Του Νίκου Κουρμουλή.
Ένα σύντομο-ελεγειακό ταξίδι στους δρόμους της μοναχικής αναζήτησης. Μιας αναζήτησης για την εύρεση του κέντρου βάρους που διέπει τις ζωές μας. Ένα ταξίδι που δεν εγγυάται αίσιο τέλος. Έχει τη μορφή (όπως και στην πρώτη συγγραφική προσπάθεια του Άκη Παπαντώνη) λεπτόκοκκης άμμου, που γλιστρά από τα χέρια.
Ο «ήρωας» αυτής της φαινομενικά campus νουβέλας, είναι μια φωνή που αφηγείται τη ζωή ενός νεαρού άνδρα. Ν, είναι τ’όνομα του κατά το καφκικό πρότυπο της αποπροσωποίησης. Ο οποίος πηγαίνει στην Αγγλία για σπουδές. Στο τέλος της εισαγωγής παθαίνει ένα δυστύχημα. Ο χρόνος γυρίζει πίσω πάλι ξανά. Σ’αυτή την παλινδρόμηση ο συγγραφέας εγκιβωτίζει την μυθοπλαστική διάσταση, προσπαθώντας να εξετάσει τις συνέπειες των προσωπικών αποριών, των χρονικών μετατάξεων και της ανίας, που μαστίζουν την καθημερινότητα του φοιτητή
Ένας νέος επιστήμονας στον ερευνητικό τομέα είναι ο πρωταγωνιστής του Παπαντώνη. Ο συγγραφέας αντλεί εδώ από αυτοβιογραφικά στοιχεία. Γίνεται κατανοητό, από τους σπινθήρες του λιτού κειμένου που δεν αφήνουν αμφιβολία για τη συμμετοχή του συγγραφέα, στο πανεπιστημιακό γίγνεσθαι. Όσο προχωράει κανείς στα χνάρια της νουβέλας, αντιλαμβάνεται πως ο εσωτερικός μονόλογος, μεταμορφώνεται σε έναν παρατεταμένο ενεστώτα, όπου το ελάχιστο δίνει παράταση ζωής στο υποκείμενο.
Η δομή του βιβλίου παιχνιδίζει συνεχώς με την αφαίρεση. Όχι μόνο από πλευράς οικονομίας, που μοιάζει δεδομένη από την αρχή, αλλά στο επίπεδο της εκφραστικής τονικότητας. Είναι μια διαδικασία, που απαιτεί προσωπικό σθένος και εμβάθυνση στις μεταστάσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Οι περίκλειστες μανούβρες στον πανεπιστημιακό περίβολο της Οξφόρδης ιχνηλατούν ένα παζλ που αποφεύγει να ολοκληρωθεί.
Δεν μένουν παρά λίγες ψηφίδες που έμοιαζαν ότι ταιριάζουν, αλλά όχι. Αυτό το διαφεύγον, πλασματικό οικοσύστημα του ενός, δημιουργεί την ξεχαρβαλωμένη λούπα. Ο λόγος του Παπαντώνη διαθέτει ρομαντισμό και μια ήρεμη ρυμοτομία, βουτηγμένος σε ψυχρά χρώματα. Ανταύγειες ενός κόσμου που προσπαθεί να κρατηθεί από μια κλωστή. Και όχι μόνο. Η ελκυστική γλώσσα του συγγραφέα υφαίνει ένα πλεκτό νοημάτων, που έρχεται να ντύσει με παράδοξο τρόπο, τη μάχη της πραγματικότητας με την ουτοπία
Την αναμέτρηση των ψεμάτων με τα κεκαλυμμένα παράγωγα της αυταπάτης. Κάποιοι μπορεί να τα βαφτίζουν αλήθειες. Μα, ο Παπαντώνης δεν έχει καμία αμφιβολία: Το αδιέξοδο του ήρωα, είναι η αποδομητική πορεία προς την διάγνωση των εγγενών ματαιώσεων του ανθρώπου. Η όποια αρχική αισιοδοξία, εκπορεύεται από τα «εχέγγυα» μιας λαμπρής καριέρας. Αυτή η λέξη που πολλοί μισούν να λατρεύουν. Οι αρρυθμίες του πρωταγωνιστή, πυροδοτούνται από την φευγαλέα συνάντηση με μια κοπέλα. Μια εικόνα άφθαρτη, στο ύφος του Εσνόζ. Σε μια γέφυρα. Από τη στιγμή που ο ήρωας έρχεται σε επαφή με τo συναισθηματικό του έλλειμμα, με τον «εξωτερικό κόσμο», διαλύεται σταδιακά.
Καθ’όλη τη διάρκεια του κειμένου, ο Παπαντώνης προσπαθεί να ξεφορτωθεί τα βαρίδια της μνήμης. Και να κατασκευάσει εκ νέου ερείσματα. Ειδικά για τον Ν που θέλει να ξεκινήσει τα πάντα από την αρχή. Να δοκιμάσει στον πειραματικό σωλήνα, τα όρια της ύπαρξης του. Η αφήγηση του συγγραφέα, εισχωρεί στην υλικότητα που αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης κατάστασης. Εν προκειμένω ο Ν, εξορίζεται εν γνώση του στον ναό της γνώσης, την Οξφόρδη.
Με επιμέλεια και πίστη ο ήρωας, συντάσσει πυρετωδώς τα πορίσματα των ερευνών. Ξάφνου μ’ένα ψυχρό μέηλ, όλα τα παραπάνω ακυρώνονται. Υπάρχουν υποψίες για πλαστογράφηση. Η οντολογική ιδιότητα του Ν, παύει να υφίσταται σχεδόν. Κεραυνός εν αιθρία. Γραφειοκρατικό λάθος ή πραγματική κατηγορία; Ένας πιντερικός γρίφος. Η «λύση» βρίσκεται προς την κατεύθυνση της αυτοακύρωσης. Πώς μπορεί να αντέξει ο Ν, άλλη μια εξορία; Την πλέον ατιμωτική για τον ίδιο και την επιστημονική του επάρκεια; Θυσίασε τα πάντα για να παρουσιαστεί γυμνός μπροστά στον καθαγιασμένο τόπο της ασκητικής σχεδόν μελέτης. Ύβρις, λάθος, εσκεμμένη αυταπάτη, δεν έχει την παραμικρή σημασία. Ο «Καρυότυπος», έχει ήδη αποφανθεί: ο δόκιμος επιστήμων παρότι έχει όλη τη διάθεση να πετύχει και να διαπρέψει, εντούτοις προδίδει τον ίδιο του τον εαυτό. Μ’έναν τρόπο, αφήνεται ολοκληρωτικά στην έκλειψη του εαυτού.
Ένα ντεμπούτο που εκπλήσσει με την αφηγηματική του χάρη. Θα μπορούσε να υποκριθεί μαξιμαλίζοντα αιτήματα, κι όμως δεν το πράττει. Η συγκράτηση του Παπαντώνη, συνδέεται με τις αρχιτεκτονικές δομές του μοντερνισμού: Ξεγύμνωμα, αλλά μακριά από χυδαιότητες και λοιπές ευκολίες. Οι συγγένειες με τον Κάφκα, κάτι παραπάνω από εμφανείς. Κι εδώ ίσως θα χρειαζόταν μεγαλύτερη απεμπλοκή από τη μεριά του συγγραφέα. Όμως ο κύριος Ν, με την άυλη σχεδόν υπόσταση του, μπορεί να μιλήσει σε πολλούς από εμάς. Αφού αρκετοί, έχουν βρεθεί στο μεταιχμιακό στάδιο μεταξύ του πρέπει και του είναι. Εκείνο που ερευνάται και σχεδόν πάντα διαφεύγει, είναι το σώμα της μνήμης από τη μια και η αίσθηση του ανέστιου από την άλλη.
Και στις δύο περιπτώσεις, ο Παπαντώνης αφήνει τον ήρωα του να παλεύει με ζωντανούς εφιάλτες του. Η νοσταλγία για το σπίτι, την οικογένεια, εμπεριέχει τον πυρετό της αποκοπής. Μιας αυτεξούσιας πράξης που έρχεται να κολλήσει πάνω στους ατέρμονους περιπάτους του Ν. Ένας εσωτερικός φράχτης υψώνεται, που οδηγεί τον αφηγητή στην καταβύθιση των πνευματικών προτερημάτων του. Στην άβυσσο της τρέλας. Ο Άκης Παπαντώνης, μπορεί να «τραγουδήσει» ένα μαύρο μπλουζ, σε μια χορδή και μόνο.
Info:
Άκης Παπαντώνης
«Καρυότυπος»
εκδ: Κίχλη
σελ: 120