Cecil Taylor (1929-2018): Γενέθλια επέτειος του θεμελιωτή της free τζαζ και ποιητή (του Γιάννη Μουγγολιά)

0
96

 

του Γιάννη Μουγγολιά

 

Κορυφαία μορφή της jazz και του αυτοσχεδιασμού που έδωσε μια νέα ώθηση στην αφροαμερικάνικη μουσική, θεμελιωτής της free jazz ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ΄50, πολύ πριν ο όρος αυτός εμφανιστεί και καθιερωθεί στη δεκαετία του ΄60 για να περιγράψει την ελευθερία έκφρασης της μουσικής στο είδος αυτό, συνθέτης και πιανίστας που οι πολλές ηχογραφήσεις του και οι μνημειώδεις συναυλίες του άφησαν εποχή, ο Αμερικανός Cecil Taylor καταγράφηκε στο πάνθεον των εμβληματικών προσωπικοτήτων της jazz χαράζοντας έναν ιδιοσυγκρασιακό και άκρως προσωπικό δρόμο. Οι ηφαιστειακοί αυτοσχεδιασμοί του για πιάνο και οι εκπληκτικές τεχνικές υλοποίησης των εμπνεύσεών του σε μαραθώνιες μουσικές παραστάσεις, θεωρούνται μέχρι και σήμερα από τα πιο ζωντανά και γόνιμα μέρη που ευδοκίμησε η free jazz.

Αν ζούσε σήμερα θα γινόταν 96 ετών (γεννημένος το 1929 στο Λονγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης), αλλά έφυγε από κοντά μας το 2018 (ήταν Μεγάλη Παρασκευή εκείνης της χρονιάς) και στις 5 Απριλίου συμπληρώνονται 7 χρόνια από τον θάνατό του στα 89 του στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, στο οποίο είχε μετακομίσει από το 1983. Τη χρονιά του θανάτου του ήταν ακόμη ενεργός αφού εργαζόταν πάνω σε μια αυτοβιογραφία του ενώ προετοίμαζε μελλοντικές συναυλίες του και άλλα έργα.

Με αφορμή τα δυο αυτά κοντινά χρονικά ορόσημα θα επιχειρήσουμε να ρίξουμε φως στον σπουδαίο αυτόν εκπρόσωπο της δημιουργικής αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής, το όνομα του οποίου φιγουράρει σε περίοπτη θέση στα λεξικά της jazz δίπλα σε αυτά των ιερών τεράτων του είδους: Ornette Coleman, Sun Ra, John Coltrane, Albert Ayler. Θα αναφερθούμε συνοπτικά στο πέρασμά του από την Ελλάδα για συναυλίες, στο εξαιρετικό σόλο άλμπουμ του που κυκλοφόρησε από ελληνική δισκογραφική εταιρεία, στην ιδιότητά του ως ποιητής και μέσω μιας επιλεγμένης δισκογραφίας από το σύνολο του έργου του θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε πτυχές της φυσιογνωμίας και της μουσικής του.

Tα πρώτα βήματα και η ασυμβίβαστη πορεία του

Μοναχοπαίδι μεσοαστικής οικογένειας, άρχισε να παίζει πιάνο στα 5 του ακούγοντας εκείνη την εποχή τις ορχήστρες του σουίνγκ και έχοντας ως κύρια επιρροή τον θρύλο του jazz πιάνου Duke Ellington. Σπούδασε στο New York College of Music και το 1952 άρχισε σπουδές στο New England Conservatory στη Βοστώνη πιάνο, σύνθεση, ενορχήστρωση, αρμονία, σολφέζ και ήρθε σε επαφή με την παρακαταθήκη της σύγχρονης ευρωπαϊκής μουσικής παράδοσης. Το έργο των Bela Bartok, Karlheinz Stockhausen, György Ligeti, Ιάνη Ξενάκη λειτούργησε καταλυτικά πάνω του ενώ η μελέτη του Bach άφησε τα δικά της αποτυπώματα. Παρά τις επιρροές αυτές ωστόσο η ιδιόμορφη και ιδιοσυγκρασιακή πιανιστική και συνθετική του ιδιοφυία εκφράστηκε μέσα από μια φυσική και γεμάτη ενέργεια προσέγγιση που πρόκρινε τον αυτοσχεδιασμό, τις πολυρυθμίες και κυρίως την αίσθηση του δρόμου και τη γήινη έκφραση. Έτσι η μουσική του διέξοδος έτεινε περισσότερο στην τζαζ και αργότερα στη σωματική έκφραση που αξιοποιούσε το πιάνο σε όλο του το μέγεθος, τις επιφάνειές του και απογείωνε τις δυνατότητές του ως έγχορδο (χορδές πιάνου) και κυρίως ως κρουστό.

Με τον Steve Lacy

Το 1955, ο Τέιλορ επέστρεψε στη Νέα Υόρκη από τη Βοστώνη. Σχημάτισε ένα κουαρτέτο με τον σοπράνο σαξοφωνίστα Steve Lacy, τον μπασίστα Buell Neidlinger και τον ντράμερ Dennis Charles. Το 1958 ο Taylor ηχογράφησε με τον τενόρο σαξοφωνίστα John Coltrane το «Stereo Drive» (United Artists Records, 1959), που αργότερα κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Coltrane Time» με έτερους μουσικούς συνοδοιπόρους τους Kenny Dorham (τρομπέτα), Chuck Israels (κοντραμπάσο) και Louis Hayes (ντραμς). Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Cecil Taylor συνεργάστηκε με τον Albert Ayler που τότε εμφανιζόταν στο προσκήνιο και μέχρι το 1961 συνεργαζόταν με μεγάλη συχνότητα με τον άλτο σαξοφωνίστα και στενό του συνοδοιπόρο Jimmy Lyons. Οι δυο τους, ο ντράμερ Sunny Murray, που στην πορεία αντικαταστάθηκε από τον ντράμερ Andrew Cyrille) ήταν ο πυρήνας του Cecil Taylor Unit, ενός συγκροτήματος υψηλότατου ποιοτικού επιπέδου και σπάνιων απαιτήσεων που δραστηριοποιήθηκε έως και το 1986 όπου πέθανε ο Lyons.

 

Cecil Taylor Unit στο Five Spot Cafe το 1975. Φωτο: Fred W. McDararugh

Η μουσική του Cecil Taylor, πρωτοποριακή και χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση και υποχώρηση από τους δικούς του υψηλούς στόχους και κατευθύνσεις, σε συνδυασμό με την χωρίς εκπτώσεις τάση του να ξεχωρίσει με τον πιο διακριτό και ωμό τρόπο το καλλιτεχνικό του έργο από τις απαιτήσεις της εμπορικής βιομηχανίας και των κυκλωμάτων της δισκογραφίας, σίγουρα δεν ήταν η ιδανική συνθήκη για την ευρεία εμπορική επιτυχία των δουλειών του. Ενδεικτικό των δυσκολιών που αντιμετώπισε στη δεκαετία του ΄60 ο Cecil Taylor ήταν το γεγονός ότι την περίοδο 1962-1966 δεν εκδόθηκε ούτε ένας δίσκος του. Σε αυτό το κλίμα προστέθηκε και η διαμόρφωση της έντονης πολιτικής φυσιογνωμίας του με χαρακτηριστικά που οδήγησαν στην αυτοοργάνωση των δημιουργικών μουσικών μέσα το 1964.

Η αποδοχή και η καταξίωση που άρχισε στη δεκαετία των 1970s

Ο δύσκολος όμως αλλά ασυμβίβαστος αυτός αγώνας του Cecil Taylor σε συνδυασμό με τη σταδιακή αναγνώριση της ιδιαίτερης μουσικής του που πλέον είχε δώσει σπάνια δείγματα ωριμότητας και ποιότητας, παρά τις ρηξικέλευθες απόψεις του, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄70 καταξιώθηκε και έγινε δεκτός από ένα ευρύτερο κοινό. Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄60 ο Cecil Taylor υιοθετεί και συστηματοποιεί στις εμφανίσεις του (ηχογραφήσεις και συναυλίες) τη φόρμα του σόλο πιάνου, κάτι που στη δεκαετία του ΄70 αποτελεί μόνιμη πρακτική του. Η διεθνής κριτική πλέον τον έχει αγκαλιάσει, ενώ η αναγνώρισή του τον έφερε μέχρι και στο γκαζόν του Λευκού Οίκου να παίζει για τον Πρόεδρο των ΗΠΑ  Jimmy Carter.

Με τον Tony Oxley

Μετά τον θάνατο του Lyons το 1986, προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 ο Cecil Taylor δημιούργησε το σχήμα Feel Trio με τον κοντραμπασίστα William Parker και τον ντράμερ Tony Oxley, με προσανατολισμό προς τον ευρωπαϊκό ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, ενώ έπαιξε και με μεγαλύτερα σύνολα και έργα μεγάλων συγκροτημάτων. Το 1988 στο Βερολίνο συνεγάστηκε με μεγάλες μορφές της ευρωπαϊκής αυτοσχεδιαζόμενης μουσικής: Tony Oxley, Derek Bailey, Evan Parker, Han Bennink, Louis Moholo, Paul Lovens ηχογραφώντας για τη γερμανική δισκογραφική εταιρεία FMP. Στη δισκογραφία συνεργάστηκε με τους Dewey Redman και Elvin Jones στο άλμπουμ «Momentum Space» (Verve, 1999).

Οι συναυλίες του στην Ελλάδα

Ιδιαίτερα τυχεροί στάθηκαν όσοι κατάφεραν να παρακολουθήσουν τον Cecil Taylor σε κάποια του συναυλία. Οι συναυλίες του Cecil Taylor αποτέλεσαν αποκαλυπτική εμπειρία, μια βαθιά μυστηριακή, μυσταγωγική ένωση με το θείο με τελετουργικό τρόπο που αναπτύσσει ο μουσικός στα πλήκτρα του πιάνου αλλά και με τη γενικότερη παρουσία του κατά τη διάρκεια της επικοινωνίας του με το κοινό.

30 Jahre Stadtgarten
Photo: Hyou Vielz

Ο αείμνηστος παραγωγός ραδιοφώνου, μουσικοκριτικός, συγγραφέας, ιδρυτής της δισκογραφικής εταιρείας Praxis και εμπνευστής του ομώνυμου φεστιβάλ, αλλά και εκδότης του παλαιού καλού περιοδικού «Τζαζ» Κώστας Γιαννουλόπουλος έγραφε στο τεύχος 15 (Οκτώβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος 1981): «Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο όταν χιλιάδες, ας πούμε, άτομα κάθονται σε μια αίθουσα κονσέρτου που θα παίξει ο Cecil Taylor, και συνεχίζουν να κάθονται ακίνητα ακόμα κι όταν εκείνος παίζει τρεις και τέσσερις ώρες σόλο πιάνο. Η ακινησία δείχνει το μέτρο της προσήλωσης, ο καθένας είναι ελεύθερος να φύγει αλλά δεν το κάνει γιατί βρίσκεται μπροστά σε τεράστιες μαγνητικές δυνάμεις που του υποβάλλουν ένα ψηλότερο αίσθημα, όχι ολοκλήρωσης αλλά καθαρότητας, που σημαίνει ότι ανάμεσα στον αυτοσχεδιαστή και τον εαυτό του (που μπορεί να είναι ο Θεός του) υπάρχει μια συνομιλία που δεν παραμορφώνεται από τίποτα γιατί δεν υπάρχει μεσάζων σκοπός ή πρόθεση, και έτσι αυτή η διαδικασία (τολμάω να την ονομάσω μουσική μόνο γιατί το εργαλείο της πλοκής της είναι το πιάνο) πάει τον ακροατή πολύ πίσω στον χρόνο, σε πανάρχαιες μνήμες, όπου η έκσταση ήταν το λειτουργικό αποτέλεσμα της μαγείας – και ο Taylor είναι ο μάγος, ο σαμάνος μιας απέραντης φυλής ανθρώπων».

Ο Cecil Taylor έδωσε συναυλίες και στην Ελλάδα κοινωνώντας την σπουδαία του τέχνη στο κοινό. Συναυλίες που εκτός της μουσικής, είχαν τη μορφή ιεροτελεστίας.

Στις 18 Σεπτεμβρίου του 1988 ο Cecil Taylor εμφανίστηκε ζωντανά για πρώτη φορά στην Ελλάδα δίνοντας συναυλία στο Θέατρο του Λυκαβηττού καθηλώνοντας το κοινό βρισκόμενος σε ανεπανάληπτη φόρμα. Εμφανίστηκε σόλο πιάνο προσφέροντας μια σπάνια εμπειρία και παίζοντας με πρωτοφανή ένταση στα πλήκτρα αναδεικνύοντας σε όλο το μεγαλείο της τη σύνθετη και πυκνή σε νοήματα μουσική του και γεφυρώνοντας με τον μοναδικό του τρόπο τη σύγχρονη δυτική και την αφρικάνικη μουσική παράδοση. Στις 19 Σεπτεμβρίου ο Cecil Taylor ανηφόρισε για τη Θεσσαλονίκη επαναλαμβάνοντας και εκεί τη συναυλία του. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο διακεκριμένος Θεσσαλονικιός σαξοφωνίστας Φλώρος Φλωρίδης δυο χρόνια νωρίτερα, το 1986 βρέθηκε στο Βερολίνο και έπαιξε σαξόφωνο στην  Euro-American Orchestra του Cecil Taylor.

Στις 15 Ιουλίου 1989 στο πλαίσιο του 4ου Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας (καλλιτεχνικός διευθυντής: Θάνος Μικρούτσικος) εμφανίστηκε στο Αρχαίο Ωδείο μαζί με τον Αυστραλό πιανίστα Roger Woodward. Η κοινή ζωντανή εμφάνιση των δυο μουσικών είχε εγκαινιαστεί από το 1987 με περιοδεία τους στην Αγγλία όπου ο Woodward έπαιξε σόλο έργα των Ιάνη Ξενάκη, Takemitsu και Feldman, ακολουθούμενος από τον Taylor, που έπαιζε επίσης σόλο πιάνο.

Αναστασία Λύρα και Cecil Taylor στο Θέατρο της Ρεματιάς

Στις 26 Αυγούστου του 1991 σε μια ακόμα ζωντανή του εμφάνιση που έγινε στο Θέατρο της Ρεματιάς στο Χαλάνδρι, ο Cecil Taylor ως μουσικός στα πλήκτρα του πιάνου συνέπραξε με τη χορογράφο και χορεύτρια Αναστασία Λύρα σε ένα μοναδικό θέαμα αυτοσχεδιασμού στον χορό και στη μουσική. Στο πρόγραμμα της παράστασης εκτός από τα κολακευτικά σχόλια για τον «μουσικό» Cecil Taylor, διαβάζουμε: «Ο Cecil Taylor έχει επίσης συνεργαστεί με πολλούς χορευτές και χορογράφους, μοντέρνους αλλά και κλασικούς όπως ο Μιχαήλ Μπαρίσνικωφ και ο Μιν Τανάκα. Για τον χορό τρέφει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αγάπη και πολύ συχνά χορεύει ο ίδιος στις παραστάσεις του. Το καλοκαίρι του ΄90 ο Cecil Taylor κάλεσε την Αναστασία Λύρα να πάρει μέρος στο Cecil Taylor Dance Project στο Βερολίνο. Η σημερινή παράσταση ξεπήδησε από το ενδιαφέρον και τη σχέση που γέννησε η συνεργασία αυτή. Το κομμάτι είναι ειδικά προσαρμοσμένο για τη σκηνή και το περιβάλλον της Ρεματιάς».

Εκτός από τους προαναφερόμενους ο Cecil Taylor είχε συνεργαστεί με τη χορεύτρια Dianne McIntyre από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η αγάπη του για το μπαλέτο και τον χορό ενεργοποιήθηκε από πολύ νωρίς αφού η μητέρα του, Ινδιάνικης καταγωγής, που την έχασε όταν ήταν μικρός, ήταν χορεύτρια και έπαιζε πιάνο και βιολί.

Όμως και άλλες φορές ο Cecil Taylor έπαιξε ζωντανά ενώπιον του κοινού, ανεπίσημα όμως. Ο Cecil Taylor αγάπησε την Ελλάδα και ερχόταν για διακοπές και στο πλαίσιο των ταξιδιών του στη χώρα μας έστηνε σχεδόν εντελώς απροετοίμαστα κάποια live για φίλους και θαυμαστές της τέχνης του.

Ο live δίσκος του σε ελληνική εταιρεία

Η σχέση του με την Ελλάδα όμως δεν περιορίζεται εδώ. Η δισκογραφική εταιρεία Praxis, παράλληλη δραστηριότητα του σημαντικού ομώνυμου φεστιβάλ της Αθήνας (και στα δύο εμπνευστής και εμψυχωτής ήταν ο Κώστας Γιαννουλόπουλος) κυκλοφόρησε το 1982 το σόλο άλμπουμ του Cecil Taylor σε δίσκο διπλού βινυλίου με τίτλο «Praxis».

Πρόκειται για ηχογραφημένη συναυλία του Taylor στην Ιταλία τον Ιούλιο του 1968 και έναν από τους πρώτους ηχογραφημένους σόλο δίσκους του. Έτσι η μοναδική έκδοση του δίσκου και μάλιστα από ελληνική εταιρεία έγινε 14 ολόκληρα χρόνια μετά την ηχογράφηση του live. To εξώφυλλο του δίσκου είναι έργο της εικαστικής δημιουργού Τέτης Κουμούτση. Κάθε πλευρά του δίσκου και μια εκτεταμένη σύνθεση διάρκειας περίπου 19 λεπτών. Οι συνθέσεις με τη σειρά τιτλοφορούνται αριθμητικά: Praxis Part 1, 2, 3, 4. Τέσσερις συνθέσεις με όλα τα χαρακτηριστικά της υψηλής πιανιστικής τέχνης του Cecil Taylor όπως αποκρυσταλλώθηκαν και καταγράφηκαν αποτυπώνοντας την έμπνευση της στιγμής και που σίγουρα σε αυτή την τέχνη, την τέχνη του jazz αυτοσχεδιασμού είναι αδύνατον να επαναληφθούν. Ουσιαστικά πρόκειται για μια ενιαία σύνθεση περίπου 80 λεπτών σε ύφος free jazz και αβανγκάρντ που ο Cecil Taylor μεγαλουργεί και αποκαλύπτεται σε μια από τις πιο δημιουργικές στιγμές του. O Cecil Taylor ακούγεται σαν να βρίσκεται στη γη του πυρός απελευθερώνοντας εκρηκτικές στιγμές έντασης και ενέργειας καθ΄ όλη τη διάρκεια της παράστασης, στην οποία χρησιμοποιεί παραφωνίες και ατονικά μέρη ακόμη και στα πιο λυρικά της μέρη. Αν λάβουμε υπόψη ότι ηχογραφήθηκε το 1968, καταλαβαίνουμε από το μουσικό υλικό πόσο μπροστά για την εποχή του ήταν ο Cecil Taylor. Ο δίσκος δεν κυκλοφόρησε ποτέ σε cd.

 

Γράφει ο Κώστας Γιαννουλόπουλος στο τεύχος 15 του περιοδικού «Τζαζ» για τον δίσκο:

«”Θαρρώ πως εκείνο που με οδηγεί, εκείνο που μου δείχνει το δρόμο είναι αυτό που οι Αφρικάνοι ονομάζουν Δύναμη της Ζωής”. Αυτά είναι λόγια του Cecil Taylor, και όποιος ακούει τη μουσική του (ιδιαίτερα τα σόλο του στο πιάνο) καταλαβαίνει αμέσως αυτή τη δύναμη της ζωής, όχι με κάποια αναφορά στη μουσική ανάλυση / αιτιολογία, αλλά από την ίδια τη δεκτικότητα των αισθήσεων – όπως δηλαδή όταν κόβεις κάπου το δάχτυλό σου και τρέχει αίμα, κι αμέσως αισθάνεσαι μια ζέστη εκεί στην πληγή που είναι η ζωή, που τρέχει να αντικαταστήσει τα νεκρά της κύτταρα με άλλα καινούργια.

Ο αυτοσχεδιασμός όπως τον βλέπει ο Taylor είναι η μαγική άνωση κάποιου πνεύματος σε κατάσταση έκστασης, σημαίνει για τον αυτοσχεδιαστή την πιο ψηλή αντίληψη που έχει για τον εαυτό του σε σχέση με άλλες φόρμες, άλλα σχήματα ζωής – και αυτό είναι ένα καθαρό θρησκευτικό συναίσθημα όχι με εκκλησιαστικούς προσδιορισμούς, αλλά μόνο καθορισμένο από τον δημιουργό προς τη σχέση του με τον Δημιουργό…

… Ο Cecil Taylor είναι περήφανος που είναι μαύρος, όχι τόσο γιατί δεν είναι λευκός, αλλά γιατί έχει απόλυτη συναίσθηση ότι η μαύρη κουλτούρα είχε πολύ μεγαλύτερη αμεσότητα με την αντίληψη για τη δύναμη της ζωής που είναι η αίσθηση του Θεού (ενώ η λευκή κουλτούρα χρειάστηκε να εφεύρει την τεχνολογία για να φτάσει στην ίδια αισθαντική αντίληψη).

Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να πω παρά πως βάζουμε το δίσκο στο πικάπ και ανοίγουμε την ένταση για ν΄ ακούγεται δυνατά».

Ο ποιητής Cecil Taylor

Ο Cecil Taylor, εκτός από μουσικός, ήταν και ποιητής με εμφανείς επιρροές, όπως ο ίδιος ανέφερε, από τους Robert Duncan, Charles Olson και Amiri Baraka. Συχνά ποιήματά του ή στίχοι τους εμπεριέχονταν στις σημειώσεις των δίσκων του όπως για παράδειγμα το ποίημά του «-Aqoueh R-Oyo» που υπάρχει στον δίσκο του «Spring of two blues J΄s» (Unit Core, 1973) και αναδημοσιεύτηκε στο εξώφυλλο του δίσκου «Air Above Mountains» (Enja, 1976).

Το ποίημα μεταφρασμένο από τον Κώστα Γιαννουλόπουλο αρχίζει ως εξής:

Το Σύνολο Υπάρχει

αρχή μικρόκοσμου

σπέρμα που επεκτείνεται ταυτόχρονα

σε 3 περιοχές:

εξωτερική καμπύλη

-εσωτερικός τομέας (πυκνότητα)

ρυθμική έκλειψη (χρόνος)

Επακόλουθο βάρος παράγει οργανισμό ώθηση

αρχέτυπο

συμβάν ενέργεια

πηγή σουίνγκ

…..

και τελειώνει:

…..

Αυτοσχεδιασμός είναι ένα εργαλείο λεπτότητας

Μια απόπειρα να συλλάβεις «σκοτεινά» ένστικτα

Καλλιέργεια του αμόρφωτου

Να μάθεις ενός τη φύση σε απάντηση στης

Ομάδας (κοινωνίας) το πρωτακουσμένο «μπητ»

Όπως αυτό υπάρχει μέσα σε κάθε ζώντα οργανισμό.

Σκίτσο του γραφίστα Δημήτρη Αρβανίτη για το περιοδικό Τζαζ( τεύχος 15)

Το «Aqoueh R-Oyo» αναφέρεται σε μια οικουμενικότητα που τοποθετεί τον άνθρωπο δίπλα στη ζωική και τη φυτική ζωή, προβλέποντας τη σημερινή κατάσταση στις πόλεις και στα διαμερίσματα-κλουβιά. Το «Aqoueh R-Oyo»  ήταν μέρος ενός τεράστιου χειρογράφου με τίτλο «Mysteries» που είχε την έκταση ολόκληρου βιβλίου, ωστόσο δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Άλλωστε τον Cecil Taylor δεν τον ενδιέφερε να ακολουθήσει μια συμβατική λογοτεχνική καριέρα. Αντίθετα, αντιλαμβανόταν πάντα την ποίησή του ως ένα μόνο στοιχείο της συνολικής καλλιτεχνικής του πρακτικής, που είχε συμπληρωματικό ή ρόλο διαλόγου με τη μουσική του και τις άλλες δραστηριότητές του.

Επίσης, το 1966 το πεζογραφικό του ποίημα «Sound Structure of Subculture Becoming Major Breath/Naked Fire Gesture» εμφανίστηκε στο εξώφυλλο του δίσκου του «Unit Structures».

Δεν ήταν λίγες οι φορές επίσης που ο Cecil Taylor συμπεριελάμβανε ποιήματά του στις μουσικές του παραστάσεις αλλά και στα άλμπουμ της δισκογραφίας του όπως στο «Chinampas» (Leo Records, 1987), όπου ο Taylor απαγγέλλει ποιήματά του και παίζει κρουστά συνοδεύοντας την απαγγελία αυτή. Ο Taylor απαγγέλλει, μιλάει, ψιθυρίζει, γρυλίζει μέσα από περιγραφές τελετουργικών πρακτικών των Αζτέκων και βουντού. Στη συγκλονιστική απαγγελία του ισορροπεί περίτεχνα όσο και οριακά μεταξύ λόγου και τραγουδιού. Η ποίηση και η μουσική του Taylor αναπτύσσονται με ανάλογο τρόπο από τον δημιουργό τους. Ο μετασχηματισμός του γλωσσικού ή μουσικού υλικού είναι η πιο χαρακτηριστική συγγένεια στις δυο αυτές μορφές τέχνης που ανέπτυξε. Το «τραγούδι» για τον Cecil Taylor ταυτίζεται με τη γραφή και την απαγγελία ποιημάτων, ως κάτι που μπορεί να συμβεί τόσο «μέσα» στο σώμα όσο και έξω από αυτό («φωναχτά»), τόσο στη σελίδα όσο και στην ηχητική φωνή.

Η ποίησή του, δονκιχωτική, αταξινόμητη και χωρίς ταμπέλες και σαφείς υφολογικές κατευθύνσεις, υβριδική με πολλές επιρροές που στην τελική μορφή της δεν μπορεί να συνδεθεί με καμία μορφή, θέμα ή στυλ, εμπνευσμένη και ιδιόμορφη δεν έτυχε, όπως ήταν αναμενόμενο, θερμής υποδοχής από κοινό και κριτικούς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, συμμετείχε στην ακμάζουσα καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης, συνεργαζόμενος με τον Αμερικανό θεατρικό συγγραφέα Jack Gelber και τον χορευτή Freddie Herko, και συναναστρεφόμενος με τους ποιητές Bob Kaufman, Diane di Prima και Amiri Baraka (γνωστό τότε με το όνομα LeRoi Jones). Σε πολλά ποιήματά του ο Cecil Taylor προτρέπει για τα δικαιώματα των μαύρων αλλά και επιτίθεται στην εμπορευματοποίηση χαρακτηρίζοντάς την ζωντανό θάνατο.

Αξίζει ωστόσο να υπογραμμίσουμε ότι εκτός της μουσικής, του χορού και της ποίησης, ο Cecil Taylor επέδειξε ξεχωριστό ενδιαφέρον για το θέατρο και τη φιλοσοφία.

 Επιλεκτική δισκογραφία

Όμως επειδή ο Cecil Taylor προπάντων ακούγεται, από την ογκώδη δισκογραφία του θα παραθέσουμε εδώ επιλεγμένες στιγμές του καταρτίζοντας έναν χρήσιμο κατάλογο-οδηγό για τους ακροατές.

Jazz Advance  (Transition, 1957)

Πρόκειται για το δισκογραφικό ντεμπούτο του Cecil Taylor, που περιλαμβάνει τρεις αυθεντικές συνθέσεις του, τρία στάνταρντς υπογεγραμμένα από τους Duke Ellington, Cole Porter και Arnheim-Tobias-Lamare και μια εκπληκτική, «κρυπτική» θα έλεγα διασκευή του «Bemsha Swing» του Thelonious Monk, τέσσερα μόλις χρόνια από τότε που το θρυλικό κομμάτι του Monk ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά. Τον Taylor συνοδεύει ένα εξαιρετικό σχήμα αιχμής αποτελούμενο από τους Buell Neidlinger (κοντραμπάσο), Denis Charles (ντραμς) και τον νεαρό τότε, μόλις 22 ετών, σοπράνο σαξοφωνίστα Steve Lacy σε δυο μόνο συνθέσεις. Τα λόγια του στενού συνεργάτη του Taylor, Buell Neidlinger είναι ενδεικτικά του τι ακούμε εδώ όπως και σε όλα τα επόμενα άλμπουμ του πιανίστα: «Δεν έχει αντιγράψει ποτέ κανέναν. Είναι προϊόν της δικής του μεγαλοφυίας». Είναι ο καιρός που η επανάσταση στην τζαζ έκανε τα πρώτα της δειλά βήματα και ο Cecil Taylor βρισκόταν ήδη στη γραμμή κρούσης επιδεικνύοντας το πιο ριζοσπαστικό του πρόσωπο. Το κοινό δειλό στην αρχή, ερχόταν σε επαφή με ένα πραγματικό σοκ για την εποχή. Όπως ο ίδιος ο Taylor σημείωνε: «Μέρος του θέματος αυτής της μουσικής δεν πρέπει να οριοθετηθεί με ακρίβεια. Πρόκειται για τη μαγεία και την σύλληψη πνευμάτων». Ο 27χρονος τότε Cecil Taylor έριχνε τους πρώτους σπόρους αμφισβητώντας κανόνες, δεδομένα και συμβάσεις και γινόταν ο εκφραστής της «νέας» μουσικής. Οι ρωγμές βαθιές και καθοριστικές άνοιγαν τον δρόμο για συντριπτικές αλλαγές. Ήταν η ιδανική «προκαταβολή», όπως μαρτυρούσε και ο τίτλος του άλμπουμ, για ό,τι θα ακολουθούσε.

Looking Ahead! (Contemporary Records, 1959)

Το δεύτερο στούντιο άλμπουμ του Cecil Taylor, ηχογραφημένο στις 9 Ιουνίου του 1958. Στο σχήμα του ο κοντραμπασίστας Buell Neidlinger, ο ντράμερ Denis Charles και ο βιμπραφωνίστας Earl Griffith.

Ακούγοντας αυτό το άλμπουμ νιώθεις πως ο σπουδαίος μουσικός κοιτά με τόλμη το μέλλον. Η ατμόσφαιρα του δίσκου είναι απολαυστική ακόμα κι αν οι αβανγκάρντ παρασπονδίες του Taylor γίνονται πλέον κανόνας και τα πειράματά του με τις έντονες παραφωνίες απογειώνουν τις συνθέσεις. Οι εναλλαγές στον ήχο διαρκείς παρότι μεγάλο μέρος του υλικού δεν ξεκόβει τους δεσμούς με την παράδοση. Η ανανεωτική, ζωογόνα δύναμη ωστόσο είναι πανταχού παρούσα και έτοιμη να συμπαρασύρει τα πάντα όσο και αν τα λυρικά σημεία είναι περισσότερα και ευδιάκριτα. Στον δίσκο αυτό ο Cecil Taylor έχει πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο ως συνθέτης αφού οι πέντε από τις έξι συνθέσεις είναι δικές του, ενώ την έκτη τη συνυπογράφει με τον Earl Griffith. Κομμάτι ανθολογίας το 9λεπτο «Excursions On A Wobbly Rail» χαρακτηρίζεται από την τολμηρή ματιά του δημιουργού του, την εξαιρετική ροή της σύνθεσης και μια σπάνια ομορφιά εκτός των καθιερωμένων ορίων.

Η μουσική του Cecil Taylor αντανακλά τη γέννηση της free jazz μέσα από έναν εξαιρετικά περίπλοκο και εκλεπτυσμένο αυτοσχεδιασμό, έντονα σοφιστικέ αισθητική και αστείρευτα αποθέματα φαντασίας που ενεργοποιούνται στο έπακρο.

Love for Sale (United Artists, 1959)

Ένα από τα ωραιότερα και πιο ασυνήθιστα άλμπουμ του που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά που ηχογραφήθηκε. Ο Cecil Taylor πλαισιώνεται από τους Taylor Buell Neidlinger και Denis Charles, τους συνήθεις συνεργάτες του στο κοντραμπάσο και στα ντραμς, ενώ σε τρία κομμάτια συμμετέχουν ο τενόρο σαξοφωνίστας  Bill Barron και ο τρομπετίστας Ted Curson.

Το διάσημο κομμάτι του Cole Porter βαφτίζει το άλμπουμ, ενώ υπάρχουν ακόμα δυο κομμάτια του δημοφιλούς συνθέτη που προκαλούν την προσοχή του Cecil Taylor για να ασχοληθεί μαζί τους. Μη φανταστείτε όμως ότι έχουμε να κάνουμε με τυπικές διασκευές, το πνεύμα του Taylor είναι εδώ να μεταμορφώσει τα πρωτότυπα. Μαζί και πρωτότυπες δικές του συνθέσεις. Το «Love for Sale» αποτελεί σίγουρα το πιο προσγειωμένο άλμπουμ στη δισκογραφία του, ηχεί συναρπαστικά γοητευτικό, ωστόσο τα μικρόβια του απρόβλεπτου και του αιρετικού φωλιάζουν με τον πιο φυσικό τρόπο για τις απαραίτητες αποδομήσεις. Ο Taylor κρατά μια προσήλωση στη μελωδία ή την αρμονία των κομματιών, ειδικά στις περιπτώσεις του Cole Porter, αλλά η δαιμόνια ευελιξία του στις παρυφές του αυτοσχεδιασμού καθιστούν το άλμπουμ στο μεταίχμιο της αγάπης του στην τζαζ και της ολικής μεταμόρφωσής του προς την ώριμη και άκρως προσωπική μουσική που ανέπτυξε στο μέλλον. Άλμπουμ καμπής, άλμπουμ μεταβατικό, πανέμορφο και απολύτως απαραίτητο.

The World of Cecil Taylor (Candid, 1961)

Ηχογραφημένο τον Οκτώβριο του 1960 με νέα δυναμική είσοδο στο σχήμα του τενόρο σαξοφωνίστα Archie Shepp να συμπληρώνει τους τακτικούς Buell Neidlinger και Denis Charles σε δυο κομμάτια (τη σύνθεση του Taylor «Air» που απαίτησε 29 παιξίματα για να εγκριθεί τελικά από τον συνθέτη και τη διασκευή του «Lazy Afternoon» των Latouche-Moross). Στις υπόλοιπες, τη διασκευή του «This nearly was mine» των Hammerstein II-Rodgers και δυο ακόμα πρωτότυπα του Taylor, το γνωστό τρίο αναλαμβάνει να μας συστήσει μια ακόμη προχωρημένη φάση της μουσικής του, που γίνεται αντιληπτή στο πραγματικό εύρος της και τη σημασία της από δεκτικά αυτιά και ανοικτά μυαλά. Υψηλή τεχνική, εμπνευσμένες ιδέες και πρωτοπορία σε έναν δίσκο που φλερτάρει με τις πολυρυθμίες και την ατονικότητα χωρίς να παραμελεί τις μελωδίες. Το συναίσθημα πηγάζει με τον πιο άμεσο τρόπο μέσα από τη σύνθεση των μοντερνιστικών προσεγγίσεων του Taylor στο τυπικό κλασικό υλικό της τζαζ και των ολοκληρωτικών καινοτόμων πειραμάτων του πάνω στην ανατροπή της αρμονίας και της μελωδίας που ανήκαν πλέον στη ριζοσπαστική κατεύθυνση την οποία είχε πλέον ακολουθήσει ο πιανίστας χωρίς επιστροφή.

Unit Structures (Blue Note, 1966)

Το πρώτο του άλμπουμ στη Blue Note, πέντε χρόνια μετά από το προηγούμενο στούντιο άλμπουμ του που είχε κυκλοφορήσει στην Candid. Το άλμπουμ συνοδεύτηκε από ένα δοκίμιο που έγραψε ο Taylor με τίτλο «Sound Structure of Subculture Becoming Major Breath/Naked Fire Gesture». Το «Unit Structures» εκτός από την ένταξή του στη θρυλική αμερικανική δισκογραφική εταιρεία, απηχεί τη διεύρυνση των οριζόντων του και την ολική πλέον μετάβασή του στον χώρο της free jazz. Το σχήμα που τον συνοδεύει στις ανατρεπτικές του πιανιστικές ακροβασίες έχει πλέον αλλάξει. Ο Eddie Gale Stevens Jr. στην τρομπέτα, ο Jimmy Lyons στο άλτο σαξόφωνο, ο Ken McIntyre στο άλτο σαξόφωνο, το όμποε και το μπάσο κλαρινέτο, ο Henry Grimes και ο Alan Silva στα κοντραμπάσα και ο Andrew Cyrille στα ντραμς δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους δίπλα του. Οι διασκευές απουσιάζουν και όλο το πρωτότυπο υλικό που υπογράφεται από τον Cecil Taylor, αποπνέει την μεταστροφή του δημιουργού στα ελεύθερα μονοπάτια του αυτοσχεδιασμού που μέσα από πέντε συνθέσεις (7 λεπτά η μικρότερη, 18 λεπτά η μεγαλύτερη) εκπέμπουν τη μουσική ταυτότητά του που θα διατηρηθεί έως το τέλος του σαν το σήμα κατατεθέν της μουσικής του. Ένας από τους πρώτους καθαρόαιμους δίσκους στην ιστορία της free jazz. H μουσική αποδρά από τα όρια της οποιαδήποτε αρμονίας και τονικότητας και αφήνεται στην πλήρη απελευθέρωση του αυτοσχεδιασμού και σε ό,τι προσεγγίσει το ευφυές και ευφάνταστο κριτήριο του Taylor. Κάποιες μελωδικές αναλαμπές παρεισφρέουν ανάμεσα στο χαοτικό ολοκλήρωμα αλλά χάνονται αμέσως προσφέροντας μια απίστευτη εναλλαγή δυναμικών στη συναισθηματική έκφραση. Ο Taylor παίζει στα πλήκτρα με μια καθαρά κρουστή αίσθηση και οι κακοφωνίες των πνευστών και των κοντραμπάσων συμβάλλουν στο οριακό αυτό ταξίδι. Ένα ταξίδι διαρκών μεταμορφώσεων αλλά κυρίως ένα ταξίδι πνευματικό που αντικατοπτρίζει το σκότος και το μάταιο της ανθρώπινης ύπαρξης και ζωής που η έννοια της παρουσίας μπορεί να αμβλύνει για σύντομο όμως χρονικό διάστημα. Ένα πραγματικά ασύγκριτο επίτευγμα της μουσικής που δυναμιτίζει κάθε συμβατική έννοια και συνδιαλέγεται με όρους πρωτοφανέρωτους τότε με τις πιο αδιόρατες εκφάνσεις του ανθρώπινου ψυχισμού.

Conquistador! (Blue Note, 1968)

Τη χρονιά που ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε το «Unit Structures» (1966), ηχογραφήθηκε και το «Conquistador!» που όμως έμεινε για δυο χρόνια ακυκλοφόρητο και ήρθε το 1968 για να ακουστεί από το κοινό. Η σύνθεση των μουσικών που συνοδεύουν τον Cecil Taylor παραμένει περίπου η ίδια με εξαίρεση την αντικατάσταση του Eddie Gale Stevens Jr. από τον Bill Dixon στην τρομπέτα και την απουσία του σαξοφωνίστα Ken McIntyre. Ο Jimmy Lyons αναλαμβάνει εδώ εξ ολοκλήρου το βάρος των σαξοφώνων. Δύο εκτεταμένες χρονικά συνθέσεις (18 έως 19 λεπτά η καθεμία) γίνονται η αφορμή για να ακούσουμε έναν από τους πιο ολοκληρωμένους και ρηξικέλευθους δίσκους της free jazz περιόδου του Cecil Taylor. Στην έκδοση του cd υπάρχει μια ακόμη εκτεταμένη εκδοχή του δεύτερου κομματιού του βινυλίου κάνοντας ουσιαστικά τα κομμάτια τρία. Mαζί με το «Unit Structures» αποτελούν μια βαθιά κατάδυση στις πιο απρόσιτες περιοχές της ανθρώπινης ψυχής ενεργοποιώντας σπάνια συγκινησιακή φόρτιση. Μάλιστα θα λέγαμε ότι το συναίσθημα προκαλείται εδώ με πιο γνήσιο τρόπο. Οι μελωδικές στιγμές είναι περισσότερες και χαρίζουν μια ξεχωριστή ομορφιά στο ακρόαμα. Ο Cecil Taylor σε αυτόν τον δίσκο βρίσκεται σε απίστευτη φόρμα κάνοντας μαγικά πράγματα στα πλήκτρα και αποδεικνύοντας ότι δικαίως συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους σύγχρονους μουσικούς. Ωστόσο και ο τρόπος που εδώ επικοινωνεί με τους σπουδαίους μουσικούς του, παρά την απόλυτη ελευθερία, εκπορεύεται από ένα οργανωμένο πλαίσιο που πραγματικά απογειώνει την άγρια ομορφιά μέσα από τις συνεχείς υπερβάσεις, παραβιάσεις και παρεκτροπές. Μουσική πολυεπίπεδη, εγκεφαλική και συχνά αισθαντική, διαρκών εναλλαγών και ασυμβίβαστη από έναν μεγάλο ριζοσπάστη που άφησε εποχή, από μια μεγαλοφυία που με ένα πιάνο δημιουργεί άγρια, ξέφρενα, χαοτικά έργα προπαγανδίζοντας την ελευθερία ως την κορωνίδα του ανθρώπινου πολιτισμού.

Cecil Taylor Quartet In Europe ( Jazz Connoisseur)

Ζωντανά ηχογραφημένη συναυλία κουαρτέτου του Cecil Taylor που δόθηκε στις 9 Νοεμβρίου 1969 κατά πάσα πιθανότητα στο De Doelen Concert Hall του Ρότερνταμ. Στο εξώφυλλο του δίσκου δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη χρονιά της κυκλοφορίας του. Το κουαρτέτο εδώ αποτελείται από τον Taylor και τους Jimmy Lyons (άλτο σαξόφωνο), Andrew Cyrille (ντραμς) και Sam Rivers (τενόρο και σοπράνο σαξόφωνο, φλάουτο). Μια ανεπανάληπτη συναυλιακή εμπειρία με τη μορφή τελετουργικής ιεροτελεστίας που δονείται από τη δυναμική του ελεύθερου αυτοσχεδιασμού και χαρακτηρίζεται από τις απρόβλεπτες φανερώσεις και τις απεριόριστες διαστάσεις που μπορούν να λάβουν η free jazz και η αβανγκάρντ. Χείμαρρος ενέργειας, πάθους και δαιμονικής δεξιοτεχνίας με το πιάνο να ηχεί με αλλόκοτο τρόπο μέσα στους οργανικούς αφορισμούς των πνευστών και των ντραμς. Δίσκος για πολλές αντοχές που εκτείνεται σε δυο γιγάντιους, φρενήρεις αυτοσχεδιασμούς. Ένα οριακό ολοκαύτωμα.

Silent Tongues: Live At Montreux ’74  (Arista-Freedom, 1975)

Τεκμήριο υψηλής δεξιοτεχνίας ή ένα συγκλονιστικό δοκίμιο αυτοσχεδιασμού που αναπτύσσεται σε πέντε κινήσεις και δύο encore. Ο Cecil Taylor σόλο αποδομεί τις φόρμες και ταυτόχρονα μαγνητίζει τον ακροατή με την έκρηξη των ιδεών του και την αφοπλιστική δυναμική της τεχνικής του. Μια προσωπική περιήγηση σε εσωτερικά και εξωτερικά τοπία με απώτερο στόχο την αναζήτηση της αλήθειας. Μια αλήθεια που την ακούμε και έχει να κάνει με όσα έζησαν και ένιωσαν περίπου πριν από μισό αιώνα οι τυχεροί αυτής της συναυλίας στο ονομαστό φεστιβάλ του Montreaux. Τέλεια αναπαράσταση της «θεατρικής» μαγείας που πρόσφερε ο μεγάλος αυτός μουσικός στους ακροατές υπερβαίνοντας τα εσκαμμένα.

Cecil Taylor Unit (New World, 1978)

Από τις κορυφαίες δουλειές του Cecil Taylor σε επίπεδο καθοδήγησης γκρουπ στη δεκαετία του ΄70. Δίσκος που προσθέτει στο μοναδικό πορτρέτο του πρωτοπόρου μουσικού αλλά και που επισημαίνει με τον καλύτερο τρόπο της αναμφισβήτητης ικανότητάς του να ηγείται, να αφουγκράζεται και να τροφοδοτεί με τον πιο πληθωρικό τρόπο τους μουσικούς που βρίσκονται δίπλα του. Ο Cecil Taylor με τις ανεξάντλητες δεξαμενές ευφυϊας και δαιμόνιας φαντασίας εκφράζεται με σπάνια ένταση στο πλαίσιο της ομάδας και εκτός των προσωπικών του αυτοσχεδιαστικών χειμάρρων, προκαλεί και αξιοποιεί στο έπακρο τις εμπνευσμένες συνεισφορές των σολιστών του. Το ηχητικό περιβάλλον που ανθεί η μουσική του Taylor μέσα από τρεις καταιγιστικές συνθέσεις (δύο 14λεπτες και μια ημίωρη σύνθεση-ποταμό) είναι αποτέλεσμα των Jimmy Lyons (άλτο σαξόφωνο), Raphe Malik (τρομπέτα), Ramsey Ameen (βιολί), Sirone με πραγματικό όνομα Norris Jones (κοντραμπάσο) και Ronald Shannon Jackson (ντραμς). Της τελικής ηχογράφησης που αποτυπώθηκε στον δίσκο προηγήθηκαν εκτεταμένες και απαιτητικές πρόβες που συγκάλεσε κατ΄ επανάληψη ο Taylor προκειμένου να εκλείψουν οι περιορισμοί του περιβάλλοντος στο στούντιο και να εισέλθουν οι μουσικοί πλήρως στην ατμόσφαιρα και το κλίμα της μουσικής. Στο συγκεκριμένο άλμπουμ παρατηρούνται κάποιες καθοριστικές μετατοπίσεις από τα εμβληματικά άλμπουμ του που δημιουργήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ΄60. Ενώ η άγρια ομορφιά των συνθέσεων και οι θυελλώδεις εκτροπές του Taylor δεν ατονούν, αχνοφαίνονται διακριτά πλέον σαφώς πιο φωτεινές πλευρές και πυκνώνουν οι λυρικές στιγμές που ενσωματώνονται στη διορατική ματιά του.

Max Roach  and Cecil Taylor Historic Concerts (Soul Note, 1984)

Ζωντανή δισκογραφική αποτύπωση σε διπλό δίσκο βινυλίου της μοναδικής συναυλιακής σύμπραξης του Cecil Taylor με ένα ιερό τέρας της τζαζ, τον ντράμερ Max Roach όπως συντελέστηκε το Σαββατόβραδο της 15ης Δεκεμβρίου 1979 στο McMillin Theatre του Πανεπιστημίου της Κολούμπια στη Νέα Υόρκη. Μπορεί ο τίτλος του δίσκου να παραπέμπει σε διάφορες ζωντανές ηχογραφήσεις, ωστόσο το υλικό που ακούμε εδώ προέρχεται από τη μια κοινή εμφάνισή τους στη σκηνή. Ο ανατροπέας των συμβατικών jazz δρόμων συναντά έναν από τους πιο μελωδικούς και ιστορικούς ντράμερ του είδους που ανδρώθηκε στη δεκαετία του ΄40 φωτίζοντας πρώιμες μοντερνιστικές απόπειρες. Το συναρπαστικό αντάμωμα βρίσκει τον Taylor να αποδεικνύει με άνεση ότι μπορεί να κινηθεί συνδυαστικά με τις περιπετειώδεις παρυφές της free jazz και τα ολικά ξεσπάσματα οργής και σε λεπτές περιοχές μουσικών χροιών και ρυθμικών αποχρώσεων. Παρότι η συνάντηση των δυο τιτάνων της jazz δεν είχε προηγούμενο, η χημεία που ανέπτυξαν ήταν εξαιρετική και ο βαθμός επικοινωνίας τους σπουδαίος με αποτέλεσμα να απελευθερωθεί μουσική απίστευτης ενέργειας και πάθους. Το «Historic Concerts» πέραν της μεγάλης αξίας του ως ιστορικό ντοκουμέντο, προσθέτει ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο στη «βιβλιοθήκη» των jazz συμπράξεων και εκπέμπει μια κορυφαία δημιουργική και ώριμη στιγμή με τον 50χρονο Taylor και τον 55χρονο Roach να εντυπωσιάζουν. Το απόλυτα λειτουργικό πάντρεμα των δυο μουσικών είχε ως βάση τα χαρακτηριστικά που τους κατέστησαν αντιπροσωπευτικούς και μοναδικούς. Από τη μια πλευρά ο Max Roach μέσα στη μελωδικότητά του και τη σύγχρονη αισθητική του και από την άλλη ο Cecil Taylor, ένας κρουστός του πιάνου. Και αυτή στάθηκε και η μεγάλη πρόκληση για το κοινό έδαφος των δύο.  Αξίζει να σημειωθεί ότι παρότι η συναυλία έγινε το 1979 ο δίσκος κυκλοφόρησε πέντε χρόνια αργότερα. Στη μεταγενέστερη έκδοση του άλμπουμ σε διπλό cd υπάρχει επιπλέον υλικό από συνεντεύξεις των δύο μουσικών που ηχογραφήθηκαν μετά τη συναυλία. Οι δυο μουσικοί ξανασυναντήθηκαν άλλη μια φορά στην Πανεπιστημιούπολη της Κολούμπια περίπου μια εικοσαετία μετά, στις 4 Ιουνίου 2000 δίνοντας μια επετειακή υπαίθρια συναυλία σε ανάμνηση της συναυλίας του 1979.

Tzotzil/Mummers/Tzotzil (Leo Records, 1988)

Ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας που έδωσε π Cecil Taylor στις 13 Νοεμβρίου 1987 στο Παρίσι πλαισιωμένος από εξαιρετικούς μουσικούς: Thurman Barker (μαρίμπα, ντραμς), William Parker (κοντραμπάσο), Carlos Ward (άλτο σαξόφωνο, φλάουτο) και Leroy Jenkins (βιολί). Στην ηχογράφηση προστέθηκε εκ των υστέρων ποίηση του Cecil Taylor που ακούγεται με τη φωνή του και ηχογραφήθηκε στις 16 και 17 Νοεμβρίου 1987 στο Λονδίνο. Οι παράξενες, άκρως ασυνήθιστες και συχνά σαρκαστικές απαγγελίες του Taylor διαρκούν για 7 λεπτά στην αρχή και για 9 λεπτά στο τέλος του δίσκου και σε κάποια σημεία τους ακούγονται κάποια κρουστά. Ενδιαμέσως ξεδιπλώνεται το live στο New Morning του Παρισιού που σφραγίζεται για μια ακόμη φορά από την τρομερή ενέργεια, την εκφραστικότητα και τις εκρηκτικές εκλάμψεις ενός ασύγκριτου ταλέντου. Τέλος από την ίδια εταιρεία, τη Leo Records υπογραμμίζουμε δυο εξαιρετικές συναυλίες της ίδιας χρονιάς (1987) που κυκλοφόρησαν το 1987 και το 1988 αντίστοιχα σε δίσους διπλού βινυλίου. Πρόκειτα για το «Live in Bologna» και το «Live in Vienna» με το ίδιο ακριβώς επιτελείο μουσικών του «Tzotzil/Mummers/Tzotzil».

Και δύο άλμπουμ με μεγάλες ορχήστρες

The Jazz Composer’s Orchestra & Cecil Taylor “The Jazz Composer’s Orchestra” (JCOA Records, 1968)

Tη χρονιά που κυκλοφορούσε το αριστουργηματικό άλμπουμ του «Conquistador!», ο Cecil Taylor συνέπραττε με την σπουδαία μεγάλη ορχήστρα The Jazz Composer’s Orchestra του Michael Mantler ηχογραφώντας το θαυμάσιο δεύτερο άλμπουμ της που εκδόθηκε την ίδια χρονιά σε διπλό δίσκο βινυλίου. Εκλεκτό δείγμα free jazz που συνδέθηκε με τη χρυσή περίοδο της ακμής της, αλλά και αβανγκάρντ προσανατολισμών, το άλμπουμ απηχεί τη συγκέντρωση σε ένα σχήμα εμβληματικών προσωπικοτήτων του είδους (Don Cherry, Pharoah Sanders, Gato Barbieri, Larry Coryell, Roswell Rudd, Carla Bley, Steve Lacy, Randy Brecker, Howard Johnson, Al Gibbons, Charlie Haden, Steve Swallow κ.α. ανάμεσα στα μέλη του). Ανάμεσα στα μέλη του και οι Jimmy Lyons, Andrew Cyrille, Alan Silva, που ήταν στενοί συνεργάτες του Cecil Taylor. Kαι βέβαια παρών ο Cecil Taylor στο πιάνο, ο οποίος έχει γράψει και το σημείωμα στο ένθετο του δίσκου. Ο Taylor στο απόγειο της φόρμας του επιδεικνύει μια μνημειώδη ερμηνεία σε δύο συνθέσεις (“Communications #11” (μέρος 1 και μέρος 2) 16 και 19 λεπτών αντίστοιχα απελευθερώνοντας όλα τα ξεχωριστά στοιχεία της αυτοσχεδιαστικής τέχνης του που τον είχαν φέρει στην κορυφή των εκπροσώπων της free jazz. Ένας από τους πιο ιστορικούς δίσκους στην εξέλιξη της jazz.

Cecil Taylor & Italian Instabile Orchestra “The Owner of the River Bank” (Enja Records, 2003)

Ηχογραφημένο ζωντανά στις 10 Σεπτεμβρίου 2000 το θαυμάσιο αυτό άλμπουμ μας προσφέρει την εξαιρετική σύμπραξη του Cecil Taylor με την σπουδαία Italian Instabile Orchestra όπως καταγράφηκε στο στο Φεστιβάλ Talos στο Ruvo της Puglia της Ιταλίας προς τιμήν της δέκατης επετείου της ορχήστρας. Ο Cecil Taylor (πιάνο, φωνητικά) μοιράζεται τη σκηνή με τη 18μελή ορχήστρα, στους κόλπους της οποίας φιγουράρουν σπουδαίοι σολίστες όπως οι πνευστοί Eugenio Colombo, Mario Schiano, Gianluigi Trovesi, Daniele Cavallanti, Carlo Actis Dato, Alberto Mandarini, Giancarlo Schiaffini, o πιανίστας Umberto Petrin, ο βιολιστής Renato Geremia, ο τσελίστας Paolo Damiani, ο ντράμερ Tiziano Tononi και άλλοι. Η εκρηκτική και διαρκώς αυξανόμενη στην ένταση παρουσία του Taylor παντρεύεται ιδανικά με τον εκλεπτυσμένο ηχοχρωματικό πλούτο της ορχήστρας. Εξαιρετικά δυναμικά, εξαιρετική αίσθηση της big band και η φλόγα ενός δεινού αυτοσχεδιαστή δημιουργούν το κατάλληλο πλαίσιο για να αναδειχτούν οι επτά πρωτότυπες συνθέσεις του Cecil Taylor. Υψηλός βαθμός επικοινωνίας ανάμεσα στον συνθέτη και κεντρικό σολίστα και στα μέλη της ορχήστρας πάνω σε ένα συνθετικό υλικό που διαρκώς μεταλλάσσεται αποκτώντας απρόοπτες διαστάσεις μέσω του αυτοσχεδιασμού αλλά και της οργανωμένης σύνθεσης. Τα πράγματα εδώ διαφέρουν αισθητά από τη σαρωτική free jazz του παρελθόντος, είναι πιο φωτεινά, οι μελωδικές γραμμές αναβαθμίζονται αλλά το τελικό αποτέλεσμα παραμένει εντυπωσιακό και υψηλότατης ποιοτικής στάθμης.

Ντοκιμαντέρ και βιογραφία

Η εξαιρετικά σημαντική προσωπικότητα του Cecil Taylor αποτελεί τον πυρήνα του ντοκιμαντέρ «All the Notes» του σκηνοθέτη Chris Felver που το 2006 κυκλοφόρησε σε dvd.

Με άψογο συνδυασμό συνεντεύξεων, αρχειακών πλάνων συναυλιών και μονολόγων του καλλιτέχνη κατευθείαν στην κάμερα, δομείται ένα συναρπαστικό κινηματογραφικό πορτρέτο ενός αινιγματικού καλλιτέχνη στο απόγειο των δυνάμεών του. Αρκετά χρόνια πριν, το 1981 ο Cecil Taylor εμφανίστηκε σε μια ταινία ντοκιμαντέρ του Καναδού σκηνοθέτη Ron Mann με τίτλο «Imagine the Sound» που προσεγγίζει το φαινόμενο της free jazz. Ο Cecil Taylor συζητά ερμηνεύοντας και αποκαλύπτοντας τη στάση του στη μουσική, την ποίηση και τον χορό του. Εκτός από αυτόν εμφανίζονται και οι θρύλοι του είδους Paul Bley, Bill Dixon και Archie Shepp. Αξίζει να αναζητήσετε τα δυο αυτά ντοκιμαντέρ.

To 2024 εκδόθηκε από τον οίκο Wolke η πρώτη ολοκληρωμένη βιογραφία για τον Cecil Taylor με τίτλο «In the Brewing Luminous: The Life and Music of Cecil Taylor», γραμμένη από τον δημοσιογράφο Philip Freeman. Πρόκειται για το πιο έγκριτο βιβλίο που κυκλοφορεί για τον σπουδαία αυτή φυσιογνωμία της σύγχρονης μουσικής και ρίχνει φως σε πολλές πλευρές του συναρπαστικού βίου και του έργου του. Το βιβλίο καλύπτει όλη τη ζωή του Cecil Taylor από τη γέννησή του το 1929 μέχρι τον θάνατό του, το 2018 και όλες τις πτυχές της δημιουργίας του.

 

Cecil Taylor performs at Lincoln Center’s Alice Tully Hall in 2002.

Ό,τι πιο κατάλληλο και συγκροτημένο για τον καινοτόμο αυτό δημιουργό, σε καιρούς που η πρωτοπορία στην τέχνη βρίσκεται σε συνθήκες βαθιάς ύπνωσης και παρακμής. Ένα πραγματικό απόκτημα για κάθε ενημερωμένη μουσική βιβλιοθήκη.

 

Προηγούμενο άρθρο15+1 καινούργια βιβλία για την Ελληνική Επανάσταση (του Σπύρου Κακουριώτη)
Επόμενο άρθροΑυγ. Στρίντμπεργκ, Γ. Χουβαρδάς: «Ο χορός του θανάτου» στη δίνη της τοξικότητας (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ