Σταύρος Χατζηθεοδώρου
Θα της πέταγε τα λεφτά στα μούτρα της καργιόλας. Το είχε αποφασίσει. Ναι, θα το έκανε. Θα έμπαινε στο σπίτι και θα της τα πέταγε στα μούτρα. Ή μάλλον όχι. Θα πήγαινε πρωί- πρωί να την προλάβει πριν φύγει για τη δουλειά. Όταν του άνοιγε, θα προχωρούσε χωρίς να πει λέξη, θ’ άφηνε όλα τα λεφτά στο τραπέζι και θα αποχωρούσε. Κύριος ήρθα και κύριος φεύγω, που έλεγε κι ένα τραγούδι του Στράτου.
Και ήταν πολλά τα λεφτά. Έντεκα χιλιάδες τετρακόσια πενήντα τρία γιούρο. Του είχε κάνει ασφαλιστικά μέτρα. Αφού δεν πλήρωνε αυτά που είχαν συμφωνήσει, δε θα έβλεπε και τα παιδιά. Δεν είχε άλλο τρόπο να τον πληγώσει. Μόνο τα παιδιά. Τα δίκια όλο με το μέρος της. Με ένα μισθό καθηγήτριας στο Λύκειο και κάτι ψεύτο ιδιαίτερα σπούδαζε δυό κόρες στο πανεπιστήμιο. Ο Νώντας άφαντος. Ο Νώντας στα άλογα και στο νταλαβέρι. Ευφυής, ατακαδόρος, αλητοοικογενειάρχης. Τον ερωτεύτηκε. Από φοιτητές ήταν μαζί. Ύστερα ήρθαν τα άλογα. Κόλλησε. Μιλούσε σ’ αυτά. Ο καλπασμός τους, τούφερνε στο νου τα καπνοχώραφα της Μακεδονίας.
Τώρα όμως θ’ άλλαζαν όλα.
Διακόσια είκοσι εννέα πενηντάρικα του μέτρησε ο ταμίας στον ιππόδρομο το απόγευμα. Είχε μείνει με το τελευταίο πεντάευρο. Για μια στιγμή σκέφτηκε να το κρατήσει να βάλει βενζίνη αλλά, κάτι μέσα του του έλεγε άλλα.
Όταν έσκασε η τελευταία κούρσα και βγήκε το “τετραπλό”, ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα στα χείλη. Χρόνια στο τζόγο είχε μάθει. Ούτε πανηγύρια στις νίκες, ούτε κηδείες στη χασούρα. Ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα. Έκλεβε μέρες απ’ τον διάολο.
Και να τώρα, ζεστά και ζωντανά τα είχε απλωμένα στο κρεβάτι σαν ταπετσαρία. Διακόσια είκοσι εννέα πενηντάρικα.
Τώρα όμως θ’ άλλαζαν όλα.
Είχε πάει μεσάνυχτα. Λίγες ώρες μένανε ακόμα.
Θα χτυπούσε το κουδούνι και όταν του άνοιγε θα την κοίταζε στα μάτια και θα της έδινε τα χρήματα. Είχε χρόνια να την κοιτάξει στα μάτια. Θα του έλεγε να του φτιάξει καφέ. Θα μιλούσανε για τα παλιά. Μπορεί και να του έλεγε να ξαναγυρίσει σπίτι. Ναι, θα του έλεγε να ξαναγυρίσει. Νερό κι αλάτι.
Περασμένες δύο. Ξέμεινε από τσιγάρα. Δεν θα τον έβγαζαν για πολύ. Θα κατέβαινε μέχρι το περίπτερο στη γωνία. Ίσως περνούσε και από του Τζίμη να πιει κανένα κονιάκ. Τα παιδιά τον περιμέναν για παιχνίδι. Θα “στήνανε” ένα λαδέμπορο απ’ την Καλαμάτα με ¨πειραγμένα” που είχε πολύ “μαρούλι”. Ήταν ο καλύτερος πασαδόρος. Τους το είχε όμως ξεκόψει. Δεν θα έπαιζε. Τόχε ορκιστεί στη Λενιώ και στις δυό του κόρες. Εξάλλου έπρεπε να πάει πρωί- πρωί να δώσει τα χρήματα. Όχι, δεν θα έπαιζε. Άντε, το πολύ μια δυο ζαριές για το καλό, μέρες που ήτανε. Όχι παραπάνω. Όχι.
Όταν έβαλε το κλειδί στην πόρτα είχε ξημερώσει. Άφραγκος και ατσίγαρος. Κοιμήθηκε σαν πουλάκι. Το ραδιόφωνο στη κουζίνα ανοιχτό. Η φωνή του Γιώργου Γεωργίου απ’ το “καφενείο των φιλάθλων” απόλυτη και δεικτική. “Μάγκες, ακούστε και σεβαστείτε αυτόν που σας μιάει γιατί είναι παθών. Η ηδονή του τζογαδόρου είναι πάντα και μόνο η χασούρα”.