Αυτός ο σκοτεινός Μπέρνχαρντ (του Γιάννη Ν.Μπασκόζου)

0
1028

 

του Γιάννη Ν.Μπασκόζου

 

Ο Τόμας Μπέρνχαρντ με την Αυτοβιογραφία του εισάγει τον αναγνώστη στον δικό του κόσμο, δίνοντας του τις προσωπικές στιγμές που τον σημάδεψαν. Γεννημένος το 1931 (πέθανε το 1989) θεωρείται ο μεγαλύτερος μεταπολεμικός συγγραφέας της Αυστρίας, αν και γενικότερα ανήκει στην ευρύτερη γερμανική λογοτεχνία. Τα πέντε κείμενα του τόμου αυτού γράφτηκαν μεταξύ 1975 και 1982 και αφορούν στην παιδική και εφηβική ηλικία του συγγραφέα. Ο ίδιος ο συγγραφέας τα θεωρούσε «αυτοβιογραφικά μυθιστορήματα» θέλοντας να υπονομεύσει , εν μέρει, την αλήθεια τους. Οι ιστορίες του από την παιδική ηλικία έχουν κάτι σκοτεινό, ένα φάσμα απελπισίας που τον οδηγεί στις πιο αντιδραστικές του πράξεις. «Η γενέθλια πόλη μου είναι στην πραγματικότητα μια θανάσιμη αρρώστια, που σ΄αυτήν οι κάτοικοι της θα γεννηθούν και θα μεγαλώσουν και, αν δεν φύγουν την αποφασιστική στιγμή, είτε θ΄ αυτοκτονήσουν εντελώς απροσδόκητα, άμεσα ή έμμεσα, αργά ή γρήγορα, μέσα σ΄όλες αυτές τις φοβερές συνθήκες, είτε θα αφανιστούν άμεσα ή έμμεσα, αργά και οικτρά,, σ΄αυτό το ουσιαστικά πέρα για πέρα εχθρικό για τον άνθρωπο αρχιτεκτονικό- επισκοπικό-αμβλύνου-εθνικοσοσιαλιστικό-καθολικό έδαφος θανάτου».  Σε μια τέτοια πόλη ο συγγραφέας αψηφά τις συμβουλές και αποφασίζει να πάει ενάντια στην οικογενειακή θέληση (την οποία εκφράζει ο κηδεμόνας – πατριός του). Δεκατριών χρονών θα βρεθεί σε ένα σκοτεινό, απάνθρωπο εθνικοσοσιαλιστικό οικοτροφείο και θα κατατρύχεται από την αίσθηση της επικείμενης αυτοκτονίας του, ως μόνου μέσου διαφυγής. Αλλά ούτε και η μετέπειτά διαμονή του στο καθολικό οικοτροφείο- Λύκειο είχε τεράστιες διαφορές. Η μοναδική ανθρώπινη επικοινωνία που είχε ήταν με τον παππού του, ο οποίος έχει διαβλέψει τις ικανότητές του και τον προόριζε  για κάτι ιδιαίτερο πληρώνοντας του μαθήματα βιολιού και ξένων γλωσσών. Ο Μπέρνχαρντ θα εγκαταλείψει το Λύκειο και θα προτιμήσει να ασχοληθεί με χειρωνακτική εργασία πιάνοντας δουλειά στο υπόγειο κατάστημα τροφίμων του Καρλ Ποντλάχα. Είναι η πρώτη φορά που αισθάνεται πραγματικά χρήσιμος, ότι έχει γίνει μια «χρήσιμη ύπαρξη», και ότι γι αυτόν αρχίζει μια καινούργια εποχή. Το 1948 νοσεί από βαριά πλευρίτιδα και φυματίωση. Θα περάσει τα επόμενα δύο χρόνια σε νοσοκομεία και σανατόρια, τα οποία  θα του δώσουν την αφορμή να παρουσιάσει στην ενότητα «Η ανάσα» τον ζοφερό κόσμο του νοσοκομείου, εκεί όπου  οι μαύρες σκέψεις επανέρχονται. Ο παππούς πεθαίνει όταν αυτός νοσηλευόταν και όπως χαρακτηριστικά γράφει «από μένα θα εξαρτιόταν αν εξακολουθούσα να ανασαίνω ή όχι». Τα αυτοβιογραφικά του κείμενα τελειώνουν με το τιτλοφορούμενο «ένα παιδί», ένα συγκλονιστικό κείμενο που αφηγείται την εποχή που ο συγγραφέας ήταν ένα οκτάχρονο άτακτο παιδί, που ακολουθούσε ένα δικό του δρομολόγιο ζωής. Σαν άλλος Τομ Σώγερ θα πάρει ένα ποδήλατο και θα θελήσει να επισκεφτεί την θεία του που ζούσε σε απόσταση 36 χιλιομέτρων στο Ζάλτσμπουργκ.  Το ποδήλατο θα χαλάσει και αυτός θα ζήσει μια τρομακτική περιπέτεια μέσα στη νύχτα, με βροχή, με άγνωστους ανθρώπους σε ένα χάνι μέχρι να καταφέρει να βρει τον δρόμο της επιστροφής. Αυτό ήταν και το πρώτο μοναχικό του ταξίδι που θα τον σημαδέψει σε όλη την παιδική του ηλικία, καθώς θα αντιμετωπίσει όλους τους ανθρώπους που τον περιτριγυρίζουν, της οικογένειάς του, τους κατοίκους του χωριού του, ως εχθρικούς, άξεστους, άχρηστους «που έχουν έναν κορμό πάνω σε πόδια, μα όχι κεφάλι». Εξαίρεση ο παππούς του   ο αναρχικός συγγραφέας Γιοχάνες Φροϊμπίχλερ, ο μόνος που θα του συμπεριφερθεί στοργικά, πατέρας και μάνα μαζί.

Οι πέντε ενότητες αυτής της Αυτοβιογραφίας φανερώνουν τον τρόπο γραφής και σκέψης του Τόμας Μπερνχαρντ αλλά και την προσωπικότητά του που έχει περιγραφεί ως εκπληκτική, ιδιοσυγκρασιακή, έξυπνη, υπερβολική, παράλογη, βιρτουόζα, φανταστική αλλά και καταθλιπτική, μονήρη, αυτοκαταστροφική. Ο ίδιος έχει γράψει ότι το μόνο που ζητά από το περιβάλλον του είναι να τον αφήσει στην ησυχία του. «Μου είναι παντελώς αδιάφορο αν όλα γύρω μου καταρρεύσουν ή γίνουν ακόμα πιο γελοία από όσο είναι. Αυτό δεν έχει για μένα καμιά απολύτως σημασία. Και δεν με βοηθά να προχωρήσω προς τον εαυτό μου…».  Από τα παιδικά του χρόνια φαίνεται αυτή η προσπάθεια να χαράξει μια προσωπική πορεία προς ένα προσωπικό έρεβος. «Θα πρέπει να βγεις έξω απ΄ όλα, όχι να κλείσεις πίσω σου την πόρτα, αλλά να την βροντήξεις και να φύγεις. Θα πρέπει από το ένα σκοτάδι, που είναι αδύνατο να το εξουσιάσεις σε όλη σου τη ζωή, να εισχωρήσεις στο άλλο, στο δεύτερο, στο οριστικό σκοτάδι που βρίσκεται μπροστά σου και, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και δίχως περιστροφές, δίχως σοφιστείες και ελιγμούς να καταφέρεις να φτάσεις σ΄ αυτό».  Έτσι καθόλου τυχαία βλέπουμε στα περισσότερα έργα του Μπερνχαρντ τους ήρωες του να είναι μοναχικοί, μονομανείς, να επιτίθενται ενάντια στον μικροαστικό κόσμο που τους περιβάλλει με ακατάσχετους μονολόγους που θυμίζουν τους αντίστοιχους σε έργα θεάτρου του παραλόγου.

Αν αναρωτηθεί κανείς γιατί οΤόμας  Μπέρνχαρντ είναι ένας από τους πιο σημαντικούς λογοτέχνες του 20ου αιώνα θα πρέπει να σκεφτεί το πώς οι εμμονές του τον οδήγησαν στη γλώσσα του, μια γλώσσα παραληρηματική που διεμβολίζει την συμβατική ρεαλιστική λογοτεχνία αποδίδοντας με τον καλύτερο τρόπο τους ψυχαναγκαστικούς χαρακτήρες των πεζογραφημάτων του, σημαδεύοντας τον αιώνα του με αυτή την γενιά των  μοναχικών και απελπισμένων ανθρώπων. Όσο πικρός και αντιφατικός κι αν εμφανίζεται στα κείμενά του δεν παύει υποδόρια να εκφράζει την απόγνωσή του για την ανθρώπινη κατάσταση. Να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη «για δες, τίποτα δεν διορθώνεται αλλά εμείς οφείλουμε να θέλουμε κάτι άλλο».

 

 

 

Info: Thomas Bernhard, Αυτοβιογραφία, μτφ:Βασίλης Τομανάς, Εξάντας

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ ζωή και ο θάνατος του Φάνη Αυγερινού (του Λάκη Δόλγερα)
Επόμενο άρθροΒυζαντινές πριγκίπισσες με πορφύρα ή ρομφαία(της Ελένης Σβορώνου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ