Του Σάκη Παπαδημητρίου.
Πρόκειται για το μυθιστόρημα του Χαρούκι Μουρακάμι «Νότια των συνόρων, δυτικά του ήλιου», εκδόσεις Ωκεανίδα 2010, μετάφραση από τα αγγλικά του Βασίλη Κιμούλη. Ο Χαρούκι Μουρακάμι θεωρείται πολύ γνωστός και επιτυχημένος συγγραφέας. Γεννήθηκε στο Κιότο το 1949 και το 1974, όταν ήταν 25 χρονών, άρχισε να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα. Την ίδια χρονιά άνοιξε στο Τόκιο το τζαζ μπαρ, Peter Cat και, όπως μας πληροφορεί το βιογραφικό του σημείωμα στο εσώφυλλο, το πούλησε το 1981 και από τότε αφοσιώθηκε στο γράψιμο. Το 1991 πήγε στις ΗΠΑ και δίδαξε στο Princeton και το Taft. Έχει γράψει πολλά βιβλία, μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων, τα οποία έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν πουληθεί εκατομμύρια αντίτυπα.
Μια πρώτη παρατήρηση: το μυθιστόρημα διαβάζεται άνετα, η ιστορία παρουσιάζει ενδιαφέρον διαρκώς με τις διακυμάνσεις της και οι περιγραφές δεν είναι ευτυχώς υπερβολικές. Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι προφανώς ο ίδιος ο συγγραφέας και πολλά στοιχεία αποτελούν εν μέρει βιώματα. Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε ως αναγνώστες της ελληνικής έκδοσης είναι αν ο συγγραφέας γράφοντας ιαπωνικά χειρίζεται με πάθος και αγωνία τη γλώσσα ή έστω αν η λογοτεχνική πλευρά τον απασχολεί εις βάθος. Αυτό δεν φαίνεται (και μάλλον δεν υπάρχει και στο πρωτότυπο) γιατί η ελληνική μετάφραση έγινε από την αγγλική. Ίσως οι δύο μεταφράσεις να απλοποίησαν κάποιες ιδιαιτερότητες, υποτίθεται προς όφελος του αναγνώστη. Από την άλλη πλευρά όμως, για να πουλάει τόσα αντίτυπα σε όλο τον κόσμο, σε δεκάδες διαφορετικές γλώσσες, κάτι μου λέει ότι το θέμα της γλώσσας είναι τελείως δευτερεύον.
Δεν θα αποκαλύψουμε όλη την υπόθεση και το τέλος, όπως κάνουν δυστυχώς οι κριτικοί κινηματογράφου ή κριτικοί βιβλίων στην τηλεόραση. Μόνο τα βασικά. Ο πρωταγωνιστής ονομάζεται Χατζίμε. Κανονικός οικογενειάρχης, επιτυχημένος επαγγελματίας, ιδιοκτήτης ενός τζαζ κλαμπ. Γεννήθηκε το 1951, δηλαδή ανήκει στην ίδια γενιά με τον συγγραφέα ο οποίος γεννήθηκε το 1949 και ήταν κι αυτός για ένα διάστημα ιδιοκτήτης τζαζ κλαμπ. Το βάρος όμως πέφτει στην ερωτική ζωή του ήρωα. Από μικρό παιδί μέχρι τα πενήντα κάτι του. Το απρόοπτο της ιστορίας εισχωρεί όταν εμφανίζεται ο μεγάλος παιδικός του έρωτας, η Σιμαμότο, ύστερα από είκοσι χρόνια. Τότε γυρίζουν όλα άνω κάτω. Θα κάνει στροφή 180 μοιρών; Θα τα παρατήσει όλα; Η συνέχεια… επί της οθόνης – άλλωστε υπάρχει κινηματογραφική αφήγηση.
Ο Χαρούκι Μουρακάμι έχει ζήσει από μέσα το τζαζ κλαμπ και είναι επόμενο να γνωρίζει πρόσωπα και καταστάσεις. Αρχίζοντας από τον τίτλο του μυθιστορήματος; «Νότια των συνόρων», που ο ίδιος αποκαλύπτει ότι προέρχεται από το τραγούδι South of the Border με τον Nat King Cole. Αυτή η μελωδία τον συνδέει με τη Σιμαμότο. Επίσης και το τραγούδι Pretend. Όχι μόνο για τη μουσική αλλά και για τους στίχους.
Κάνε πως είσαι ευτυχισμένος
όταν έχεις τις μαύρες σου,
δεν είναι και τόσο δύσκολο.
Στη σελίδα 98 διαβάζουμε ότι ο Χατζίμε ανοίγει ένα τζαζ κλαμπ πολυτελείας και του δίνει το όνομα Robin’s Nest, από το γνωστό κομμάτι. Πολλές φορές ζητάει από τους μουσικούς να παίξουν το Star-Crossed Lovers και γράφει τα εξής.
«Όποτε βρισκόμουν στο μπαρ, ο πιανίστας άρχιζε πάντα να παίζει αυτό το τραγούδι, ξέροντας ότι ήταν από τα αγαπημένα μου. Δεν ήταν από τις πιο γνωστές μελωδίες του Ellington, ούτε μου ξυπνούσε ιδιαίτερες αναμνήσεις· απλώς το είχα ακούσει μια φορά και είχε αγγίξει κάποια ευαίσθητη χορδή μέσα μου. Από το κολλέγιο μέχρι και τα μοναχικά χρόνια στον εκδοτικό οίκο, έβαζα το βράδυ το άλμπουμ Such Sweet Thunder και άκουγα το Star–Crossed Lovers ξανά και ξανά. Είχε αυτό το γεμάτο ευαισθησία και χάρη σόλο του Johnny Hodges. Κάθε φορά που άκουγα αυτή την υπέροχη, χαλαρή μελωδία, ξανάρχονταν στο μυαλό μου εκείνες οι μέρες. Δεν θα την χαρακτήριζα ευτυχισμένη περίοδο της ζωής μου, έτσι όπως ζούσα, ένα κουβάρι από ανικανοποίητες επιθυμίες. Ήμουν πολύ νεότερος, πολύ πιο πεινασμένος, πολύ πιο μόνος. Αλλά ήμουνα ο εαυτός μου, έστω και με τα ελάχιστα. Μπορούσα να αισθανθώ κάθε νότα που άκουγα, κάθε φράση που διάβαζα, να μπαίνουν βαθιά μέσα μου. Τα νεύρα μου ήταν κοφτερά σαν λεπίδι, τα μάτια μου έλαμπαν μ’ ένα φως διαπεραστικό. Κι όποτε άκουγα αυτή τη μουσική, θυμόμουν εκείνα τα μάτια, να μου ανταποδίδουν το βλέμμα μέσα από έναν καθρέπτη».
Παρόλο που, σύμφωνα με το βιογραφικό του, έζησε έξι-επτά χρόνια ως ιδιοκτήτης τζαζ κλαμπ, δεν φαίνεται κάποια δυνατή επίδραση αυτής της απόφασης και εμπειρίας στην υπόλοιπη ζωή του. Δεν μας πείθει ότι έχει αυτή την άμεση σχέση με τη μουσική. Μιλάει μόνο για αναμνήσεις και για έρωτες. Δεν αρκεί. Όπως δεν μας πείθει και ένας άλλος ιδιοκτήτης τζαζ κλαμπ, στο Μόντρεαλ του Καναδά, ο Robert DeNiro στην ταινία του Frank Oz The Score. Εκεί κρύβεται ένας κλέφτης πολυτελείας ο οποίος θέλει να κάνει το τελευταίο κόλπο. Ο φακός δείχνει το τζαζ κλαμπ μόνο σαν διάδρομο για το δωμάτιο του πρωταγωνιστή. Κάποια στιγμή βλέπουμε για δευτερόλεπτα την Cassandra Wilson να τραγουδάει. Να σκεφτεί κανείς ότι, αφού από την αρχή παρακολουθούμε τις εξονυχιστικές λεπτομέρειες μιας ληστείας επί επτά-οκτώ λεπτά, ακολούθως ο Robert DeNiro κουρασμένος μπαίνει στο τζαζ κλαμπ, χαιρετάει και η πρώτη ερώτηση ή μάλλον ο πρώτος διάλογος είναι…
–Λοιπόν, πώς τα πάμε;
–Καλά.
–Είχαμε κόσμο χθές;
–Είχαμε 150.
–Έχουμε κρατήσεις;
–Ναι.
–Πώς ήταν η μουσική;
–Σπουδαία
–Καλά. ΤΕΛΟΣ