C h a r l e s P e r r a u l t : “Γ α ϊ δ ά ρ ο υ Δ ο ρ ά” (ανέκδοτο στα ελληνικά σε μετάφραση του αείμνηστου Γ. Νίκα)
Είναι άνθρωποι που το στενό μυαλό τους
κάτω από το ρυτιδωμένο μέτωπό τους
δέχεται, εγκρίνει και θαυμάζει
μόνο ό,τι μεγαλόπνοο και πομπώδες μοιάζει.
Εγώ δεν ντρέπομαι παντού να διαλαλώ
ότι και το πιο τέλειο μυαλό
κάποτε θέλει έξω να το ρίχνει
κι είναι στιγμές που η σοβαρότητα, μπροστά
στα καλαμπούρια και τα χωρατά
κουραστική κι άσκοπη δείχνει.
Γιατί τάχα περίεργο νομίζετε
ότι κι η πιο βαθειά και φιλοσοφημένη
σκέψη, από την αγρύπνια κουρασμένη
κάποια στιγμή αποζητά να νανουρίζεται
με παραμύθια και ξωθιές κι ωραίους
Πρίγκιπες, μάγισσες και καλικαντζαραίους;
Χωρίς λοιπόν να κατηγορηθώ
πως τα ίδια λέω κάθε φορά
για τη διασκέδασή σας θα σας διηγηθώ
την ιστορία για του γαϊδάρου τη δορά.
Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς
που όμοιος του δεν είχε ξαναγίνει.
Ζάπλουτος σαν Ινδός μαχαραγιάς,
αψύς στον πόλεμο μειλίχιος στην ειρήνη.
Οι γείτονές του τον φοβόντουσαν, στη χώρα
όλη επικρατούσε τάξη ζηλευτή.
Κι ως των θεών να’τανε δώρα
οι τέχνες άνθιζαν, κι η αρετή.
Η σύντροφός του στο πλευρό του η τρυφερή
ήταν ωραία, καλή και σοβαρή
κι είχε τέτοιαν ευγένεια ψυχής
που ένοιωθε δίπλα της απόλυτα ευτυχής,
ξεχνώντας τις φροντίδες που φέρνει η δουλειά
η δύσκολη του βασιλιά.
Κι απ’τον αγνό τους τον Υμέναιο μια μέρα
γεννήθηκε μια θυγατέρα
με τόσες χάρες κι ομορφιά
που άλλα δεν ήθελαν παιδιά.
Στο απέραντό του βασιλιά παλάτι
βασίλευε χλιδή φανταστική.
Παντού όπου κι αν στρέφονταν το μάτι
βαλέδες, ιπποκόμοι κι αυλικοί.
Οι σταύλοι του ήταν γεμάτοι άτια
κάθε λογής, μεγάλα και μικρά,
με πλουμίδια που θάμπωναν τα μάτια,
κεντήματα χρυσά και πορφυρά.
Μα ό,τι μεγάλη προκαλούσε απορία
κι έμοιαζε άδικο, ό,τι και να πεις
ήτανε πως την πρωτοκαθεδρία
ένας κυρ Μένιος είχε μεγαλοπρεπής.
Ο λόγος που εξηγούσε την τιμήν αυτή
ήτανε μια μεγάλη του αρετή.
Έτσι τον είχε κάνει η Φύση
που όταν ήτανε κοπριά ν’αφήσει
από μέσα του βγαίνανε δουκάτα,
Λουδοβίκια, χρυσά κωνσταντινάτα,
που σαν πολύτιμη φυλλορροή
μαζεύαν οι σταυλίτες κάθε πρωί.
Μα κάποτε κουράζονται οι θεοί
τον άνθρωπο να κάνουν ευτυχή,
κι’έτσι δεινά του στέλνουν στη ζωή
ως μες στο ηλιόφως έρχεται η βροχή.
Έτσι μια μέρα αρρώστησε βαρειά
η ρήγισσα, και πουθενά γιατρειά
δεν βρέθηκε. Μήτε οι σοφοί γιατροί
μήτε κι οι τσαρλατάνοι οι πονηροί
κατάφεραν να πέσει ο πυρετός
που τη βασάνιζε ως τα βάθη της νυχτός.
Σαν είδε να’ρχεται η στερνή της η στιγμή,
είπε στον βασιλιά: «Κύριέ μου, τώρα
που του θανάτου μου έφτασεν η ώρα,
έχω μονάχα μια παράκληση θερμή:
Θέλω με όρκο να μου υποσχεθείς
πως αν ποτέ σκεφτείς να ξαναπαντρευτείς…»
«Α,» είπε ο βασιλιάς, «ησύχασε γλυκιά μου,
δε θα δεθώ ξανά με τα δεσμά του γάμου.»
«Σε πιστεύω,» του είπε λυπημένα
η ρήγισσα. «Μα θέλω να ορκιστείς
πως μόνο αν βρεις γυναίκα πιο όμορφη από μένα
και πιο καλή, θε να την παντρευτείς.»
Γιατί ήταν βέβαιη πως στον κόσμο άλλη
δεν θα βρισκότανε με τα δικά της κάλλη.
Ο βασιλιάς τόσο πολύ την αγαπούσε
που ορκίστηκε ό,τι του ζητούσε
με δάκρυα στα μάτια. Έτσι αυτή
γαλήνια έσβυσε στην αγκαλιά του.
Και ποτέ αγάπη τόσο δυνατή
στον κόσμο δεν ειδώθηκε εδώ κάτου.
Μα ήταν τόσοι του οι λυγμοί κι οι οδυρμοί
που όλοι πιστέψαν πως κάποια στιγμή
ο πόνος του θα υποχωρούσε
και μια άλλη αγάπη θα ζητούσε.
Και δε λαθέψαν. Μερικούς μήνες μετά
καινούργια σύζυγο να βρει ζητά.
Όμως το πράγμα δε σήκωνε βιάση.
Πιστός στον όρκο του έπρεπε να μείνει
και πιο όμορφη γυναίκα να’βρει από κείνη
που το μνήμα για πάντα είχε σκεπάσει.
Οι αυλικοί του, που στην οικουμένην όλη
ψάχναν, για μίλια και για μίλια
και με μεγάλη υπομονή,
μήτε στην ύπαιθρο μήτε στην πόλη
μήτε και στα γειτονικά βασίλεια
μπόρεσαν να’βρουν τέτοια καλλονή.
Μόνο η πριγκιποπούλα είχε ομορφιά
κι απ’της μητέρας της ακόμα πιο μεγάλη,
που τον ανόητο θάμπωσε τον βασλιά.
Κι ένα πρωί του μπήκε στο κεφάλι
η ιδέα πως θα μπορούσε να την παντρευτεί.
Μάλιστα βρήκε κι ένα φαύλο δικαστή
που έκρινε το γάμο δίκαιο κι σωστό.
Η δύστυχη πριγκιποπούλα όταν
το θλιβερό μαντάτο έμαθε αυτό
ολημερίς έκλαιγε κι οδυρόταν.
Πήγε έτσι να’βρει, με βαριά καρδιά,
την όμορφη νονά της, την αγαπημένη
που ζούσε μέσα σε βαθειά σπηλιά
με σταλακτίτες και κοράλια στολισμένη.
Ήτανε μια νεράιδα θαυμαστή
και για την τέχνη της στον κόσμο ξακουστή.
Δεν είναι ανάγκη να σας πω τι ήταν στ’αλήθεια
οι νεράιδες στα χρόνια τα παλιά.
Θα τις θυμόσαστε απ’τα παραμύθια
της γιαγιάς σας, σαν ήσαστε παιδιά.
Ξέρω, είπε στην πριγκίπισσα η ξωθιά
γιατί ήρθες. Ξέρω πως θλίψη βαθειά
σε βασανίζει, και πικρό μαράζι
μα εγώ θα σε φροντίσω, μη σε νοιάζει.
Τίποτα να σε βλάψει δε μπορεί
αρκεί τη συμβουλή μου να θελήσεις
υπάκουα ν’ακολουθήσεις.
Ο κύρης σου ζητάει να σε παντρευτεί.
Θα’τανε λάθος ναι να πεις. Αλλά χωρίς
να του πας κόντρα, ν’αρνηθείς μπορείς.
Πες του ότι για απόδειξη του φλογερού
έρωτα που όπως λέει νοιώθει για σένα
πρέπει να σου χαρίσει ένα
φόρεμα με το χρώμα του Καιρού.
Μ’όλη τη δύναμή του και τα πλούτη
ποτέ δε θα μπορέσει ετούτη
σου την επιθυμία να ικανοποιήσει.
Ευθύς η νέα πριγκίπισσα πάει να ζητήσει
απ’τον πατέρα της το μαγικό φουστάνι.
Κι αυτός του βασιλείου τον πιο ξακουστό
ράφτη φωνάζει και του λέει πως θα πεθάνει
αν παρευθύς το φόρεμα δεν ράψει αυτό.
Το άλλο πρωί ο βασιλιάς της δίνει
ένα θεσπέσιο φόρεμα, που την αφήνει
με ανοιχτό το στόμα
και σαν χαμένη το θαυμάζει.
Τόσο εξαίσιο γαλάζιο χρώμα
δεν έχει ούτε το αιθέριο ατλάζι
της αυγής, σαν ο ήλιος το χρυσίζει.
Μα η θέα του με δέος τη γεμίζει
γιατί δεν ξέρει πια πώς να γλυτώσει.
Τότε η νεράιδα πίσω της τής ψιθυρίζει.
«Πριγκίπισσα, ζήτησε να σου δώσει
μια τουαλέτα τόσο πλουμιστή
που άφωτο ν’αφήνει το φεγγάρι.»
Σαν του ζητάει αυτή τη χάρη
ο βασιλιάς τον αρχικεντητή
του να’ρθει μπρος του ευθύς φωνάζει
και με ύφος άγριο τον προστάζει
φόρεμα να κεντήσει έτσι λαμπρό
που να χλωμιάζει το φεγγάρι το αργυρό.
Το φόρεμα ήταν έτοιμο την ίδια μέρα
κι ούτε η σελήνη, που στον νύχτιο τον αιθέρα
όταν μεσουρανεί κάνει τ’αστέρια
σαν χλωμά να φαντάζουν καντηλέρια,
είχε ακτινοβολία και λάμψη τόση.
Της νιας πριγκίπισσας της κόπηκε η λαλιά
μπροστά στο θαύμα αυτό, κι έτοιμη να ενδώσει
στα ανίερα ήταν σχέδια του βασιλιά.
Αλλά η νονά της τη συμβούλεψε ένα ακόμα
φόρεμα να ζητήσει, που το χρώμα
του ως και το φως του ήλιου να θαμπώσει.
Κι ο βασιλιάς, που είχε το πάθος του τυφλώσει
φωνάζει έναν χρυσοχόο και τον προστάζει
φόρεμα από το πιο πολύτιμο μετάξι
που στο βασίλειο θα’βρισκε να φτιάξει
και μ’ό,τι πιο λαμπρό διαμάντι και τοπάζι
να το στολίσει, αλλοιώς τον περιμέναν
μαρτύρια που δεν είχαν γίνει σε κανέναν.
Σε μια βδομάδα ο άξιος τεχνίτης
φέρνει το φόρεμα το πλουμιστό,
έτσι όμορφο, κομψό και θαυμαστό
που χάνει η πριγκιπέσσα τη φωνή της.
Ο Απόλλωνας, όταν στα πλάτια του ουρανού
διάβαινε με τα ολόχρυσά του άτια
δε θάμπωνε τόσο πολύ τα μάτια,
δε θόλωνε τόσο πολύ το νου.
Η κόρη, μπρος στ’ατίμητα αυτά δώρα
δεν ξέρει πώς στην άρνησή της να επιμείνει.
Θέλει να πει το ναι, αλλά την ύστατη ώρα
νέα συμβουλή η καλή της η νονά τής δίνει.
«Να ζητήσεις, ετούτη τη φορά,»
«της λέει, του γαϊδάρου τη δορά.
Καθώς τ’αμύθητά του βασιλιά τα πλούτη
προέρχονται απ’το γάιδαρο, ετούτη
η απαίτησή σου δεν θα ικανοποιηθεί.»
Η συμβουλή ήταν βασικά ορθή
αλλά η νεράιδα δεν είχε σκεφτεί
πως το πάθος τον άνθρωπο τυφλώνει
και πως τα φρένα του θολώνει.
Ο βασιλιάς και την απαίτηση αυτή
της κόρης του δεν άργησε να ικανοποιήσει
και τη δορά στην πόρτα της ν’αφήσει.
Στη θέα αυτού του δώρου απελπισία
την κόρη έπιασε, που τι να κάνει
δεν ήξερε, κι ήθελε να πεθάνει.
Αλλά η καλή νονά τής λέει πως ανοησία
θα’ταν ακόμα και να το σκεφτεί.
Τη συμβουλεύει ναι στον βασιλιά να πει
αλλά μετά, για ν’αποφύγει τη ντροπή,
να πάει μεταμφιεσμένη να κρυφτεί
στα βάθη κάποιας χώρας μακρινής
όπου δεν θα την ήξερε κανείς.
«Να,» συνεχίζει, ένα μεγάλο
μπαούλο όπου όλα τα προικιά σου
θα μπουν, τα ρούχα, τα κοσμήματά σου
κι ό,τι πολύτιμο έχεις άλλο.
Το μαγικό μου το ραβδί σου δίνω ακόμα.
Όταν στο χέρι το κρατάς
πίσω σου το μπαούλο θα τραβάς
πάντα κρυμμένο μες στο χώμα.
Κι όταν θα θέλεις να τ’ανοίξεις
αρκεί τη γη με το ραβδί ν’αγγίξεις.
Για να μην κινδυνεύεις να σ’αναγνωρίσουν
φόρεσε του γαϊδάρου τη δορά.
Όσοι σε δουν, ποτέ δεν θα νομίσουν
πως κρύβει μια όμορφη και νέα κυρά.»
Καλά καλά δεν είχε η θλιμμένη
πει πριγκιπέσσα στην καλή της φίλη
αντίο, και διαβεί του παλατιού την πύλη,
που τα κακά μαντάτα ο βασιλιάς μαθαίνει,
καθώς ετοιμαζότανε με τελετές
επίσημες και με λαμπρές γιορτές
τον υμέναιό του να γιορτάσει.
Αμέσως διαταγή σε όλους δίνει
να ψάξουν πόλεις και χωριά, βουνά και δάση,
αλλά η πριγκίπισσα άφαντη είχε γίνει.
Στην πόλη έπεσε μεγάλη απελπισία.
Πάει ο γάμος, οι γιορτές και οι παράτες
οι φασιανοί, τα ορτύκια, οι τούρτες, οι σαλάτες.
Χάσαν οι αυλικές κυρίες την ευκαιρία
τις πλούσιες τουαλέτες να φορέσουν
και στους αρσενικούς πολύ ν’αρέσουν.
Μα η λύπη η πιο μεγάλη ήτανε του δεσπότη
που έχασε το γενναίο φαγοπότι
κι αντί για τα λαμπρά δεσποτικά του
έμεινε μόνο με τα πατερμά του.
Στο μεταξύ η πριγκίπισσα τραβούσε
το δρόμο της, φορώντας τη δορά.
Κι όποιον διαβάτη συναντούσε
το χέρι τού έτεινε δειλά και σοβαρά
δουλειά ζητώντας να της δώσει.
Όμως κανείς δεν ήθελε να πάρει
κάποιαν που πάνω της βρώμα είχε τόση
κι ήταν αγέλαστη και δίχως χάρη.
Έτσι περπάτησε λεύγες πολλές.
Και τέλος έφτασε σε φάρμα μακρινή
που η κυρά της μια κοπέλα ταπεινή
έψαχνε να της κάνει τις βρωμοδουλειές,
να πλένει τα βρωμόπανα, να καθαρίζει
τους σταύλους και τα ζώα να ταϊζει.
Την πρόσλαβε. Κι η δύστυχη μια ζωή
άρχισε που από την πολλή δουλειά
δεν πρόφταινε να πάρει αναπνοή.
Κοιμόταν σε μια σκοτεινή γωνιά
και οι υποτακτικοί της φάρμας μ’απονιά
την τυραννούσαν βράδυ και πρωί.
Με χυδαία την πρόσβαλλαν αστεία,
της λέγαν πως θα κέρδιζε τα καλλιστεία,
της κάναν φάρσες, την κορόιδευαν διαρκώς
κι είχε στόχος τους γίνει τακτικός.
Λίγο ξεκουραζότανε την Κυριακή.
Γιατί αφού τέλειωνε τη δουλειά της
στη σκοτεινή κλεινόταν κάμαρά της
και με κάθε προφύλαξη εκεί
έβγαζε από πάνω της τη βρώμα,
πλενότανε, λουζόταν, χτενιζόταν
κι αφού για ώρα στον καθρέφτη κοιταζόταν
άνοιγε το μπαούλο, και στο στρώμα
άπλωνε τις τουαλέτες της, μια μια
για να ξεφύγει απ’της ζωής την ασχημιά.
Πότε φορούσε την τουαλέτα τη γαλάζια
που της αυγής εθύμιζε τ’ατλάζια,
πότε την άλλη που έκανε στον ουρανό
το φως του φεγγαριού να μοιάζει αχνό
και πότε αυτήν που τα λαμπρά της χρώματα
τον ήλιο θάμπωναν στα ουράνια δώματα.
Αυτό που μόνο τη στενοχωρούσε
ήταν πως η ουρά τους δε χωρούσε
στο πάτωμα, γιατί ήτανε στενό.
Έτσι, όταν στον καθρέφτη θαυμαζόταν
δραπέτευε απ’τη φυλακή της και βρισκόταν
για λιγάκι στον έβδομο ουρανό.
Κι όλη την εβδομάδα την κοπιαστική
περίμενε πώς να’ρθει η Κυριακή.
Σ’αυτή τη φάρμα την πολύ μεγάλη
ζούσαν τα ζώα ενός σπουδαίου βασιλιά.
Αγριόκοτες, πουλάδες, χήνες, ράλλοι,
πάπιες κι ένα σωρό εξωτικά πουλιά,
που ανήκοντας σε ποικιλίες πολλές
και σπάνιες, δέκα γέμιζαν αυλές.
Ο γιος του βασιλιά μετά από το κυνήγι
ξεκούραση ζητώντας λίγη,
ιδίως όταν ο πυρρός ήλιος του Αυγούστου
τσουρούφλιζε την ξεραμένη γη,
στη φάρμα ερχόταν με τους αυλικούς του
ένα ποτήρι δροσερό κρασί να πιει.
Ήταν κι απ’τον Απόλλωνα πιο ωραίος,
κάτοχος κάθε τέχνης κι αρετής.
Μπροστά του έτρεμε κι ο πιο γενναίος,
κι ο πιο περήφανος πολεμιστής.
Σαν του Γαϊδάρου-η-Δορά
για πρώτη αντίκρυσε φορά
τον γοητευτικό ιππότη
γλυκά τής σκίρτησε η καρδιά
και μονομιάς θυμήθηκε ότι
ήταν κι εκείνη κόρη βασιλιά.
«Πόσο έχει, εσκέφτη, μεγαλόπρεπη θωριά,
η όψη του πόση δείχνει καλωσύνη
και πόσο ευτυχισμένη θα’ναι εκείνη
που θα του’χει σκλαβώσει την καρδιά!
Αν τύχει και καταδεχτεί στη δόλια εμένα
ακόμα κι ένα απλό φόρεμα να χαρίσει
θαρρώ πως πιότερο θα με στολίσει
απ’όλα όσα στο μπαούλο έχω κρυμμένα.»
Η μοίρα έτσι το’φερε που μια φορά
ο πρίγκιπας εβγήκε να περιδιαβάσει
τη φάρμα, κι από την αλέα να περάσει
όπου έμενε του Γάϊδαρου-η-Δορά.
Κοιτώντας απ’την κλειδαρότρυπα τυχαία,
καθώς ήτανε Κυριακή,
την είδε στολισμένη με τα ωραία
κοσμήματά της και την εκθαμβωτική
τουαλέτα που είχε του ήλιου τη λαμπράδα.
Του νιου του πρίγκιπα του’ρθε ζαλάδα
όχι τόσο απ’του ρούχου τη χλιδή
όσο απ’την ομορφιά της, που δεν είχε δει
ποτέ του όμοια της. Με το στόμα ανοιχτό
εθαύμαζε του δέρματός της τη φρεσκάδα
το ανάστημά της το στητό,
των ματιών την εξαίσια ζωηράδα.
Όμως ακόμα πιο πολύ
η αγνή της η μορφή τον συγκινούσε
και μια σεμνότητα, μια συστολή
που την ευγένεια της ψυχής της μαρτυρούσε.
Τρεις φορές, απ’το πάθος του σπρωγμένος,
την πόρτα σκέφτηκε να παραβιάσει.
Όμως την τελευταία στιγμή, μετανοιωμένος,
σταμάτησε πριν δοκιμάσει.
Γυρνώντας πίσω στο παλάτι
όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι.
Δεν του’κανε πια κέφι στο χορό
να πάει, μ’όλο που ήταν Καρναβάλι,
έβρισκε το κυνήγι ανιαρό
κι ούτε ήθελε μπουκιά στο στόμα του να βάλει.
Μελαγχολία τον έπιασε βαριά
που δεν φαινότανε να’χει γιατρειά.
Ποια ήταν η νύμφη, ρώτησε, η σεμνή
που έμενε σε μια φάρμα μακρινή,
στ βάθος μιας αλέας σκοτεινής
όπου τη μύτη του δεν έβλεπε κανείς.
Δεν ήταν νύμφη, του’πανε, μήτε κυρά
μα μια φτωχιά που ζούσε μες στη βρώμα
και που φωνάζαν του Γαϊδάρου-τη-Δορά
απ’τη δορά που της εσκέπαζε το σώμα.
Κι ήταν το πιο άσχημο πλάσμα που μπορεί
πάνω στη γη κανείς να βρει.
Όμως δεν ήθελε να το πιστέψει.
Τα ωραία της χαρακτηριστικά
που τα’δειχνε ο έρως πιο γλυκά
δεν του’φευγαν από τη σκέψη.
Του πρίγκιπα η μητέρα, που τρομάζει
του αγαπημένου γιου της το μαράζι
τον ικετεύει μάταια να της πει
τι είν’αυτό που τον τυραννάει.
Στις ικεσίες της απαντάει με σιωπή
αλλά με τα πολλά ζητάει
η Δορά-του-Γαϊδάρου ένα γλυκό
να του κάνει με τα ίδια της τα χέρια.
«Ποια είναι αυτή;» η βασίλισσα ρωτάει.
Της λένε πως είναι ένα θηλυκό
που μες στη βρώμα ζει και τη μιζέρια
και που δουλειά της είναι να ταϊζει
τα ζώα, να πλένει και να σφουγγαρίζει.
Μα η βασίλισσα, που δέρνει η απελπισία.
λέει πως ό,τι έχει σημασία
είναι να γιατρευτεί το παληκάρι.
Τόσο πολύ τον γιο της αγαπούσε
που και φαϊ από χρυσάφι αν της ζητούσε
αυτή θα του’κανε τη χάρη.
Δίνουν αμέσως στου Γαϊδάρου-τη-Δορά
όλα όσα χρειάζεται υλικά
– αλεύρι που’χε ψιλοκοσκινήσει
για να’ναι η κρούστα του αφράτη,
βούτυρο, φρέσκα αυγά κι αλάτι –
και κλείνεται στην κάμαρά της για να ψήσει
το γλυκό που της είχανε ζητήσει.
Πρώτα επλύθηκε καλά σ’όλο το σώμα
για να βγάλει από πάνω της τη βρώμα,
ύστερα φόρεσε ποδιά απ’ασήμι
και στρώθηκε με ζήλο στη δουλειά.
Μ’απ’τη βιασύνη της τής έπεσε στη ζύμη
ένα της δαχτυλίδι. Αν κι άλλοι λένε πως
το’ριξε επίτηδες, τι κρύφιος της σκοπός
ήταν να το΄βρει ο γιος του βασιλιά.
Εγώ την εκδοχή πιστεύω αυτή.
Κι όταν ο πρίγκιπας επήγε να κρυφτεί
πίσω απ’την πόρτα για να την παρατηρεί
το ήξερε νομίζω, η πονηρή.
Γιατί η γυναίκα είν’έξυπνη πολύ
κι ακόμα κι η πιο ντροπαλή
που σε κανέναν δεν μιλάει
πάντα το ξέρει αν κάποιος την κοιτάει.
Γι’αυτό όρκο θα’παιρνα ότι η πριγκιπέσσα
ήτανε βέβαιη, το δαχτυλίδι όταν
άφηνε στο γλυκό να πέσει μέσα
ότι ο πρίγκιπας θα το καλοδεχόταν.
Σπάνια γλύκισμα έτσι νόστιμο είχε βγει.
Κι ο νιος, που το περίμενε με αδημονία,
άρχισε να το τρώει με τέτοια βουλιμία
που λίγο έλειψε να καταπιεί
το δαχτυλίδι. Κι ως το εξαίσιο είδε αυτό
κόσμημα, που σε δάχτυλο λεπτό
μόνο χωρούσε, έσπευσε να το βάλει
για χαϊμαλί κάτω απ’το προσκεφάλι.
Μ’αντί η αρρώστεια του να υποχωρεί
χειρότερη γινόταν, κι οι γιατροί
με τη σοφία τους έκριναν πως ορισμένως
ήταν ερωτοχτυπημένος.
Καθώς σε τέτοιες περιπτώσεις η παντρειά
είναι η καλύτερη γιατρειά,
είπαν πως έπρεπε να παντρευτεί.
Μ’αυτός, που’χε τ’αυγά και τα πασχάλια
χάσει, με τα πολλά τα παρακάλια
απάντησε πως θα δεχτεί
γυναίκα του να γίνει μόνο αυτή
που τ’όμορφο γλυκό είχε κάνει.
Του βασιλιά και της βασίλισσας μεγάλη
ήταν η έκπληξη. Μ’αν ήταν να πεθάνει,
σκέφτηκαν, κάλλιο αυτή παρά κάποια άλλη.
Αρχίσανε λοιπόν να ψάχνουνε με βία
εκείνην που στο δάχτυλό της το μεσαίο
το κόσμημα θα ταίριαζε τ’ωραίο,
είτε ήταν ευγενής είτε πληβεία.
κι ευθύς από της χώρας όλες τις γωνιές
πολλές κοπέλες όμορφες και νιες
βιαστήκανε να’ρθούν
και στη δοκιμασία να υποβληθούν.
Πρώτες ανοίξαν το χορό
οι μαρκησίες κι οι πριγκιπέσες,
που όλες όμως είχαν δάχτυλο χοντρό.
μετά ήρθαν οι κόμισες κι οι βαρωνέσες
κι όλες οι ευγενείς κοπέλες, μα καμιάς
το δάχτυλο δεν ταίριαζε. Μετά
για τη δοκιμασία έγιναν δεκτά
τ’απλά κορίτσια κάθε γειτονιάς,
που μερικά ήταν όμορφα αρκετά.
Όμως στο τέλος η δουλειά πάντα χαλούσε,
γιατί ή το δάχτυλο ήταν στρουμπουλό
είτε το δαχτυλίδι τόσο στρογγυλό
που σε κανένα χέρι δε χωρούσε.
Τέλος τα σχέδιά τους χρειάστηκε ν’αλλάξουν
και στη φτωχολογιά να ψάξουν,
στους βοσκοτόπους, τα χοιροτροφεία,
κι ως τις ταβέρνες και τα μαγειρεία.
Κι ήρθανε κάποια γύναια θλιβερά
με χέρια τόσο ροζιασμένα και χοντρά
που φαινόταν πιο λίγο πιθανό
το δαχτυλίδι να τους κάνει το στενό
απ’όσο μια γκαμήλα να περάσει
μέσα από μια βελόνα.
Πίστεψαν λοιπόν
πως στου ψαξίματος το τέλος είχαν φτάσει,
γιατί απ’το πλήθος τόσων κοριτσιών
η μόνη που να δοκιμάσει είχε σειρά
ήτανε του Γαϊδάρου-η-Δορά.
Μα ήταν δυνατό μια τέτοια κουρελού
του πρίγκιπα να γίνει του καλού
γυναίκα; Όλοι βάλανε τα γέλια.
Μα ο πρίγκιπας είπε σε κάποιον να τη φέρει.
Κι όταν της πέρασαν στο ντελικάτο χέρι
το δαχτυλίδι, τής χωρούσε στην εντέλεια.
Το δάχτυλό της το λεπτό
έμοιαζε από ελεφαντόδοντο
φτιαγμένο, κι η ίδια τόσο ροδαλό
πρόσωπο είχε, δέρμα έτσι απαλό,
καθώς με συστολή χάμω κοιτούσε,
που παρά το φτωχό της αποφόρι
σαν βασιλιά φάνταζε κόρη
κι ολόκληρη η αυλή απορούσε.
Θέλησαν να την παν στον βασιλιά, μ’αυτή
ζήτησε να της δώσουν τον καιρό
φόρεμα να φορέσει πιο λαμπρό
στη μεγαλειότητά του πριν παρουσιαστεί.
Όταν τ’ακούσανε γελάσαν όλοι
με την ιδέα πως άλλα ρούχα στη δουλειά
φορούσε κι άλλα πιο όμορφα στη σκόλη.
Μα ως εμφανίστηκε μπροστά στον βασιλιά
με την τουαλέτα της τη χρυσαφιά
που την εξαίσια της ετόνιζε ομορφιά,
τη μεταξένια κόμη την ξανθιά,
την αέρινη κορμοστασιά
και τα κοσμήματα, που η λάμψη τους τη σάλα
του Θρόνου θάμπωνε, και που όμοιά τους άλλα
δεν είχαν δει σ’όλη τους τη ζωή,
οι αυλικοί έμειναν ενεοί.
Μέσα στη γενικήν ευδαιμονία
ο βασιλιάς με θαυμασμό κοιτούσε
τη νύφη του, η ρήγισσα χαμογελούσε
κι πρίγκιπας, από την ευτυχία
συνεπαρμένος, στα ουράνια πετούσε.
Του γάμου αρχίσανε οι ετοιμασίες
κι όλοι οι γειτονικοί κλήθηκαν βασιλιάδες,
οι πρίγκιπες κι οι αρχοντάδες
που ήρθανε με λαμπρές ενδυμασίες
και με μεγαλοπρέπεια εκθαμβωτική.
Άλλοι ήρθαν απ’τη μαύρη Αφρική,
αγριωποί κι ηλιοκαμένοι,
κι άλλοι απ’τη μακρινή Ανατολή,
σ’ελέφαντες ανεβασμένοι
που τα παιδιά τρομάζανε πολύ.
Μονάρχες απ’ολόκληρη τη γη,
με ξακουστή καταγωγή
και με περίλαμπρα ονόματα
του παλατιού γεμίσανε τα δώματα.
Όμως κανείς πρίγκιπας ή Χαλίφης
δεν είχε τόση λάμψη και χλιδή
όση ο πατέρας της μέλλουσας νύφης.
Σε τόσα χρόνια που είχε να τη δει
το ανίερο πάθος του είχε ξεπεράσει
και τρυφερά έτρεξε να την αγκαλιάσει.
«Ας είναι ο Παντοδύναμος ευλογημένος
που το καλό πίσω μου’δωσε παιδί,»
είπε κατασυγκινημένος.
Την ευτυχία του έπευσαν να μοιραστούν
όλοι, και το γαμπρό να συγχαρούν
που απέκτησε τόσο ισχυρό
και πλούσιο πεθερό.
Και μες στη γενική την αλλεργία
κατέφθασε η Νεράιδα η καλή
που της πριγκίπισσας την ιστορία
διηγήθηκε, κι όλοι τη θαύμασαν πολύ.
Σκοπός αυτού του μύθου είναι να δείξει
πως κάλλιο ένα παιδί μαρτύρια να τραβήξει
κι όλου του κόσμου τα δεινά να υποστεί
παρά τον ηθικό νόμο να παραβεί.
Και πως όσο κι αν υποφέρει η αρετή
αντάξια της στο τέλος θα’χει ανταμοιβή.
Ότι ένας έρωτας τρελλός
κάνει τη λογική να υποχωρήσει
κι ότι όποιος αγαπάει είν’ικανός
κι ένα βουνό ακόμα να κουνήσει.
Πως μια κοπέλα με ψωμί και με νερό
είναι ικανή να ζει, για να μπορέσει
ένα φουστάνι λαμπερό
κάποτε να φορέσει.
Πως δεν υπάρχει κάτω από τον ουρανό
γυναίκα που να μη θαρρεί πως θαυμαστή
είναι, και κόσμημα για το γυναίκειο φύλλο.
Και πως αν κάποτε στου Ολύμπου το βουνό
σε κάποιαν έπρεπε το μήλο
να δώσει ο Πάρις, θα το’παιρνε αυτή.
Ο μύθος τούτος λίγο πιστευτός
μοιάζει, μα όσο υπάρχουνε παιδιά
στον κόσμο που έχουνε μητέρα και γιαγιά
πάντα στη μνήμη τους θα ζει κι αυτός.
Μετάφραση: Ιούνιος 2000
Ο ι γ ε λ ο ί ε ς ε π ι θ υ μ ί ε ς
Ήτανε μια φορά ένας ξυλοκόπος
που τη ζωή του είχε βαρεθεί
γιατί ήταν όλο βάσανα και κόπος.
Απ’την ημέρα που είχε γεννηθεί
δεν είχε εκπληρωθεί ούτε η παραμικρή
επιθυμία του, ούτε είχε δει χαρά.
Γι’αυτό παρακαλούσε λύτρωση να βρει
στα μαύρα του Αχέροντα νερά.
Μια μέρα που στο δάσος είχε πάει να κόψει
ξύλα, την τρομερή μπροστά του όψη
βλέπει του Δία, που έναν κεραυνό
κρατούσε. Του φτωχού του ξυλοκόπου
κόπηκαν τα ήπατα, γιατί σπανίως ανθρώπου
μάτια αντικρύζαν αυτόν που στον ουρανό
βασίλευε. Ζητάει παρευθύς
γονατιστός συγνώμη για την αναίδειά του.
«Καλέ μου άνθρωπε, μη φοβηθείς,»
του λέει ο Δίας. «Ήρθα κάτου
στη γη για να σου δείξω πως με αδικείς.
Υπόσχεση σου δίνω, εγώ που κυβερνώ
θάλασσα, γη, αιθέρες κι ουρανό
κι ορίζω ανεμοθύελλες και τρικυμίες
ότι τις πρώτες τρεις σου επιθυμίες
θα εκπληρώσω δίχως δισταγμό,
γιατί να’σαι ευτυχής επιθυμώ.
Όμως σε συμβουλεύω, πριν μιλήσεις
σκέψου καλά τι θα ζητήσεις.»
Ο Δίας με τα λόγια αυτά στον ουρανό
ανέβηκε, κι ο άνθρωπός μας το δεμάτι
των ξύλων έβαλε ξανά στην πλάτη,
που ανάλαφρο του εφάνη, σαν σανό
να κουβαλούσε. «Πρέπει πριν αποφασίσω,»
σκεφτόταν περπατώντας ελαφρά,
«τι δώρα από τον Δία να ζητήσω,
με την καλή μου να μιλήσω την κυρά.»
Σαν πάει στο φτωχικό του το κονάκι
λέει στη γυναίκα του: «Βάλε στο τζάκι
μπόλικα κούτσουρα, να ζεσταθούμε,
γιατί πλούσιοι ταχιά θε να γενούμε.»
Κι ευθύς καταλεπτώς της διηγιέται
τι του’τυχε στο δρόμο, και καυχιέται
για τη μεγάλη του εξυπνάδα. Η γυναίκα
κάνει όχι ένα σχέδιο μα δέκα.
Μα όπως το πράγμα είναι σοβαρό,
«Να μη βιαστούμε,» λέει, «έχουμε καιρό.
Ας εξετάσουμε με ησυχία
τι να ζητήσουμε μπορούμε από τον Δία.»
«Δίκιο έχεις,» ο άντρας της τής απαντάει.
«Δεν είναι ανάγκη να βιαστούμε.
Όμως στο μεταξύ φέρε να πιούμε
λίγο απ’το γιοματάρι που λαμποκοπάει
στη χόβολη σαν ακριβό ρουμπίνι.»
Αρχίζει με απόλαυση να πίνει,
κι αφού κατέβασε κάμποσα ποτηράκια
κι όλα του φύγαν τα μεράκια,
«Τι ωραία θα’ταν,» λέει, «με το κρασί
να’χαμε για μεζέ κι ένα τηγανιτό
λουκάνικο.» Και στο λεπτό
βλέπει η γυναίκα του, μ’έκπληξη περισσή
από του δωματίου μια σκοτεινή
γωνιά, έρποντας να’ρχεται σαν σερπετό
ένα λουκάνικο. Έβαλε μια φωνή
για του αντρός της τη μεγάλη τη βλακεία,
που μια είχε χαραμίσει επιθυμία
κι έξω φρενών, ωσάν μαινάδα αρχίζει
να βλαστημάει και να τον βρίζει.
«Θα’χαμε,» λέει, «μια χαρά
μπορέσει να ζητήσουμε λαμπρά
διαμάντια και ρουμπίνια, πλούτια και παλάτια,
τουαλέτες που θα θάμπωναν τα μάτια,
κι αντί γι’αυτά ένα χοντρό
λουκάνικο ηύρες να ζητήσεις.»
«Ήτανε λάθος,» λέει ο άντρας, «σοβαρό,
και σου ζητάω να με συχωρήσεις.»
Μα τις βρισιές της συνεχίζει εκείνη.
Κι ο ξυλοκόπος, που έχει πνίξει η αδικία,
σκέφτεται, ως δεύτερη επιθυμία,
χήρος να ζήταγε να μείνει.
Και μεταξύ μας, δίκιο ίσως ο φτωχός
να’χε. «Οι άντρες,» έλεγε, «έχουν γεννηθεί
για να υποφέρουν συνεχώς!
Η υπομονή μου έχει εξαντληθεί.
Ο διάολος το λουκάνικο να πάρει.
Στη μύτη να σου κρέμονταν μακάρι,
κατσίκα!» Πριν η φράση του αυτή
τελειώσει, το λουκάνικο έχει κρεμαστεί
στη μύτη της γυναίκας του. Η καϋμένη
στον καθρέφτη κοιτιέται απελπισμένη
και σ’ασυγκράτητους λυγμούς ξεσπάει.
Ήταν ωραία, της αρέσαν τα ψιμύθια
γαι για να πούμε την αλήθεια
το νέο στολίδι δεν της πολυπάει
και επί πλέον, τη δυσκολεύει να μιλάει.
Για έναν άντρα το πλεονέκτημα μεγάλο
ήταν. Ο ξυλοκόπος σοβαρά
σκέφτεται να ζητήσει, τούτη τη φορά
αντί για οτιδήποτε άλλο,
μετά την τόση του ατυχία,
να γίνει βασιλιάς. Η εξουσία
χάρες έχει πολλές και μεγαλεία.
Όμως έπρεπε επίσης να σκεφτεί
πώς θα φαινόταν της γυναίκας του να γίνει
βασίλισσα με τέτοια μύτη. Ίσως εκείνη
αντί σ’όλη τη χώρα να ρεζιλευτεί
γυναίκα ξυλοκόπου προτιμάει να μείνει.
Γιατί θα’τανε τυραννία φοβερή
όλη τη μέρα να κυκλοφορεί
μ’ένα λουκάνικο στη μύτη. Επομένως
για ό,τι της έκανε μετανοιωμένος
στο τέλος λέει να τη ρωτήσει
και να κάνει ό,τι εκείνη αποφασίσει.
Η φίλη μας, μετά σκέψη πολλή,
μ’όλο που ξέρει ότι στην αυλή
όταν λαμπρό στέμμα φοράς
και σκήπτρο ρήγισσας κρατάς
έχεις πιο ωραία μύτη
κι από την Αφροδίτη,
βρίσκει πως κάλλιο όμορφη να’σαι με τσεμπέρι
παρά η ματιά σου να υποφέρει
κάθε φορά που τον καθρέφτη σου κοιτάς.
Έτσι ο ξυλοκόπος βασιλιάς
δεν έγινε, ούτε η τσέπη του φλουριά
εγέμισε. Με την καρδιά βαριά,
για τη στερνή του επιθυμία
θερμοπαρακαλεί τον Δία
τη μύτη της γυναίκας του να σιάξει
κι απ’το λουκάνικό της να την απαλλάξει.
Το δίδαγμα του μύθου είν’ότι οι δυστυχείς
άνθρωποι κάθε τόπου κι εποχής,
τυφλοί, απρονόητοι, ανήσυχοι, δειλοί,
πρέπει να σκέφτονται πολύ
πριν απ’τη Μοίρα κάτι να ζητήσουν.
και πως λίγοι είναι κείνοι
που όσα αγαθά ο Θεός τους δίνει
ξέρουνε πώς να τ’αξιοποιήσουν.
Μετάφραση: Ιούνιος-Ιούλιος 2000