της Ναυσικάς Παπαδασκαλοπούλου (*)
Το πρώτο βιβλίο που απέκτησα ήταν μια ανθολογία μύθων λουλουδιών από όλο τον κόσμο. Υπήρχε ένας που είχα ξεχωρίσει ανάμεσα στους υπόλοιπους: o ιαπωνικός μύθος του χρυσάνθεμου. Κάποτε ένας δράκος απήγαγε έναν νεαρό ευγενή και ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωσή του, ζήτησε από την αρραβωνιαστικιά του ένα χρυσάνθεμο με εκατό πέταλα. Το κορίτσι επισκέφθηκε κάθε λιβάδι, δάσος και βουνό της γης αναζητώντας ένα, μα όλα τα άνθη που συνάντησε είχαν το πολύ τριάντα φύλλα. Γύρισε πίσω αποκαρδιωμένη. Πίστευε πως δε θα ξαναέβλεπε τον αγαπημένο της, ώσπου της ήρθε μια ριψοκίνδυνη ιδέα. Έκοψε ένα από τα χρυσάνθεμα του κήπου της και με μεγάλη υπομονή άρχισε να το χαράσσει με την καρφίτσα των μαλλιών της, μέχρι τα πέταλά του να φτάσουν τα εκατό. Ο δράκος αντικρίζοντας το, ενθουσιάστηκε με τη σπανιότητα της ομορφιάς του. Κράτησε την υπόσχεσή του και το ζευγάρι έσμιξε ξανά. Τα χρυσάνθεμα από τότε φυτρώνουν με εκατό πέταλα για να δοξάζουν τον έρωτα της νεαρής γιαπωνέζας.
Του διηγήθηκα αυτήν την ιστορία μπροστά από τα παρτέρια με τα χρυσάνθεμα, στο βοτανικό κήπο του Παρισιού. Η φίλη του, ο φίλος μου και η υπόλοιπη παρέα μας, δεν είχαν ακολουθήσει. Μας περίμεναν στο καφέ. Ήμασταν οι δυο μας. Μου είπε ότι του άρεσε πολύ και ίσως μια μέρα να έγραφε ένα διήγημα για την ηρωίδα του παραμυθιού μου. Του ζήτησα να μου το αφιερώσει και δώσαμε τα χέρια. Την επόμενη εβδομάδα έφυγε για Καναδά. Πήρε μια επιχορήγηση και θα πήγαινε να τελειώσει το βιβλίο του εκεί. Σύντομα έφυγα κι εγώ για Ιταλία. Θα περνούσα το καλοκαίρι με μια φίλη που σπούδαζε στο Μπάρι και ίσως να έμενα παραπάνω αν έβρισκα μια καλή δουλειά. Αλληλογραφούσαμε τουλάχιστον μία φορά το μήνα και όταν επέστρεψε στη Γαλλία, ένα χρόνο αργότερα, κανονίσαμε να συναντηθούμε για ένα Σαββατοκύριακο.
Νοικιάσαμε ένα μικρό αμάξι και για δυο μέρες οδηγούσαμε στη Νίκαια και στα γύρω χωριά. Εκείνος έγραφε κι εγώ τραβούσα φωτογραφίες. Το τελευταίο βράδυ, μετά από δύο μπουκάλια κρασί, σκεφτήκαμε να κλέψουμε το αυτοκίνητο, να στείλουμε αποχαιρετιστήρια γράμματα στους δικούς μας και να εξαφανιστούμε μαζί. Το επόμενο μεσημέρι ήμουν πίσω στο Μπάρι.
Έψαξα τη βιβλιοθήκη μου και βρήκα τους «Μύθους των Λουλουδιών». Το ξεφύλλισα μέχρι να εντοπίσω το μύθο του χρυσάνθεμου. Τον διάβασα ξανά. Έσκισα τη σελίδα. Τη δίπλωσα για να της δώσω μορφή λουλουδιού, όπως κάνουν οι καλλιτέχνες οριγκάμι. Το βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Με ένα ψαλιδάκι από ένα διαφημιστικό σετ ραφτικών, άρχισα να κόβω τα πέταλά του μέχρι να μετρήσω εκατό. Το πρωί πήγα στο ταχυδρομείο, το έβαλα σε ένα μικρό χαρτονένιο κουτί και του το έστειλα.
Πέρασε ένας μήνας χωρίς νέα του. Ένιωθα μια αόριστη βεβαιότητα πως το πακέτο δεν είχε χαθεί στη μεταφορά. Δεν είχε ξεχάσει να μου πει ότι άλλαξε διεύθυνση. Δεν το είχε βρει η φίλη του και το είχε πετάξει στα σκουπίδια ενοχλημένη. Το άνοιξε ο ίδιος. Του φάνηκε ανόητο ή ίσως δε θυμόταν την αφήγησή μου στο βοτανικό κήπο και το παράτησε κάπου, σε κάποιο συρτάρι.
Πέρασε άλλος ένας μήνας. Το τηλέφωνό μου κουδούνισε αργά μέσα στη νύχτα. Ήταν εκείνος. Η φωνή του έτρεμε. Μου είπε πως έλαβε το πακέτο μου πριν λίγες μέρες, γυρνώντας μεθυσμένος από κάποιο πάρτι. Έκατσε για ώρα σαστισμένος, κοιτάζοντας το λουλούδι, ώσπου το έφερε κοντά στα χείλη του, έπειτα στο στόμα του και χωρίς να ξέρει γιατί, άρχισε να μασουλάει το χαρτί μέχρι που εξαφανίστηκε όλο μέσα απ’ τα χέρια του. Δεν ήξερε πώς να μου το πει. Γέλασα κι ύστερα μείναμε και οι δύο σιωπηλοί στις δυο άκρες της γραμμής. Σε κάποιο σημείο του πλανήτη είχαν αρχίσει να φυτρώνουν τα πρώτα χάρτινα χρυσάνθεμα.
(*) Η Ναυσικά Παπαδασκαλοπουλου, ΜΑ Creative Writing, Μητροπολιτικό Κολλέγιο