Χειραποσκευές– αξιοπρεπής πτώση και συνεχής πορεία (της Μίνας Π. Πετροπούλου)

0
191

 

 

Γράφει η Μίνα Π. Πετροπούλου(*)

 

Οι Χειραποσκευές μεταφέρουν εκδοχές μιας ζωής μίζερης, θαμπής στρυμωγμένης, φυλακισμένης, ψυχικά σκληρής αλλά όχι πτοημένης. Μια γλυκόπικρη γεύση αφήνουν τα περισσότερα από τα 17 διηγήματα του Κώστα Μπουλμπασάκου μια ματιά θλιμμένη αλλά όχι παραιτημένη. Μέσα από τις όχι ευοίωνες εξελίξεις για τους ήρωες του, αφήνει χαραμάδες αισιοδοξίας. Έναν ήλιο που αχνοφαίνεται ακόμα και αν  η ιστορική κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα είναι γκρίζα, αν «πέφτει την αυγή δίπλα στις μάντρες/επικυρώνοντας με φως/ τις εκτελέσεις», όπως λέει και ο Αργύρης Χιόνης.

Σ΄ένα βιβλίο διηγημάτων/ πεζογραφημάτων που με παραμέτρους- προσεγγίσεις ιστορικές, κοινωνικές, ερωτικές, υπάρχει καταιγισμός πληροφοριών, συναισθημάτων και ευαισθησίας, αλλά και θυμού και αγανάκτησης. Από το στόμα των ηρώων  δια μέσω της πένας του συγγραφέα ζούμε ξανά την δεκαετία του ’60, του ΄70 αλλά και του 2010.

Ιστορικές γνώσεις και πληροφορίες για πρόσφατα δρώμενα της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας μεταγγίζονται χωρίς το βραχνά της αποστήθισης ή της απαραίτητης ιδεολογικής τοποθέτησης από τον αναγνώστη. Το κάνει ο Μπουλμπασάκος αυτό μέσα από μια γραφή συνειδητά πολιτική αλλά όχι πολιτικάντικη.

Πρόκειται για πραγματικότητα που ενώ φαίνεται πως απλώς καταγράφεται μέσω κάποιων περιστατικών, εντούτοις πονάει.  Δεν γίνεται απλώς πιο οικεία μέσω των επιλεγμένων προς εξιστόρηση γεγονότων. Γίνεται ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που δεν μπόρεσε, δεν προσπάθησε, δεν κατάφερε να αγκαλιάσει τον άνθρωπο, να τον παρηγορήσει, να τον εμψυχώσει.

«Ο μάγκας», ο Αρίστος και όχι άριστος, μεταφέρει σε μόλις 8 σελίδες τη σκληρότητα της μετεμφυλιακής Ελλάδας, τη ρετσινιά του να θεώρησε αριστερός: «Τότε ακούστηκαν πολλά…ότι ήταν αριστερός, ότι είχε μπλέξει σε μια απάτη…Τον Αρίστο τον συνέβαλαν με μια ψεύτικη κατηγορία, μόνο και μόνο για παραδειγματισμό. Η μετεμφυλιακή Ελλάδα, δεν χρειαζόταν νταήδες και αστάθμητης συμπεριφοράς πολίτες. Τους ήθελε όλους υποταγμένους, περιχαρακωμένους, ήσυχους, αμίλητους, χωρίς προστάτες. Την ασφάλεια έτσι και αλλιώς την παρείχε το κράτος και δεν ήθελε αντ΄αυτού. Εξάλλου, τι θα έκανε τους δικούς του νταήδες, χαφιέδες και κάθε λογής παράνομους, που τους έχριζε ρυθμιστικούς παράγοντες του πολιτεύματος;» (σ. 11)

Μεταφέρει όμως και όλο τον καημό του ανεκπλήρωτου έρωτα, τον αντρίκιο λόγο και την τιμή της γυναίκας που δεν επιτρέπεται να θίγεται, την ντομπροσύνη μεταξύ ανδρών, την γυναικεία προδοσία και πόσο αθεράπευτα επώδυνη μπορεί να είναι. Ο Κ.Μ.  ψυχογραφεί και αναδεικνύει τα εσώψυχα ενός ήρωα, άνδρα «παλαιάς κοπής», που πονά χωρίς να μιλά, που παθιάζεται χωρίς να προσβάλλει, που αγαπά χωρίς να υπερβαίνει τα εσκαμμένα. Ακραία σκληρός με τον εαυτό του, αδύναμος να αντέξει επιλογές που όχι απλώς δεν τον συμπεριλαμβάνουν – αυτό δεν τον πλήγωνε τόσο- αλλά απομυθοποιούν το αντικείμενο του έρωτα μιας ζωής, το πρόσωπο που έχει ιεραρχικά ως το σημαντικότερο στη ζωή του, οδηγείται σε μια «ηρωική» έξοδο.

Καθόλου τυχαία η επιλογή του συγγραφέα να εμπλουτίζει τις ιστορίες του με τραγούδια, με μουσικά κομμάτια που νιώθουμε να παίζουν  ταυτόχρονα με τα πρόσωπα/πρωταγωνιστές του. Η μουσική υπόκρουση που επιλέγεται ανάλογα με το εκάστοτε σκηνικό ως ουσιαστικά, λειτουργεί ως εν δυνάμει ένας ακόμα ήρωας. Ίσως γιατί η μουσική συνδέεται τελικά πάντα με τη ζωή όλων μας, ίσως γιατί ο Κ.Μ. ως άνθρωπος της τέχνης γενικότερα θέλει και τη μουσική πινελιά να χρωματίζει τον πίνακα μιας πραγματικότητας που διαφορετικά θα ήταν μονότονη.

Έτσι ο Μάγκας Αρίστος ακούει Καζαντζίδη το τελευταίο βράδυ του καθώς «εκεί που πάω δεν περνά το δάκρυ και ο πόνος, τα βάσανα και οι καημοί εδώ θα μείνουν στη ζωή, κι εγώ θα φύγω μόνος….» Και αυτός με το βάσανο του το μεγάλο, φεύγει μόνος.

Οι πρωταγωνιστές όμως στο «Μια σπίθα στο μάτι μας», πρωταγωνιστές μιας σύγχρονης τραγωδίας – εντέχνως ο συγγραφέας αναφέρεται ακόμα και με τον μεταφορικό του τίτλο στην περιοχή του δράματος – ακούνε το «Ανεβάσαμε την τέντα στο μπαλκόνι/ ανεβάσαμε και λίγο τα ρολά…» καθώς επιστρέφουν με ένα ταξί στον τόπο του μαρτυρίου. Πρόκειται για ένα κείμενο που με ευαισθησία, κριτική ματιά αλλά και τρυφερότητα αποκαλύπτει την μετα-τραγωδία από τη μεγάλη φωτιά. Περιγράφοντας την φρικαλεότητα της κατάστασης όσων τη βίωσαν, όχι με βαρύγδουπα λόγια και λυρισμούς στις περιγραφές αλλά με καθαρό λόγο και ενσυναίσθηση για τις στιγμές της αγωνίας, του πόνου, του φόβου, της εναγώνιας προσπάθειας να σωθούν άνθρωποι (σελ. 127-8), μας κάνει να νιώσουμε την εκδίκηση της παραβιασμένης φύσης, να σκεφτούμε τις ευθύνες κάθε ιθύνοντα, ένθεν κακείθεν, χρόνια πριν, χρόνια μετά.

Δίνει όμως και τη δύναμη του κόσμου και των ανθρώπων να προχωράνε και μέσα από τα συντρίμια. «Πάμε δεν έχουμε τι άλλο να κάνουμε εδώ» άκουσε τη γυναίκα του να του λέει ξεψυχισμένα κι ένιωσε το χέρι της στην πλάτη του μικρή προτροπή.» (σ.128) Αυτή η ηρωίδα που «έχει συνέλθει από τον ολοφυρμό και κρατούσε/κρατάει στο χέρι της την μισοκαμένη φωτογραφία του γάμου της», είναι εκείνη η ήρεμη δύναμη που αντιπροσωπεύει τη συντροφικότητα και την αληθινή αγάπη. Είναι το πρόσωπο στήριγμα που χρειάζεται ο καθένας μας όταν όλα νομίζει ότι έχουν χαθεί. Είναι μια πολύτιμη αλλά όχι κραυγαλέα απόρροια όλου του διηγήματος: η αγάπη είναι η αλήθεια μας και ο λόγος να μην καταρρέουμε αλλά και όταν καταρρέουμε μπορεί να μας βοηθήσει να σηκωθούμε. Μπορεί να μην τρέξουμε πάλι κατοστάρια αλλά πάντως δεν θα μας αφήσει στις λάσπες και τα αποκαΐδια. Θα μας δώσει πάλι το αξιοπρεπές μας βάδισμα. Για αυτό η συγκεκριμένη ηρωίδα ξεχωρίζει και ως πολύτιμη ύπαρξη, όχι τυχαία αλλά συνειδητά, τοποθετείται από τον συγγραφέα να στέκεται σκηνοθετικά λίγο πιο πίσω από τον άντρα της. Όχι γιατί είναι αδύναμη. Γιατί είναι δυνατή και η δύναμη του άντρα της : «Δεν με νοιάζει που τραβάμε και πως ζούμε,/ δε με νοιάζει που δεν κάναμε λεφτά./ Την αγάπη μια ζωή θα απομυζούμε/ και στους δρόμους θα φιλιόμαστε κλεφτά…»

Συμβάλλει ο συγγραφέας μέσω της λογοτεχνικότητας και της αμεσότητας του κειμένου στο να προσεγγίσουμε την ψυχολογία των ανθρώπων, να αισθανθούμε τα πάθη τους, το επώδυνο, το συγκλονιστικό, το αναπόφευκτο αλλά και την πάλη ενάντια σε ό,τι κακό και την αξία να συνεχίζουμε. Μας προτείνει χωρίς να απαιτεί και κυρίως χωρίς να κουνά το δάχτυλο. Στο σύνολο των κειμένων του υπάρχει μια στοχαστικότητα για το πώς πορευόμαστε, για το πώς διαμορφώνουν οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες τις κοινωνίες αλλά και μια δικαίωση ακόμα και επιθανάτια, μέσω της γραφής, για όλους εκείνους που χαράζουν τη δική τους ρότα  κόντρα στον καθωσπρεπισμό και το κοινωνικά πρέπον. Οι ήρωες του Μπουλμπασάκου εναντιώνονται στη μιζέρια της κανονικής ζωής και οπωσδήποτε και κυρίως στην υποταγή. Μπορεί η επανάστασή τους να μην είναι τσε-γκεβαρική αλλά είναι ανατρεπτικών προδιαγραφών στο σύνηθες.

Όταν οι άνθρωποι ακολουθούν τα «πρέπει», συνήθως συνθλίβονται, ακόμα και όταν η εικόνα τους δείχνει το αντίθετο. Το εσωτερικό μακελειό και η ματαίωση των αληθινών προσδοκιών τους που δεν τους αφήνουν συχνά να υπερασπιστούν τα  κοινωνικά αποδεκτά status, είναι συναισθηματικές καταστάσεις που πραγματεύεται ο Κ.Μ. και στο «Bagagli a mano». Ένα διήγημα, που μολονότι διαδραματίζεται στη δεκαετία του ΄70, διαπνέεται από διαχρονικότητα. Πραγματεύεται το πώς οι γονείς – νομίζοντας πως έχουν το δικαίωμα μέσα από τις θυσίες τους, οικονομικές κυρίως- επιβάλλουν στα παιδιά την υποχρέωση της επιστημονικής εξέλιξης μέσω συγκεκριμένων σπουδών. Καταγράφει ο ΚΜ το πώς στη μεταδιδακτορική Ελλάδα το όνειρο της ύπαρξης ενός «επιστήμονα» ταυτιζόταν με την κοινωνική άνοδο ολόκληρης της οικογένειας και με την πεποίθηση, τη βεβαιότητα μιας καλύτερης ζωής. Μέσα και εξαιτίας αυτής της πίστης υπήρξαν τα μεγάλα μεταναστευτικά ρεύματα φοιτητών προς τη γείτονα χώρα, την Ιταλία. «Τότε οι περισσότεροι υποψήφιοι που πήγαιναν να σπουδάσουν στην Ιταλία γράφονταν Αρχιτεκτονική, Φαρμακευτική, Ιατρική, Νεοελληνική και Ιταλική Φιλολογία. Κάποια θα διάλεγε…»(σ. 117).

Ο συγγραφέας μας όμως με ένα διήγημα απολογισμού καταγράφει το κόστος: οικονομικό, κοινωνικό, συναισθηματικό. Στραγγαλισμός των δυνατοτήτων, διαστρέβλωση των  επιθυμιών  και ακόμα ακόμα μια ζωή στην ξενιτιά. Που ποτέ δεν παύει να είναι ξενιτιά. Ειδικά για ένα πλάσμα 18-20 χρονών. Και μεις προ των ευθυνών μας. Ως αναγνώστες, ως γονείς, ως κοινωνικό σύνολο.  Ποιος μας δίνει το δικαίωμα να προβάλλουμε τα δικά μας θέλω και πιστεύω και να υποχρεώσουμε ένα πλάσμα αέρινο να προσγειώσει τα νιάτα του στις ράγες των δικών μας φιλοδοξιών;  Δόση ενοχών και τύψεων σε πιθανή αποτυχία βασανίζουν ό,τι αγαπάμε περισσότερο, τα παιδιά μας : «- Πρόσεχε μην αποδειχθείς λειψός και άτολμος…οι άλλοι έδειχναν σίγουροι, επιτυχημένοι. Προφανώς αυτοί τα είχαν καταφέρει. Τρόμαξε…» (σ. 114, 119) και μπορεί να τα οδηγήσουν σε καταστάσεις απερίγραπτης θλίψης: «Έμφραγμα. Αδιέξοδο. Μονόδρομος. Επιστροφή. Η διαδρομή…»(σ.122) Ο λόγος του συγγραφέα μας καθρέπτης, όχι παραμορφωτικός, ούτε συγχώρεσης. Καθρέφτης αλήθειας για την ουσία της ζωής. Που δεν είναι άλλη από την αγάπη και τη στήριξη. Πάλι. Και μόνο.

 Το όνειρο του για τον κόσμο, για την πραγματικότητα που θέλει να ομορφαίνει τη ζωή όλων μας, ένα ποδήλατο. Σαν αυτό που του χάρισε ο θείος του ο αντάρτης. Που το έκανε βόλτα μετά από χρόνια και του έδωσε έναν αέρα ελευθερίας και την αισιοδοξία ότι τίποτα που αγαπάμε δεν πεθαίνει, όσο και αν ξεκουράζεται, όσο και αν σκουριάζει σε μια αποθήκη. Ο,τι αγαπάμε μας λυτρώνει.

Αποτυπώνει τον πόνο αλλά και την ομορφιά που μπορεί να βρίσκεται όπου αρνούμαστε να δούμε: στο ζεστό φουρνισμένο ψωμί και στην γιαγιά του που μοίραζε το μισό στη γειτονιά. Για τα παινέματα τους αλλά και γιατί θέλει να χορτάσουν όλοι. Έτσι απλά. Κραυγάζει τη σκληρότητα της ζωής αλλά και τη δύναμη των αγώνων καθώς και την πεποίθηση ότι χαμένη μάχη είναι αυτή που δεν δόθηκε.

Τα κείμενά του έχουν λιτότητα και αγνότητα. Έχουν την αλήθεια και την αυθεντικότητά τους. Δεν προσπαθεί να δείξει κάτι που δεν είναι. Γράφει για να επικοινωνήσει, να μας μεταφέρει την αλήθεια του κόσμου όπως ο ίδιος τη βιώνει. Καταφέρνει και αποτυπώνει τα ήθη και τις συνήθειες μιας άλλης Ελλάδας, όχι πολύ μακρινής αλλά και μιας απόλυτα σύγχρονης. Αυτής των ημερών μας.

Βίωμα και μνήμη ενυπάρχουν και λειτουργούν ως κινητήριος δύναμη.  Ο τόπος καταγωγής, η πόλη της μόνιμης εγκατάστασης, η επαφή με την Ιταλία διάσπαρτα στα κείμενα. Εμφανής η πολιτική ιδεολογία του συγγραφέα, όχι μόνο στα περιστατικά και το περιεχόμενο των διηγημάτων του αλλά και στον υποσυνείδητο ή συνειδητό τρόπο που χρησιμοποιεί τη γλώσσα και τη λογοτεχνία ερμηνεύοντας τα τεκταινόμενα και προβληματίζοντας τον αναγνώστη.

Οι αληθινοί ήρωες για ’κεινον όχι τυχαία οι άγνωστοι, όχι  οι επώνυμοι. Οι άνθρωποι που δεν έχουν τίποτε διαφορετικό, εκθαμβωτικό στην όψη από τους περισσότερους που συναντούμε στο δρόμο, αλλά είναι ο κόσμος και η κοινωνία μας. Οι απαραίτητες ψηφίδες της σύγχρονης ιστορίας μας.

Ο λόγος του είναι λιτός, αιχμηρός, όπου χρειάζεται αλλά πολύ περισσότερο τρυφερός. Η απλότητα της γραφής, το χιούμορ, ο παρατακτικός λόγος, η διαυγής λέξη/έκφραση, η σύντομη έκταση των περισσοτέρων, από τα όπλα του συγγραφέα.

Στα περισσότερα πεζογραφήματα του χρησιμοποιεί την τεχνική της πρωτοπρόσωπης αφήγησης ή του εσωτερικού μονολόγου και της εξομολόγησης. Η αμεσότητα επιτυγχάνεται εύκολα, επιτυχώς και με μια αίσθηση οικειότητας που αποκτιέται υποσυνείδητα ανάμεσα σε αφηγητή και αναγνώστη. Ενεστώτας και παρατατικός οι χρόνοι χρήσης του ρήματος, δίνουν την αίσθηση ενός παρόντος ενεργού και ενός παρελθόντος όχι μακρινού. Έτσι οι ζωές που παρουσιάζονται έχουν την μορφή  καταστάσεων διαρκείας αλλά και βασάνων και νοσταλγίας!

Οι πολλοί ήρωες και οι ηρωίδες του Κ.Μ. πάσχισαν για την αξιοπρέπεια στην καθημερινότητα τους. Και αγωνίστηκαν για αυτή, άσχετα από το τι κατάφεραν. Γιατί η αξιοπρέπεια δεν έχει εθνικότητα, «φαίνεσθαι» ή Ε9. Έχει χαρακτηριστικό γνώρισμα τον αγώνα.

(*) Η Μίνα Πετροπούλου είναι φιλόλογος, δρ. Κοινωνιολογίας

Χειραποσκευές, Κώστα Μπουλμπασάκου, Εκδ. 24 γράμματα, 2021, σελ. 218

Προηγούμενο άρθροΠέθανε η συγγραφέας Hilary Mantel (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)
Επόμενο άρθροΗ Πάπισσα Ιωάννα, ο Εμμανουήλ Ροΐδης και το θέατρο (του Βαγγέλη Μαυρουδή)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ