Είναι οι νύχτες του Δεκέμβρη μεγάλες και βαθιές και αδιάτρητες κι η έκτασή τους απλώνεται σχεδόν απειλητικά μέχρι την 21η του ημέρα που αίφνης το σκοτάδι σπάει. Πάντοτε το πίστευα αυτό, για εμένα η μέρα αυτή, από παιδί ακόμη, υπήρξε ημέρα ανερμήνευτης, για όσους δεν με γνώριζαν, χαράς καθώς σήμαινε την αρχή του τέλους. Από σήμερα η μέρα μεγαλώνει αδιαμφισβήτητα μεγαλώνει σταθερά μέχρι να μάς φτάσει στην Άνοιξη στην 21η Μάρτη, την εαρινή ισημερία και παγκόσμια ημέρα ποίησης. Ένας περίεργος συμβολισμός φόρτιζε το παιδικό μυαλό μου τότε μια βεβαιότητα ανατροπής την έφηβη μελαγχολία του χειμώνα μου, μία ρωγμή φωτός τα ενήλικα σκοτάδια της ύπαρξης μετέπειτα. Κι έτσι αδιαπραγμάτευτα προχωρά κάθε χρόνο ο κύκλος των εποχών και τέτοια μέρα, στις επάλξεις του χειμώνα, μπορώ να κρεμάω καράβια στο δέντρο μου χάρτινα και να φωτίζω ξύλινα σκαριά με τη βαθιά πίστη στα χείλη μου να τρέμει σε φιλί και να αποτίθεται στους αγαπημένους ψιθυρίζοντας το καλοκαίρι πάντα έρχεται. Κι όλα αυτά σε μία απόλυτα ιδιωτική κατασκευή του χώρου και του χρόνου μου να δυναμώνουν την αγάπη μου για τα λευκά Χριστούγεννα των αφηγήσεων και των στίχων.
Όταν, λοιπόν, πληροφορήθηκα φέτος για την πρωτοβουλία του ELNIPLEX και βιβλιοπωλείων από όλη την Ελλάδα να καθιερώσουν την ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου ως Ημέρα Ανταλλαγής βιβλίων (Αγόρασε ένα βιβλίο Αντάλλαξε ένα βιβλίο Δανείσου ένα βιβλίο Δάνεισε ένα βιβλίο Χάρισε ένα βιβλίο Δυνάμωσε το φως) ακολουθώντας τα πρότυπα του ισλανδικού εθίμου Jolabokaflod, της Χριστουγεννιάτικης βιβλιοπλημμύρας, και βλέποντας την αφίσα της αγαπημένης, από την παιδική μου ακόμη ηλικία, εικονογράφου Φωτεινής Στεφανίδη, που συνοδεύει την πρωτοβουλία αυτή, ένοιωσα μία συγγένεια. Οι μέρες που έρχονται αναμφίβολα ενδείκνυνται για αναγνώσεις, κατά μόνας ή αγκαλιασμένες, κάτω από στολισμένα δέντρα, πλάι σε τζάκια, σε καφέ, στη ζεστασιά του σπιτιού, όπου ο καθένας αγαπά. Και ένα βιβλίο από χέρι, μιας και μιλήσαμε για έθιμα, είναι σαν το «κλεμμένο» ξεμάτιασμα της γιαγιάς, που άφησε μια κρύα νύχτα να γλιστρήσει από τα χείλη της ψιθυριστά για να το μάθει το εγγόνι της. Πιάνει καλύτερα, ριζώνει στα ενδότερα του κόσμου μας και καρπίζει.
Κάπως έτσι άρχισα να φαντάζομαι δέντρα στολισμένα με βιβλία πολύχρωμα στα κλαδιά, βιβλία αφημένα στα παγκάκια της πόλης για τους πλάνητες της νύχτας, τοίχους από βιβλία στις πλατείες να κόβουν τον βοριά για εκείνους που κοιμούνται μόνοι αυτές τις μέρες στα κράσπεδα της πόλης. Αναγνώσεις αγκαλιά με τα παιδιά κάτω από τα δέντρα την ώρα που έξω πέφτουν οι πρώτες νιφάδες του Δεκέμβρη κι ηχούνε κάλαντα, αναγνώσεις μοναχικές όταν όλα και όλοι γύρω σιωπούν κι οι λέξεις ζωντανεύουν, γυμνές αναγνώσεις εραστών πλάι σε τζάκια ή έστω πλάι σε σόμπες ηλεκτρικές που αντιγράφουνε τη θέρμη τους. Βόλτες στα μικρά καφέ, στα μπαρ, σε βιβλιοπωλεία, τυχαίες συναντήσεις με σακούλες στα χέρια εντός και εκτός από αυτά στην στολισμένη πόλη. Ουίσκι και ζεστό κρασί κι ατέλειωτες κουβέντες για λογοτεχνία για να ξεχάσουμε τη νύχτα και να μη δούμε το σκοτάδι, να δούμε μόνο φως στις πέντε η ώρα που βραδιάζει, το φως που ανοίγει η ποίηση.
Για τον καθένα αυτή η νύχτα μπορεί να είναι ένα χάρισμα προσωπικό κι αλλιώτικο, ένα ιδιωτικό ταξίδι στο φως. Μέσα από τον Αναγνώστη, λοιπόν, και μαζί με το Περιοδικό, τους συντελεστές, τους συνεργάτες και τους φίλους του, εύχομαι αυτή η νέα βιβλιοφιλική πρωτοβουλία να στεριώσει, στη σκέψη και στις καρδιές μας, και να χαρίσει φως σε όσους, πραγματικά, το έχουνε ανάγκη αυτές τις μέρες.