Booker 2022- Shehan Kurunatilaka: Ποιος είναι; (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)

0
341

 

της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη

 

Ο γεννηθείς το 1975 Shehan Kurunatilaka μεγάλωσε στη Σρι Λάνκα, σπούδασε στη Νέα Ζηλανδία και έχει εργαστεί στο Λονδίνο, το Άμστερνταμ και τη Σιγκαπούρη. Έχει διατελέσει κειμενογράφος σε διαφημιστική και κιθαρίστας σε ροκ συγκρότημα. Εκτός από μυθιστορήματα, γράφει σενάρια, ροκ τραγούδια και ταξιδιωτικές ιστορίες. Εμφανίστηκε στο διεθνές λογοτεχνικό  σκηνικό το 2011 όταν το πρώτο του βιβλίο, Chinaman, κέρδισε το Λογοτεχνικό Βραβείο Κοινοπολιτείας, το DSLκαι το βραβείο Gratiaen.

Είναι ο δεύτερος Σρι Λανκέζος που βραβεύεται με Booker μετά τον Michael Ondaatje ( Ο Άγγλος Ασθενής).

Το βιβλίο

Στο ζενίθ του εμφυλίου πολέμου της Σρι Λάνκα, ο Maali Almeida, πολεμικός φωτογράφος, τζογαδόρος και κρυφός gay, ξυπνά νεκρός σε ένα επουράνιο γραφείο θεώρησης visa. Το ακρωτηριασμένο του κορμί βυθίζεται στη λίμνη Beira στο κεντρικό Κολόμπο και ο ίδιος δεν έχει ιδέα ποιος τον δολοφόνησε. Η λίστα των υποψηφίων δολοφόνων του είναι καταθλιπτικά σχοινοτενής αφού πρόκειται για μια εποχή ταγμάτων δολοφονίας, καμικάζι βομβιστών και μισθοφόρων τραμπούκων. Ακόμη όμως και στο επέκεινα, ο χρόνος τελειώνει για τον Maali έχει στη διάθεση του «7 φεγγάρια» για να λύσει το μυστήριο της δολοφονίας του και να έρθει σε επαφή με τον άνδρα και τη γυναίκα που αγαπάει περισσότερο για να τους βοηθήσει να βρουν κάποιες φωτογραφίες που θα συγκλονίσουν τη Sri Lanka.

Γιατί;

Η κριτική επιτροπή ξεχώρισε τα 7 φεγγάρια του Maali Almeida για το φιλόδοξο εύρος του και την ξεκαρδιστική αυθάδεια των τεχνικών διήγησης του.

Συγκεκριμένα: «πρόκειται για μεταφυσικό θρίλερ, ένα νουάρ του επέκεινα που διαλύει τα όρια όχι απλά μεταξύ των ειδών αλλά του θανάτου και της ζωής, του σώματος και του πνεύματος, της ανατολής και της δύσης. Πρόκειται για μια πέρα για πέρα σοβαρή φιλοσοφική αναζήτηση που ταξιδεύει τον αναγνώστη στη «σκοτεινή καρδιά του κόσμου»- στις κτηνωδίες του εμφυλίου πολέμου στη Σρι Λάνκα. Ο αναγνώστης ανακαλύπτει την τρυφερότητα και την ομορφιά, την αγάπη και την εμπιστοσύνη κατά την αναζήτηση ενός ιδανικού που δικαιολογεί κάθε ανθρώπινη ζωή».

«Η φωνή του μυθιστορήματος- μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση που ελαφρά γίνεται στο β’ ενικό- είναι αξέχαστη:  αδέκαστη, δίχως ίχνος συναισθήματος, πότε τρυφερή και πότε θυμωμένη και πάντα ανελέητα κωμική.»

«Η αναζωογονητική ενέργεια με την οποία μας βουτάει σε έναν πλούσιο και σκοτεινό κωμικό κόσμο, μας εισάγει στην ιστορία της Sri Lanka με πρόφαση ένα whodunit.»

Τι λέει ο ίδιος ο Karunatilaka για το βιβλίο του

«Ξεκίνησα να το σκέφτομαι το 2009, μετά το τέλος του εμφυλίου, όταν είχε ξεσπάσει μια τεράστια διαμάχη για το πόσες ήταν οι ανθρώπινες απώλειες και τον καταμερισμό των ευθυνών. Μια ιστορία φαντασμάτων όπου οι νεκροί θα μοιραζόντουσαν μαζί μας την προοπτική τους μου φάνηκε αρκετά παράξενη για να αρχίσω να τη γράφω, όμως καθώς δεν ήμουν αρκετά γενναίος για να γράψω για το παρόν, προτίμησα τις σκοτεινές μέρες του 1989. Ήταν η χειρότερη χρονιά στη μνήμη μου: υπήρχε πόλεμος, μαρξιστική επανάσταση, παρουσία ξένων ενόπλων δυνάμεων και κρατικές αντιτρομοκρατικές ομάδες. Ήταν εποχή δολοφονιών, εξαφανίσεων, βομβών και πτωμάτων. Μέχρι να τελειώσει όμως η δεκαετία του ’90, ο ανταγωνισμός είχε εξαλειφθεί, οπότε μου φάνηκε πιο ασφαλές να γράφω για φαντάσματα παρά για το παρελθόν.

Δανείστηκα πολλά από τις μυθολογίες και από την ιδέα ότι το πνεύμα τριγυρνά για 7 μέρες- η δοξασία αυτή υπάρχει σε διαφορετικές μορφές στο Βουδισμό και σε άλλες θρησκείες της Ανατολής. Νομίζω όμως πως η πραγματική καινοτομία ήταν η αντιμετώπιση της μετα θάνατον ζωής ως ένα γραφείο εκδόσεων βίζα, μιας κυβερνητικής γραφειοκρατίας με πνεύματα να τριγυρνάνε χωρίς να ξέρουν πού πρέπει να πάνε.

Νομίζουμε πως αφήνουμε την τελευταία μας πνοή και όλα τα ερωτήματα απαντιούνται- εμένα μου φαίνεται όμως πιο λογικό να είσαι ακόμη πιο μπερδεμένος μετά θάνατον.»

 Η μεγαλύτερη επιρροή του συγγραφέα

«Το βιβλίο μου πήρε 7 χρόνια να ολοκληρωθεί και ο Kurt Vonnegut ήταν ο μόνιμός μου σύντροφος. Ο θείος Kurt, είναι η ιδιοφυία που αντέγραψα περισσότερο. Δεν χρειαζόμουν τη φωνή του καθώς ο ήρωας του βιβλίου μου είναι ένας αστείος τριαντάρης χιπστερ, οπότε έχει ήδη αστεία φωνή. Χρειαζόμουν όμως το άγριο χιούμορ του θείου Kurt για να βγάλω άκρη με τη μετα θάνατον ζωή όπου είχαν φρακάρει οι χαρακτήρες του βιβλίου και με τις συνθήκες του θανάτου τους. Η αηδία του Vonnegut για την ανθρωπότητα και τη βαρβαρότητα της ιστορίας ταίριαζε με την ψευδαίσθηση μου για το πανέμορφο νησί μου και τους μύωπες που το κατέστρεψαν.»

 

Προηγούμενο άρθροΣτοίχειωμα και (μεταφραστικές) Εμμονές (του Άρη Μαραγκόπουλου)
Επόμενο άρθροΣυνέδριο του Αναγνώστη: Η Ελληνική Λογοτεχνία σήμερα

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ