της Βαρβάρας Ρούσσου
Ξεκινώντας παράδοξα αυτό το κείμενο απαντώ στο «χαιρετισμό» γνωριμίας του Καναδού ποιητή Άλντεν Νόουλαν που μας συστήνεται δια χειρός Γιάννη Παλαβού: «κι εμείς χαιρόμαστε που είστε εδώ κύριε Νόουλαν». Οι νεοπαγείς εκδόσεις LOGGIA, κάνοντας μια σημαντική είσοδο στα ποιητικά πράγματα, με μια απλή αλλά καλαίσθητη έκδοση μας φέρνουν σε επαφή με αυτόν τον ποιητή, μάλλον άγνωστο, στη χώρα μας.
Η γνωριμία πραγματοποιείται μέσα από «σαράντα από τα αρτιότερα ποιήματα του Νόουλαν αντλημένα απ’ όλες τις συλλογές του» που «δεν παρατίθενται με χρονολογική σειρά» αλλά «οργανώνοντας ενίοτε μικρούς θεματικούς κύκλους» όπως σημειώνει ο μεταφραστής Γιάννης Παλαβός.
Η δίγλωσση έκδοση με την προσεγμένη μετάφραση μας μεταφέρει αυτούσιο το κλίμα της ποίησης του Καναδού. Οφείλω εδώ να αναφερθώ στο περιεκτικό και φροντισμένο επίμετρο. Δεν αποτελεί μετάφραση ξένου σημειώματος (τέτοια που είδαμε να συνοδεύουν άλλες εκδόσεις αδυνατώντας έτσι να μεταφέρουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην οποίαν κινείται το έργο του κάθε δημιουργού ενώ συχνά θεωρούν δεδομένα στοιχεία που για τον Έλληνα αναγνώστη είναι άγνωστα). Οι συγκροτημένες εργοβιογραφικές πληροφορίες που παραθέτει ο Παλαβός αποδίδουν τόσο το περιβάλλον του ποιητή όσο και βασικά γνωρίσματα του έργου του, κάθε δηλαδή απαραίτητο στοιχείο για να κατανοηθεί. Ο Παλαβός αναφέρεται, στο τέλος του επίμετρού του, στις αλλαγές που έκρινε σκόπιμες για να αποδοθεί το κάθε ποίημα καλύτερα, όπως π.χ. ότι χρειάστηκε να μεταβάλλει το μήκος στίχων για να διατηρήσει το κέντρο βάρους του ποιήματος και κυρίως την προφορικότητα, ένα βασικό γνώρισμα του Νόουλαν. Όσα λοιπόν με χαρακτηριστικά άρτιο τρόπο παρουσιάζει ο Παλαβός στο επίμετρο καθιστούν απλώς συμπληρωματικές τις παρατηρήσεις αυτού του κειμένου μου.
Απλός λόγος, κουβεντιαστό ύφος, συχνά (αυτό)εξομολογητικό, χαμηλόφωνο, με σύζευξη εικόνων όπου η σκληρότητα ή εναλλάσσεται με την τρυφερότητα ή παραμένει να σφυροκοπά έως το τέλος του ποιήματος όπως στο «Οδός Μπρίτεν Σεν Τζον, Νιου Μπράνσγουικ»: «Δρόμος- εμπόλεμη ζώνη/Ως και τα νήπια/χτυπιούνται με ρόπαλα/ μέχρι να ματώσουν,/ουρλιάζουν «Γαμιέσαι!»/[…] ως και τα σκυλιά/πιο εύκολα μαλώνουν/παρά τρώνε./Εννιά μήνες εδώ πέρα/ ούτε μια φορά, ποτέ μου/δεν άκουσα γλυκιά κουβέντα […] τα γλυκά λόγια τα ψιθυρίζεις,/τα άσχημα μονάχα τα φωνάζεις». Η απόσταση που παίρνει ο ποιητής περιγράφοντας λιτά αλλά με ρεαλιστική καθαρότητα ακυρώνεται με το παράπονο στο τέλος που απαντά στο «για ποιο λόγο να γράφτηκε αυτό το ποίημα». Είναι η καίρια στιγμή παρατήρησης που γίνεται αυτοπαρατήρηση και διαφεύγοντας από το στενό όριο ενός λαϊκού δρόμου μετατρέπεται σε κοινωνικό σχόλιο, σε κατάθεση μιας στάσης ζωής όπου η αγάπη (πρέπει να) γίνεται ο κύριος άξονας και ο μοχλός ευτυχίας. Το σχεδόν μόνιμο πρόβλημα του Νόουλαν, που το θεματοποιεί ποικιλότροπα, είναι ο εξοβελισμός της αγάπης, η απουσία της στην καθημερινότητα που δυσχεραίνει κάθε συμβίωση. Στο «Να φωνάζει στους ξένους πως τους αγαπά» γράφει αποδίδοντας την αντίληψή του για την αντιμετώπιση πράξεων αγάπης ως σημείο παραφροσύνης «Δεν απόρησα που ήρθαν και τον πήραν, που τον έδεσαν πισθάγκωνα…».
Ο Νόουλαν επιδιώκει να μνημειώσει το συναίσθημα και το κλίμα της στιγμής χωρίς να χαθεί ο απλός τρόπος με τον οποίον κάτι συμβαίνει: η γέρικη φοράδα το σημείο όπου συναιρούνται σκληρότητα και συμπόνοια («Ανημποριά»), ο αφηνιασμένος νεαρός επιβήτορας («Ο χρυσόξανθος επιβήτορας»), μια θλιβερή συνάντηση στο άπλωμα της μπουγάδας όπου η ένταση της στιγμής συμπιέζεται στο κόκκινο μάλλινο πουκάμισο («Το κόκκινο μάλλινο πουκάμισο»). Μέσα από την έκδηλη αφηγηματικότητα -μερικά ποιήματα θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε διηγήματα- ή την περιγραφή εξεικονίζονται συμπυκνωμένα μορφές της καναδικής υπαίθρου, όπως στο «Ξαδέρφια». Τέτοιες αναπαραστάσεις συγκροτούν μια ποιητική ηθογραφία της καναδικής υπαίθρου (της βορειοαμερικανικής υπαίθρου ουσιαστικά αφού πολλά από τα ποιήματα μας φαίνονται σκηνές από ανάλογα φιλμ και φανταζόμαστε τα πρόσωπα του Νόουλαν να ενσαρκώνονται από φιλμικά αντίστοιχους ήρωες) αλλά ο ποιητής δεν είναι απλώς ένστιχος ηθογράφος, αφού ο στόχος του είναι ο άνθρωπος στον κόσμο, είτε στο φυσικό περιβάλλον της υπαίθρου είτε στην οικογένεια είτε στον περίγυρο διανοουμένων. Η αναβίωση της στιγμής μέσω της μνήμης διαχωρίζει εκείνα τα χρονικά σημεία όπου η εικόνα γίνεται καίριο βίωμα ειδικής σημασίας. Δεν είναι τυχαίες αγροτικές/επαρχιακές ή όποιες εικόνες αυτές που αναπαράγει ο Νόουλαν είναι οι μεταιχμιακές καταστάσεις που οδηγούν από το αίσθημα στο συναίσθημα και από κει στην επεξεργασία του. Στο «Το τέλος της μέρας» η συνείδηση της απλής ευτυχίας και η επιθυμία θανάτου ως κορύφωσή της ευτυχίας, απομακρύνουν το φόβο θανάτου και δεν αποτελούν απλώς εικόνες, παρά την περιγραφικότητα που προηγείται, αλλά γίνονται βαθύς στοχασμός: «αυτή τη στιγμή δεν θα’χα αντίρρηση να πεθάνω,/αν ήμουν σίγουρος ότι θάνατος σημαίνει ύπνος.».
Το ποίημα που επιλέχτηκε ως τίτλος του βιβλίου («Χαίρομαι που είμαι εδώ») αποτελεί δείγμα της τραχύτητας και λιτότητας του ποιητικού ύφους του Νόουλαν με κατάληξη, που παρότι θετική, ενέχει μια ειρωνεία για το συμβιβασμό του νεαρού ζευγαριού, των γονιών του, πριν προχωρήσουν στο γάμο τους ενώ ο ίδιος κυοφορείται και είναι αυτός το έμβρυο που αφηγείται (παρακολουθώντας κριτικά όπως εκείνο του Ιάν ΜακΓιούαν στο καρυδότσουφλο): «μετά άρχισαν να υψώνουν τις φωνές τους/ώσπου έφτασαν να ουρλιάζουν//μετά ξανά μεγάλη σιωπή/μετά έπιασαν να μιλούν πολύ σιγανά και τελικά/ ο άντρας είπε:/Λοιπόν, προχωράμε -κι ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας,/θα το κάνουμε.//Στο μεταξύ εγώ κουλουριασμένος/καρδιοχτυπούσα/στα σκοτεινά σπλάχνα της». Η στιγμή γίνεται ρωγμή και σημείο τομής για το μέλλον, ανάμεσα σε σιωπές και λέξεις. Όπως οι στιγμές είναι αιχμηρές έτσι και ο εαυτός, με τις δύο αιχμηρές όψεις, μπορεί να εμφανιστεί στο ποίημα: «Είμαι τελείως μεθυσμένος. […] Είμαι τελείως νηφάλιος. […]Έτσι γράφονται τα καλύτερά μου ποιήματα» (Συνάντηση κι αναγνώριση»). Η ποίηση, σαν ένα άλλο πρόσωπο της ελλείπουσας αγάπης, παρηγορεί: «Γράψε ποιήματα για ό,τι/ από μέσα σου βαθιά ξεχύνεται/και σε πονά./». («Το ποίημα του Τζόνι»).
Ο κουβεντιαστός, καθημερινός τόνος αποκτά προς το τέλος των ποιημάτων ένταση. Σε κάθε περίπτωση όμως κατορθώνει να συγκινήσει με τη θέρμη μιας απλής γραφής, αισιόδοξος μέσα από τη διάχυτη θλίψη του: «διότι το να μην έχεις γεννηθεί/είναι η μοναδική τραγωδία/ που μπορούμε να φανταστούμε,/ μα δεν χρειάζεται διόλου να τη φοβόμαστε.» («Εγκώμιο του μεγάλου θαλάσσιου ίππου»).
info: Άλντεν Νόοουλαν, Χαίρομαι που είμαι εδώ, ανθολόγηση-μετάφραση-επίμετρο Γιάννης Παλαβός εκδ. LOGGIA 2020