας. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι μια πανοραμική απόδοση μιας πραγματικά απορφανισμένης και αποδεκατισμένης από αισθήματα Έρημης Χώρας στην χρωματική παλέτα της οποίας θα κυριαρχήσει τελικά το άσπρο και μαύρο ανθρακί:

 

Οπουδήποτε, οποτεδήποτε. Άντρας απροσδιόριστης ηλικίας, με δερμάτινο καπέλο και δερμάτινη τσάντα περασμένη χιαστί, προχωράει, σαν να στέκεται ακίνητος, σ’ άδειο, απέραντο τοπίο, θαρρείς σχεδιασμένο αδρά με κάρβουνο.

 

Άμα δεις κάποιον να έρχεται από τον τεφρό ουρανό, την τεφρή θάλασσα, την τεφρή γη, εγώ είμαι, εγώ είμαι αυτός με την τεφρή καρδιά και το τεφρό χαμόγελο. [σελ. 191]

Ο παγκοσμοποιημένος πόνος φωτίζει δυσοίωνα τον κλειστοφοβικό μικρόκοσμο της αίθουσας ψυχανάλυσης, το παγκοσμιοποιημένο χάος αντανακλά το εσωτερικό χάος του υπό μόνιμη κρίση άντρα ο οποίος κάθεται στην πολυθρόνα ή στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή και άλλοτε «ταξιδεύει υπτίως στα σκοτεινά νερά της πιο απρόσιτης μνήμης».

Η ένατη συνάντηση αποτελεί πρελούδιο του τέλους. Η σχέση ψυχαναλυτή ψυχαναλυόμενου αρχίζει να αντιστρέφεται με τον ασθενή έτοιμο να βγει από το «ψυχαναλυτικό του κουκούλι» και να πατήσει «γερά στα πόδια του» για να γίνει ο «Ψυχ του εαυτού του»:

 

[…] Τι θα συμβεί όταν θεραπευθώ και δεν θα σας συναντώ; Πώς θα είμαι όταν πλέον δεν θα σας επισκέπτομαι κάθε Τρίτη και Παρασκευή, τι θα κάνω κάθε Τρίτη και Παρασκευή μεταξύ τέσσερις και δεκαπέντε και πέντε; Που δεν θα ακούω την ακύμαντη, υπνωτιστική φωνή σας, με τις αιφνίδιες παιδικές κορυφώσεις της, που δεν θα επικεντρώνομαι στο μαλακό τόξο των χειλιών σας, στα ήρεμα μάτια σας, αλλά και στις συχνές αλλαγές τόνων στα μαλλιά σας, που δεν θα χαϊδεύω την ήρεμη, γερασμένη γάτα σας; [σελ. 173]

Η απόπειρα αυτοανάλυσης πρέπει να λάβει, πλέον, υπόψη της και τα «πρωταρχικά υλικά», δηλαδή, αυτά που προέρχονται από το βαθύτερο εγώ με τη μορφή μύθων και μυθοπλασιών ή ονείρων. Στη δέκατη και καταληκτήρια συνεδρία οι σκηνικές οδηγίες διαφοροποιούνται, απλώνονται στο μάκρος σχεδόν του κεφαλαίου ή αναμειγνύονται με την αφήγηση ονείρου, όπως αυτά που συναντάμε σε ψυχαναλυτικές συλλογές ονείρων. Ένα «ζεστό πορτοκαλί φως» βρίσκει το ζεύγος ασθενούς-ιατρού και τη γάτα να κοιμούνται στις βαριές πολυθρόνες τους και να ξυπνούν (;) νεότεροι και αμήχανοι όπως την πρώτη μέρα στο ψυχαναλυτικό δωμάτιο «ένα δωμάτιο που, όσο περισσότερο ονειρεύεται τον εαυτό του, τόσο περισσότερο απτό και συγκεκριμένο γίνεται, τόσο περισσότερο θυμίζει δωμάτιο». Η γάτα που ονομάζεται Μέλανι, όπως η σπουδαία παιδοψυχίατρος ψυχαναλύτρια Μέλανι Κλάιν, που θαύμαζε η γυναίκα, τους οδηγεί σε ένα πέρασμα πίσω από τη «φορτωμένη βιβλιοθήκη» αποκαλύπτοντας πίσω από το δωμάτιο των συναντήσεών τους «έναν μακρόστενο, μισοφώτιστο χώρο». Γυναίκα και άντρας «εισχωρούν σ’ αυτήν την κρυφή, ενδιάμεση, παράλληλη ζωή, που εκτυλίσσεται τόσο κοντά και τόσο μακριά από το δωμάτιο της μνήμης, της σιωπής, της διάψευσης, της αυτοεξαπάτησης, της οργής, της ρήξης, της συμφιλίωσης, και της λαχτάρας, ναι, της λαχτάρας» σημειώνει η αφήγηση, καθώς κορυφώνεται με τον άντρα και τη γυναίκα να αναζητούν στο ονειρικό πουθενά ένα κατάστημα παιχνιδιών…

Μήπως βρισκόμαστε πλέον στον χώρο του ασυνειδήτου; Μήπως περάσαμε από την εκδραμάτιση του ασυνειδήτου στο ατόφιο ασυνείδητο και από τη σκηνή στα παρασκήνια; Αλλά ποια είναι στην πραγματικότητα η ταυτότητα του ζεύγους; Αναλυτής και αναλυόμενος; Οι αρχετυπικοί ρόλοι του άντρα και της γυναίκας; Το αρχέγονο ζεύγος; Η μητέρα και ο πατέρας; Κάτι ανάλογο με το ζευγάρι που διαπληκτίζεται στις επαναληπτικές σκηνές των σελίδων 123-143, εκεί όπου οι πρωταγωνιστές δεν αποτελούν παρά μεταληπτικές μορφές, ήρωες των φαντασιώσεων του ασθενή, που σε άλλο αφηγηματικό επίπεδο «συνειδητοποιούν» την πλαστότητά τους. Πρόκειται, λοιπόν, για παιχνίδια του μυαλού του, διαρκείς συνειδητές προβολές στα κείμενα που γράφει ή ασυνείδητες στα όνειρα που καταγράφει; Και σε κάθε περίπτωση ποιος είναι ο μπάρμαν που τους περιμένει στο υποφωτισμένο μπαρ, ο οποίος «μ’ έναν ξαφνικό πήδο βρίσκεται πάνω στην μπάρα» κι «αρχίζει να μαρσάρει με τα αυτοκινητάκια, να πυροβολεί με τα στρατιωτάκια, να χλιμιντρίζει με τα αλογάκια» υπό τους ήχους του τραγουδιού «Out of Nowhere» των Τζόνι Γκριν και Έντουαρντ Χέυμαν;

Και το κείμενο σβήνει αινιγματικά στη μουσική, όπως ακριβώς και ο σπειροειδής μονόλογος του Aegypius Monachus. Άλλη μία, κατά την Κατερίνα Σχινά, καταδικασμένη στην αποτυχία μουσικότροπη προσπάθεια του συγγραφέα να συναρμόσει «συστατικά του ασυνειδήτου». Ακόμα μία αναδρομική καταβύθιση σαν αυτές που επιχειρεί αδιάκοπα ο Φάις «προς το παιδί που υπήρξε κάποτε». Και στο τέλος του κειμένου, εμφατικά τοποθετημένη στους στίχους του τραγουδιού, η τόσο σημαντική στο κλαϊνικό ψυχαναλυτικό λεξιλόγιο λέξη «αγάπη»:

 

 

Αν πρέπει να γυρίσεις πίσω στο πουθενά σου

αφήνοντας με με την ανάμνηση

θα περιμένω πάντα την επιστροφή σου από το πουθενά

ελπίζοντας να φέρεις την αγάπη σου σε μένα.

 

«If you should go back to your nowhere

Leaving me with the memory

I ’ll always wait for your return out of nowhere

Hoping you ’ll bring your love to me»

 

***

«με ποιον μιλάμε όταν μιλάμε

με τον εαυτό μας για τον εαυτό μας

 και τα ρέστα».

Μ.Φ.

 

«Η ψυχανάλυση είναι αυτοβιογράφηση με άλλα μέσα» λέει ο βρετανός ψυχοθεραπευτής και εκδότης του Φρόιντ, Άνταμ Φίλιπς. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με «αφηγήσεις του εαυτού». Ωστόσο αν η αυτοβιογραφία είναι η διαδικασία να δοθεί ένα σχήμα στην ιστορία του εαυτού, με μια αρχή, μέση και τέλος, στην ψυχανάλυση η ιστορία του εαυτού αποδομείται και γίνεται μη αναγνώσιμη με σκοπό να ερμηνευθεί.

Είναι γνωστό ότι η κατάδυση στο παρελθόν και στις μνήμες μας δεν φέρνει πάντα στην επιφάνεια την αλήθεια. Μάλλον ισχύει το αντίθετο και η ψυχανάλυση, κυριολεκτικά, μας άνοιξε τα μάτια, και στο ζήτημα αυτό, σημαδεύοντας τον πολιτισμό του 20ου αιώνα και ένα μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας, από τη Συνείδηση του Ζήνωνα του Σβέβο στις αυτοβιογραφικές αυτοπαρωδιακές συνθέσεις του, προσφιλούς στον Φάις, Φίλιπ Ροθ και κυρίως τις γλωσσοκεντρικές αυτοψυχογραφίες του, επίσης προσφιλούς στον συγγραφέα, Μπέκετ: το βύθισμα για παράδειγμα του Ακατανόμαστου στον εσώτερο εαυτό του σε μια αφήγηση ζωής, χωρίς χρονολογία και δομή, που μοιάζει με αφήγηση αυτοανάλυσης.

Είναι γνωστό, επίσης, ότι κατά την αυτοβιογραφική διαδικασία ανάμνησης το εγώ που αναθυμάται στο τώρα της μνημονικής ανάφλεξης δεν είναι το ιστορικό εγώ του χτες αλλά μόνο μια αναδομημένη μορφή του, μια ανάμειξη πραγματικότητας και φαντασίας ή και αποκλειστικά δημιούργημα της φαντασίας. Χρειάζεται να προσθέσουμε την πολλαπλότητα των εγώ όταν μιλάμε ή γράφουμε για τον εαυτό μας; «Αυτός που μιλά σε μια αφήγηση δεν είναι αυτός που γράφει στην πραγματική ζωή και αυτός που γράφει δεν είναι αυτός που είναι» μας προειδοποιεί ο Ρολάν Μπαρτ. «Για ποιον μιλάει κανείς όταν μιλάει για τον εαυτό του;» αναρωτιέται ένας θεωρητικός του εγωτικού λόγου, συνοψίζοντας το βασικό ερώτημα του είδους κατά τη μεταβολή του αντικειμένου σε υποκείμενο.

Και ο Φάις αναδιατυπώνει το ερώτημα, με μια διατύπωση που επαναλαμβάνεται εμμονικά σε πολλά βιβλία του, και στο Από το πουθενά στη σελίδα 176:

[Μιλάει ο αναλυόμενος:] […] Μια δεκαετία βέβαια είναι ένα διάστημα, ένα στιβαρό διάστημα. Όταν το βλέπεις απέξω φαντάζει αδιανόητα μακρύ, όταν όμως είσαι μέσα, μέσα στην περιδίνηση του εαυτού, με ποιον μιλάμε όταν μιλάμε με τον εαυτό μας για τον εαυτό μας και τα ρέστα, δεν σε απασχολεί ούτε η διάρκειά του, ούτε η οικονομική του πτυχή.[σελ: 176]

 

 

 

 

***

 

«Βιρτουόζος της παρουσίασης […]

Αξεπέραστος. Δεινός τζογαδόρος του εαυτούλη του. Παρτάκιας.

[…] ένας διπρόσωπος, ένας δολοπλόκος, ένα τέρας της αυτοπροβολής»

Μ.Φ.

Αυτό το ερώτημα θέτει ο Φάις εξακολουθητικά στο επίκεντρο της μακράς δημιουργικής του πορείας, από το μακρινό 1994 στις μέρες μας. Όλα τα κείμενα του παλινδρομούν διαρκώς μεταξύ ενός ευθέος ή πλάγιου αυτοβιογραφισμού και όλων των μυθοπλαστικών εκδοχών τους. Διηγήματα, μυθιστορήματα, αφηγήματα, θρυμματισμένη πρόζα, θέατρο, αλλά και, επικουρικά, η φωτογραφία, αποτελούν ένα συνεκτικό, οργανικό όλον που αναπτύσσεται με φυγόκεντρες παραλλαγές. Παντού, η ανώδυνη μελέτη του «εαυτού» έχει παραχωρήσει τη θέση της σε μια οδυνηρά απομυθοποιητική αυτοβιογράφηση μέσω διαφορετικών αφηγηματικών προσωπείων και διαρκών προβολών στον «άλλο».

Από την πολυδαίδαλη μήτρα της πεζογραφίας του, την Αυτοβιογραφία ενός βιβλίου (1994/ 2005) θα προκύψουν σχεδόν αβίαστα ως φυσικές προεκτάσεις, κατακτημένες ωστόσο με κόπο και μόχθο, τόσο η συλλογή αφηγημάτων Από το ίδιο ποτήρι και άλλες ιστορίες (1999) όσο και η δική του Μεταμόρφωση, η νουβέλα του Μαυρογύπα, ακόμα και τα πολυφωνικά κολάζ της τριλογίας των «αυτοβιογραφιών ενός άλλου» που ακολουθεί (τα βιβλία για τον Καΐμη, τον Βιζυηνό και τον Ζαχαριάδη). Παντού ο αγώνας του συγγραφέα και των αφηγηματικών προσωπείων του με τον «δαίμονα της αυτοβιογραφίας» συνεχίζεται. Ωστόσο ο εσωτερικός περίπατος, που έχει αποδειχθεί από καιρό εφιαλτικός, ανοίγεται προοδευτικά στην Ιστορία, στο έξω, στον άλλον. Ο συγγραφέας γίνεται συνειδητά ένας χαμένος στο πλήθος flâneur, αυτήκοος και αυτόπτης μάρτυρας καθημερινών σκηνών στο ζόφο της σημερινής μεγαλούπολης, που τον έλκουν με την αδιαφιλονίκητη πραγματικότητά τους, πλήττοντας τη συνείδησή του με τις «φωτογραφικές» λεπτομέρειές τους, όπως ακριβώς πλήττουν την ίδια εποχή και το μάτι-κάμερα του «λυσσαλέου περιπατητή φωτογράφου που υποφέρει από πολύ εαυτό» και υπογράφει την Πόλη στα γόνατα (2002), ένα βιβλίο-λεύκωμα με φωτογραφίες αστέγων της Αθήνας σχολιασμένες από σπαράγματα θεατρογενών μονολόγων. Ήταν πέρυσι, πάλι εδώ, που με αφορμή το τελευταίο θεατρικό του Φάις, Το παγκάκι του κανένα, συζητούσαμε για το πέρασμα του συγγραφέα από το χειρόγραφο του εαυτού στην αυτοβιογραφία του πλήθους, για τη σταδιακή κατάδυση του στον «ιλαρό βυθό της αυτοεικόνας του» (Κτερίσματα, σ. 37) η οποία τον ωθεί όχι μόνο στα όρια του εαυτού του, αλλά και γενικά, στα όρια του ανθρώπου και της ανθρώπινης συνθήκης. Στην προέκταση αυτής της γενεαλογικής γραμμής θα έβρισκα μια θέση και στο Από το πουθενά

 

***

 

«Κι ένας συγγραφέας που δεν αιχμαλωτίζει τον απέναντί

του με συναρπαστικές ιστορίες είναι χαμένος από χέρι».

Μ.Φ.

 

Τι είναι, λοιπόν, το Από το Πουθενά; Μυθιστορηματική απόπειρα εκλογοτεχνισμού της ψυχοθεραπείας; Εφαρμοσμένη ψυχανάλυση; Δεν μπορώ να απαντήσω. Θα ήταν ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς βήμα-βήμα, με αυστηρούς όρους ψυχανάλυσης, την πορεία του αφηγητή και να διαβάσει πίσω και μέσα από τις γραμμές. Με δεδομένη και γνωστή όμως την πορεία του Φάις μέχρι σήμερα, θεωρώ ότι το ψυχαναλυτικό ντιβάνι, η συνθήκη της ψυχοθεραπείας και η ψυχαναλυτική σκηνή χρησιμοποιούνται εδώ ως mise en scene για μια ακόμα δραματουργία του ασυνειδήτου, μια ακόμα κατάδυση στις ατραπούς της αυτό και έτερο-ψυχογράφησης, με τον ίδιο τρόπο που ο Φάις στα θεατρικά του δίνει σκηνική υπόσταση στο τεμαχισμένο εγώ της αυτοβιογραφικής συνθήκης, στο διχασμό της αυτοπαρατηρούμενης συνείδησης που προσπαθεί ν’ αυτοκαθοριστεί ετεροκαθοριζόμενη.

Δύο συγγενείς «χώροι», το θέατρο και η ψυχανάλυση, λοιπόν, προτείνονται, από τον Φάις, ως εναλλακτικοί, συνδυαστικοί, δρόμοι για την εξερεύνηση της αυτοβιογραφικής συνθήκης. Η ανάλυση ως αμφίδρομη διαδικασία ανάμεσα σε δύο «ψυχικές σκηνές» και ο χώρος του ονείρου ως θέατρο.

Όπως και να έχει, ο Φάις, συνεχίζοντας την επώδυνη εξερεύνηση στα βάθη της ύπαρξης σφυροκοπά άφοβα και ανελέητα το ίδιο κέντρο, μιλώντας ασταμάτητα για κάτι που αδιάλειπτα μεταμορφώνεται, διαρκώς παραμορφώνεται και επιστρέφει πάντα όμοιο και διαφορετικό: τον εαυτό του.

Όποιος θελήσει να τον εντοπίσει, θα πρέπει να ξεφυλλίσει προσεκτικά τα βιβλία του, όλα περίτεχνες –θεατρικές- ασκήσεις ύφους, γεμάτα αναξιόπιστους αφηγητές. Κάπου θα συναντηθεί αναπάντεχα μαζί του, αφού μπαινοβγαίνει στις σελίδες τους, άλλοτε επιζητώντας να γίνει μυθιστορηματικός χαρακτήρας, άλλοτε πασχίζοντας εναγωνίως να γλιστρήσει προς την πραγματικότητα που δοκιμάζει ανελέητα τις αισθήσεις του. Αλλά όχι, η πραγματικότητα και η μυθοπλασία γλιστρούν η μία μέσα στην άλλη αποκαλύπτοντας, συνεχώς και «από το πουθενά», νέες διαστάσεις του χώρου και του χρόνου, και αποδεικνύοντας τον Φάις εξαιρετικά χαρισματικό αφηγητή, όπως εξάλλου τον ασθενή μας, που είναι, θυμίζω, και συγγραφέας. Σε μια φαινομενικά αντεστραμμένη σχέση με τις Χίλιες και μία νύχτες η ψυχαναλύτρια στη θέση του Σουλτάνου Σαχριάρ, ακροάτρια και τελικός κριτής, και ο αφηγητής σε ρόλο αρσενικής Σεχραζάτ προσπαθώντας να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αποδέκτη της αφήγησης.

Είναι κι εκείνη η κοπέλα στο όνειρό σας, που μου μοιάζει και για να την κατακτήσετε πρέπει να της πείτε συναρπαστικές ιστορίες. Τι συμβαίνει όταν δεν λέτε συναρπαστικές ιστορίες;

Μπορεί να βαριέμαι. Να βαριέμαι να ακούσω ακόμη και τον ίδιο μου τον εαυτό. Ξέρετε, εσείς μπορεί να μην είστε αναγνώστριά μου, να είστε μόνο αναλύτριά μου, όπως τόσο συχνά μου επαναλαμβάνετε, εγώ όμως τυχαίνει εκτός από αναλυόμενος να είμαι και συγγραφέας. Κι ένας συγγραφέας που δεν αιχμαλωτίζει τον απέναντί του με συναρπαστικές ιστορίες είναι χαμένος από χέρι. [σελ:103]

 

***

 

«Άγχος, δηλαδή η αγάπη που απειλείται από τον θάνατο.

 Αλλά τι είναι αγάπη; Τι είναι θάνατος;»

Μ.Φ.

 

Σταματώ εδώ τόσο για να μην καταχραστώ τον χρόνο των εκλεκτών συνομιλητών μου όσο και για να μην ξεστρατίσω σε επικίνδυνες ερμηνευτικές ατραπούς… Ας μου επιτραπεί, ωστόσο, ένας προσωπικός τόνος στο κλείσιμο του κειμένου. Δεν είναι μόνο «η γεύση μιας Μαντλέν, βουτηγμένης στο τσάι» που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα το ξύπνημα «από το πουθενά» συνειρμικών διαδρομών και εσωτερικών περιπάτων στην παιδική ηλικία. Το ίδιο συμβαίνει με όλες μας τις αισθήσεις, ένα αγαπημένο τραγούδι, πολύ δε περισσότερο ένα αγαπημένο βιβλίο. Οι δε συμπτώσεις αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της τυχαιότητας στη ζωή μας. Και εξηγούμαι: άρχισα να διαβάζω την «Αυτοβιογραφία» του άγνωστου μου τότε Μισέλ Φάις το 1994 καθοδόν για τη Μητέρα Θεσσαλονίκη και την τελείωσα, με την ψυχή στο στόμα, έξω από τη χειρουργική του νοσοκομείου Παπανικολάου. Έκτοτε παρακολουθώ εκ του σύνεγγυς με αγωνία και ενδιαφέρον κάθε συγγραφική προσπάθεια του φίλου και συνεργάτη πλέον Μισέλ. Έμελε να διαβάσω το Από το πουθενά, μοιράζοντας πάλι τις σελίδες του αυτή τη φορά μεταξύ μιας αίθουσας αναμονής ενός γηροκομείου και της Α’ Παθολογικής του ίδιου Νοσοκομείου τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν, στο τέλος μιας μακράς πορείας…

Μέσα στον ζόφο που μας περιτριγυρίζει, δίπλα στη δυστυχία του ανθρώπινου δράματος που εξακολουθητικά τραβάει τον Γολγοθά του νιώθω ένοχα χαρούμενος και ανέλπιστα τυχερός που, σήμερα, μπορώ ακόμα να αναζητώ, στους πραγματικούς θησαυρούς της μνήμης μου, τη γεύση από το πρωινό φρέσκο γάλα ή τη μυρωδιά από φρεσκοψημένο τσουρέκι με μαχλέπι και κακουλέ και τη ζεστασιά μιας αφράτης αγκαλιάς… Σε Αυτήν, λοιπόν, που «έφυγε» με το μυαλό Της αγκυροβολημένο στο μακρινό παρελθόν, αφού η άνοια Της ρούφηξε σιγά σιγά κάθε ανθρώπινη ικμάδα, αφιερώνω το απόσπασμα που ακολουθεί:

 

Όσλο, γηροκομείο, μεσημέρι. Ογδοντάχρονος σε καροτσάκι, πίσω από μεγάλη τζαμαρία. Ασάλευτος, σαν φωτογραφημένος. Κοιτάζει το χιόνι να πέφτει. Πίσω του φωταγωγημένο χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Δεν ξέρω αν είναι καλές ή κακές. Δεν ξέρω αν είναι δικές μου ή κάποιων που πέρασαν από τη ζωή μου – ξυστά ή βαθιά, δεν έχει πια σημασία. Εδώ δεν ξέρω αν τις θυμάμαι μόνος μου ή αν χρειάζεται πλέον να μου τις θυμίσουν. Αυτό που ξέρω, και το ξέρω καλά, είναι ότι πάντα έρχονται τις πιο φάλτσες στιγμές. Πάντα σε βρίσκουν απροετοίμαστο. Χέζεις και σκουπίζεσαι; Είσαι φορτωμένος από το σούπερ μάρκετ και ψάχνεις τα κλειδιά σου; Βρέχει και διαπιστώνεις ότι ξέχασες την ομπρέλα σου; Τις πιο ζαβές στιγμές. Και σ’ αιφνιδιάζουν. Σ’ αιφνιδιάζουν, μάλλον για να μη νιώθεις το μούδιασμα στην καρδιά, την υγρασία στα μάτια, το κόψιμο στα γόνατα. Εκεί που τρως, για την ακρίβεια σε ταΐζει η νοσοκόμα, βλέπεις τη μητέρα σου να φυσάει πάνω από το κουτάλι της ζεστής κοτόσουπας και μετά να ανοίγει και η ίδια το στόμα της, με τ’ άσπρα σαν κουφέτα δόντια της. Ή, άλλοτε, εκεί που γυρνάς πλευρό στον ύπνο κι όλο σου το κορμί βροντάει σαν σακί με παλιοπράγματα, αγγίζεις τη δροσερή πλάτη της γυναίκας σου, νέα η γυναίκα σου, όχι πεθαμένη, νέος κι εσύ, όχι με το ’να πόδι στον τάφο, την αγγίζεις και βουλιάζετε σ’ έναν μακρύ, ατέλειωτο σπασμό στο φως. [σελ: 180]

Θεσσαλονίκη-Αθήνα, Ιανουάριος 2016

 

 

 

* Κείμενο που διαβάστηκε στην από κοινού, με την ψυχαναλύτρια Αριέλλα Άσερ και τον ζωγράφο Γιώργο Ρόρρη, παρουσίαση του νέου βιβλίου του Μισέλ Φάις, Από το πουθενά, (Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2015, σελ. 211) στο Βιβλιοπωλείο Πλειάδες (στις 25 Ιανουαρίου). Οι ηθοποιοί Αλεξία Καλτσίκη και Αντώνης Μυριαγκός διάβασαν αποσπάσματα από το βιβλίο.

 

Info: Μισέλ Φάις, Από το πουθενά, Πατάκης 2015

Φωτογραφία του συγγραφέα από την αναδρομική έκθεση “Σπασμένο βλέμμα” (1996-2016) που πραγματοποιείται στο Βιβλιοπωλείο Πλειάδες (έως 27 Φεβρουαρίου).

 

Βιβλιογραφία

Ελένη Παπαργυρίου, «Δύο αντικριστές πολυθρόνες», The Books’ Journal, τχ. 62 (Ιανουάριος 2016), σελ. 44-45.

Κατερίνα Σχινά, «Στο τέλος πάντα η μουσική», The Books’ Journal, τχ. 44 (Ιούνιος 2014), σελ. 55-56

Αριστοτέλης Σαΐνης, «Από την Αυτοβιογραφια ενός βιβλίου (1994) στο Παγκάκι του Κανένα (2014): Μια αναδρομή στο πεζογραφικό έργο του Μισέλ Φάις», The Books’ Journal, τχ. 44 (Ιούνιος 2014), σελ. 52-54.

 

Celia Hunt and Fiona Sampson (ed.), The Self on the Page: Theory and practice of Creative Writing in Personal Development, Jessica Kingsley, 1998.

J. Laplance και J.B. Pontalis, Λεξιλόγιο της ψυχανάλυσης, μτφρ. Β. Καψαμπέλης, Λ. Χαλκούση, Α. Σκουλίκα, Π. Αλούπης, Κέδρος, Αθήνα 1986.

Σωτήρης Μανωλόπουλος, «Η ποιητική της ψυχαναλυτικής διαδικασίας και η συνάντηση της με το θέατρο» στο συλλογικό τόμο: Ψυχαναλυτική Σκέψη: συναντήσεις με το μύθο, την τραγωδία και την ποίηση, επιμέλεια: Κώστας Σολδάτος, Γρηγόρης Βασλαματζής, Κέδρος, 2007, σελ: 51-79.

Shlomith Rimmon-Kenan (ed.), Discourse in Psychoanalysis and Literature, Routledge Revivals, Routledge 2014.

Χάνα Σηγκαλ, Μέλανι Κλάιν, μετάφραση Θανάσης Χατζόπουλος, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1995.

John Sturrock, The Language of Autobiography: Studies in the First Person Singular, Cambridge University Press, 1993.

Samuel Veber, «Psychoanalysis and Theatricality» στο Theatricality as Medium, Fordham University Press, New York 2004, 251-277.

Προηγούμενο άρθροΗ βιβλιοφιλία του Ουμπέρτο Έκο
Επόμενο άρθροH περίπτωση του ποιητή Γιώργου Λίλλη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ