του Ιλάν Σολομών στη μνήμη Γιώργου Μπαράκου RIP 21/11/22
Για τον Γιώργο Μπαράκο που έφυγε (21/11/2022) και την ιστορία του θρυλικού Jazz club στην Πλάκα, το πρώτο κλαμπ στην Ελλάδα, αφιερωμένο αποκλειστικά στην τζαζ που λειτούργησε σαν καταφύγιο για τους λάτρεις της, αλλά και σαν ένας χώρος μύησης για τους καινούργιους οπαδούς της τέχνης του αυτοσχεδιασμού.
Μουσική από τη δισκοθήκη του ιδιοκτήτη, περιοδικά και ξένα βιβλία για τη τζαζ, έδιναν αφορμή για ολονύκτιες συζητήσεις που παρέμεναν ημιτελείς. Αργότερα ξεκίνησαν οι ζωντανές εμφανίσεις συγκροτημάτων ελληνικών ή ξένων, που μας επισκέπτονταν από χώρες όπως η Ουγγαρία, δημιουργώντας μια «κατάσταση», στην οποία το αθηναϊκό κοινό ανταποκρίθηκε θετικά.
Από τον Οκτώβριο της χρονιάς της μεταπολίτευσης, λίγο μετά την πτώση της Χούντας, ανεβαίναμε με τη μικρή μυημένη στη τζαζ παρέα μας, στα ριζά του λόφου της Ακρόπολης, ψηλά στην Πλάκα, για ν’ ακούσουμε τις μουσικές που διάλεγε στο τζαζ κλαμπ του, ο κύριος Γιώργος Μπαράκος. Η πόρτα του κάθε τόσο άνοιγε κι αυτός, σε ένα ιδιότυπο face control, κοιτώντας μας στα μάτια, με ένα νεύμα επέλεγε ποιους θα άφηνε να μπουν τζάμπα στον «χειροποίητο» μουσικό ναό του.
Από το Μοναστηράκι
Τα πρώτα του ακούσματα ήταν τα κλαρίνα που αγόραζε ο γεννημένος σ’ ένα χωριό της Δωρίδας πατέρας του σε δίσκους 78 στροφών απ’ το Μοναστηράκι. Μετά ήρθε το ροκ εν ρολ και ο πιανίστας γείτονας, που όταν είδε να κρατάει στα χέρια έναν δίσκο του Elvis, του την έπεσε: «Τι μαλακίες είναι αυτές που ακούς αγόρι μου;». Του έβαλε ν’ ακούσει Louis Armstrong, Charlie Parker, Miles Davis, Duke Ellington και Dave Brubeck, που τότε μεσουρανούσε. Ο μικρός Γιώργος ενθουσιάστηκε.
Ήταν τότε που γνώρισε τον Λάκη, τον μετέπειτα εξαιρετικό τζαζ σαξοφωνίστα Λάκη Διακογιάννη και άρχισε μεταξύ τους ο ανταγωνισμός για το ποιος είχε τους περισσότερους, τους καλύτερους τζαζ δίσκους. Μια μέρα τον συνόδεψε στο Μοναστηράκι όπου ο Λάκης πήρε το πρώτο του σαξόφωνο. Το έβαλε στο στόμα και του έπαιξε αμέσως, τα… κάλαντα!
Στα τέλη των 50’s ο νεαρός Γιώργος άρχισε να συχνάζει στη «Λέσχη της Τζαζ» στην Ηρώδου του Αττικού, όπου πήγαιναν ο πιανίστας, συνθέτης και λάτρης της τζαζ Μίμης Πλέσσας, ο κιθαρίστας – από τους πρωτοπόρους της τζαζ στην Ελλάδα Τίτος Καλλίρης και ο συλλέκτης τζαζ δίσκων Τσιτσιλιάνος. Μαθητής, με το χαρτζιλίκι του, αγόρασε τον πρώτο του τζαζ δίσκο. Του Charlie Parker ήτανε, θυμάται.
«Στους Αμερικάνους φαντάρους της Βάσης του Ελληνικού, που έπαιρναν μετάθεση, βρίσκαμε τα καλύτερα. Έπεφτε “σύρμα” κι εμείς, τα “ψώνια” της τζαζ, σπεύδαμε να προλάβουμε σε κάποιο σπίτι της Βούλας ή της Γλυφάδας, τα κελεπούρια που δεν βρίσκαμε στα δισκάδικα της Αθήνας», ακούω να λέει.
Η απόφαση
Από τότε του μπήκε το μεράκι να διαδώσει τη τζαζ στους φίλους του, με τα πολύτιμα βινύλια του. Τα δάνειζε, κάποια χωρίς επιστροφή. Δε τον ένοιαζε, είχε κάνει μια καλή πράξη! Και τότε, έφτασε η στιγμή για να το αποφασίσει.
Το τζαζ κλαμπ άνοιξε την ξύλινη πόρτα του στη πλατεία Ραγκαβά, στα ορεινά της Πλάκας, τον Οκτώβρη του ’74. Ο Μπαράκος έπαιζε όλος χαρά τους τζαζ και ροκ δίσκους του, αρχικά σε ένα άδειο μαγαζί και μετά, για τους πρώτους του πελάτες. Λεφτά για live και μετακλήσεις δεν υπήρχαν. Επιστρατεύτηκε ο παιδικός του φίλος, ο Λάκης που έπαιξε σόλο σαξόφωνο. Και οι δυσκολίες της αρχής, συναντούσαν τις χαρές της επικοινωνίας με ένα κοινό που πλήθαινε.
Λάκης Ζώης και Γιώργος Τρανταλίδης, στου Μπαράκου
Τα πρώτα live
Λίγο καιρό μετά, άρχισαν να φτάνουν τα πρώτα ζωντανά σχήματα. Ο «απών» πια κιθαρίστας της τζαζ Johnny Lambizi, τον έφερε σε επαφή με τη μουσική σκηνή της πατρίδας του, της Ουγγαρίας. Ο πιανίστας Béla Lakatos, ο Tony Lakatos – με το σαξόφωνο του, o σπουδασμένος στην κρατική Ακαδημία τζαζ της Βουδαπέστης (όνειρο θερινής για την Ελλάδα της εποχής) ντράμερ Imre Kőszegi, ο γιγαντόσωμος μπασίστας Aladár Pege -και όχι μόνο, ανάμεσά τους.
Ώσπου έφτασε ο γνωστός από τα βιβλία και τις εκπομπές στο Τρίτο, πιανίστας Σάκης Παπαδημητρίου, ο μπασίστας Γιώργος Φιλιππίδης, ο γνωστός από τους “Socrates” ντράμερ Γιώργος Τρανταλίδης, ο πολυπειρος πιανίστας από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου Μάρκος Αλεξίου (οι τρεις των Sphinx), ο κιθαρίστας Λάκης Ζώης, ο εντυπωσιακός πιτσιρικάς μπασίστας Γιώργος Φακανάς με τον ακόμα μαθητή πιανίστα Τάκη Φαραζή και τον αυτοσχεδιαστή Νίκο Τουλιάτο στα τύμπανα – οι μετέπειτα ‘‘Iskra’’. Βασίλης Ρακόπουλος, Μηνάς Αλεξιάδης, Νίκος Πολίτης και άλλοι πολλοί, βρήκαν τον τζαζ «δρόμο» τους στο μαγαζί του Γιώργου Μπαράκου.
Στο μεταξύ, είχε αρχίσει να λειτουργεί το Half Note -το δημοφιλές μέχρι και σήμερα τζαζ στέκι του Μετς- στα πρώτα βήματά του στην Πλατεία Αμερικής, μετά στη Μιχαλακοπούλου κι αργότερα στη Φθιώτιδος, στους Αμπελόκηπους, από τους αλησμόνητους jazz fans Νίκο Σαχπασίδη και Δημήτρη Δεικτάκη.
Η εποχή, οι θαμώνες, οι μουσικοί
Στο τζαζ κλαμπ του Μπαράκου, η κοινότητα της τζαζ μπορούσε να τα πει, να ανταλλάξει απόψεις, να αγοράσει δίσκους, να διαβάσει ξένα τζαζ περιοδικά ή ν’ ακούσει Έλληνες και ξένους τζαζ μουσικούς. Στον χώρο του παραδίδονταν μαθήματα τζαζ αυτοσχεδιασμού – για πρώτη φορά. Αυτό προσέλκυσε νέους μουσικούς που δεν θα έβρισκαν «χώρο» αλλού και πολλούς νέους ακροατές.
«Ο Αλεξίου, ο Φιλιππίδης κι ο Τρανταλίδης ανήκουν στη μικρή εκείνη ομάδα των μουσικών που εδώ και μερικά χρόνια συγκεντρώνονται στη μικρή αίθουσα του Τζαζ Κλαμπ του Γιώργου Μπαράκου, παίζοντας μπροστά στο μικρό τους ακροατήριο αυτό που εκείνοι πιστεύουν ότι λειτουργεί σαν δεύτερη γλώσσα στη μουσική πραγματικότητα του αιώνα» έγραφε ο Κώστας Γιαννουλόπουλος, σταθερός θαμώνας του κλαμπ.
Τον Δεκέμβριο του 1977 αυτός ο ερευνητής και δάσκαλος της τζαζ – από τότε ακούγαμε τις ραδιοφωνικές του εκπομπές στο κρατικό, με την επιμέλεια ύλης του Σάκη Παπαδημητρίου που το 1981-1982 συντόνισε τα προσανατολισμένα προς τον δημιουργικό αυτοσχεδιασμό τέσσερα τεύχη του «Συν και Πλην», στη Θεσσαλονίκη, τον Γιώργο Χαρωνίτη – που ξεκίνησε το μηνιαίο περιοδικό «Jazz & Τζαζ» τον Απρίλιο του 1993, στα πρώτα του τζαζικά βήματα και art director τον Δημήτρη Αρβανίτη, εκδίδουν το περιοδικό «Τζαζ» που κυκλοφορούσε κάθε τρεις μήνες και άντεξε ως το 1982.
Φεστιβάλ Praxis
Λίγο καιρό μετά -σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Goethe- η ομάδα του «Τζαζ» περιοδικού αρχίζει τα υψηλής αισθητικής “Praxis Festivals”. Mετακαλεί δημοφιλείς τζαζίστες από τη διεθνή σκηνή, τους ηχογραφεί και εκδίδει τους δίσκους τους, στην πολύτιμη σήμερα για τους συλλέκτες “Praxis Records”.
Από το πρώτο φεστιβάλ, αξέχαστη μένει η συναυλία στο θέατρο Αλάμπρα του Αμερικανού σαξοφωνίστα Sam Rivers. Ακολούθησαν πολλές και αντίστοιχες εμπειρίες. O Jemeel Moondoc και το κουαρτέτο του, oι Peter Kowald, Gunter Baby Sommer, John Tchikai, Wadada Leo Smith, αργά το βράδυ κατέληγαν «στου Μπαράκου», για να πιούν, να χαλαρώσουν, να αυτοσχεδιάσουν και να γνωρίσουν τα μέλη της ντόπιας τζαζ σκηνής, που ήταν ακόμα στα σπάργανα.
«Οι ραδιοφωνικές εκπομπές πλήθαιναν, το ίδιο και η αρθρογραφία η σχετική με την τζαζ … Το καλοκαίρι του 1982 οι Sphinx έπαιξαν σε έναν κατάμεστο Λυκαβηττό ενώ το φεστιβάλ “Praxis”, με τη φροντίδα του Γιαννουλόπουλου, έγινε ετήσιος θεσμός, έως το 1985, όταν έφτασε στο καλλιτεχνικό του ζενίθ… Μια νέα γενιά καλλιτεχνών έκανε την εμφάνισή της: το γκρουπ των Iskra, με τον David Lynch, τον Νίκο Τουλιάτο, τον Τάκη Φαραζή, τον Γιώργο Φακανά, τον Λεωνίδα Πλιάτσικα και τον Τάκη Μπαρμπέρη», έγραφε ο Γ. Χαρωνίτης.
Μάρκος Αλεξίου, Λάκης Ζώης, Γιώργος Φιλιππίδης, “Sphinx” 1979
Ένα τζαζ μνημείο, σε διπλό δίσκο βινυλίου, Σάκης Παπαδημητρίου και Φλώρος Φλωρίδης.
Στις 15 Απριλίου 1979, στο τζαζ κλαμπ του Γιώργου Μαράκου ηχογραφήθηκε ζωντανά ο πρώτος δίσκος σύγχρονης τζαζ στην Ελλάδα. Στο «Αυτοσχεδιάζοντας στου Μπαράκου», ο Σάκης Παπαδημητρίου – παίζοντας πιάνο και ο Φλώρος Φλωρίδης, σαξόφωνα και κλαρινέτο, αποτύπωσαν την ατμόσφαιρα εκείνης της βραδιάς, όταν συνδύαζαν τον τζαζ αυτοσχεδιασμό με την παραδοσιακή και την σύγχρονη μουσική.
Στο εξώφυλλό του έγραφε ανάμεσα σε άλλα: «Επιτρέπεται η χρήση του δίσκου ως άτοκος επένδυση σε κινηματογραφικές ταινίες τρόμου, κουλτούρας, πορνό ή μιούζικαλ καθώς και η διαρροή του σε μπουάτ, σε οικογενειακές ταβέρνες, σε αεροδρόμια και σε τράπεζες – συμπεριλαμβανομένων και των τζουκ-μποξ».
Η κυκλοφορία της ηχογράφησης σε διπλό άλμπουμ βινυλίου εγκαινίασε την υπόθεση της ελληνικής jazz δισκογραφίας, στους κόλπους της οποίας γράφτηκε κι εξακολουθεί, μια μικρή αλλά ιδιαίτερη σε σπουδαιότητα ιστορία.
Το «Αυτοσχεδιάζοντας στου Μπαράκου» δεν καταγράφει μόνο τις ανησυχίες δύο μουσικών της ελληνικής jazz κοινότητας, αλλά και τη γόνιμη μεταξύ τους ανταλλαγή ιδεών και ερεθισμάτων. Αποτυπώνει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, τις κοινωνικές ζυμώσεις και το καλλιτεχνικό όραμα μιας εποχής.
Η Απόλυτη Διαγραφή
Και τότε, σκάει το σχέδιο «αναβάθμισης» της Πλάκας των Τρίτση και Μελίνας. Προέβλεπε το κλείσιμο όλων των «μαγαζιών» που δεν ταίριαζαν με τα χρηστά πασοκικά ήθη. Ανάμεσα τους, χωρίς διακρίσεις, ο μοναδικός Αθηναϊκός ναός της τζαζ.
«Το Τζαζ Κλαμπ κλείνει στις 23 Νοεμβρίου του 1983. Έχω ακόμη ολοζώντανα στη μνήμη μου τα αστυνομικά όργανα που με έβγαλαν δια της βίας έξω από το κλαμπ και το σφράγισαν», θυμάται ο Γιώργος Μπαράκος. Θα προσπαθήσει να μεταφέρει το κλαμπ στην Κυψέλη, όμως κι εκείνο το χώρο θα τον έκλεινε η αστυνομία. Η «διαγραφή» του ιστορικού κλαμπ από το κέντρο της ντόπιας τζαζ σκηνής, θα έβλαπτε ανεπανόρθωτα τον χώρο. Τα πράγματα, σήμερα, θα ήταν εντελώς διαφορετικά αν υπήρχε ακόμα αυτό, το πρώτο τζαζ κλαμπ.
Ο κόσμος που άκουγε με κατάνυξη τα δρώμενα στο τζαζ κλαμπ του Γιώργου Μπαράκου, «μια νεολαία αχόρταγη για μουσική ήταν, δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα εκκλησίας. Ήταν κάτι το πρωτόγνωρο, κάτι -ίσως- ανεπανάληπτο».
Μνήμες πικρές, ανεξίτηλες. Και το πιάνο δεν το είχε ξοφλήσει ακόμα…
(είχε δημοσιευτεί τον Αύγουστο 2022 στην Αυγή)