του Γιώργου Μαραγκού.
Σε μια επιστολή για την υπεράσπιση του Ian McEwan από κατηγορίες λογοκλοπής, ο Thomas Pynchon, ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή λογοτέχνες, που έχει δημιουργήσει το μύθο του όχι μόνο με τα αριστουργηματικά του μυθιστορήματα, αλλά και με την εμμονή του να μην υποκύπτει στο παιχνίδι της δημοσιότητας –αν και κάτι τέτοιο φαίνεται να δημιουργεί ένα νέο παιχνίδι, σε διαφορετικό επίπεδο, στο οποίο ο Pynchon έκανε την πρώτη κίνηση και μετά το άφησε να περιπλέκεται και να κατρακυλά, χωρίς να παρεμβαίνει ο ίδιος· κι όσο δεν παρεμβαίνει τόσο το παιχνίδι διαιωνίζεται–, χρησιμοποιεί το «εμείς» για να μιλήσει για τους συγγραφείς του ιστορικού μυθιστορήματος. Ίσως η ετικέτα αυτή να μην ήταν η πρώτη που θα ερχόταν στο νου –μεταμοντέρνος, αναχωρητής, δυσνόητος μοιάζουν χαρακτηρισμοί πιο ταιριαστοί–, αλλά στην πραγματικότητα με το σύνολο του μέχρι τώρα έργου του καλύπτει ολόκληρο τον εικοστό αιώνα, ενώ δεν διστάζει και να αναμετρηθεί με την εποχή του Ορθού Λόγου.
Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, με τίτλο Bleeding Edge, όρος που χρησιμοποιείται για τις πλέον πρόσφατες και αδοκίμαστες τεχνολογίες, τα όρια της Ιστορίας επεκτείνονται και συναντούν τη μνήμη ακόμα και των νεότερων αναγνωστών του. Το βιβλίο ξεκινά την άνοιξη του 2001, όταν η Αμερική βρίσκεται ακόμη σε λήθαργο μετά την ιλιγγιώδη άνοδο και την ακόλουθη και αντίστοιχης έντασης κατάρρευση των διαδικτυακών επιχειρήσεων, αλλά και σε μια μουδιασμένη άνεση και ηρεμία που δεν προϊδεάζει για την καταιγίδα που πρόκειται να ακολουθήσει τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς. Όπως και το Inherent Vice (Έμφυτο Ελάττωμα), το αμέσως προηγούμενο πόνημα του Pynchon, το Bleeding Edge ανήκει όχι στο ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά στο νουάρ, έστω και αν είναι απομακρυσμένο από τις αυστηρές επιταγές του είδους, περισσότερο φόρος τιμής και σημείο εκκίνησης για τα μεταμοντέρνα παιχνίδια του συγγραφέα. Πρωταγωνίστρια είναι η Maxine Tarnow, της οποίας η ειδικότητα δεν έχει την απαιτούμενη αίγλη, αλλά είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες της εποχής: εντοπίζει και ερευνά οικονομικές απάτες και καταχρήσεις. Στα πλαίσια της δουλειάς της, καταλήγει να σκαλίζει τις συναλλαγές ενός μεγιστάνα των νέων τεχνολογιών με το όνομα Gabriel Ice και να ανακαλύπτει συνεχώς νέες συνδέσεις με θυγατρικές εταιρείες, εξαγορές ανταγωνιστών, κρατικές συμβάσεις, αμυντικά συμβόλαια, ξέπλυμα χρημάτων προς τη Μέση Ανατολή. Αυτά τα στοιχεία, όμως, είναι η κορυφή του παγόβουνου από την πλευρά και της πλοκής, αλλά και της δομής. Το Bleeding Edge χτίζει λαβυρίνθους όχι μόνο γύρω από τα γεγονότα, αλλά και το ύφος, την ασυμφωνία αντίληψης και προσδοκιών.
Το μυθιστορηματικό κέντρο βρίσκεται φυσικά στις τρομοκρατικές επιθέσεις στους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης. Μόνο που αυτό το κέντρο μοιάζει κρυμμένο και αχνό στην περιφέρεια της όρασης των χαρακτήρων. Όπως ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος στο Against the Day (Ενάντια στη Μέρα), το κύριο γεγονός δεν βιώνεται παρά μόνο έμμεσα, εν προκειμένω στις οθόνες της τηλεόρασης και τις προσωπικές συζητήσεις σε μικρά εστιατόρια. Η Νέα Υόρκη είναι πόλη αχανής, κόσμοι ολόκληροι χωρίζουν τις γωνιές της και ένα τρομοκρατικό χτύπημα διακόπτει τους ρυθμούς της μόνο για λίγο· οι συνέπειές του, όμως, κυκλώνουν κάθε έκφανση και έκφραση της καθημερινής ζωής. Τα πάντα σταματάνε, έστω και στιγμιαία, για να ξεκινήσουν και πάλι αλλαγμένα· ο κόσμος ξυπνάει για να αντιληφθεί ότι στον κατά Pynchon δυτικό κόσμο η ψευδαίσθηση της ασφάλειας που είχε αντικαταστήσει τη δεκαετία του 1990 τον Ψυχρό Πόλεμο ως μέσο ελέγχου πρόκειται να παραχωρήσει με τη σειρά της τη θέση της σε ένα άλλο είδος τρόμου, πιο κρυφού, πιο υποδόριου, πιο κοντινού, το ίδιο, όμως, αληθινού ή ψεύτικου ανάλογα με την οπτική γωνία που προσεγγίζεται η κατάσταση.
Οι δύο πυλώνες του βιβλίου, οι απέραντες δυνατότητες της δικτυωμένης τεχνολογίας (όπου βλέπουμε ακόμα και κόσμους βιντεοπαιχνιδιών με τα avatars νεκρών χαρακτήρων εξακολουθούν να περιδιαβαίνουν, όποια και να είναι η ταυτότητα του χρήστη πίσω τους) και η τρομοκρατία χωρίς πρόσωπο (ή, τουλάχιστον, με ένα πρόσωπο γενικής χρήσης, συμβολικό παρά πραγματικό), αποτελούν γόνιμο χωράφι για την ανάπτυξη κάθε είδους θεωριών συνωμοσίας. Μόνο που, όπως μου είχε επισημάνει ο συνάδελφος εδώ στον Αναγνώστη, Κώστας Καλτσάς, το πρόβλημα της μετατροπής σε μυθοπλασία τέτοιων θεωριών προϋποθέτει είτε την απομάκρυνση από το γεγονός είτε την απόλυτη γελοιοποίησή τους, ειδικά από τη στιγμή που οι θεωρίες που παρήγε η ευφάνταστη συλλογική παράνοια της μετατρομοκρατικής εποχής ξεπερνούν σε επινοητικότητα και ακρότητα τις αντοχές του λογικού, ακόμα και του καχύποπτου, νου. Η στάση, όμως, του Pynchon απέναντι στις θεωρίες που ο ίδιος δέχεται, εισάγει και παραλλάσσει στο έργο του καθορίζεται περισσότερο από τους περιορισμούς που ο ίδιος έχει θέσει στον εαυτό του· να ακολουθεί, δηλαδή, την πρωταγωνίστρια Maxine και να σχολιάζει με τη δική της οξύνοια, αλλά και μετριοπάθεια. Ο αφηγητής σπάνια ξεφεύγει από τα όρια της αντίληψης της Maxine και ως εκ τούτου οι συνωμοσίες, οι θεωρίες, οι κρυφές συμφωνίες και οι αποκαλύψεις, όλες συμβαίνουν μέσα στο θόρυβο και τον αντίκτυπο της κατάρρευσης των πύργων και των δικών της ερευνών (αφού, όπως θα περίμενε κανείς, όλα συνδέονται, έστω και χαλαρά). Υπάρχει μια ψύχραιμη αντιμετώπιση, αλλά και μια σιωπηλή αποδοχή ότι όλα είναι πιθανά· και μια βεβαιότητα ότι η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική από όσα φαίνονται με μια πρώτη ματιά.
Όσο η αφήγηση απομακρύνεται από το συμβάν, ο φόβος εσωκλείεται και γίνεται μέρος της προσωπικότητας των χαρακτήρων, αλλά και, εξωτερικά, ξεχνιέται, η ζωή επιστρέφει στους ρυθμούς της, με μια αδράνεια που πρέπει πλέον να διατηρηθεί, με τη μόνη διαφορά να είναι πως υπάρχει, πλέον, ένας νέος και βολικός εχθρός στον ορίζοντα. Και εδώ είναι ταυτόχρονα το δυνατό και το αδύνατο σημείο του Bleeding Edge. Το ύφος του Pynchon ακολουθεί σε κάθε τους βήμα τις αλλαγές, προσωρινές ή μη, της ψυχοσύνθεσης των Αμερικανών που βίωσαν, έστω και πλαγίως τις ημέρες εκείνες. Μια αδιαφορία, μια ελαφρότητα μοιάζει να κυριαρχεί στα πρώτα κεφάλαια, μόνο για να εξαφανιστεί παράλληλα με την απώλεια της αθωότητας μετά το γεγονός και να εμφανιστεί εκ νέου προς το τέλος. Τα κεφάλαια που περιγράφουν το μάτι του κυκλώνα ανήκουν στις καλύτερες στιγμές του Pynchon. Τα άλλα βρίσκονται εκεί ως στηρίγματα και ως καθρέφτες και μάρτυρες των σταδίων της αλλαγής που επήλθε, της οποίας οι συνέπειες ακόμα δεν έχουν διερευνηθεί πλήρως. Το Bleeding Edge δεν είναι παρά ένα μικρό τμήμα της απόπειρας της λογοτεχνίας να νοηματοδοτήσει όσα μαρτύρησε.
Το μυθιστόρημα βέβαια προσπαθεί, και κατορθώνει, να κάνει δυο δουλειές ταυτόχρονα. Γιατί μπορεί ένα γεγονός να σημαδεύει μια εποχή ολόκληρη, αλλά είναι η εξέλιξη της καθημερινότητας που δίνει τα εργαλεία να το ερμηνεύσουμε. Το Διαδίκτυο δεν είναι μόνο το υπόβαθρο πάνω στο οποίο κινείται η πλοκή, αλλά ένας από τους χαρακτήρες που μάλιστα, όπως και άλλοι, πιο ανθρώπινοι, έχει κάνει την εμφάνισή του και σε άλλα μυθιστορήματα του Pynchon. Και μπορεί ο εβδομηνταπεντάχρονος να φαίνεται να παρανοεί, όπως άλλωστε έγραψαν και πολλοί κριτικοί, κάποια από τα στοιχεία του Διαδικτύου, αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι μέσα στο σύμπαν που έχει πλάσει, η μηχανική, ηλεκτρονική, αιθέρια αυτή κατασκευή δεν λειτουργεί όπως ο ίδιος επιθυμεί. Πλησιάζοντας στον ορισμό της επιστημονικής φαντασίας, ο Pynchon φροντίζει να μετατρέψει το δυνητικό σε πραγματικό, αλλά να το τοποθετήσει σε έναν κόσμο που μοιάζει είδωλο αυτού που ζούμε, στα πλαίσια ενός διεστραμμένου ρεαλισμού (παραπέμπω και στο κείμενο του Λευτέρη Καλοσπύρου, O Ρεαλιστής Thomas Pynchon στο διαδικτυακό, πυντσονικό περιοδικό The Zone).
Ιδού, λοιπόν, το Bleeding Edge. Ένα ιστορικό, μεταμοντέρνο, νουάρ, ρεαλιστικό μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας. Ή απλά μπορούμε να επιλέξουμε να μην βάλουμε και εδώ ετικέτες και να το απολαύσουμε για αυτό που είναι. Ένα μυθιστόρημα που σε αναγκάζει να γυρίζεις πάντα στην επόμενη σελίδα για να δεις τον απολογισμό μιας εποχής που νομίζεις πως θυμάσαι.
[…] «“Bleeding Edge” του Thomas Pynchon», του φίλου Γιώργου Μαραγκού, στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο και τις τέχνες «Ο Αναγνώστης». […]