Γιάννης Ν. Μπασκόζος.
Ο Κώστας Ριτσώνης έφυγε ξαφνικά. Οι φίλοι – ακόμα κι αυτοί που ήξεραν την πρόσφατη μάχη του με τον καρκίνο- πείθονταν μέχρι λίγες μέρες νωρίτερα από τον ίδιο: «όλα πάνε καλά».
Λίγοι ίσως από το πλατύ ποιητικό στερέωμα τον γνώριζαν . Κινήθηκε πάντα σε ένα λαϊκό περιθώριο. Ξεκίνησε από την Διαγώνιο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, τον οποίο πάντα μνημόνευε. Οι πρώτες του συλλογές “Αγκαλιά”(1974) και “Ο ανάπηρος λαχειοπώλης” (1982) εκδόθηκαν στη Διαγώνιο. Οι υπόλοιπες συλλογές του εκδόθηκαν από τον ίδιο στο δικό του εκδοτικό που είχε τον χαρακτηριστικό τίτλο “Ποιήματα των φίλων”. Συγκεντρωμένα τα περισσότερα βρίσκονται στο “151 ποιήματα”. Πίστευε στους φίλους και στις παρέες.
Δημιούργησε το περιοδικό «Πανδώρα». Εκεί συσπειρώθηκαν αξιόλογοι και ιδιόμορφοι ποιητές . Η Πανδώρα έβγαινε «ιδίοις αναλώμασιν». Όλοι πλήρωναν την σελίδα τους αλλά έπαιρναν το αντίτιμο σε τεύχη. Είχες τη χαρά να τα δωρίσεις στους φίλους σου ή και στα καφενεία ή στα φανάρια. Η ομάδα πίστευε ότι η ποίηση διανέμεται και σε όποιον αρέσει. Το κλου μετά από κάθε έκδοση της Πανδώρας ήταν η συγκέντρωση στον Μπαϊρακτάρη. Νόμιζες ότι η έκδοση του περιοδικού γινόταν μόνον γι αυτή την περίφημη συγκέντρωση. Άγχη, όνειρα και μικροσκέψεις έμπαιναν πάνω στο τραπέζι μαζί με ντονέρ και χωριάτικες. Όταν κάποιος έσπασε την συλλογικότητα του περιοδικού ο Κώστας ίδρυσε το βραχύβιο αλλά αγαπησιάρικο περιοδικό «Οι φίλοι»(κάπου μπλέχτηκα κι εγώ σε αυτή την ιστορία) και τις εκδόσεις «Τα ποιήματα των φίλων».
Παράλληλα ο Κώστας ήταν υπέροχος ζωγράφος. Με μια δική του τεχνοτροπία , κάτι μεταξύ του θεσσαλονικιού Πάνου Παπανάκου και του Θεόφιλου, έδωσε πίνακες που σε ένα στενό κύκλο ειδημόνων έκαναν μεγάλη εντύπωση. Για χρόνια επίσης εξασκείτο σε ένα λαϊκότροπο σχέδιο που θύμιζε λίγο τον Νίκο Πεντζίκη αλλά έφερνε τη δική του σφραγίδα. Τα τελευταία χρόνια έγραφε στίχους για ρεμπέτικα τραγούδια και έπαιζε μπουζουκάκι και μπαγλαμά. Ο Κώστας μετέφραζε και από τα γαλλικά. Η μεγάλη του αγάπη ήταν οι ρομαντικοί αλλά κι οι νεωτερικοί ποιητές (Ρεμπώ, Μπωντλέρ, Ελυάρ κ.ά).
Ο Κώστας ήταν οργανωτής πολιτισμού. Είτε ως ρεμπέτης, είτε ως εμπνευστής περιοδικών συγκέντρωνε γύρω του καλλιτέχνες και φίλους. Μεγάλη καρδιά, ανοικτός, χαμογελαστός, έξυπνος και αγαπησιάρης. Όσοι τον ήξεραν τον αγαπούσαν.
Πώς να τον αποχαιρετήσεις; Δεν θέλεις να σκέπτεσαι ότι έφυγε.
Ποιήματα του Κώστα Ριτσώνη
(ανέκδοτα- δημοσιεύτηκαν στο “Ποιείν”)
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Ποιήματα και τραγούδια
μέσα στο σκοτάδι
μέσα στη νύχτα
μέσα στη μοναξιά
……………………………….
Στο παιχνίδι του ανάμματος
εσύ ήσουν το σπίρτο
τρίφτηκες πάνω μου
κι ολόκληρος
πήρα φωτιά
…………………………………
Ήπιαμε όλο το κρασί
ακούσαμε και τα τραγούδια
τώρα που τέλειωσε το γλέντι
ας σηκωθούμε απ’ το τραπέζι
…………………………………
Γκιγιώμ Απολλιναίρ
– 9 πόρτες έχει το κορμί σου
κι εγώ κατάφερα
όλες να τις ανοίξω ,
έλεγε ο Guillaume Apollinaire
στη μούσα του Λουίζα
ο φλογερός ποιητής
είχε μπερδέψει
τις πόρτες με τα παράθυρα
…………………………………………
< < Kάθομαι πάνω
σε σβησμένο μαγκάλι >>
μου λες και όλο τρίβεσαι
στα γόνατά μου
Πώς να φουντώσω μαζί σου ;
έχεις πολλά κιλά
κι απαίσιο χαραχτήρα
με ιδιοτροπίες
και παραξενιές
ψάξε να βρεις αλλού
μια πρόθυμη
γερή καρέκλα
………………………………………….
Η φθαρμένη πανσιόν
δίπλα στη θάλασσα
παρατημένη
σχεδόν ετοιμόρροπη
κι όμως ακόμα έχει πελάτες
Λίγα ζευγάρια κοιμούνται
στα παλιά κρεβάτια
ακούν τα κύματα
κι απολαμβάνουν το τοπίο
και οι παλιοί έρωτες ξαναζούν
ζωντανεύουν μέσα στο τρίξιμο
του γερασμένου ξύλου
…………………………………………
Σχέδιο του Δημοσίου
< < Όσοι μπαίνουν σε εργασιακή εφεδρεία
πρώτα θα λαμβάνουν το 60% του μισθού τους
και μετά θα απολύονται >>
Όμως εσύ αμέσως
μου έδωσες απολυτήριο
χωρίς ένα μικρό ποσοστό
της παλιάς σου αγάπης
……………………………………………
Σε γκρέμισαν Columbia
και τώρα γέμισε μπάζα
το ένδοξο οικόπεδό σου
Σπάσαν τ’ αγάλματα
των παλιών τραγουδιστών
κι αυτοί φαντάσματα
γυρίζουν κάθε βράδυ
στα γύρω στενά
συνέχεια τραγουδούν
πικρά ρεμπέτικα
………………………………………
Χωρίς σκεπή
το φορτηγάκι του τσιγγάνου
κουβαλά μεγάλες γλάστρες
στο πανηγύρι του χωριού
τριγύρω ξεραΐλα
το σαράβαλο τρέχει γρήγορα
ανεμίζουν ψηλά
φύλλα και κλαδιά
ένα δασάκι ταξιδεύει
στην εθνική οδό
…………………………………….
Πάνω σε ψιλό κλαδί
της πορτοκαλιάς
κάθισε το πουλί
κι εκείνο λύγισε
……………………………………..
Ο Γιαπωνέζοι γλεντούν
με φίνα χαϊκού
κι εσύ μ’ ένα τετράστιχο
απόψε μερακλώνεις
……………………………………
ΟΔΟΣ ΠΛΟΥΤΩΝΟΣ
Κοίτα να δεις
μέρος που βρήκαν
για ν’ αγοράσουν μεζονέτα
Γωνία Πλούτωνος και Άδη
……………………………..
Mαύρες πουτάνες
μες στο σκοτάδι
της οδού Πατησίων
Φτηνά κορίτσια
φερμένα απ’ την Αφρική
γυρνούν στη μαύρη νύχτα
Κι απέναντι ο Άγιος Λουκάς
μαύρος κι αυτός
απ’ το πολύ καυσαέριο
………………………………………
Ρεμπέτικα
δημοτικά τραγούδια
της πόλης
και του λιμανιού
είσαστε τσακισμένες βάρκες
με σκισμένα πανιά
……………………………………
Ιπτάμενη κατσαρίδα
Σαν μικρό πουλί
πετούσε ανέμελα
μέσα στο δωμάτιο
όμως την πέτυχε η παντοφλιά
και βρόντηξε στο μάρμαρο
η χρυσή της πανοπλία
μετά καινούργιες παντοφλιές
την κάναν λιώμα
………………………………………
Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη
για να βγάλω το μικρό μπεγλέρι
κι ο κουτσός που ζητιάνευε
ριγμένος στο πεζοδρόμιο
νόμισε πως θα του έριχνα
τον οβολό μου
………………………………………
Μαθουσάλας
-Κάθε 10 χρόνια και γενιά ,
έλεγε ο ποιητής το 1999 ,
γέρος πια σωστός Μαθουσάλας
-ναι , είμαι παλιός
εγώ παρολίγο να μπω
στη γενιά του 30
πριν 69 ολόκληρα χρόνια
νέο παλληκάρι τότε βαθυστόχαστο
και βαρβάτο
αλλά κάποιοι της κλίκας
με εμπόδισαν
και με αποσιώπησαν
Όμως πια αυτούς κανείς δεν τους θυμάται
δικαιοσύνη
κι ύστερα κατοχή , κυνηγητά , εμφύλιος
σταμάτησα για λίγο τις προσπάθειες
κι έχασα 2 ολόκληρες γενιές
69 χρόνια κύλησαν σαν το ποτάμι
αλλά φαίνομαι πάντα νέος
90άρης βαρβάτος
κωτσονάτος
λέω να προσπαθήσω να εισχωρήσω
στην καινούργια γενιά του 90
ή τουλάχιστον στη γενιά του 80
ή έστω στου 70
χτυπώ δυνατά τις πόρτες
ελπίζω να μου τις ανοίξουν
……………………………………………..
Μεγάλο λάθος έκανες
αδέξια εμπρήστρια
Ήρθες μέσα στο καλοκαίρι
για να μου βάλεις φωτιά
μα τώρα καίγεται
και το δικό σου δάσος
γιατί ήσουν απρόσεχτη
κι ακούμπησαν τα δέντρα μας
Συνέχεια μου γυρεύεις πυροσβέστες
με νερά δροσερά
θέλεις να φέρνω μάνικες
να λιγοστεύουν οι φλόγες
………………………………………………
Κορυφή – κορφή
< < Σε μερικές λέξεις χάνεται ένα
φωνήεν ανάμεσα σε δυο σύμφωνα
Το φαινόμενο αυτό
ονομάζεται : συγκοπή >>
τέτοια έλεγε ο φιλόλογος
και χτυπούσε η καρδιά του
την ώρα που έκανε ιδιαίτερο
καθισμένος ανάμεσα
στις δυο προκλητικές μαθήτριες
………………………………………….
Μπουζούκι
Σαν άλογα τρέχουν γρήγορα
τα δάχτυλα του μπουζουκτσή
πάνω στα τάστα
κι αυτός είναι τόσο ταπεινός
μονάχα γαϊδουράκι
μπορεί να καβαλήσει
………………………………….
Πέθανε ο σιδεράς
και μόλις έφτασε στον Άδη
τον στρώσαν στη δουλειά
κι όλο κάνει service
στις θωρακισμένες πόρτες
και στις βαριές αμπάρες